12 Ιαν 2015

"ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ"


Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ:
 Πικρόλιθος

της 
Χρυσοθέμιδος Χατζηπαναγή

[η Σημερινή, Κυριακή 4 Ιαν 2014, βιβλιχνηλασίες, σελ. 26]

Από τη «Διθαλάσσου», την εμποτισμένη με τα μύρα της θαλασσοφίλητης γενέτειράς του Καρπασίας, ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ κομίζει στα κάνιστρα της ποιητικής του ψυχής το αρχέγονο σύμβολο ολάκερης της γης του και μαζί βαρύτιμο φυλαχτό της πατρογονικής του κληρονομιάς: τον «Πικρόλιθο» της δεύτερης ποιητικής του συλλογής, που τον έφερε πρόσφατα ο καλοτάξιδος άνεμος Κάρβας των προσωπικών του εκδόσεων. Και αν με τους πρώτους του στίχους ανάστησε στο «Φως» ανάγλυφες «…Εικόνες» από ενδημικά πουλιά, θάμνους και δέντρα, διάβηκε μέσα από μια νοερή «Μικρή Περιήγηση» γνώριμους τόπους και νεκροπόλεις με «Τα Άλογα» της Σαλαμίνας,  συνομίλησε στην ντοπιολαλιά τους με ανθρώπους των περασμένων χρόνων κι ανιστόρησε τα δεινά της «Παναγίας της Καναριάς» και του Μεγάλου Αγγέλου, έρχεται τώρα  να επισφραγίσει τις προηγούμενες «Παλιές σφραγίδες» με νέα εμφαντικότερα χαράγματα.

Ταυτίζοντας την αλληγορική προσωποποίηση της πατρίδας του με την υπαρκτή Καρπασιτοπούλα «Ελένη» του ομώνυμου ποιήματος της «Διθαλάσσου», που απαθανάτισε με τις πέτρες στην πλάτη  μοναδικό φωτογραφικό στιγμιότυπο του «Νational Geographic» το 1928, καταφέρνει να εισχωρήσει τούτη τη φορά στα μεγαλύτερα της βάθη, για ν’ ανασύρει από τα χαλκολιθικά  στρώματα της Ιστορίας και του πολιτισμού της τον κατ’ εξοχήν ενδογενή της «πικρόλιθο». Την ακριβολογική τεχνουργική του ιδιότητα για την κατασκευή των δημοφιλών σταυρόσχημων ειδωλίων του Κυπριακού Μουσείου επεξηγεί στις «Σημειώσεις», που μαζί με τον σελιδοδηγό των αρχαιολογικών «εικόνων» και το διαλεκτικό «Γλωσσάρι» επιτάσσονται της συλλογής. Τόσο, όμως, ο τίτλος της «Πικρόλιθος» όσο και ο υπότιτλός της «σημειώσεις σχεδίας» παραπέμπουν σε μεταφορικά νοήματα και συμβολισμούς πολυσημίας, όπου κατά μία συνεκδοχική σύζευξη τα οιονεί Σολωμικά σχεδιάσματα του ποιητή συνταξιδεύουν πάλι με τον ούριο Κάρβα της μνήμης, αλλά και της πικρής θύμησης πάνω στην Οδυσσεακή σχεδία, πανομοιότυπη με την πανάρχαια σχεδία, τη χαραγμένη σε κάποιο πικρό βράχο της Κύπρου. Και οι άνθρωποί της να περιμένουν την επιστροφή στο μισό της ακροθαλάσσι, δεόμενοι με ανοικτά τα χέρια σ’ ανάμνηση των γηγενών ειδωλίων του «πικρόλιθού» της.

Από τις 14 ποιητικές συνθέσεις, που κατατίθενται στην παρούσα συλλογή, είτε ως αυτοτελή ποιήματα είτε επιμερισμένες σε αριθμημένες θεματικές ενότητες, μερικές εξ αυτών στιχηδόν και άλλες μορφικώς καταλογάδην, στεκόμαστε κατ’ αρχήν στα εμβληματικά δύο πρώτα ποιήματα, που απηχούν ονοματολογικές παραλλαγές ή παραπληρωματικές προεκτάσεις του τίτλου. Έτσι, «Τα Βότσαλα», κατά τον ποιητή, παραλληλίζονται ευστόχως με τα ποιήματα, αποτυπώνοντας τις ιδέες της ποιητικής του βιοθεωρίας σε ευφάνταστες εικονοπλαστικές συλλήψεις: «Τα ποιήματα / Ως εύπλαστη ύλη / Σαν τα βότσαλα ταξιδεύουν / Της θάλασσας» πότε «Σε βυθούς σιωπής», πότε «Σε φουρτουνιασμένη άβυσσο» μέχρι να έλθουν «στο φως». «Η  Πέτρα», ωστόσο, που κρατεί ιερό φυλακτό στις πέντε ποιητικές του διαδρομές ή στις επώδυνες αναβάσεις για τις ανατάσεις των πέντε του αισθήσεων, δεν είναι άλλη από εκείνη τη ριζιμιά της γης του, που δεν μπορεί «να ξεχάσ[ει]» όποιο «ποτάμι» ή «μονοπάτι» κι αν πάρει. Οι ακροτελεύτιοι στίχοι του α΄ και ε΄ μέρους είναι δυναμικά ενδεικτικοί του αναπόσπαστου ομφάλιου λώρου, που δένει στα σπλάχνα της στο πρόσωπο του ποιητή τους συμπατριώτες συνοδοιπόρους του: «Περπατώ με  μια πέτρα στο χέρι / Μα πάντα μένω στα ίδια δάση / Στα ίδια μέρη το χώμα πατώ». «Τότε κι εγώ φυλάγω την πέτρα / Και παίρνω στα χέρια μια κώπη». Αυτήν, προφανώς, της παλιννόστησης, όπως, ακριβώς, «Τα Πουλιά» του επόμενου ποιήματος, που «βρίσκουν τον δρόμο κι επιστρέφουνε στις ίδιες ακτές;» κι ας διερωτάται με απορία Σωκρατικής ειρωνείας.

Στα αμιγώς, θα λέγαμε, θαλασσινά ή ναυτικά ποιήματα «Η Σχεδία», «Το Τραγούδι του Ναύτη της Σχεδίας», «Το Ακρογιάλι» και «Παλιό Καράβι» αποτυπώνεται μαζί με τις αεικίνητες αναζητήσεις και τη φιλοτάξιδη έφεση του ψυχισμού του το  στίγμα του φυλετικού κυττάρου του αιώνιου Έλληνα ταξιδευτή των μακρινών οριζόντων του Καββαδία, αλλά και του Ομηρικού νόστου ή της αμετατόπιστης Καβαφικής «πόλης». Έτσι, ντύνοντας με τα «βαθυκύανα» χρώματα του Ελύτη τα δικά του «δελφίνια», καταγράφει τις αποδράσεις και τις επανόδους του: «Πάνω απ’ τα κύματα πετούν / Ύστερα χάνονται· ξαναγυρνούν». Και καθώς ο Ποιητής του Αιγαίου ομολογεί πως «Τα ανώτερα Μαθηματικά του τα έκανε στο Σχολείο της θάλασσας» ο ίδιος, όντας Μαθηματικός με τα γεωμετρικά σχήματα των λυρικών επαναφορών του μεταστοιχειώνει τον «μικρό Ναυτίλο» στη μουσική κλίμακα του δικού του «Ναύτη», τονίζοντας μέσα από το «Τραγούδι» του το δυσεπίτευκτο του γυρισμού του: «Ναύτη μου / Ναύτη / Όποιος σε θάλασσα αρμενίσει / Με θαλασσόμελο ξεδιψάσει / Πίσω στο σπίτι του δεν θα γυρίσει / Την πρώτη αγάπη του θα ξεχάσει». Για να ομολογήσει, εντούτοις, αλλού, ανακρούοντας «αλίδρομος θαλασσομάχος» την πρύμνη του «καραβιού» του, που υπενθυμίζει από τους συμφραζόμενους στίχους το φυλακισμένο καράβι της Κερύνειας και την ελπίδα της επιστροφής: «Κι ύστερα γύριζα με το καράβι φορτωμένο ελπίδα / Γύριζα με το καράβι φορτωμένο φως».

Τους επικούς αγώνες του Κυπριακού Ελληνισμού συνοψίζει ο ποιητής μέσα από τα ποιήματά του «Πικρόμελο», «Η Σκήτη», «Διάλογος» και «Το Πηγάδι». Σε μιαν αντιστικτική σύνθεση αρχαίας και νέας τραγωδίας ή εν είδει συνοπτικού ποιητικού χρονικού της «γλυκείας» αλλά και πικρής «χώρας Κύπρου» ανιστορεί την επανάσταση του Ονήσιλου εναντίον των Περσών, τη θυσία του Αυξεντίου και του Μάτση για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού, καθώς και του ομοχώριού του Παναγιώτη, που έπεσε πολεμώντας τους Τούρκους το 1974. Ενώ στο «Νανούρισμα», μεταπλάθοντας αριστοτεχνικά σε μοιρολόι το γνωστό κυπριακό τραγούδι, μνημειώνει μιαν από τις πολλές τραγικές ιστορίες της βάρβαρης τουρκικής εισβολής. Για τούτο και ο ποιητής, σαν άλλος δυνατός «Σπουργίτης», που επιβιώνει των κακουχιών και των κατατρεγμών μονολογεί: «μα εγώ, εδώ θα ζήσω…να προσδοκώ να ξεδιπλώσει τις φτερούγες του ξανά του δίκαιου ήλιου πύρινος ένας κριτής αητός».