Υπέρθυρο Κατακόμβης Παναγίας Χρυσοσπηλιώτισσας |
Η ΧΡΙΣΤΙΝΟΥ
Κάποτε εδώ, ως λέγουν, ήταν ένα όμορφο χωριό που το λέγαν Θερμοκρήνη. Και ζούσε εδώ μια κόρη όμορφη που την λέγαν Χριστινού και ήταν κόρη του ιερέα του χωριού. Ήταν τόσο όμορφη που η φήμη για τα κάλλη της έφθασε στ΄αυτιά του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη. Μια παράδοση λέει ότι ο ίδιος ο Σουλτάνος ήρθε στην Κύπρο για να την πάρει μαζί του, ενώ μια άλλη λέει ότι έστειλε τους Τούρκους του τόπου που τότε ήταν οι αφεντάδες και φώναζαν στον παπά : Πού 'ν την παπά, την κόρη σου, κείνη την φουμισμένη, όπου την εφουμίζουσι Πισκόποι και Γουμένοι;
Εγώνι κόρην δεν έχω παρά ΄ναν παλλικάριν, απαντούσεν ο παπάς. Σπέρνει τη γη με με τ΄άλετρο και βάλλει το σιτάρι, όπου βλαστά κουνί- κουνί σαν το μαργαριτάρι.
Οι Οθωμανοί τότε πήραν τον δύστυχο, τον κύρ-παπά και τον έβαλαν στα βασανιστήρια ώστε να καμφθεί, να ομολογήσει και να παραδώσει την κόρη του. Η Χριστινού όμως δεν εβάσταξε τα κάστια του κυρού της κι εβγήκε στο παραθύρι του ανωγίου.
Εγώνι κόρην δεν έχω παρά ΄ναν παλλικάριν, απαντούσεν ο παπάς. Σπέρνει τη γη με με τ΄άλετρο και βάλλει το σιτάρι, όπου βλαστά κουνί- κουνί σαν το μαργαριτάρι.
Οι Οθωμανοί τότε πήραν τον δύστυχο, τον κύρ-παπά και τον έβαλαν στα βασανιστήρια ώστε να καμφθεί, να ομολογήσει και να παραδώσει την κόρη του. Η Χριστινού όμως δεν εβάσταξε τα κάστια του κυρού της κι εβγήκε στο παραθύρι του ανωγίου.
... Και βάρτε σκάλα- σκαλωσιά να κατεβεί η κόρη, να κατεβεί η Σουλτάγκατη κάτω στο περιβόλι. Της έδωσαν πάραυτα μουσουλμανικό όνομα οι Ισμαηλήτες και την πήραν για την Χώραν (Λευκωσία). Η μάνα της λένε, η παπαδιά, εκείνη την ώρα ερχόμενη από τα χωράφια είχε πληροφορηθεί τα συμβάντα και οδυρόταν ολολύζουσα, γοερώς ξεσκίζοντας τες σάρκες της. Η κόρη θέλοντας να την παρηγορήσει της έλεγε σε στίχο :
Μάνα μου να΄ χεις περηφάνια,
μάνα να κάμεις δώρα
που΄καμες κόρην όμορφη,
και παίρνουν την στη Χώρα.
Και η παπαδιά απάντησε :
Έχε το νου σου κόρη μου,
μήπως μουσουρμανίσεις
μήτε την πίστη ν΄αρνηθείς,
μήτε Χριστόν 'πατήσεις!
Εν τω μεταξύ οι Τούρκοι της έβγαλαν τα ρούχα της τα χριστιανικά και της φόρεσαν Οθωμανικά και την ετοίμασαν για το μακρύ δρόμο προς την πρωτεύουσα. Στον δρόμο λένε πως λιγοθύμησε απ΄την ταραχή της και τον φόβο της κι απέθανε. Άλλοι λένε πως η νονά της έδωκεν της δηλητήριον. Από κει και πέρα μόνο ο Θεός γνωρίζει. Εμείς γνωρίζουμε το μήνυμά της που είναι θαμμένο κοντά στο χωριό της που φαίνεται ως τη σήμερον. Πάντως η ωραία κόρη χάθηκε τόσο ανεπαίσθητα. Ως τα τώρα ο λαός διερωτάται : Α Χριστινού της Θερμοκρήνης, π΄αρωτούσιν ούλοι ίντα γίνεις.
Έκτοτε η Θερμοκρήνη εστέρεψε, το χωριό ωσάν τη γλάστρα που έχασε το βασιλικό της μαράθηκε. Έμεινε στην ερημιά μόνη η Παναγία η Χρυσοσπηλιώτισσα να δέχεται τες λαμπάδες του κόσμου και τον πόνο των πλασμάτων όπως εδέχθηκε τότε και του παπά τον πόνο και της παπαδιάς και του χωριού τους. Και η παρθενομάρτυς Χριστινού της Θερμοκρήνης έγινε τραγούδι στα χείλη του λαού κι ανάμνηση σεβάσμια στη θύμηση μας.
Μέρος της Κατακόμβης της Παναγίας Χρυσοσπηλιώτισσας, Αρόδες |
Χριστινού μου ώμορφη, άσπρη μου περιστέρα,
που πήρασιν το νάμιν σου οι καζαντζήες πέρα.
Που τ΄αγροικά τζ' ο βασιλιάς καράϊν αρματώνει ,
εν έσσει γληορήττερον περίτου που το βόλιν.
Τζείνοι ξηβαρκαρίζουνται εις το Λατζίν της Πόλις.
Ώστη να βκω τ΄ανήφορο πάνω την Τριμηθούσαν
τζιαί το κονάτζιν κάμνουν το την νύκτα μεσ΄την Δρούσιαν.
Μα τ΄άστρη, μα τον ουρανόν, μα την Αγιάν Ερήνην,
σηκώννουνται που το πορνόν τζιαί παν στην Θερμοκρήνην.
- Ώρα καλή σου, θκειέ παπά, ώρα καλή τζιαί γειά σου,
πο' καμες κόρην ώμορφην μάσσιαλλα τζι άφτονα σου.
- Μα τ΄αστρη μα τον ουρανόν, μα το γρυσόν φεγγάριν,
εγιώνι κόρην εν έχω, παρά' ναν παλλικάριν.
- Το παλλικάριν που ένι;
- Επήεν στο ζευκάριν, σσίζει την γην με τ΄άροτρον τζιαί βάλλει την σιτάριν.
- Τζιαί τα χωράφκια που ένι;
- Εν εις το Καμάριν*
- Τζιαί πκιάστε μου τον τζύρ παπάν τζιαί χαλινώστε μου τον,
τζιαί ράψετε τ' αμμάδκια του τρεις δίπλες το μετάξιν
τζιαί ράψετε τ' σσείλη του τρεις δίπλες το ραφίνιν,
τζιαί βάρτε εις τους νώμους του τρεις δίπλες το μολύβιν
τζιαί βάρτε εις τα σσέρκα του καννιά πελετζημένα.
Η κόρη εν εβάσταξεν κάστια του τζυρού της.
Εσείστην τζι ελυΐστηκεν τζι ήρτεν στο παναθύριν.
Τζ΄οι δκυό την είδαν τζι είπαν το τζ' οι τρεις το μουρμουρούσιν.
- Ε την αφέντη μου ππασσιά, την κόρην που λαλούσιν,
την κόρην που λαλούσασιν τζιαί που σου προξενούσιν.
- Βάρτε σανίδκια σκαλωσσές να κατεβή η κόρη,
να κατεβ΄η Σουλτάνγκατη να μπη μεσ' το περβόλιν.
Τζιαί ξαπολούσιντον παπάν τζιαί πάσιν εις την κόρην,
τζιαί ηύβραν την τζι εκάθετουν σε μιαν γρυσήν τσαέραν
τζι εσφόντιζεν τ΄αμμάθκια της με μιαν ψιλήν παρπέραν*.
Τζιαί βκάλλουν τα παπούτσια της, φορούν της σσερεπέκλια*
τζιαί βκάλλουν τα τζεμπέρκα της , μαντίζουν την σεντόνιν.
Τζιαί πκιάννουν σσίλλιοι απ' ομπρός τζιαί σσίλλιοι που τα πίσω
τζιαί σσίλλιοι απού τα πλευρά, να μεν της φέγγει ο ήλιος.
Τζιαί πολοάτ ΄ η Χριστινού τζιαί τούτο ναν τους λέει :
- Πέρτε μου λλίην πομονήν, λλίην καρτερωσύνην,
πέρκι νεφάν΄η μάνα μου για να μου παραντζείλη.
Τζι ανέφανεν η μάνα της ως τα βιζιά σσισμένη,
τζι ετρώαν τζι εχορτάνανσιν τρεις σσύλλοι πεινασμένοι.
- Παρά τζιαί κλέω κόρη μου, με Τούρκον αρμασμένη,
νήεν σε κλέω κόρη μου στην μαύρην γην θαμμένην.
-Πρέπει μανά, να σσαίρεσαι τζιαί να βαστάς μανιέραν*,
πο ' καμες κόρην ώμορφην του βασιλιά που πέρα.
Τα ρούχα που μου έκεμες, μάνα για να μ΄αρμάσης,
άψε λαμπρον τζιαί κρούσε τα, μον΄ έτσι έννα πνάσης.
Έσσετε γειάν γλυτζιά βουνά τζιαί δέντρη με τον ανθό σας
τζι εσείς καλές γειτόνισσες σσαίρεστε το χωρκό σας.
Έσσετε γειάν γλυτζιά βουνά τζιαί δέντρη με τους κλόνους,
τζι εσείς καλές γειτόνισσες σσαίρεστε τους γειτόνους.
Έσσετε γειάν γλυτζιά βουνά τζιαί κλίνη μου που ππέφτω,
τζι εγιώ ίσα πάω η φτωσσή τζι αδδής πκοιόν αν έρτω.
Αρπάσσουν την που τζεί χαμαί τζιαί παν σαν τα μελλίσια,
τζι επήραν την τζι ερέξαν την απού τα Τζυπαρίσσια*.
Αρπάσσουν την που τζεί χαμαί τζιαί παν τσιμπίν* περίτου,
επήραν την τζι' ερέξαν την που τα στενά της Κρήτου.
Αρπάσσουν την που τζεί χαμαί τζι επήαν με την βέραν*,
επήραν την τζι ερέξαν την που τα στενά της Τέρα.
Αρπάσσουν την που τζεί χαμαί τζι επήαν γιάλι -άλι,
επήραν την τζι ερέξαν την που το Αρκοκαλάμιν*.
Τζείνη εγύρεψεν νερόν μέσα πο΄ναν ποτάμιν,
επκιάσαν τζι εποτίσαν την με την αποκαλάμην.
Τζι αρπάσσουν την που τζει χαμαί τζιαί παν με το σεΐριν*,
επήραν την τζι ερέξαν την που πάνω στο γιοφύριν.
Τζιαί πκιάννουν την που τζεί χαμαί τζιαί πάσιν με τον κόλιν*,
επήραν την τζι ερέξαν την, τζείνην που μέσ΄στην Πόλιν*.
Εν έσσει γληορόττερον περίτου που το βόλιν,
τζιαί τζείνην εβαρκάραν την που το Λατσίν της Πόλι.
Επήασιν να πάρουσιν του βασιλιά μαντήλιν,
σσίλλια γρυσά τους έδωσεν για τζείνον το χαττίριν.
Επήραν την τζι εκάτσαν την σαν το κοκκόν ομπρός του,
ξησκούλλησεν* την να την δη τζι εθάμπωσεν το φως του.
Τζιαί πολοάται τζιαί λαλεί με την γλυτζιάν φωνήν της :
- Νου αξαγιού νερόν θέλω εγιώνι να ποτίσω,
την μάναν μου, τον τζύριν μου για να τους κετσιντίσω*.
Χάρισμαν τους τα Πότιμα, τα Κούκλια τζι Ασσέλλια,
όσα βρεθούν αφεντικά, ας εν δικά τους τέλεια.
Καταγράφηκε στο χωριό Κάτω Αρόδες 23 Οκτωβρίου 1922
Αφηγητής : Ασήμ Μουλλά Οσμάν
Γλωσσάρι
* Το καμάριν είναι τοπωνυμία μεταξύ Χρυσοχούς και Τέρας
* Η παρπέρα είναι μουσουλμανική μαντήλα
* Τα σσερεπέκλια είναι παπούτσια για οθωμανές
* Η μανιέρα είναι η υπεριφάνια
* Τα Τζυπαρίσσια είναι τοπωνυμία μεταξύ Θερμοκρήνης και Κρήτους
* Το τσιμπίν είναι παφίτικη λέξη και σημαίνει λίγο
* Η βέρα είναι παφίτικη λέξη και σημαίνει τρόπος ή συμπεριφορά
* Το Αρκοκαλάμιν είναι τοπωνυμία της περιοχής
* Το σεΐριν είναι τουρκική λέξη και σημαίνει ευθυμία
* Ο κόλις είναι απόσπασμα χωροφυλακής
* Εννοεί την Πόλιν της Χρυσοχούς
* Ξησκούλλησεν είναι παφίτικη λέξη και σημαίνει απεκάλυψε το πρόσωπο
* Κετσιντίσω σημαίνει συντηρήσω
[Φωτογραφίες:ΝΝ-Χ]