ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
σήμερα, 27/12/2024, στην εφημερίδα "Πολίτης"
Ο ΠΑΥΛΟΣ Κ. ΠΑΥΛΟΥ, δημοσιογράφος (pcpavlou@gmail.com) γράφει για το βιβλίο μου "Όταν σωπάσαν τα πουλιά" ένα εκπληκτικό κείμενο: αυτά που ήθελα να πω για έναν μελλοντικό αναγνώστη του βιβλίου μου. Και τα είπε τόσο όμορφα, που δεν έχω παρά να τον ευχαριστήσω από καρδιάς. Κάποτε ξεκίνησα να γράφω για κάποιους δημοσιογράφους, όπως ο Κούνιος ή ο Σερέζης και άλλοι, που με χαροποίησαν, με συγκίνησαν με τα κείμενά τους, ότι τάχα μου τους έχασε η λογοτεχνία, μα, σταμάτησα αμέσως. Το ξανασκέφτηκα. ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΧΑΣΕ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΤΟΥΣ ΚΕΡΔΙΣΕ! Είναι λογοτέχνες με τη σημασία της λέξης. Και ο προφορικός τους λόγος, ακόμα, επίσης χωρίς ψεγάδια! Πόσοι γνωρίζουν, άραγε, ότι ο Παύλος Κ. Παύλου, ο δημοσιογράφος (!) έγραψε πολύ καλή ποίηση; Ναι, πολύ καλή ποίηση! τον ευχαριστώ από καρδιάς. Κι εσάς, που διαβάζετε τα κείμενά μας. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:
Στην ξεχασμένη Κύπρο του χθες, τέλη του 19ου αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι Άγγλοι αποικιοκράτες διαδέχθηκαν τους Οθωμανούς στο νησί μας και ο ταλαιπωρημένος λαός ανάσανε κάπως ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες, μάς ταξιδεύει με τη λογοτεχνική γραφή και τη μαστορική του αφήγηση ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με το μυθιστόρημά του «Όταν σωπάσαν τα πουλιά», πρώτο στη μακρά, γόνιμη παρουσία του στην πνευματική δημιουργία, με διηγήματα (Κρατικό Βραβείο 2003), ποίηση, βιβλιογραφίες, εργογραφίες, μεταφράσεις, δοκίμια, χρονογραφήματα).
Πρόκειται για ένα σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα που ως μορφή λογοτεχνικής δημιουργίας ανθεί τα τελευταία χρόνια. Πέραν του λογοτεχνικού ταλέντου, το είδος αυτό απαιτεί ενδελεχή έρευνα, μελέτη αρχείων, συλλογή πληροφοριών από μαρτυρίες, κοινωνική και οικογενειακή παράδοση, προσωπική γνώση και μνήμη. Δηλώνω προσωπικά μεγάλη προτίμηση στο λογοτεχνικό ιστορικό μυθιστόρημα, όπως το γνώρισα από σειρά βιβλίων των διακεκριμένων λογοτεχνών Ρέας Γαλανάκη («Ο αιώνας των Λαβυρίνθων», «Αμίλητα, βαθιά νερά»), Νίκου Θέμελη («Ανατροπή», «Αναζήτηση», «Αναλαμπή») και Γιάννη Καλπούζου («Ιμαρέτ»,«Εράν», «Ουρανόπετρα»).
Σ’ αυτήν την κατηγορία κατατάσσεται επαξίως ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με το υπό αναφορά μυθιστόρημά του. Όπως ομολογεί ο ίδιος στο πολύ χρήσιμο «Επιμύθιον» τού βιβλίου του, «καθώς σε μια γωνιά του σκληρού δίσκου του μυαλού μου μαζεύτηκαν πληροφορίες δεκαετιών, άρχισα να συγκεντρώνω περισσότερες πληροφορίες από εφημερίδες της εποχής, με στόχο να μάθω όλη την ιστορία και αν ήταν δυνατό να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα συνδύαζε την ιστορική αλήθεια εμβολιασμένη με την οικογενειακή προφορική παράδοση, αντί άλλης μυθοπλασίας».
Κάτι που πετυχαίνει απόλυτα, με ένα συνθετικό αφήγημα που συνιστά πατριδογνωσία (κι ας μην παρεξηγείται ο όρος), αυτογνωσία, αναβίωση τόπων, ονομάτων, συνηθειών, ύφους και ήθους των παππούδων και προπαππούδων μας, σε μια Κύπρο παραμελημένη, με ένα λαό που, ύστερα από αιώνων ανελεύθερου βίου κάτω από ξένους κατακτητές, αναζητεί και ονειρεύεται καλύτερες μέρες. Αφήγημα που έχει και χαρακτήρα προσωπικό και εξομολογητικό για τον συγγραφέα, καθώς πολλά από τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις 250 τόσες σελίδες του ανήκουν στο οικογενειακό του δέντρο. Ομολογεί: «Βρέθηκα μπροστά σε διπλές και τριπλές οικογενειακές τραγωδίες, που για πρώτη φορά γνώριζα και με συγκλόνιζαν. Τα γεγονότα, τελικά, που περιγράφονται στο μυθιστόρημα είναι τόσα πολλά, ώστε η δική μου μυθοπλασία περιορίστηκε μόνο στις περιγραφές για τη σύνδεση των πραγματικών γεγονότων μεταξύ τους. Κρατήθηκαν τα πραγματικά ονόματα των προσώπων, εκτός από το όνομα της Αρκοντούς, του παράνομου έρωτα του Παπαγιάννη, και κάποιες περιπτώσεις όπου δεν διασώθηκαν τα ονόματα».
Στέκομαι στην ερωτική αυτή σχέση του ιερωμένου, ο οποίος έχασε την όμορφη σύζυγό του Ρουμπίνη που υπεραγαπούσε, μετά που γέννησε το πρώτο τους παιδί, για να αναδείξω μιαν άλλη αρετή, κατά τη γνώμη μου, του βιβλίου, που αφορά στη διακριτικότητα με την οποία ο συγγραφέας την περιγράφει, γεγονός που φανερώνει σεβασμό και κατανόηση προς τον τραγικό ήρωά του. Αυτό θα εκφραστεί πότε με τρεις απλές τελείες και πότε με περίτεχνη, εκλεπτυσμένη περιγραφή: «Του φάνηκε τόσο γλυκιά και όμορφη στο αμυδρό φως του λυχναριού. Στη μύτη του ήρθε η έντονη μυρωδιά της κάνναβης, ακούμπησε το λυχνάρι στο βαρέλι κι όπως ήτανε οι δυο τους γονατισμένοι την αγκάλιασε κι έγειραν επάνω στις καναβίτσες, που ήταν στρωμένες δίπλα τους. Αχ! αυτές οι καινούργιες καναβίτσες είχαν ένα πολύ ηδονικό βαρύ άρωμα, που τους έφερε ζάλη…».
Οι Εγγλέζοι φτάνουν στο νησί
Το κουβάρι της συναρπαστικής αφήγησης αρχίζει να ξετυλίγεται στο 1879, ένα μόλις χρόνο μετά την άφιξη των νέων αφεντάδων της Κύπρου, και ο Θοδωρής θα σχολιάσει με σιγουριά στον Παπαγιάννη, κυρίαρχη μορφή του μυθιστορήματος, πως «τώρα που ήρταν οι Εγγλέζοι θα αλλάξουν τα πράματα, δείχνουν ενδιαφέρον. Είναι πολιτισμένοι και θα μας ακούσουν. Οι Τούρκοι δεν γνοιάζονταν για τέτοια θέματα, τρακόσια χρόνια δεν έκαναν τίποτε». Καθώς εξελίσσεται η πλοκή, θα κινηθούμε σε χώρους της κατεχόμενης Κύπρου, τους οποίους ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά, τα Βασιλικά (Βασίλι, χωριό καταγωγής του) δίπλα στην Παναγία την Κανακαριά, Λεονάρισσο, Βουκολίδα, στο Μπογάζι και το Τρίκωμο (το μεγαλοχώρι για τη μεγάλη δίκη που αποκαλύπτει πολλά), Γιαλούσα, Ριζοκάρπασο κι όλη την Καρπασία ώς το μοναστήρι τ’ Αποστόλου Αντρέα. Και φυσικά το Βαρώσι. Μέσα από τις ασχολίες των ηρώων, ανθρώπων δεμένων με την πλούσια σε ιστορία γη και τα ζώα τους, θα ξανακούσουμε το τακ τακ τ’ αλακατιού, καθώς το μουλάρι με τις μεγάλες πέτσινες παρωπίδες το γυρίζει για να βγάλει νερό από τον λάκκο. Θα σεργιανίσουμε στα πανηγύρια με τους πραματευτάδες και στο ζωοπάζαρο. Θα ακούσουμε ξεχασμένα ονόματα γεωργικών εργαλείων και αντικειμένων του σπιτιού, τα ζίβανα και τα καζάνια που έβγαζαν την απαραίτητη ρατζή. Το καματερό για το μετάξι, το δουλάππι και τον αργαλειό. Όλη η χαμένη στο βάθος του χρόνου Κύπρος περνά κινηματογραφικά από τις σελίδες του βιβλίου.
Ο συγγραφέας κατέχει την τέχνη της αφήγησης, απαραίτητο στοιχείο για κάθε μυθιστόρημα, η πλοκή εξελίσσεται κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η γλώσσα του, χωρίς περιττά φτιασίδια, πλούσια, ζωντανή. Στοιχείο αξιοπρόσεκτο και η χρήση της καθαρεύουσας εκεί που πρέπει. Με κεντρικό πρόσωπο τον Παπαγιάννη, προσωπικότητα ηγετική και πληθωρική, μπροστάρη για να κτιστεί στο χωριό εκκλησία και σχολείο, που ήξερε κόσμο, που περνούσε ο λόγος του και «καθάριζε» για πολλούς. Που ύψωνε ανάστημα στους Τούρκους, οι οποίοι δεν ήθελαν να καταλάβουν πως η κυριαρχία τους τέλειωσε. Που είχε δική του γνώμη και άποψη, για την οποία πλήρωσε ακριβά, καθώς αποκλήθηκε προδότης της πατρίδας και Ιούδας Ισκαριώτης. Όλα αυτά, όταν με την αγγλική διοίκηση παρουσιάστηκαν τα πρώτα δειλά ψήγματα πολιτικής εκπροσώπησης στο Νομοθετικό Συμβούλιο, ή στις αρχιεπισκοπικές εκλογές, εμφανίστηκαν και οι γνωστές παθογένειες της φυλής, ίντριγκες και ραδιουργίες, μίσος και διχόνοια, απειλές, απροκάλυπτοι εκβιασμοί, εκδίκηση. Κοντά σ’ αυτά, σε χαμηλούς ομολογουμένως τόνους, υφέρπει και εκδηλώνεται ο πόθος για εθνική ολοκλήρωση, συμπυκνωμένος στη λέξη Ένωση.
Η ιστορία εξελίσσεται χρονικά ώς τις αρχές του 1922, αφού ολοκληρώνεται ένας κύκλος ζωής, με γάμους, γεννητούρια και θανάτους, ξενιτεμούς για καλύτερη ζωή, χαρές και λύπες, σε μια περιρρέουσα αλλοτινής εποχής. Προζύμι έτοιμο, θεωρώ, για μια τηλεοπτική μίνι σειρά εποχής. Στη σημαδιακή χρονιά του 1922, η Ιστορική αφήγηση κάνει απλώς μια στάση, καθώς ο συγγραφέας προαναγγέλλει πως: «Μετά τον θάνατο των δύο προγόνων μου η ζωή δεν σταμάτησε φυσικά. Από τότε έχουν συμβεί συνταρακτικά πράγματα στην οικογένεια, στην πατρίδα: Τα Οκτωβριανά, η Διασκεπτική Συνέλευση, ο απελευθερωτικός αγώνας του ΄55 και η βάρβαρη τουρκική εισβολή στο νησί. Τα γεγονότα όμως αυτά αποτελούν το θέμα ενός άλλου βιβλίου, που άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου, αν και μερικά από αυτά, κυρίως όσα αναφέρονται στην εισβολή, έχουν περάσει ήδη στα εκδομένα διηγήματα και την ποίησή μου».
«Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Αποκτήστε το, διαβάστε το, γιατί αξίζει.