Με αφορμή το νέο βιβλίο
του Κωστή
Κοκκινόφτα
Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί στην
Κύπρο
Κέντρο
Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου, Λευκωσία 2019, σελίδες 262
του
Νίκου Νικολάου - Χατζημιχαήλ
[από το ιστολόγιό μου ΝΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ:
Κάθε φορά, που
συζητώ με φίλους, αναζητώντας τα αίτια των δεινών από τα οποία υποφέρει ακόμα ο
τόπος, υπάρχει μια λέξη που συνεχώς στριφογυρίζει στη σκέψη μου: «λινοβάμβακοι».
Γι’ αυτό κάθε φορά που πέφτει στα χέρια μου κάποιο άρθρο ή βιβλίο για το θέμα αυτό
δεν αναβάλλω ποτέ την ανάγνωσή του. Αυτό συνέβη το καλοκαίρι που μας πέρασε,
όταν άνοιξα τον φάκελο που μου έστειλε ο ακούραστος ερευνητής, ο φίλος Κωστής
Κοκκινόφτας. Δεν άφησα το βιβλίο του από τα χέρια μου μέχρι που έφτασα στην
τελευταία του σελίδα. Πρόσεξα, βέβαια, και κάτι άλλο που κέντρισε πιο πολύ το
ενδιαφέρον μου. Ο τίτλος του βιβλίου με παρέπεμπε σε ένα κεφάλαιο για το οποίο
δεν γνώριζα πολλά πράγματα: «επανεκχριστιανισμοί». Κάποια πληροφορία που γνώριζα
ως τότε ‒αν ήταν αληθινή‒ ήταν ότι, κάποτε οι εξισλαμισθέντες συμπατριώτες μας, είχαν ζητήσει να
επανέλθουν στους κόλπους της εκκλησίας αλλά η εκκλησία δεν τους είχε αποδεχτεί.
Η αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας, η αυτογνωσία, είναι βασική προϋπόθεση για
τη σωστή πορεία προς το μέλλον. Αυτό αναζήτησα κι εγώ, στο βιβλίο που είχα στα
χέρια μου.
Παλαιότερα είχα διαβάσει τη συνοπτική
μελέτη του σεβαστού μου Γυμνασιάρχη στο Α΄ Γυμνάσιο Αρρένων Αμμοχώστου Κυριάκου
Χατζηιωάννου[1]. Η
εργασία του πρωτοπαρουσιάστηκε ως διάλεξη, έναν χρόνο μετά την τούρκικη
εισβολή, στη Λεμεσό και την αφορμή είχε δώσει μια τηλεοπτική εκπομπή, όπου οι
αρχηγοί των κομμάτων[2] υπεστήριξαν
ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι αδελφοί μας, έπρεπε να τους προσεγγίσουμε φιλικά με
στόχο τη σύμπηξη κοινού μετώπου κατά των εισβολέων. Έτσι, περίπου,
δημιουργήθηκε η λεγόμενη «επαναπροσέγγιση», κάτι που, βέβαια, δεν είναι κακό, όμως, κατά τη γνώμη μου, μας
αποπροσανατόλισε, με αποτέλεσμα για δεκαετίες, να ξεχάσουμε το πραγματικό
πρόβλημα, που είναι η εισβολή και κατοχή και όχι οι όποιες διαφορές έχουμε με
τους Τουρκοκύπριους. Έχουμε πάρα πολλά παραδείγματα που αναδεικνύουν τη φιλία,
τη συνεργασία και την αλληλεγγύη μεταξύ μας, ανίκανα όμως να διώξουν τους
εισβολείς. Η πραγματικότητα, που διαπιστώνεται καθημερινά είναι διαφορετική: η
Τουρκία δεν τους λαμβάνει υπόψη της, ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά της
συμφέροντα, τα επεκτατικά της σχέδια και όχι για τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων.
Ας
επανέλθουμε όμως, στο βιβλίο του Κωστή Κοκκινόφτα. Όπως λέει ο ίδιος στον
πρόλογό του, η βάση επάνω στην οποία στηρίχθηκε για να γραφτεί το βιβλίο ήταν
οι παλαιότερες εργασίες του, οι οποίες είχαν δημοσιευτεί σε εφημερίδες
περιοδικά και επιστημονικές επετηρίδες, από το 1992 μέχρι και το 2017. Οι
εργασίες του αυτές, με θέμα το φαινόμενο των εξισλαμισμών, έχουν εμπλουτισθεί με
καινούργια στοιχεία, ώστε να δίνουν πληρέστερη εικόνα για τις διάφορες
διαστάσεις του. Η παρουσίαση ανέκδοτου αρχειακού υλικού, έχει στόχο να μας γνωρίσει
το σύνοικο στοιχείο. Να γνωρίσουμε την προέλευσή τους, να γνωρίσουμε την
ιστορική αλήθεια μέσα από αυθεντικά έγγραφα. Την πραγματική ιστορία του τόπου
μας και όχι όπως την έχουν παραποιήσει οι Βρετανοί, κυρίως, συγγραφείς οι
οποίοι, ως ανώτεροι υπάλληλοι της βρετανικής διοίκησης του νησιού, το έκαναν
σκόπιμα για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους πολιτικά συμφέροντα. Και συνεχίζουν,
ακόμα και σήμερα, την ίδια φιλοτουρκική τους πολιτική. Το θέμα των εξισλαμισμών
δεν εξαντλείται όμως, εδώ, καθώς υπάρχει μεγάλος αριθμός ανέκδοτων εγγράφων που
παραμένουν απρόσιτα.
Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ‒οι πρώτες 150
σελίδες‒ για τους εξισλαμισμούς και επανεκχριστιανισμούς, χωρίζεται σε δύο μέρη: το
πρώτο για την τουρκοκρατία (1571-1878) και το δεύτερο για την Αγγλοκρατία
(1878-1960). Τα δύο αυτά εμπεριστατωμένα μέρη συμπληρώνονται με 411 υποσημειώσεις.
Στις επόμενες 100 σελίδες υπάρχουν σημαντικές πληροφορίες, πλούσια βιβλιογραφία
και ευρετήριο. Ένα μέρος δε, 45 σελίδων, αναφέρεται σε είκοσι περίπου έγγραφα
και δημοσιεύματα, από το 1867 μέχρι και το 1908, τα οποία παρουσιάζονται
αυτούσια με τη δική τους σύνταξη και ορθογραφία και στο τέλος του βιβλίου
παρουσιάζονται και οι φωτογραφίες των μισών περίπου από αυτά. Ιδού οι τίτλοι δύο
εγγράφων από αυτά:
Κάτοικοι
του χωριού Κώμα του Γιαλού ζητούν τη βοήθεια του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου για να
αναγνωριστούν από τις Οθωμανικές Αρχές Κρυπτοχριστιανοί συγχωριανοί τους ως
μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. (19 Μαρτίου 1867)
Κάτοικοι του χωριού
Λιοπέτρι ζητούν τη βοήθεια του Αρχιεπισκόπου Σωφρονίου, για να τεθεί τέρμα στην
καταδίωξη, που υφίστανται από μουσουλμάνο κάτοικο του χωριού Βατυλή, ο οποίος
εναντιώνεται στη μεταστροφή τους στον Χριστιανισμό.
Το βιβλίο είναι καλογραμμένο και οι
πληροφορίες που παρουσιάζονται συμπληρώνονται με πλήθος παραπομπών οι οποίες
επεκτείνουν τις γνώσεις μας για το τεράστιο θέμα των λινοβαμβάκων. Το δικό μου
συμπέρασμα από το βιβλίο, αλλά και τα άλλα διαβάσματά μου, είναι ότι η πλειοψηφία
των Τουρκοκυπρίων δεν είναι Τούρκοι. Ο στρατός τους μετά τη πτώση της
Αμμοχώστου το 1571, μπήκε στα πλοία στις 22 του Σεπτέμβρη, και έφυγε, αφήνοντας
μόνο μια φρουρά[3].
Όμως, η εξαθλίωση του πληθυσμού, οι αβάστακτοι φόροι που ακολούθησαν ανάγκασαν
μέρος του πληθυσμού, ολόκληρα χωριά, να γίνουν αρχικά λινοβάμβακοι και μετά,
αρκετοί από αυτούς, να ασπασθούν το ισλάμ.
Δυστυχώς, η αγγλική διοίκηση ανέκοψε
το ρεύμα της επιστροφής, που παρατηρήθηκε στις αρχές της Αγγλοκρατίας, με
αποτέλεσμα πολλοί που θα ήθελαν να επιστρέψουν στους κόλπους της Ορθόδοξης
εκκλησίας να μη μπορέσουν ποτέ να το πετύχουν αν και βαθειά μέσα τους σιγόκαιε
ένας κρυφός πόθος
Στα παιδικά μου χρόνια, στο Βασίλι, άκουγα
συχνά για την Γαληνόπορνη[4],
τον Άγιο Συμεών, γειτονικά μας χωριά, με ελληνικά ονόματα και δεν μπορούσα να καταλάβω
γιατί οι κάτοικοί τους παρόλο που ήταν Τούρκοι μιλούσαν ελληνικά. Σταματούσαν και
ψώνιζαν από το Συνεργατικό Παντοπωλείο μας καθημερινά και συνομιλούσαν με γνωστούς
τους που συναντούσαν εκεί. Μια φορά, θυμάμαι, πήγαμε με τον πατέρα μου στην
Πλατανισσό ‒επίσης γειτονικό χωριό, με ελληνικότατη ονομασία‒ για να φτιάξει μια πόρτα και τους άκουγα που μιλούσαν
ελληνικά, όπως και οι συγχωριανοί μας λίγοι Τούρκοι που είχαμε και που δεν τους
είχα ακούσει ποτέ να μιλούν τούρκικα. Απλούστατα δεν γνώριζαν τη γλώσσα, αφού
πήγαιναν στο δικό μας σχολείο. Ένας από τους συγχωριανούς μας, ο Νιαζί Μανιέρα,
ο πρώτος Τούρκος Υπουργός Υγείας, λέγεται ότι δεν κατάφερε να εισαχθεί για
σπουδές σε Στρατιωτική Σχολή της Άγκυρας, γιατί είχαν εξετάσει την περίπτωση
του και βρήκαν πως δεν ήταν γνήσιος Τούρκος, είχε είπαν λατινική καταγωγή.
Τελικά σπούδασε ιατρική σε Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης. Εξάσκησε την
ιατρική, στο χωριό μας και στην Αμμόχωστο, μάλιστα δε είχε συνεργαστεί κάποτε και
συστεγασθεί με τον Αντώνη Γεωργιάδη, επίσης συγχωριανό μας γιατρό και μαζί πρόσφεραν
τις ιατρικές τους υπηρεσίες.
Δεν γνωρίζω πόσο ενημερωμένοι είναι
για το θέμα οι «Τουρκοκύπριοι» (ναι, σε εισαγωγικά πια). Δεν γνωρίζω αν
υπάρχουν ακόμα κάποιοι από αυτούς που γνωρίζουν για την καταγωγή τους.
Δεν
γνωρίζω αν κάποιοι επιθυμούν ή έχουν τη δυνατότητα να επανέλθουν στην
παλιά
τους θρησκεία. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ισλαμοποίηση της κατεχόμενης
γης μας
πραγματοποιείται επίμονα και με ταχύτατο ρυθμό εις βάρος κάθε στοιχείου
που τους
υπενθυμίζει ελληνισμό και χριστιανισμό. Η καταστροφή που έγινε είναι
απερίγραπτη και μας πληγώνει βαθιά. Εκείνο όμως, που μας πληγώνει ακόμα
πιο
βαθιά είναι δυστυχώς ο διχασμός ‒η κατάρα που κατατρέχει πάντα τον
ελληνισμό‒ που εκδηλώνεται τώρα με τη διχαστική συμπεριφορά και δράση
μιας μικρής μερίδας
συμπατριωτών μας, όχι απλών αγράμματων χωρικών, αλλά μορφωμένων από όλες
τις
τάξεις και αρκετοί μάλιστα από αυτούς πολιτικοί. Αυτή τη στάση δεν θα
δίσταζα ποτέ
να την ονομάσω νεολινοβαμβακισμό.
Η πρώτη σελίδα του εγγράφου αρ.2 |
[1] Κυριάκου Χατζηιωάννου, Η Καταγωγή
των Τουρκοκυπρίων και το Κυπριακό, Λευκωσία 1976.
[2] Γλαύκος Κληρίδης, Εζεκίας Παπαϊωάννου, Βάσος Λυσσαρίδης, Τάκης Ευδόκας.
[3] Μαρία Γκράτζια Σιλιάτο, Η πολιορκία
της Αμμοχώστου, Εκδόσεις Σακκάς, Λευκωσία 2003, σελ. 349.
[4] Είναι
χαρακτηριστικό ένα παράδειγμα, που δίνει ο Κυριάκος Χατζηιωάννου στον τόμο Τα εν διασπορά Γ΄, σελ. 201, Λευκωσία
1989:
«Στα χρόνια της ανομβρίας οι κάτοικοι του Ριζοκαρπάσου έπαιρναν την εικόνα
της Παναγίας της Έλεούσας από τη Μονή της και πορεύονταν σε σχηματισμό ιερής
πομπής λιτανείας προς το Ριζοκάρπασο. Στην πορεία τους περνούσαν μέσα από το
τούρκικο χωριό Γαληνόπορνη, που οι Τούρκοι κάτοικοι του έβγαιναν σε προϋπάντηση
τους στην είσοδο του χωριού με πανέρια γεμάτα τρόφιμα και στάμνες γεμάτες νερό.
Στη συνέχεια, έμπαινε η πομπή με τη συνοδεία των Τούρκων και προχωρούσε στο
κέντρο του, όπου υπήρχε ο ερειπωμένος ναός της Αγ. Άννας. Εκεί, στα ερείπια
του ναού, απέθεταν ευλαβικά την εικόνα της Παναγίας της Ελεούσας, και ο ιερέας
πρώτα, και ο Χότζας ύστερα, ανέπεμπαν δέηση μπροστά στην εικόνα της Παναγίας.
Μετά απ’ αυτά, οι Έλληνες αναλάμβαναν την εικόνα της Παναγίας και συνέχιζαν την
πορεία τους, ενώ οι Τούρκοι τους κατευώδωναν ώς έξω του χωριού και γύριζαν
πίσω. Αυτό έγινε 3-4 φορές, ακόμα και μετά το 1963, οπότε έφτασε στ’ αφτιά του
Ντεκτάς κι’ έδωσε διαταγή στους Τούρκους να σταματήσουν αυτές τις εκδηλώσεις»