Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Ένα άσπρο σκυλί
«Πέντε Pόμεο Mπράβο, Πέντε Pόμεο Μπράβο, εδώ Δέλτα Βίκτωρ Έξι, Δέλτα Βίκτωρ Έξι» επανέλαβε πολλές φορές χωρίς να πάρει απάντηση. «Μα τι έγινε αυτός ο άνθρωπος; Εδώ και δυο μήνες συνεχίζει τη βουβαμάρα του. Μήπως του μίλησα άσχημα; Είπα κάτι που δεν έπρεπε; Αν είχα παρεκτραπεί και ήμουν εκτός κανονισμών, να τους βράσω τέτοιους κανονισμούς. Το γνωρίζω πολύ καλά βέβαια ότι οι πολιτικές συζητήσεις απαγορεύονται αυστηρά, μα πώς μπορεί ένας άνθρωπος να σιωπά όταν η πατρίδα του καίγεται; Ποιος κανονισμός μού απαγορεύει να βρίσω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου αυτό το κάθαρμα τον Κίσσιγκ... ―ούτε τ’ όνομά του δεν θέλω να προφέρω―, που έχει καταστρέψει τον τόπο; Όλος ο κόσμος το γνωρίζει, και πολύ καλά μάλιστα, πως αυτός ευθύνεται. Μπορούσε με μια διαταγή του να σταματήσει το κακό, μα δεν το έκαμε. Όχι μόνο δεν το έκαμε, μα βοήθησε κιόλας να ολοκληρωθεί το έγκλημα μια ώρα γρηγορότερα. Όλα ήταν προσχεδιασμένα. Ναι, αυτό το έκτρωμα ευθύνεται για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί. Aν μπορούσα να τον βρω, θα έπεφτα πάνω του σαν μανιασμένος ταύρος, με τα ίδια μου τα χέρια θα του τύλιγα το λαιμό, θα τον έσφιγγα μέχρι να του κοπεί η αναπνοή, για να βλέπει τον Χάρο με τα γουρλωμένα μάτια του να τον πλησιάζει, να πολτοποιεί τις σάρκες και τα κόκαλά του σε κάθε άγγιγμα, πνιγμένος μέσα σε βρομερή κάπνα από θειάφι, όπως αυτή που σκέπασε το νησί τις μέρες που οι βόμβες έπεφταν χωρίς σταματημό κι έκαιγαν τους ανθρώπους, τα σπίτια, τα δέντρα και τη γη! Έτσι, για να πληρώσει για όλα αυτά, αλλά κυρίως για το θάνατο του γερο-πατέρα μου και των άλλων εφτά, που τους εξανάγκασαν ν’ ανοίξουν οι ίδιοι τον τάφο τους, αφού πρώτα τους βασάνισαν βάναυσα, τα χτήνη!»
Μπήκε στο δωμάτιο η γυναίκα του: «Τι έπαθες, Παύλο; Όλο το απόγευμα φωνάζεις. Έλα έξω να πάρεις λίγη δροσιά».
Έκλεισε το σταθμό κι ακούμπησε στον τοίχο δένοντας τα χέρια πίσω από το κεφάλι του. «Θα έρθω σε λίγο» απάντησε ξερά και βυθίστηκε στις σκέψεις του:
«Αν βγει, θα του ζητήσω συγγνώμη. Σίγουρα, δεν του μίλησα καλά την τελευταία φορά. Στο κάτω κάτω, ο καθένας μπορεί να έχει τις δικές του ιδέες, τις δικές του συνήθειες και τα δικά του προβλήματα. Μα, πάλι, μπορεί να υπάρχει αυτή η απάθεια; Στην πατρίδα μου υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που δεν έχουν συνέλθει από το κακό και υποφέρουν. Έγινε ολόκληρος πόλεμος και σκοτώθηκαν χιλιάδες άνθρωποι. Πού βρίσκει αυτός το κουράγιο να μιλάει μόνο για το σκυλί του! Πόσο έξυπνο σκυλί είναι, τι θα φάει το σκυλί απόψε, πώς θα κοιμηθεί το σκυλί! Ατελείωτες περιγραφές! Και τότε που είχε αρρωστήσει το είχε πάει στον καλύτερο γιατρό, στη Δανία. Γι’ αυτό γίνονται πόλεμοι. Διότι υπάρχουν άνθρωποι που, αντί να νοιάζονται για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο συνάνθρωπός τους, και στο κάτω κάτω αύριο μπορεί να ’ναι και δικά τους, νοιάζονται για τα σκυλιά τους. Όχι, δεν θα ζητήσω συγγνώμη. Θα του πω κατάμουτρα ότι είναι ζώο. Ακούς εκεί... είναι άρρωστο το σκυλί!
«Όχι, όχι, δεν μπορώ. Όχι. Ίσως τον αδικώ. Μήπως συμβαίνει κάτι που δεν μπορώ να καταλάβω; Με είχε ρωτήσει για κάτι άλλο. Ναι, τώρα θυμάμαι. Με ρώτησε αν έχει πολύ φως στην πατρίδα μου, αν έχουν ανθίσει οι αμυγδαλιές της Ασίνου. Του είχα μιλήσει πιο παλιά για τις τοιχογραφίες και τις αμυγδαλιές. Τον προσκάλεσα μάλιστα να επισκεφθεί την πατρίδα μου. Μου είπε μόνο: “πόσο θα ήθελα να δω ανθισμένες αμυγδαλιές!”».
Άνοιξε ξανά το σταθμό κι επανέλαβε το γνωστό σήμα.
Στη γραμμή μπήκε κάποιος άλλος:
»Εδώ Σιέρα Σέβεν Γιούνιφορμ. Τα σήματά σου καθαρά, Δέλτα Βίκτωρ Έξι. Σε ακούω όλο το απόγευμα να καλείς τον Ρόμεο Μπράβο. Μην προσπαθείς άλλο γιατί δεν θα τον ξανακούσεις ποτέ πια. Έφυγε. Δεν υπάρχει πια. Πρώτα έχασε το σκυλί του, αν θες να μάθεις! Δεν μπορούσε να παρηγορηθεί με τίποτα. Αναστατώθηκε η ζωή του. Δεν μπορούσε πια να κυκλοφορήσει. Αυτό το σκυλί ήταν τα μάτια του. Θα ξέρεις βέβαια πως ήταν τυφλός.
»Δέλτα Βίκτωρ Έξι, μ’ ακούς;
»Ήταν πολύ άτυχος. Παλαιότερα εργαζόταν στον πύργο ελέγχου του αεροδρομίου. Το δράμα του άρχισε μια βροχερή απαίσια νύχτα στο αεροδρόμιο. Πυκνή ομίχλη σκέπαζε το δίαυλο προσγείωσης. Κάποιο αεροπλάνο έδινε γύρους χωρίς να μπορεί να βρει τον σωστό προσανατολισμό. Είχε χαμηλώσει πολύ. O Ρόμεο έτρεμε στο χειριστήριο. Η αγωνία ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Και ξαφνικά ακούστηκε η έκρηξη. Άφησε τον πύργο ελέγχου κι έτρεξε. Στο αεροπλάνο ήταν κάποιος δικός του. Όταν έφθασε κοντά, αντίκρισε συντρίμμια. Έτρεχε απ’ εδώ κι απ’ εκεί σαν τρελός χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Σαν παλαβός έκανε. Σε μια στιγμή άκουσε μια τρομαγμένη φωνή. Πλησίασε. Με δυσκολία άνοιξε τη ζώνη που κρατούσε την κοπέλα στο κάθισμα. Αυτή έκλαιγε συνεχώς. Την πήρε στην αγκαλιά του και προχώρησε στο σκοτάδι. Δεν έκανε πολλά βήματα όμως, έχασε την ισορροπία του, του ξέφυγε το κορίτσι από τα χέρια κι έπεσαν πάνω σ’ ένα σωρό παλιοσίδερα. Ένιωσε να τον καίνε τα μάτια του, μα ήταν αργά πια, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήταν τυφλός.
»Δέλτα Βίκτωρ Έξι, μ’ ακούς;
»Η κοπέλα σώθηκε ―ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που σώθηκε από το δυστύχημα εκείνο― και αργότερα τον επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι του. Της είχε σώσει τη ζωή, γιατί είχε ακολουθήσει κι άλλη έκρηξη εκείνο το βράδυ. Έχασε βέβαια τη δουλειά του, μα βρήκε παρηγοριά σε αυτά εδώ τα μηχανήματα, που έχουμε κι εμείς και μιλούμε με φίλους σε όλο τον κόσμο. Όταν έχασε το σκύλο του όμως, ένα πανέμορφο άσπρο σκυλί, κόντεψε να χάσει τα λογικά του. Έχασε όχι μόνο έναν πιστό φίλο, μα και για δεύτερη φορά τα μάτια του. Δεν μπορούσε να παρηγορηθεί, δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει. Ήταν χαμένος. Μια μέρα που τριγυρνούσε μόνος μέσα στη βροχή και το κρύο έπαθε τη ζημιά. Έπεσε βαριά άρρωστος και μέσα σε μια βδομάδα μάς έφυγε. Μια βδομάδα, ρε φίλε!
»Δέλτα Βίκτωρ Έξι, με ακούς;… Δεν με ακούει! Εγώ φεύγω τώρα. Να τα λέμε. Γεια».
Έμεινε να κοιτάζει τα μηχανήματά του σαν χαζός για κάμποση ώρα, λες και δεν ήθελε να πιστέψει όσα είχε ακούσει πριν.
Κατάφερε να ψελλίσει μόνο σιγανά μπροστά στο μικρόφωνο: «Ρόμεο Μπράβο, Ρόμεο Μπράβο, οι αμυγδαλιές της Ασίνου πάντα ανθίζουν την άνοιξη. Έχει πολύ φως στην πατρίδα μου. Πότε θα ’ρθεις; Σε περιμένω».
Ποιος ξέρει πόσο μακριά ταξιδεύουν τα ραδιοφωνικά κύματα! Κάπου στο σύμπαν θα υπήρχε ίσως κάποιος αλλιώτικος δέχτης για να πάρει τούτο το μήνυμα.
Όταν βγήκε στη βεράντα, ένα πανέμορφο άσπρο σκυλί χανόταν πίσω από τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα δίπλα στις φοινικούδες στην παραλιακή λεωφόρο της Λάρνακας.
*********
[Από τη συλλογή: Νίκος Νικολάου Χατζημιχαήλ, Η κόρη του δραγουμάνου, διηγήματα, Μεταίχμιο 2003]
ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ
Ήταν Δεκέμβρης, αλλά δεν θυμάμαι αν ήταν το 1981 ή 1982 ή 1983, ούτε βρήκα μέσα στα χαρτιά μου κάποια διαφωτιστική σχετική ημερομηνία. Πάντως σίγουρα ήταν πριν από το 1985, γιατί τό ΄85 είχα πάρει μετάθεση και μετακομίσαμε στη Λευκωσία. Ένα απόγευμα, είχαμε μια συνηθισμένη επίσκεψη από ένα φίλο μας, τον Παύλο και τη γυναίκα του. Δεν έμειναν όμως, για πολύ γιατί, όπως μου ανέφερε ο Παύλος, είχε προγραμματισμένη «ραδιοερασιτεχνική» συνάντηση [κάτι σαν το facebook, ή το twitter της εποχής εκείνης] με ένα φίλο του από τις βόρειες χώρες που μιλούσε συνέχεια για το σκυλί του, το οποίο αγαπούσε υπερβολικά. Βιαζόταν λοιπόν, να φύγει γιατί ήθελε να μάθει αν ο σκύλος του φίλου του, είχε γίνει καλά, μετά που τον είχε μεταφέρει σε ειδικό γιατρό στη Δανία. Αυτές οι πληροφορίες ήταν αρκετές για μένα για να «κτίσω» επάνω σ΄αυτές ένα φανταστικό διήγημα, πράγμα που έγινε. Χρησιμοποίησα και κάποια στοιχεία από το αεροπορικό δυστύχημα που είχε συμβεί το 1966 σ΄ένα λόφο κοντά στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, κοντά στο στρατόπεδο της 31ης Μοίρας Καταδρομών που υπηρετούσα τότε. Πραγματικά, έχω συνδέσει τη λέξη «συντρίμια» με το πολύνεκρο εκείνο δυστύχημα. Είχε σωθεί μόνο μια αεροσυνοδός. Το διήγημα ολοκληρώθηκε την παραμονή των Χριστουγέννων και τοποθετήθηκε στο συρτάρι. Λίγο πριν το καλοκαίρι που ακολούθησε, έξι μήνες μετά δηλαδή, σε μια τηλεφωνική επικοινωνία που είχα με τον Παύλο, μεταξύ άλλων μού είπε: «Θυμάσαι που σου έλεγα για ένα τυφλό φίλο μου; Πέθανε». Έμεινα άναυδος. «Πότε;» ρώτησα αυθόρμητα. «Νομίζω, την παραμονή των Χριστουγέννων» απάντησε. «Έρχομαι να σε συναντήσω» του είπα, και ξεκίνησα με το διήγημά μου υπό μάλης. Σε λίγο ήμουν στο σπίτι του και καθίσαμε στη βεράντα. Του έδωσα το χειρόγραφο κι ενώ το διάβαζε, εγώ κοίταξα αφηρημένα στο δρόμο. Μπροστά στο ανοικτό ξωπόρτι του σπιτιού, καθόταν στα πίσω πόδια και με κοίταζε ένα πανέμορφο άσπρο σκυλί. Αυθόρμητα σηκώθηκα από τη θέση μου έκπληκτος, μα την ίδια στιγμή, το σκυλί έτρεξε και χάθηκε πίσω από τα αυτοκίνητα της λεωφόρου. Έκανα αρκετό καιρό να ξαναγράψω διήγημα.