1 Απρ 2011

ΤΑ ΑΚΡΙΤΟΠΟΥΛΑ


(μικρά αποσπάσματα από το διήγημα  ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ, Από τη συλλογή Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ, Μεταίχμιο 2003)
.......

Συνάντησα τους γονείς μου στην Αθήνα, που ήρθαν για λίγες μέρες, να μας δουν και να ξεκουραστούν. Τους είχαν ξεριζώσει οι Τούρκοι. Ήπιαν κι αυτοί από το πικρό ποτήρι της προσφυγιάς. 

Δεν τολμούσα να ρωτήσω τον πατέρα πώς ήταν οι μέρες τους στο χωριό. Δεν ήθελα να υποστεί το ίδιο μαρτύριο για δεύτερη φορά. Πρόσεξα τα χέρια του που έτρεμαν ελαφρά. Αυτός, λιγομίλητος καθώς είναι, κουνούσε ελαφρά το κεφάλι: «καλά, καλά!», λες και ήθελε να με καθησυχάσει. Τα φριχτά βασανιστήριά του τα είχα μάθει από άλλους.

Όταν άνοιξαν τις αποσκευές τους, ο πατέρας ξεχώρισε κάτι για μένα: ένα μικρό δέμα. Κλείστηκα στο δωμάτιό μου. Η συγκίνησή μου ήταν μεγάλη. Όταν όμως άνοιξα το μικρό δέμα, έγινε ακόμα πιο μεγάλη: ένα παλιό τσαλακωμένο ρούχο! Το άπλωσα στο ντιβάνι και για μερικές στιγμές μού κόπηκε η αναπνοή: «H σημαία μας! Το λάβαρο του Συλλόγου μας!». Διάβασα τα ξεθωριασμένα γράμματα και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τους λυγμούς μου. Γονάτισα και το φίλησα και, σκεπάζοντας με τις παλάμες τα μάτια μου, γύρισα δεκαπέντε τόσα χρόνια πίσω... δωδεκάχρονο παιδί.





.....

Βρήκα την ευκαιρία να φέρω την πινακίδα που είχα κρυμμένη εκεί κοντά. Ήταν η έκπληξη. Την καρφώσαμε πάνω από την πόρτα και ο Θέμης διάβασε δυνατά: «Παιδικός Σύλλογος “Τα Ακριτόπουλα”». Η έκπληξη και η χαρά ήταν ζωγραφισμένη σε όλα τα παιδικά πρόσωπα. Έτρεξαν και οι μικροί να δουν την πινακίδα ψιθυρίζοντας τη μαγική λέξη «Ακριτόπουλα». Έγραψε και ο τελευταίος το όνομά του στον κατάλογο και τότε ήταν η ώρα για τη δεύτερη έκπληξη. Έβγαλα από την τσέπη μου τη σφραγίδα που είχα σκαλίσει σε ένα σανιδάκι κι ακούμπησα στο γραφείο ένα παλιό ταμπόν. Όλοι έγιναν πιο σοβαροί. Κατάλαβαν πως αυτό που γινόταν δεν ήταν παιχνίδι. Oι κατάλογοι υπογράφτηκαν από όλους εμάς του Συμβουλίου και στο τέλος έβαλα με προσοχή τη σφραγίδα. Δεν ήταν σπουδαία, μα μπορούσες να διακρίνεις την ονομασία του Συλλόγου. Μαζεύτηκαν πάλι όλοι να τη δουν. 

..........

O ήλιος χανόταν πίσω από τα ψηλά κυπαρίσσια της αυλής της εκκλησίας. Κλειδώσαμε και ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας αμίλητοι. Το μυστικό με το «χαρτάκι» το ήξερε μόνο ο κύριος Άδωνης. Έτσι νόμιζα. Το ήξερε και η Αγνή. Το κατάλαβα την άλλη μέρα, το απόγευμα, που με φώναξε. Ήταν πολύ σοβαρή και λιγομίλητη. Έκλεισε την πόρτα του δωματίου όπου είχε τη ραπτομηχανή και τράβηξε την κουρτίνα. Έψαξε μέσα στα τόπια με τα υφάσματα και έβγαλε ένα μικρό χαρτί. Κατάλαβα. Έβαλα το χέρι μου στην Καινή Διαθήκη και επανέλαβα ακριβώς αυτά που είχα διαβάσει την προηγούμενη μέρα από το δικό μου χαρτάκι. Τα μάτια της έλαμπαν. Με κοίταζε στα μάτια και, μόλις τελείωσε η ορκωμοσία, με φίλησε στο μέτωπο και μου είπε: «Φεύγουμε τώρα». Περπατήσαμε σχεδόν μισό μίλι κρατώντας ένα άδειο καλάθι και δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μια κουβέντα. Κάποτε μου είπε να περιμένω και χάθηκε πίσω από μια συστάδα δέντρων, που ήταν ένα μισοχαλασμένο σπίτι. Oύτε δυο λεπτά δεν πέρασαν και εμφανίστηκε πάλι με το καλάθι: «Έλα, προχωράμε γρήγορα γιατί νυχτώνει». Πενήντα μέτρα πιο κάτω ήταν η στροφή με το γεφυράκι και δίπλα ένα χτήμα με πολλές κολοκυθιές. Πλησιάσαμε στο γεφυράκι και εκεί ακριβώς μου έδωσε τις οδηγίες. «Αγνή, δεν με χωράει!» ψιθύρισα. «Πρόσεξε μην σου ξεφύγει το καλώδιο» είπε επιταχτικά. «Βγες από την άλλη μεριά και να με συναντήσεις στο χαλασμένο σπίτι. Γρήγορα, και πρόσεχε το καλώδιο. Εγώ .... μαζεύω κολοκύθια».
Όταν γυρίσαμε στο σπίτι, είχε νυχτώσει για καλά. Είπαμε «καληνύχτα» και χωρίσαμε χωρίς κουβέντες. Το βράδυ δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Κάθε φορά που ακουγόταν θόρυβος από αυτοκίνητο, άρχιζα την αντίστροφη μέτρηση: «τώρα… τώρα… τώρα!». Στριφογύριζα στο κρεβάτι μου ― «Πρόσεξε μην σου ξεφύγει το καλώδιο!», έβλεπα τα γουρλωτά μάτια της Αγνής να με κοιτάζουν. Ώσπου, στο τέλος, ακούστηκε η φοβερή έκρηξη και ησύχασα. Κοιμήθηκα κι ούτε που με ενδιέφεραν τα σχόλια των γονιών μου, που είχαν ξυπνήσει εντωμεταξύ. Η μάνα μου σε κάποια στιγμή είπε: «Μην φοβηθείτε, δεν είναι τίποτα. Κοιμηθείτε». 

Μετά, όλα ησύχασαν. Μακριά μόνο ακούγονταν κάποια λυσσασμένα σκυλιά.