5 Ιαν 2012

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ


«Επιστροφή στην ευτυχία»
ανάμνηση



  
Τ
ο ζαχαροπλαστείο Κυψέλη, είναι στη διασταύρωση Δημοκρατίας και Ευαγόρου. Ό,τι και να έχει απομείνει, είναι εκεί. Ο αέρας, θα μπαίνει από τις πόρτες και τα παράθυρα, που δεν θα έχουν ούτε θυρόφυλλα ούτε παραθυρόφυλλα, και θα στοιβάζει άμμο και σκόνη επάνω σε σπασμένα μπουκάλια και τζάμια και σε κάποιο σαπισμένο ίσως και με σπασμένα πόδια τραπεζάκι, σε κάποια γωνιά.
Εμείς, οι μικροί μαθητές του γυμνασίου, το προτιμούσαμε γιατί είχε τζουκ μποξ με όλα τα μοντέρνα τραγούδια της εποχής και βρίσκαμε ξεκούραση μετά από τις αμέτρητες βόλτες μας μέχρι τη θάλασσα. Το Ρόδον, μάς έπεφτε πολύ αριστοκρατικό και το αποφεύγαμε, το δε Boccaccio δεν υπήρχε τότε. Κάθε Σάββατο απόγευμα και Κυριακή μέχρι αργά, όλος ο πληθυσμός της πόλης στριμωχνόταν σε ένα και μοναδικό δρόμο, στη Δημοκρατίας, που καθώς περνούσε η ώρα εξελισσόταν σε πραγματικό πανηγύρι. Άλλοι έκαναν τις βόλτες τους, άλλοι άκουγαν από μικρά ραδιόφωνα καμιά ποδοσφαιρική συνάντηση, κι άλλοι κάθονταν στα ζαχαροπλαστεία και στα άλλα κέντρα. Οι πιο μεγάλες τάξεις αργότερα αποσύρονταν προς την παραλία, που ήταν πιο ρομαντικά -μάλλον πιο σκοτεινά- για να συναντήσουν τα κορίτσια τους.
Μετά τις οκτώ, ξεκινούσαν τα σινεμά και οι οικογενειακές ταβέρνες. Εμείς πηγαίναμε, για ευνόητους λόγους, στην απογευματινή παράσταση της Κυριακής, που έπαιζαν δυο έργα, το ένα κωμωδία ή ελληνικό και το άλλο ιστορικό, ή περιπέτεια. Πιο αργά βέβαια, κάποιοι ξενυχτούσαν στα οικογενειακά καμπαρέ!
Στην Κυψέλη έμαθα να χορεύω τουίστ∙ και ήταν αναγκαίο, διότι η Φαίδρα, με είχε προσκαλέσει στο πάρτι γενεθλίων της. Ήταν ένα όμορφο κορίτσι με μακριά μαλλιά που τα άφηνε να πέφτουν μπροστά της και να της κρύβουν το πρόσωπό. Τη θυμάμαι ακόμα, να με περιμένει στη γωνία, να τρέχει κοντά μου, να μπερδεύει τα λόγια της και μέχρι να τελειώσει τον προσκλητήριο λόγο της να γίνεται κατακόκκινη. Κι εγώ δεν πήγαινα πίσω, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη και η μόνη απάντηση που έδωσα τελικά ήταν ένα «ναι» με το κεφάλι.
Ήμουν πολύ χαρούμενος, γιατί ήταν το πρώτο πάρτι που θα πήγαινα, αλλά συνάμα και πολύ αγχωμένος. Ο φίλος μου ο Γλαύκος που έβλεπε σε τι κατάσταση βρισκόμουν, επειδή ακριβώς ήταν το πρώτο μου πάρτι και δεν ήξερα να χορεύω, έδωσε τη λύση. Κάθε απόγευμα πηγαίναμε στην «Κυψέλη» και βάζαμε τους δίσκους με τα τουίστ και μάλιστα φρόντισε να διαδώσει στους μικρούς, τούς κωδικούς αριθμούς κάποιων τραγουδιών, αυτών που ήταν τα πιο σπουδαία και τους παρότρυνε να βάζουν αυτά στο τζουκ μποξ. Έτσι, καταφέραμε να μου δείξει όλες τις φιγούρες του τουίστ.
Το Σάββατο, νωρίς το απόγευμα, είχα αρχίσει τις προετοιμασίες και στην ώρα μου ήμουν στο σπίτι της. Το σπίτι γέμισε δωδεκάχρονους και δεκατριάχρονους που έτρεχαν εδώ κι εκεί. Έπαιζε μουσική στο πικάπ και η μαμά της πηγαινοερχόταν χαρούμενη για να βοηθήσει αν χρειαζόταν. Και χρειάστηκε: κάποιος είπε ότι έπρεπε να σβήσει κανένα φως, και η Φαίδρα το μετέφερε στη μαμά. Ευτυχώς, εκείνη δεν αρνήθηκε. Με τον χαμηλό φωτισμό χόρευαν και αυτοί που δεν ήξεραν. Ήταν η στιγμή, να δείξω κι εγώ την κοινωνικότητα και εμπειρία μου, και παίρνοντας ύφος πολύξερου είπα στη Φαίδρα: «μήπως έχεις το walking back to happiness;».
Δεν απάντησε. Έδειξε με το δάχτυλο «ένα λεπτό» και πράγματι, σε ένα λεπτό ήταν πίσω. «Το βρήκα» είπε χαρούμενη, «έλα να χορέψουμε» και με τράβηξε από το χέρι, ενώ άρχισε να ακούγεται δυνατά η μουσική από τον δίσκο στο πικάπ. Εκείνο το βράδυ χόρεψα όλους τους δίσκους. Ήμουν ευτυχισμένος.
Τώρα, μισό αιώνα σχεδόν μετά, κάθε φορά που τυχαίνει ν’ ακούσω αυτό το τραγούδι, βουρκώνουν τα μάτια μου, όχι γιατί με μεταφέρει σε μια αθώα κι ανέμελη εποχή που ο καθένας από μας θα ήθελε να ξαναζήσει, αλλά γιατί ο πολυαγαπημένος τόπος που ζήσαμε αυτά τα ανεπανάληπτα χρόνια, δεν υπάρχει πια όπως τον γνωρίζαμε. Είναι ένας τόπος εγκλωβισμένος ασφυκτικά μέσα σε ανατριχιαστικά αγκαθωτά συρματοπλέγματα και γύρω γύρω στρατιώτες με οπλοπολυβόλα έτοιμα να γαζώσουν με ριπές, όποιον τολμήσει να περάσει μέσα στην πόλη.

Μια πόλη καταδικάστηκε σε αργό θάνατο και για μια ακόμα φορά, η βοήθεια που περιμένει δεν έρχεται. Και δεν είναι μόνο τα σπίτια, τα σχολεία, οι εκκλησίες που αργοπεθαίνουν. Τον ίδιο αργό θάνατο, βιώνουν και όλοι όσοι έτυχε να ζήσουν και ν’ αγαπήσουν αυτή τη μαγική πόλη, προδομένοι και διωγμένοι βίαια μακριά της, προσπαθώντας να κρατηθούν όρθιοι, φυλάγοντας την πόλη όλη ζωντανή μέσα στην καρδιά τους.


Πέρασαν πολλά χρόνια να μάθω ότι το τραγουδούσε η Helen Shapiro και όταν το πρωτοτραγούδησε ήταν μόνο δεκατεσσάρων χρονών. Κι εμείς δώδεκα!!!