Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΟΥΤΑΚΙ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ
ανάμνηση
ανάμνηση
Ανάμεσα στα δύο δάχτυλα του αριστερoύ μου χεριού έκαιγε συνέχεια ένα τσιγάρο καρέλια φίλτρο! Τα ίδια τσιγάρα κάπνιζαν όλοι οι φίλοι μου. Κάποτε όμως – όταν η ανάγκη μάς πίεζε – μπαίναμε στο μαγαζάκι ενός γεράκου, Μεθώνης και Ζωοδόχου Πηγής. Ήταν ένα πολύ μικρό μαγαζάκι ένα επί δύο μέτρα, που είχε τους τοίχους του ντυμένους με κιτρινισμένες εφημερίδες από τον γάμο του Παύλου και της Φρειδερίκης. Αυτός καθόταν πίσω από έναν πολύ μικρό πάγκο και κάπνιζε. Ποτέ δεν είχαμε ακούσει τη μιλιά του∙ εμείς μιλούσαμε: με λίγες δραχμούλες ζητούσαμε τσιγάρα χύμα, Στούκας τα λέγανε, που μας έκαιγαν τον λαιμό κι ύστερα μας έπιανε ασταμάτητος βήχας. Το τελευταίο μου τσιγάρο το κάπνισα πριν δεκαπέντε χρόνια κι αν ήξερα πόσο διαφορετικός άνθρωπος γίνεσαι θα το έκοβα πολύ πριν.
Ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού στριφογυρνούσε πάντα ένα μολύβι ή ένα στυλό ή μια πέννα ή κάτι τέλος πάντων που έγραφε. Οι άσπρες επιφάνειες ήταν μια πρόκληση για μένα. Τα άσπρα χάρτινα τραπεζομάντηλα της ταβέρνας, η ετικέτα ενός μπουκαλιού κρασιού κι η απόδειξη πληρωμής ακόμα. Όλα γέμιζαν με σχέδια μα, πολύ λίγα γλύτωσαν. Από τις φουρτουνιασμένες θάλασσες με λαδομπογιές σε σπιρτόκουτα και τα κεφάλια των κοριτσιών με πενάκι σε μικρά χαρτονάκια γλύτωσαν μόνο όσα φυλάχτηκαν σε μικρά κουτάκια. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς ένα μολύβι να παίζει ανάμεσα στα δάχτυλα. Και όμως έγινε κι αυτό: και τα δέκα μου δάχτυλα χαϊδεύουν τώρα ένα πληκτρολόγιο, και οι ζωγραφιές έγιναν λέξεις λέξεις λέξεις…
Τυχαία άνοιξε σήμερα ένα κουτάκι επάνω στο γραφείο μου… και κοιτούσα με θλίψη κάποια σχεδιάκια. Πορτραίτα φανταστικά ανύπαρκτων ανθρώπων, που μου φάνηκαν τόσο οικείοι, σαν πραγματικοί φίλοι, αλλά και πορτραίτα πραγματικών φίλων μου, που ο καθένας τους τράβηξε τον δρόμο του γιατί έτσι έπρεπε. Μπορεί να τους ξαναδώ κάποτε. Την Τζούλια όμως γνωρίζω πως δεν θα την ξαναδώ ποτέ πια. Ούτε θα μακιγιάρει κανέναν πια στο ΡΙΚ. Βλέπω τα θλιμμένα της μάτια να κοιτάνε στο πουθενά. Η ίδια θέλησε να φύγει για πάντα γιατί ο πόνος κάποτε είναι αβάσταχτος. Ξανακλείνω ευλαβικά, με συγκίνηση το κουτάκι…κι εσύ παλιοπληκτρολόγιο... σταμάτα να χοροπηδάς κάτω απ΄τα δάχτυλά μου... πάψε επιτέλους.