Ευχαριστώ τους συντελεστές του αφιερώματος "Η Σύγχρονη Λογοτεχνία της Κύπρου", του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ, για την τιμή να φιλοξενηθεί ένα μικρό διήγημα από την πρώτη συλλογή μου "Η κόρη του Δραγουμάνου", εκδόσεις Μεταίχμιο, 2003.
Το Βένετο Ξωπόρτι
Tο σπίτι μας βλέπει στη θάλασσα του νότου και ο ήλιος το βλέπει ώσπου να βασιλέψει. Ρίχνει τις χρυσές αχτίνες του και οι τρεις μεγάλες καμάρες μπροστά προβάλλονται στους κάτασπρους τοίχους σαν ουρανοί, έτσι όπως τους ζωγραφίζαμε παιδιά στο σχολείο.
Μια μικρή πορτούλα ενώνει τα δύο μεγάλα δωμάτια. Ένα τρίτο χρησιμοποιείται ως αποθήκη, μα καμιά φορά φιλοξενεί κανένα ετοιμόγεννο από τα ζωντανά του σπιτιού. Και τα δυο δωμάτια έχουν το δικό τους τζάκι, μα τα χειμωνιάτικα βράδια ανάβει μόνο αυτό που είναι στο δωμάτιο με τη μεγάλη καμάρα. Είναι στη νότια γωνιά και στις δυο μεριές του είναι η σουβάντζα -διπλή στα δεξιά- και πάνω αραδιασμένα πολλά μπουκάλια, άλλα κοντόχοντρα και άλλα με μακρύ λαιμό. Είναι ακόμα οι φίζες με το γλυκό και η λάμπα του πετρελαίου. Όταν δυναμώνει η φωτιά, φαίνονται στον τοίχο παράξενα χρώματα και σχήματα. Τρομεροί δράκοι ξεφυτρώνουν ανάμεσα από τα πολύχρωμα μπουκάλια και μάγισσες ή όμορφες βασιλοπούλες και άλογα, ανάλογα με το παραμύθι της γιαγιάς ή της γριάς γειτόνισσας. Πότε πότε, μένουμε σιωπηλοί και ακούμε τις δικές τους κουβέντες. Μιλούν για την Ελένη την προσφυγούλα. Η μικρή μου αδελφή επαναλαμβάνει τη λέξη «προσφυγούλα» και με κοιτάζει με απορία. Είναι ένα αληθινό παραμύθι, γιατί ο πατέρας μιλά αργά, με σοβαρότητα.
Αυτός ο ήχος, που βγαίνει καθώς οι μεγάλοι αφαιρούν το βαμβάκι και τα καρύδια χτυπούν μεταξύ τους, άλλες φορές γίνεται ποδοβολητό αλόγων κι άλλες φορές φωτιά που καίει τα πάντα.
Ύστερα, έρχονται άλλες... κι άλλες ιστορίες. O Μεγαλέξανδρος, καβάλα στον Βουκεφάλα του, πολεμά πολυάριθμους ανθρώπους με πολύχρωμες στολές ή, ακόμα, ένα μικρό γαϊδουράκι που κουνάει τ' αυτιά του: η σκιά των χεριών του παππού! Κι άλλες ιστορίες κι άλλες ιστορίες...
Κι ύστερα η μουσική της νυχτερινής βροχής, που κάθε τόσο δυναμώνει. Κάτι από τη μαγεία της φέρνει κάθε τόσο ο πατέρας, απλωμένη στα χοντρά κλαδιά που βάζει στη φωτιά. Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος των βλεφάρων μας. Oι μάγισσες κι οι δράκοι, οι όμορφες βασιλοπούλες και τα άλογα επιστρέφουν και χάνονται μέσα στα πολύχρωμα μπουκάλια και στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού.
Το πρωί πάλι, καθώς η μάνα σταυροκοπιέται δοξολογώντας τον Θεό ―«κλακ» το μάνταλο―, γεμίζει το σπίτι φως. Oι πόρτες ανοίγουν διάπλατα και βγαίνω στο μικρό περιβόλι, κάθομαι κάτω από τη ροζιασμένη ελιά ή σκαρφαλώνω στα ψηλά κυπαρίσσια της αυλής:
Πώς τ' αγαπώ
κι όλο να μπω σ' αυτό ονειρεύομαι!
Παίρνω το μικρό δρομάκι τέλος κι απομακρύνομαι προς τις ροδιές. Εδώ είναι το ξωπόρτι, το Βένετο Ξωπόρτι. Έγινε με πολύ μεράκι από τον πατέρα, για να φυλάγει το σπίτι από κάθε ξένη επιβουλή. Κανένας δεν μπορεί να το περάσει, ούτε ο βούβαλος του θείου Πιερή, με τα φοβερά κέρατα, όταν αφηνιάζει. Κανένας!
Εδώ σταμάτησε το μεγάλο φορτηγό. Κάποιος είπε να το χαλάσουμε για να περάσει το φορτηγό, μα ο πατέρας δεν είπε τίποτα, παρά μόνο άρχισε να κουβαλά τα πράγματά μας σκυφτός και να τα φορτώνει για το ταξίδι.
Πώς τ' αγαπώ
κι όλο να μπω σ' αυτό ονειρεύομαι!
Μ' αλίμονο, φωτιά θα τ' αφανίσει
σπίτι μαζί και λούλουδα και δέντρα και κλαδιά
όταν σε λίγο η μάνα μου με θρήνο
το χώμα θα φιλήσει
κι ο γέροντας πατέρας μου
παντοτινά θα κλείσει.
Εδώ σταμάτησε το μεγάλο φορτηγό. Εδώ γονάτισε και άφησε τα δάκρυά της η μάνα μου. Εδώ γονάτισε ο πατέρας και φίλησε τη γη του. Εδώ γονατίσαμε όλοι μας πριν πάρουμε το δρόμο της προσφυγιάς, μπροστά στο Βένετο Ξωπόρτι.
(1987)