... Το εργαστήρι ή μαγαζί, όπως το έλεγε ο μάστρος, ήταν ένα από τα μεγάλα δωμάτια του σπιτιού, μ΄ένα πάγκο στη μέση, που είχε στην άκρη μόνιμα στερεωμένη μια μέγγενη. Εδώ στερέωνε τα ξύλα και τα επεξεργαζόταν. Στο δεξί του αυτί πάντα είχε ένα μολύβι που κάθε τόσο το έξυνε στην κοφτερή λεπίδα του ροκανιού αφού πρώτα το αναποδογύριζε στο αριστερό του χέρι. Μόνιμο επίσης, ήταν και το μελωδικό σφύριγμα που έβγαινε κάθε τόσο από μια μικρή ανεπαίσθητη τρυπίτσα στο αριστερό του χείλος καθώς το σούφρωνε ελαφρά χωρίς να καταβάλλει προσπάθεια.
Έκανα κι εγώ να σφυρίξω μα έβγαινε από τα χείλη μου μόνο αέρας. Κι όταν τον ρωτούσα απεγνωσμένα «πότε θα μάθω να σφυρίζω;» αυτός μου έλεγε, «για να σφυρίξεις, πρέπει να εμπιστευτείς πρώτα απ΄όλα τις ικανότητες του λάρυγγα και της γλώσσας σου, πρέπει να πιστέψεις ότι μπορείς να σφυρίξεις, να κλείνεις τα μάτια και να βγάζεις το σφύριγμα μέσα από τα βάθη της καρδιάς σου». Είχε μια απίστευτη ικανότητα να αντιλαμβάνεται την ουσία των πραγμάτων και να τη μεταδίδει. Αυτή η σοφή κουβέντα του με βοήθησε να μάθω να σφυρίζω. Στην αρχή δεν μπορούσα. Όλες μου οι προσπάθειες πήγαιναν χαμένες. Από τα χείλη μου εξακολουθούσε να βγαίνει μόνο αέρας. Αέρας ... κοπανιστός.
Σε κάποια στιγμή, το απόγευμα, πρόσεξα τη Λουλού που ερχόταν να παίξει με τις αδελφές μου. Αυτή η μικρή πήγαινε στη Δευτέρα τάξη, ήταν μικρότερη μου δηλαδή ένα χρόνο και υπέφερε πολύ από μένα γιατί όταν ήμουν μικρότερος πάντα της τραβούσα τα μαλιά και πήγαινε στο σπίτι της με κλάματα.
Με πλησίαζε λίγο φοβισμένη και μόλις ήρθε αρκετά κοντά μου, φούσκωσα τα στήθια και της είπα: «Θέλεις να σου σφυρίξω ένα τραγούδι;» Με κοίταξε επιφυλακτικά και με φόβο μα ύστερα έγνεψε με το κεφάλι «ναι». Τι ήθελα κι εγώ να το πω αυτό. Την κοίταξα παγωμένος. Τι ήθελα να το πω, εγώ που δεν ήξερα να σφυρίζω. Τι προσβολή θα ήταν αν δεν τα κατάφερνα. Κόρδωσα όμως, ακόμα πιο πολύ σαν γάλος και ο αέρας ξεκινώντας από μέσα μου βαθιά, βγήκε από τα χείλη μελωδικός. Σφύριξα. Ναι, σφύριξα!
Με κοιτούσε χωρίς φόβο τώρα και στα χείλη της φάνηκε ένα αδιόρατο χαμόγελο. Δεν το πίστευα. Τα είχα καταφέρει! Μπόρεσα να σφυρίξω! Δεν έχασα καιρό, τώρα που το σίδερο έβραζε, ξεκίνησα ένα καινούριο σφυρικτικό σκοπό: «Άαααπό την πό από την πόοορτα σου περνώ». Αυτή τη φορά το σφύριγμα βγήκε ακόμα καλύτερα και με μεγαλύτερη ευκολία. Άρχισα τότε να χοροπηδώ γύρω από τη Λουλού, που ο τρόμος επανήλθε στα απορημένα της μάτια βάζοντας τα χέρια γύρω απ΄τα μαλιά της, γιατί νόμισε πως θα της τα τραβούσα. Εγώ όμως, έκανα κάτι άλλο. Της έσκασα ένα φιλί στο μάγουλο ενώ αυτή το έβαζε τρομαγμένη στα πόδια για το σπίτι της.
Έμαθα να σφυρίζω!
[Απόσπασμα από εκτεταμένο ανέκδοτο κείμενο]