27 Μαρ 2017

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης
και η Αμμόχωστος του 1960 - 1964
μια ανάμνηση
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
[περιοδικό ΑΝΕΥ, Χειμώνας- Άνοιξη 2017, τ. 62, σελ. 42-49]

1960. Ο αέρας της ελευθερίας πνέει πάνω σε όλο το νησί και γεμίζει τα πνεμόνια των ανθρώπων με αισιοδοξία. Ελευθερία… αυτοδιάθεση… οι θυσίες τόσων παιδιών δεν πήγαν χαμένες. Αρχίζουν να εφαρμόζονται σχέδια ανάπτυξης σε όλους τους τομείς. Τα σχολεία δημιουργούν επεκτάσεις με πολλές νέες αίθουσες ή χτίζονται καινούργια για να δεχτούν τις χιλιάδες μαθητές που συρρέουν διψασμένοι για μόρφωση. 

Νωρίς το καλοκαίρι είχαμε δώσει γραπτές και προφορικές εξετάσεις και στη συνέχεια προμηθευτήκαμε όλα τα σχετικά: άσπρο πουκάμισο, μπλε γραβάτα, γκρι παντελόνι, μαύρα παπούτσια και το θρυλικό πηλίκιο με τη χρυσοκεντημένη κουκουβάγια. Ανυπομονούσαμε ν’ ανοίξουν τα σχολεία. Tρεις λέξεις στριφογύριζαν συνέχεια στο μυαλό μου κι έκαναν το στήθος μου να πάλλεται από περηφάνια: Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. 

Υπήρξαμε πολύ τυχεροί, γιατί ένα εκλεκτό επιτελείο καθηγητών υπό τον Δόκτορα Κυριάκο Π. Χατζηιωάννου ξεκίνησαν αμέσως δουλειά όχι μόνο για να μας μάθουν γράμματα αλλά κυρίως να μας κάνουν ελεύθερα σκεφτόμενους ανθρώπους, να γνωρίσουμε ποιοι είμαστε, από πού καταγόμαστε και πού πηγαίνουμε. «Είμαστε ευλογημένοι γιατί πήραμε από τη νήσο Σαλαμίνα τη θεϊκή καταγωγή, από τους Αθηναίους τη σοφία, απ’ τους Αργείους τη βασιλική μεγαλοπρέπεια, από τους Αρκάδες την τέχνη που τα όρη γίνονται πεδιάδες», όπως λέει σε ένα ποίημά του. Ήταν πολύ μεγάλες οι ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό και έτσι προσλαμβάνονταν καθηγητές που δεν είχαν τελειώσει ακόμα το Πανεπιστήμιο, όπως ο Κυριάκος Πλησής, ο πρώτος μας φιλόλογος. Ονόματα όπως ο Θεοδόσης Νικολάου, ο Παναγιώτης Σέργης και οι εξ Ελλάδος καθηγητές Χριστόφορος Μηλιώνης, Γιώργος Παπαδόπουλος, ο Γιώργος Μπισκίνης[1] και άλλοι λάμπρυναν το σχολείο με τις γνώσεις, τον ενθουσιασμό τους και τη μεθοδικότητά τους. Το σχολείο πια αποτελούσε για την πόλη το σπουδαιότερο πνευματικό κέντρο. Διακρινόταν σε πανελληνίους αγώνες στίβου, ιδρύθηκε ο Επιστημονικός Φιλολογικός Σύλλογος Αμμοχώστου[2], που έδωσε στην πόλη πραγματική πνευματική ζωή και κίνηση και δίνονταν παραστάσεις τραγωδίας[3] στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας που ξεπερνούσαν τα μαθητικά επίπεδα. Παράλληλα, στην πόλη ιδρύθηκε και η Δημοτική Βιβλιοθήκη με σημαντική δραστηριότητα σε σχέση με το Γυμνάσιο. Ζωγράφοι[4] της πόλης και άλλοι καλλιτέχνες γνώριζαν διεθνή αναγνώριση. 



Η πόλη ανάπνεε μέσα σε αυτό το μαγικό κλίμα. Και όσοι έζησαν στην Αμμόχωστο την περίοδο αυτή έχουν πιαστεί για πάντα στα δίκτυά της. Την ερωτεύτηκαν.

Χριστόφορος Μηλιώνης
Ο Χριστόφορος Μηλιώνης ερωτεύτηκε την Αμμόχωστο! Τα τέσσερα περίπου χρόνια που έμεινε τελικά στο νησί ήταν αρκετά για να ερωτευτεί και ολόκληρη την Κύπρο και τη γλώσσα της! Έμενε σε κοντινό ξενοδοχείο μαζί με άλλους συναδέλφους του από την Ελλάδα και φαίνεται ότι το διασκέδαζαν πολύ. Ήταν νέοι, πειράζονταν, χαίρονταν, ονόμασαν το ξενοδοχείο τους… «μέλαθρον» και αυτό το χαρούμενο κλίμα μεταφερόταν και στο σχολείο. Αργότερα, αυτή η εμπειρία της Αμμοχώστου μετατράπηκε σε διήγημα: «Το πουκάμισο του Κένταυρου», που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο του. Γράφει σ’αυτό: «Το ξενοδοχείο ήταν δηλωμένο σαν «πανσιόν» και νοίκιαζε δωμάτια με το μήνα σ’εργένηδες, κι ωστόσο αρκετά περιποιημένο και νεόχτιστο. Κι ούτε ήταν ανάγκη να μιλήσεις γι’αυτό με χαμηλή φωνή, όπως συμβαίνει σ’αυτές τις περιπτώσεις, γιατί ο νοικοκύρης του μπορούσε ν’αναζητά την πελετεία του ανάμεσα στο διδαχτικό προσωπικό του Ελληνικού Γυμνασίου, λίγα μέτρα πιο εκεί...»

Όταν για πρώτη φορά είχε φτάσει εκεί… «είναι όμορφο» είπε με το νου του, «η πόρτα ήταν μισανοιγμένη, χτύπησε μα κανείς δε φάνηκε. Ύστερα από λίγο ένα κοριτσάκι μελαψό, με κατάμαυρα σγουρά μαλλιά, μιγάδικο πες, πρόβαλε το πρόσωπό του από τη διπλανή θύρα. Τον κοίταξε με δυο τεράστια μινωικά μάτια και χωρίς να μιλήσει τράβηξε πάλι μπροστά στο πρόσωπό της τη συρτή θύρα. Ακούστηκε ύστερα η φωνή της που καλούσε τον πατέρα της με προφορά κυπριώτικη. Για πρώτη φορά πρόσεξε αυτή την προφορά, και κει στη σιωπή τού φάνηκε γλυκιά κι απόκοσμη, σαν ν’ ανέβαινε από χρόνια παλιά, βυζαντινά, σέρνοντας μαζί της μια αρμαθιά από σονέτα τροβαδούρων που κουδούνιζαν».

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης και η σύζυγός του Τατιάνα
στον Πύργο Κολοσσίου, 2003
Τον Οκτώβριο του 2003 ήρθε στην Κύπρο μόνο και μόνο για να παρουσιάσει το βιβλίο μου «Η κόρη του Δραγουμάνου», μια συλλογή από διηγήματα. Χωρίς τον Χριστόφορο Μηλιώνη, ίσως, αυτή η συλλογή, να μην έβλεπε ποτέ το φως. Ο ίδιος πήγε στο «Μεταίχμιο» και έδειξε τα μικρά βιβλιαράκια με τα διηγήματά μου, που σκαρφιζόμουν και τύπωνα στον εκτυπωτή μου εκείνο τον καιρό. Ήμουν τυχερός γιατί ήταν η χρυσή εποχή του διηγήματος. Ο Εκδοτικός Οίκος ήρθε αμέσως σε επαφή μαζί μου και υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο. Μου έγραψε ένα προλόγισμα, χωρίς να το ζητήσω, και το βιβλίο έγινε τελικά εκδοτική επιτυχία. Σε τέσσερεις μήνες έκανε δεύτερη έκδοση κι εγώ έπαιρνα κανονικά τα συγγραφικά μου δικαιώματα. Αμέσως μετά μου ζήτησαν, ακόμα, ένα διήγημα για το οποίο μου πλήρωσαν πεντακόσια (!) ευρώ για να το εντάξουν σε μια σειρά που κυκλοφόρησε. Ήμουν ενθουσιασμένος φυσικά. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Έτσι, λίγο αργότερα δεν αρνήθηκε στην πρόσκλησή μου: ήρθε στην Κύπρο τον Οκτώβριο του 2003, μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, την γλυκύτατη κυρία Τατιάνα, και το βιβλίο μου παρουσιάστηκε στο Πολιτιστικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κύπρου, όπου εκτός από τον κύριο Χριστόφορο μίλησαν και οι καθηγητές Μιχάλης Πιερής και ο συμμαθητής μου Γιώργος Γεωργής. 

Ήταν μεγάλη τιμή για μένα και ήθελα, τουλάχιστον, να τους προσφέρω μια εκδρομή. Ρώτησα τι ήθελαν να δουν. Αποφασίσαμε να πάμε προς την Πάφο με επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους που θα βρίσκαμε στον δρόμο μας. Και ξαφνικά θυμήθηκε το κοριτσάκι «με τα δυο τεράστια μινωικά μάτια». Άρχισα αμέσως τα τηλεφωνήματα και δεν δυσκολεύτηκα να το εντοπίσω: το κοριτσάκι, μετά από σαράντα τρία χρόνια, μεγάλωσε, έγινε γυναίκα, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και βοηθούσε τον σύζυγό της στην οικογενειακή επιχείρησή τους, με ηλεκτρικά είδη. Η συνάντηση ήταν συγκινητική, η ευγενέστατη κυρία μάς υποδέχτηκε στο κατάστημά τους στη Λεμεσό και για αρκετή ώρα είχαμε γυρίσει το ρολόι του χρόνου τέσσερεις δεκαετίες πίσω, είχαμε επιστρέψει στη μαγική μας Αμμόχωστο. Ο κύριος Χριστόφορος ήταν ιδιαίτερα συγκινημένος.

Ήθελε ακόμα να δει τον ιδιοκτήτη του Salamis Tours του μικρού ναυτιλιακού γραφείου της Αμμοχώστου, τον φίλο του Βάσο Χατζηθεοδοσίου, έναν επιτυχημένο επιχειρηματία, ευγενέστατο κύριο, που κατόρθωσε στο τέλος να αποκτήσει καράβια χωρίς να χάσει όμως, ούτε την ανθρωπιά του ούτε την απλότητά και καλοσύνη του. Είχε αυτοκίνητο και όργωναν την Κύπρο με συχνές εκδρομές. Δεν είχε μείνει γωνιά που δεν είχαν επισκεφτεί. «Αν δεν ήταν ο Βάσος δεν θα γνώριζα την Κύπρο», έλεγε συχνά ο Χριστόφορος Μηλιώνης. Ήταν εύκολο να τον εντοπίσουμε. Ζούσε κι αυτός στη Λεμεσό, όπου ήταν οι επιχειρήσεις του μετά την εισβολή, και αποφασίσαμε να συναντηθούμε στην επιστροφή μας από την Πάφο. 

"Η μπάλα αντιπροσωπεύει τη Γερμανία"
Τον Φεβρουάριο του 2003, ο Χριστόφορος Μηλιώνης μου είχε στείλει μια επιστολή: «Αγαπητέ μου Νίκο, σου στέλλω μια επιφυλλίδα[5] που είχα δημοσιεύσει το ’95 στα Νέα. Το κείμενο αυτό μπήκε στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», της Γ’ Γυμνασίου. Στο κείμενό μου λοιπόν, γίνεται αναφορά σε ένα album με μαθητικές ζωγραφιές παιδιών της Γερμανίας και με θέμα τη διαίρεση του Βερολίνου (και γενικότερα της Γερμανίας). Μας το στείλανε όταν ήμουν στην Αμμόχωστο για να διαδώσουν το θέμα της επανένωσης στους μαθητές μας (!) Το έψαχνα και δεν μπορούσα να το βρω. Έτσι η αναφορά σε μια από τις ζωγραφιές γίνεται από μνήμης. Τις προάλλες το ξετρύπωσα. Σου στέλλω λοιπόν τρεις (τις πιο δροσερές) από τις ζωγραφιές (υπάρχουν σε λεζάντα τα ονόματα των παιδιών) μαζί με το κείμενό μου. Τις ίδιες έστειλα και στον Γεωργή, δημοσιέψτε τες κάπου (έγχρωμες) … 

Δυστυχώς, έγινε μια παρεξήγηση, ο Γεωργής που είχε αναλάβει την υποχρέωση, δεν πρόσεξε ότι οι ζωγραφιές δεν συνόδευσαν τη δημοσίευση της επιφυλλίδας. Ελπίζω, στη μνήμη του, να γίνει τώρα[6] με τον σωστό τρόπο όπως ακριβώς το επιθυμούσε.

Ενωρίτερα, τον Μάρτιο του 2000, μου είχε στείλει εικοσιπέντε «κυπριώτικα τσιαττίσματα». Ήταν μερική αντιγραφή από ένα τετράδιο που του είχε παραδώσει ένας μαθητής του, την περίοδο του ’60 με ’64, χωρίς όνομα ή άλλα στοιχεία. Το τετράδιο, απ’ ό,τι έμαθα, το παρέδωσε στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα. Αγαπούσε την κυπριακή διάλεκτο και μελετούσε κείμενα χωρίς να κουράζεται. Τα μάθαινε από στήθους: 

Το δειν η μαυρομάτα μου τζει που να το δικλήσει
Να ‘ναι νερόν τρεχούμενον εν να το σταματήσει.

Περίστροφον γερμανικόν εν να ‘βρω ν’ αγοράσω,
Για να παιχτώ έναν πρωίν αν τύχει και σε χάσω.

Εφίλησά τες τζιαί τες δκυό, την μάναν τζιαί την κόρην,
Την μάναν με το θέλημαν, την κόρην με το ζόριν.

Ε την ‘πο τζιεί που κάθεται τζι’ αν έσιει αΐπιν πέτε,
Μοιάζει ωσάν τον ήλιον την ώραν που γεννιέται.

N’ αλλάξει τζιαί να στολιστεί λαλεί του ήλιου σβήσε
Να λάμψω ‘γιώ μες στον ντουνιάν τζι΄εσέναν πιον κανεί σε.

Ν’ αλλάξει τζιαί να στολιστεί, να βάλει τα καλά της
Αξίζει την Αγιά-Σοφκιάν με τα καμπαναρκά της.

Την ημέρα της εκδρομής μας –στο μέσον του Οκτώβρη– έκανε πάρα πολύ ζέστη. Το Κούριο στη Λεμεσό και τα ψηφιδωτά στην Πάφο μας κούρασαν πολύ. Βρήκαμε όμως, καταφύγιο στην ταβέρνα του «Χοντρού» και αφού ξεκουραστήκαμε για τα καλά πήραμε το δρόμο της επιστροφής: μας περίμενε ο φίλος του Βάσος. Πάλι το ρολόι γύρισε πίσω μερικές δεκαετίες, και μαζί με τους δυο φίλους πάλι περπατήσαμε στους δρόμους της Αμμοχώστου. Έγινε σχεδόν μεσάνυχτα και δεν έλεγαν να τελειώσουν οι αναμνήσεις από την Αμμόχωστο. Ο κύριος Χριστόφορος ήταν πολύ χαρούμενος. Δεν φαινόταν κουρασμένος, δεν ήθελε να φύγουμε. Κάποτε όμως μπήκαμε στο αυτοκίνητο για το ταξίδι της επιστροφής στη Λευκωσία. Η νύχτα ήταν γλυκιά, και αρχίσαμε το τραγούδι: ξεκίνησα να τραγουδώ «έλα κορού να δούμεν τα μαύρα σου τα μάθκια» από τα λίγα κυπριακά που ήξερα, αλλά η συνέχεια δεν ήταν δική μου. Ο κύριος Χριστόφορος άρχισε να τραγουδά το ένα τραγούδι μετά το άλλο, χωρίς κομπασμό, χωρίς να σταματά. Τον συνόδευε η κυρία Τατιάνα, που ήξερε κι αυτή όλα τα κυπριακά τραγούδια. Ντράπηκα, εγώ δεν τα ήξερα. Άκουγα αχόρταγα τα δικά μας τραγούδια και δεν ήθελα να τελειώσει αυτό το βράδυ. Κατάλαβα τι σημαίνει «αγάπη για έναν τόπο». Και δεν είναι τυχαίο που σε ένα βιογραφικό του γράφει: «εργάστηκε ως καθηγητής σε γυμνάσια της Αμμοχώστου και της άλλης Ελλάδας». Ελάττωσα ταχύτητα και δεν ήθελα να φτάσουμε… ήθελα να ταξιδεύουμε… να ταξιδεύουμε … να ταξιδεύουμε αιωνίως… 

… συνέχισαν τα τραγούδια, που πραγματικά δεν είχαν τελειωμό …αλλά λίγα χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στη Λευκωσία, έκανα αριστερά και σταμάτησα: δεν μπορούσα πια να οδηγήσω. Δεν έβλεπα. Με είχαν τυφλώσει εντελώς τα δάκρυά μου. 

18 Ιανουαρίου 2017

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Γιος του Καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών, Δημήτρη Μπισκίνη. 
[2] Ο περίφημος ΕΦΣΑ. 
[3] Ο Παναγιώτης Σέργης ήταν ο εμπνευστής, ο διδάξας και η ψυχή όλων των παραστάσεων. 
[4] Ο ζωγράφος Γ. Πολ. Γεωργίου είχε ήδη σπάσει τα σύνορα της μικρής του πατρίδας κερδίζοντας την εκτίμηση του κόσμου της Τέχνης στην Ευρώπη και αλλού, και επάξια αναφέρεται πια ως σημαντικός Ευρωπαίος ζωγράφος. 
[5] «Το συρματόπλεγμα του αίσχους, Τα Νέα, 15/6/1995». 
[6] Η επιφυλλίδα δημοσιεύεται στο τέλος του κειμένου αυτού. 

"Μοιρασμένο τραπέζι"
Χριστόφορος Μηλιώνης

«ΤΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ ΤΟΥ ΑΙΣΧΟΥΣ»

Είναι τόσα πράγματα που μου φαίνονται οικεία μόλις πατήσω το πόδι μου στην Κύπρο! Όχι βέβαια τα του­ριστικά μεγαθήρια που έχουν κάνει κατοχή στις παραλίες της —αυτή η νέα αποικιοκρατία, τόσο θορυβώδης, τόσο αλαζονική, τόσο επικίνδυνη, που η άλλη στο Ακρωτήρι, με τους κεραμιδένιους οικισμούς και τα κοντά εγγλέζικα παντελονάκια, μοιάζει με αφίσα ξεχασμένη, από προπολε­μική ταινία. Αλλά τα άλλα, τα γηγενή, που αντιστέκο­νται: είναι η γλώσσα που τη μιλώ χωρίς προσπάθεια, μό­λις βρεθώ με τους ανθρώπους της, πράγμα που κάνει εκεί­νους να συνοφρυώνονται καχύποπτα και τον Γιώργο να με κοιτάζει ανήσυχος —κι εγώ χαμογελώ. Είναι οι «τερατσιές» στο κίτρινο τοπίο, που αντανακλούν τον εκτυφλω­τικό ήλιο στο χαλκοπράσινο φύλλωμά τους, οι φοινικιές, που λικνίζονται τ' απογεύματα, τα γιασεμιά κι οι μπουκαμβίλιες. Και είναι ακόμα —ω του θαύματος! — οι πέρδικες στα χέρσα, που φτεροκοπούν στο πέρασμά μου, τα «περτίτσια», που κακαρίζανε στις πλαγιές του Άγιου Ιλαρίωνα κι οι μαθητές μου τα πιάνανε ζωντανά κυνηγώ­ντας τα στην απέραντη Μεσαορία, ώσπου να παραδοθούν με ανοιχτές φτερούγες. Ένας απ' αυτούς κι ο Χαμπής από την τουρκοκρατούμενη Κοντέα, που τώρα σκαλίζει στα χαρακτικά του τη μαγεία της Κύπρου, ολομόναχος στα Πλατανίσκια, σ' ένα ερημωμένο χωριό.

"Μόνο τα ζώα του δάσους
αγνοούν τα σύνορα"
Τραβούμε κατά τη Δερύνεια, όχι από την Αγιανάπα την ξιπασμένη (και ξιμαρισμένη), αλλά από τον εσωτερι­κό δρόμο, το δρόμο της ψυχής, δίπλα στο δασάκι της Άχνας και στην «πράσινη γραμμή». Και ποιος να ήταν τάχα που έδωσε στο συρματόπλεγμα αυτό το οικολογικό όνομα που θυμίζει την «Green Peace»; Υποθέτω πως ήταν κάποιος εκπρόσωπος του Ο.Η.Ε., από κείνους που ρητόρευαν για το «τείχος του αίσχους». Κρατώ ακόμη στο συρτάρι μου ένα από τα άλμπουμ που μας στέλνανε να τα μοιράσουμε στους μαθητές της Αμμοχώστου: παιδικές ζωγραφιές για το «μοιρασμένο Βερολίνο». Ένα παιδικό χέρι που τεντώνεται κάτω από το συρματόπλεγμα, για να πιάσει την μπάλα, στην άλλη μεριά. Τα μοιράζαμε και τους μιλούσαμε με θέρμη για τα δικαιώματα των παιδιών, για τα αισθήματα των ανθρώπων που δεν μπαί­νουν σε συρματοπλέγματα, για την ειρήνη, που ήταν και­ρός ν' ανθίσει. Τι να πω τώρα στους μαθητές μου, που τα μάτια τους με συνοδεύουν; Τι να του πω του Γιωργή; Τι να πω και του Χαμπή; «Το τείχος του αίσχους έπεσε, δάσκαλε», μου λέει. «Τι θα γένει με το συρματόπλεγ­μα;» Και βάζει κόκκινα βέλη που στάζουν αίμα, ολόγυρα στη ζωγραφιά του, να δείχνουν κατά την Αμμόχωστο.

Κατά κει τραβούμε. Ανεβαίνω στην ταράτσα της Δερύνειας. Τουρίστες που κοιτάζουν, με εισιτήριο, την «πόλη-φάντασμα». «Περάστε, κύριοι, να θαυμάσετε την ασώματον κεφαλήν»! Αγναντεύω στο βάθος την έρημη πολιτεία. Βάζω τα κιάλια. Αναγνωρίζω γειτονιές. Έτσι ν' απλώσω το χέρι μου, θ' αγγίξω τα μπαλκόνια της. Έτσι και κά­νω ένα βήμα, θα βρεθώ στους δρόμους της και στα αι­σθήματα που δεν μπαίνουν σε συρματόπλεγμα. Και στα χρόνια της νιότης μου, που μου τα κλείσανε στην άλλη πλευρά.



15-6-95