ΘΕΟΔΟΣΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΖΕΣΤΗ ΜΕΡΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Όλα τα χρώματα είναι ωραία
Και όλα τα χρώματα είναι αγνά.
Γυρίζουν οι εποχές και εκθέτουν
Τις ζωγραφιές της γης
Καμωμένες με άνθη.
Το μαύρο βλέμμα της παπαρούνας
Μες’ από τα κόκκινα πέπλα των φρουρών του,
Η θάλασσα των σταχιών
Που ξεδιπλώνει κίτρινα τα κύματά της
Μέσα στο καλοκαίρι.
Και η άλλη, η άλλη θάλασσα η μεγάλη
Με τα λευκά και τα γαλάζια των γαλάζιων
Ως τη χάλκινη κραυγή που αφήνει
Το φύλλο της χαρουπιάς
Δροσίζοντας την κεφαλή των ανθρώπων.
Το τόξο του ουρανού τα αναλαμβάνει
Και πλυμένα από τη βροχή
Τα ταξινομεί.
Η ευαισθησία όμως για το λευκό
Δεν είναι γιατί λευκές είναι οι φτερούγες
Και λευκή η στολή των Αγγέλων.
Καθήσαμε κάποτε στον ποταμό της Αλβιόνος.
Εκεί μήτε κλάψαμε, μήτε γελάσαμε
Μήτε ρωτηθήκαμε, μήτε απαντήσαμε.
Το νερό του ποταμού κυλά
Αλλά στην όραση φτάνει μια γκρίζα ακινησία.
Την κίνηση την αντιλαμβάνεσαι μονάχα
Με τα πανιά των καραβιών που ταξιδεύουν
Ή όταν ένα σώμα παρασύρεται
Και συλλογίζεσαι πως αυτό το σώμα
Μπορεί να είναι το δικό σου σώμα.
Κι εκεί που δεν υπήρχε τίποτα
Παρά μόνο μια έρημος
Κι εσύ μόνος μέσα στην έρημο γυμνός,
Όπου με λύσσα μάχονται οι τέσσερεις άνεμοι
Κουβαλώντας στα φτερά τους την παγωνιά,
Αντήχησε
Γλυκύτατη, αγαπημένη, οικεία
Η φωνή.
«Τά μάτια σου ακόμα συντηρούν τη λάσπη
Και δεν βλέπεις γύρω σου τους ποταμούς του ελέους
Δεν βλέπεις τη βροχή της αγάπης.
Πάρε τα ιμάτια μου και κρύψε τη γύμνωση σου.»
Τότε απέραντα από τον ουρανό ξετυλίγονταν
Ιμάτια λευκά, και αναδιπλώνονταν —
Γέμισε η γη με χιόνι.
Τό χιόνι ανεβαίνει στα δέντρα
Ανεβαίνει ίσαμε την καρδιά σου
Το θάλπος της αγάπης τη ζεσταίνει.
Πάνω στα σκουριασμένα κλωνάρια της αμυγδαλιάς
Ανεβαίνουν χιλιάδες λευκές πεταλούδες.
Πάνω στη σκουριασμένη ψυχή μας ξεπετάγονται
Χιλιάδες λευκοί ανθοί ωσάν το χιόνι.
Εδώ στο κράτος του θανάτου λαμπροφορεί η ζωή
Και
η οπτασία της
ανθισμένης αμυγδαλιάς
Γαληνεύει το χειμώνα και το πνεύμα σου.
[Θεοδόση Νικολάου, Εικόνες, σελ. 13, Κύπρος 1988, με
προμετωπίδα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ]