26 Οκτ 2021

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΝΙΟ

 


 ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΝΙΟ

[Αλήθεια, 25 Οκτωβρίου 2021, σ.17]

ΠΡΟΛΟΓΙΣΜΑ

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ είναι λογοτέχνης. Μυαλό πυ­ρετώδες. Ψυχή φλογισμένη, Καρδιά φιλόξενη ‒σαν την Καρπασία. Με τη γραφή του, αλλά και με τη ζωή του, αντιστέκεται στην πνευματική απονέκρωση, στην κοινωνική αταραξία, στον εθνικό Μιθριδατισμό, Οι λέξεις και οι στίχοι του ξεκλειδώνουν, ή προ­σπαθούν έστω να ξεκλειδώσουν, τις πόρτες της αφύπνισης. Κακά τα ψέ­ματα: είμαστε ένας λαός παραδομένος στην τρυφηλότητα, υποταγμένος στον υλισμό, φυλακισμένος στη δημοσιό­τητα. Ξέρουμε ποιος βλάκας κέρδισε το Survivor, αλλά δεν ξέρουμε ποιος Έλληνας κέρδισε το Νόμπελ Λογοτε­χνίας. Περνάμε απέναντι, στα βουρ­κωμένα κατεχόμενα, γιατί θα αγορά­σουμε φτηνότερα φάρμακα, φτηνό­τερα μπλουζάκια, φτηνότερα καύσιμα. Δεν θα γράψω περισσότερα, όχι μόνο επειδή ο πλατειασμός είναι επικίνδυ­νος, αλλά και γιατί τα λέει τόσο μεστά, τόσο φιλοσοφημένα, μα και τόσο αν­θρώπινα, ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ ώστε οποιαδήποτε περαιτέρω προσθήκη θα αποτελούσε περιττολογία. Από τα έργα του, πάντως, επι­τρέψτε μου να σας συστήσω τη συλλογή διηγημάτων "Η κόρη του Δραγουμάνου". Θα σας καταπλήξει με την αλήθεια και την αμεσότητά της. 

Α.Κ: Πώς θα ήταν ο κόσμος γενικώς χωρίς τη λογοτεχνία;

Ν.Ν-Χ: Πριν από μερικά εκατομμύρια χρόνια, ένα πρωτόγονο ανθρωποειδές, στην καθημερινή του περιδιάβαση για αναζήτηση τροφής, παρατηρούσε τα κοχύλια, τα όστρακα και κάθε τι που είχε παράξενο σχήμα, ιδιάζουσα επιφάνεια και πρωτόγνωρο χρώμα. Τα έπαιρνε στο χέρι του, τα παρατηρούσε με μεγάλη περιέργεια και κάποτε τα κουβαλούσε στη σπηλιά του. Κάθε μέρα τα περιεργαζόταν, άπλωνε τα χέρια δείχνοντάς τα στους αδιάφορους συγκατοίκους του, μα κάποια μέρα, μετά από πολύν καιρό, τα έβαλε στη σειρά και με πολλές προσπάθειες βρήκε τρόπο και τα κρέμασε στον λαιμό του. Τότε μια παράξενη χαρά τον πλημμύρισε. Ένα ψέλλισμα ευχαρίστησης βγήκε από τα σωθικά του, καθώς στα χείλη του χαρασσόταν ένα χαμόγελο. Κάτι είχε αλλάξει: από τροφοσυλλέκτης κι ύστερα κυνηγός έγινε και κυνηγός της ομορφιάς… έγινε άνθρωπος… και τότε, κάθε πράγμα, κάθε σχήμα, κάθε χρώμα αποκτούσε πια το όνομά του και όπως είπε ο Σεφέρης στερνός σκοπός του ποιητή δεν είναι να περιγράφει τα πράγματα αλλά να τα δημιουργεί ονομάζοντάς τα∙ είναι νομίζω και η πιο μεγάλη χαρά του. Έτσι γεννήθηκε η λογοτεχνία. Και από τότε, ο άνθρωπος κονταροχτυπιέται όχι μόνο για την εξασφάλιση της τροφής του, αλλά κονταροχτυπιέται και με τον ίδιο τον εαυτό του ακόμα∙ κονταροχτυπιέται για ό,τι τον ανεβάζει. Χωρίς τη λογοτεχνία, λοιπόν, ο κόσμος απλώς θα αποτελείτο μόνο από ανθρωποειδή.

Και ο δικός σου κόσμος; 

Όταν γράφω κι όταν διαβάζω λογοτεχνία πετώ. Με πλημμυρίζει εκείνη η παράξενη χαρά, που ένιωσε το ανθρωποειδές. Κάποτε, στη δευτέρα τάξη του Δημοτικού μας διάβασε η δασκάλα το γνωστό ποίημα Αεροπόρος θα γινώ / στη γη να μην αγγίζω / να’ μαι ψηλά στον ουρανό, τα σύννεφα να σχίζω κτλ. Με ενθουσίασε αυτό το ποίημα, πλημμύρισα με χαρά και το αποστήθισα αμέσως. Γράφτηκε μέσα μου όπως το είπε η δασκάλα και μόλις σχολάσαμε έτρεξα με λαχτάρα στο σπίτι, ανέβηκα σε έναν ψηλό τοίχο στην αυλή και άρχισα με αγαλλίαση να το απαγγέλλω δυνατά. Ευτυχώς πρόλαβε ο πατέρας και με άρπαξε. Θα πετούσα σαν αητός ή σαν χελιδόνι! 

Από πού αντλείς, συνήθως, τις εμπνεύσεις σου;

Γράφω διηγήματα ή ποίηση για τον γενέθλιο τόπο μου, όπου πολύ συχνά κάνω βουτιές στην παιδική μου ηλικία, αλλά πιο γενικά γράφω για την πατρίδα μας και τη θάλασσά που την περιβάλλει. Περιγράφω, με τη δική μου οπτική γωνία, τις πιο όμορφες εικόνες που είδαν τα μάτια μου σε τούτο τον πανέμορφο τόπο. Γράφω όμως και για τα πράγματα που μας πλήγωσαν βαθιά. Τη δεύτερη μεγάλη συμφορά που έπληξε τον ελληνισμό, δηλαδή την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 74. Γράφω για τον σκλαβωμένο γενέθλιο τόπο μου και τους ανθρώπους του. Γράφω για το άδικο και την οδύνη της απώλειας. Γράφω για να «σώσω» τον τόπο μου.

Ως προς το Κυπριακό, ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν ότι, από τον Σεπτέμβριο κιόλας του ’74, έπρεπε “να σώσουμε ό,τι μπορούσε να σωθεί”. Πώς θα με αντικρούσεις; 

Το ’74 είναι συμφορά που πλήγωσε τον τόπο πολύ βαθιά. Μια μεγάλη προδοσία. Μια πισώπλατη μαχαιριά στο πολύπαθο σώμα της πατρίδας, που παραμένει ακόμα ανεπούλωτη. Χιλιάδες άνθρωποι ξεριζώθηκαν από τον τόπο τους και φεύγουν από τη ζωή με την πίκρα αυτής της απώλειας. Η προσπάθεια «να σωθεί ό,τι μπορεί να σωθεί» με όποια μέσα έχουμε στη διάθεσή μας, φαίνεται αυτονόητη. Κρύβει όμως και κινδύνους. Αν ένας τρόπος «να σωθούμε» είναι να αποδεχτούμε ότι τα σπίτια και οι περιουσίες μας που χάσαμε στον πόλεμο είναι οριστική απώλεια, τότε διαπράττουμε μέγα σφάλμα, γιατί απλούστατα δεν έχουμε αυτό το δικαίωμα έναντι των προγόνων μας που έζησαν σε τούτο τον τόπο για τρεις χιλιάδες χρόνια. Αν ένας άλλος τρόπος «να σωθούμε» είναι τα διάφορα διχοτομικά σχέδια που μας παρουσιάζουν, τότε διαπράττουμε ακόμα μεγαλύτερο σφάλμα. Είναι παράδοση άνευ όρων, με μηδενική προοπτική για το μέλλον μας ως ελληνισμός.

Ανεξαρτήτως τούτου, δεν φοβάσαι πως, εδώ που φτάσανε τα πράγματα, εγκυμονεί ο κίνδυνος να τα χάσουμε όλα;

Βεβαίως και φοβάμαι. Και πολύ λυπούμαι γιατί ο κίνδυνος προέρχεται από διάφορες άλλες, κυρίως, καταστάσεις, που συμβαίνουν στον τόπο, μεγαλώνουν τον φόβο μας και όχι από την αποδοχή ή μη, μιας όποιας λύσης. Μιλώ για τη διαφθορά, που έχει απλώσει τα πλοκάμια της παντού, και δυστυχώς προέρχεται από τους ανθρώπους, που μέλημά τους έπρεπε να ήταν η σωτηρία του τόπου, η άριστη λειτουργία του κράτους και όχι η δίψα του χρυσαφιού. Μιλώ για το ρουσφέτι, για την Παιδεία, που έχει πάρει τον κατήφορο και την εκπαίδευση την αγραμματοσύνη, καλύτερα. Παρακολουθήστε πως μιλούν κάποιοι δημοσιογράφοι. Είδατε τα αποτελέσματα των εξετάσεων στα ελληνικά; Και δεν φταίνε τα παιδιά. Μιλώ για την ανικανότητα των κομμάτων, για τον διχασμό, για την κούραση του κόσμου, που, έχει ως αποτέλεσμα την αδιαφορία. Πέστε μου κάτι, που συνέβηκε στην πατρίδα τα τελευταία χρόνια και μας έκανε να χαρούμε.

Τι είναι για σένα η πατρίδα, είναι γεωγραφική ή συναισθηματική έννοια;

Πατρίδα, για μένα, είναι ο τόπος που γεννήθηκα, ο τόπος που γεννήθηκε ο πατέρας μου, οι πρόγονοί μου και έχει ουρανό του τη γλώσσα. Είναι ο τόπος που στεκόμαστε, δημιουργούμε και ανεβάζουμε τον άνθρωπο. Γι αυτό πρέπει να πολεμούμε για την πατρίδα. Να δίνουμε και τη ζωή μας ακόμα, όπως έκαναν τόσοι και τόσοι μέσα στους αιώνες που πέρασαν.  

Εάν μπορούσαμε, εμείς οι δυο, να πάμε στα κατεχόμενα, δίχως να δείξουμε στον κατακτητή έγγραφα, σε ποιο μέρος θα με ξεναγούσες αρχικά;

Δεν μπόρεσα να πάω εκεί και μάλλον δεν θα πάω ποτέ και ο λόγος είναι απλός. Δεν θέλω να επισκεφτώ το σπίτι μου. Θέλω να επιστρέψω στο σπίτι μου. Τι έννοια θα έχει να σας ξεναγήσω εκεί, αφού ούτε η πρόσχαρη μάνα μου θα μας προϋπαντήσει τρέχοντας για να μας φιλοξενήσει, ούτε ο πατέρας μου με το αιώνιο χαμόγελό του θα φιλοσοφήσει μαζί μας. Έφυγαν κι οι δυο με την πίκρα της απώλειας, την πίκρα της εξορίας –ο πατέρας, μάλιστα, είχε υποστεί και φρικτά βασανιστήρια από τους βάναυσους Αττίλες, γράφοντας έτσι τις δικές του σελίδες στην ιστορία του τόπου.

Η Ιστορία είναι αντικειμενική ή υποκειμενική; Υπάρχει κάποια ιστορική περίοδος της ανθρωπότητας η οποία σε συγκινεί ιδιαίτερα;

Η ιστορία γράφεται από πολλούς, παράλληλα με την εξέλιξη των γεγονότων ή σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή. Με την οπτική γωνία του νικητή ή του ηττημένου. Με σκοπιμότητες ή με συμφέροντα. Θα θυμηθώ τον Δάσκαλό μου, τον Θεοδόση Νικολάου, που έγραψε ένα σπουδαίο ποίημα, για το θέμα που μιλάμε. Θα αναφέρω μόνο κάποιους στίχους γραμμένους υπό μορφή πεζού: «Όλοι μας περιμένουμε να μιλήσει η ιστορία, μα η ιστορία είναι απασχολημένη τριγυρίζοντας μέσα στα πεδία των μαχών και τους υπόγειους διαδρόμους που ανοίγει η άβυσσος του νου. Τα βήματά της συγχύζονται σε δρόμους, που πήρε παραπλανημένη από οδόσημα, που δεν οδηγούν πουθενά. Κι όταν έρθει η ώρα να μιλήσει, μιλά με γενικότητες και η λεπτομέρεια μηδενίζεται. Κι όταν έρθει η ώρα να μιλήσει, εμείς δεν είμαστε εκεί για ν’ακούσουμε. Κι αυτοί που ακούν δεν ενδιαφέρονται», π.χ. ποιος ενδιαφέρεται τώρα για τη μάχη του Ματζικέρτ. Για το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σου απαντώ θετικά. Η περίοδος της ελληνικής επανάστασης του 1821 με συγκινεί ιδιαίτερα. Με την ευκαιρία των διακοσίων χρόνων από την έναρξή της, έχουν κυκλοφορήσει πολλά βιβλία. Εκτός από τα απομνημονεύματα των ηρώων, την ιστορία του Γόρδωνος, διαβάσαμε και τα ημερολόγια του φιλέλληνα Σάμιουελ Χάου ο οποίος έδωσε μια καταπληκτική και πολύ ζωντανή εικόνα της καθημερινής ζωής, αλλά και της πολεμικής ατμόσφαιρας. Ζεις στο ’21 διαβάζοντάς τα.

Ποια είναι, κατά την άποψή σου, η σπουδαιότερη ανθρώπινη αρετή;

Δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να απαντήσω, υπάρχουν τόσες πολλές αρετές, αλλά η δικαιοσύνη, είναι κάτι που τοποθετώ πολύ ψηλά, κρίνοντας από τις πράξεις των γονιών μου. Αλλά και η ενσυναίσθηση, δηλαδή η συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση και η κατανόηση ενός άλλου ατόμου, χρειάζεται πολύ μόχθο για να κατακτηθεί. Ωστόσο νομίζω, είναι καλύτερα να μιλούμε γενικά για την αρετή, την έφεση, δηλαδή, προς το καλό. Ο Αριστοτέλης έχει γράψει και έναν ύμνο προς την Αρετή,  δυστυχώς όμως, σώζονται μόνο ένας δυο στίχοι: Αρετά πολύμοχθη γένει βροτείω, θήραμα κάλλιστον βίω. Δηλαδή, Η Αρετή, που θέλει πολύ κόπο, από το θνητό γένος των ανθρώπων, για να αποκτηθεί, είναι το καλύτερο θήρευμα που μπορεί κάποιος να θέσει ως στόχο της ζωής του. Αυτό το μότο διάλεξα να έχω στις ιστοσελίδες μου, για να μη το ξεχνώ, κυρίως, εγώ.