Βαρβαρότητα
Τὸν ἔσυραν ἔξω στοὺς δρόμους
Τῆς ξακουστῆς ἀγαπημένης πόλης
Τὸν ἔβρισαν χυδαῖα
Τὸν τράβηξαν ἀπ᾽ τὰ μαλλιὰ μὲ βία πρωτόγνωρη
Μὲ λύσσα τοῦ ξερίζωσαν τὰ γένια.
Μὲ ξύλα τὸν χτυποῦσαν
Τοῦ ἔκοψαν τὴ γλῶσσα καὶ τ᾽ αὐτιὰ
Τοῦ ἔβγαλαν τὰ μάτια μὲ μιὰ λόγχη
Κι αὐτὸς σηκώνοντας τὸ χέρι ποὺ ἔτρεμε
Τοὺς εὐλογοῦσε ἀκόμα
Μ΄ αὐτοὶ μὲ μιὰ σπαθιὰ
Τοῦ ἔκοψαν τὰ δάχτυλα
Τοῦ ἔκοψαν τὰ δυό του χέρια
Τὸ σῶμά του πετσόκοβαν
Καὶ τὸ πετοῦσαν στὰ σκυλιὰ
Καθὼς τὴν πόλη του παντοῦ
Σκέπαζε μαύρη στάχτη.
Ποτὲ δὲν μαρτυρήσανε ποῦ ἔκρυψαν
Αὐτὸ ποὺ ἀπόμεινε ἀπ᾽ τ᾽ ἅγιό του σῶμα.
Τὸ πάθος κι ἡ βαρβαρότητα τοὺς τύφλωσε
Καὶ τοὺς κρατεῖ τυφλοὺς ἀκόμα.
[Ν.Ν-Χατζημιχαήλ: "Ύδατα Υδάτων", ανέκδοτη σύνθεση]