Ανδρέας Χατζηθωμάς
Όταν η πέτρα γίνεται σφυρί
και η ψυχή αμόνι
για το βιβλίο του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ «Πικρόλιθος», εκδόσεις Κάρβας 2014
[η Καθημερινή της Κύπρου, Ζωή, 25 Ιαν 2014, σελ. 4]
Η καινούργια ποιητική σύνθεση του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ με τίτλο «Πικρόλιθος» είναι ένα πολύπτυχο έργο ποίησης, σχεδιασμού και μιας υπερβατικότητας της ίδιας της γραφής, που δημιουργεί θραύση της ποιητικής φόρμας και ταυτόχρονη διακειμενική πρότυπη αποδοτική εκδοχή, καταγράφοντας έναν προσωπικό κώδικα θεώρησης των πραγμάτων.
Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζουμε από την ανάγνωση των στίχων είναι η διάσταση του χρόνου. Ο χρόνος δεν κινείται γύρω μας∙ κινείται μέσα μας. Ως πρόθεση που αψηφάει τη διάκριση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, στο αντικείμενο και την εικόνα, στη φαντασία και την αντίληψη, ενδίδοντας στη νοσταλγία των γενέθλιων φυσικών πραγμάτων, τα οποία μετατρέπονται σε συνειδητή διαλεκτική μιας στοχαστικής ποιητικής εικονοποιίας.
Το κάθε απόσπασμα στηριγμένο σε αυτή την αντιληπτή βάση, λειτουργεί ως παράσταση που αρθρώνει την εγγενή οντολογική προτεραιότητα που θέτει ο ποιητής για να προσδιορίσει τις συντεταγμένες της αμφισημίας των όντων και της αναγωγής τους στον ιστορικό χρόνο. Στον «Πικρόλιθο», η συνείδηση πορεύεται προς τις υπώρειες της υπαρξιακής αναγκαιότητας. Το δέος μετουσιώνεται σε κραυγή και θρήνο μιας ιερής παρακαταθήκης. Ο ασίγαστος καημός σμίγει με το άρρητο πάθος σαν δυο φτερούγες που ταξιδεύουν με την ηχώ του κεραυνού, το μοιρολόι της πέτρας και το άρωμα του πουρναριού για να προσαράξουν εκεί που η γης μυρίζει καμένη σάρκα, εκεί που οι στιβαροί αρμοί συνθέτουν το βαρόμετρο των οργισμένων αισθήσεων, για να διαλύσουν το σκοτάδι.
Σε τούτο το σκοτάδι όπου ζω / Η καρδιά μου είν΄ αυτή που χτυπά δυνατά / απελπισμένα τα θεριά να τρομάξει φωνάζει / Κι είμαι εγώ αυτός στη σπηλιά που τρομάζει / Από τη δική μου την ίδια που επιστρέφει φωνή.
Η πέτρα γίνεται σφυρί και η ψυχή αμόνι για να φτιάξει ο ποιητής φυλαχτό να τον προστατεύει από τη λήθη των καιρών και την αχλύ που τυλίγει επικίνδυνα κάθε βήμα του ανυπόμονου σώματός του.
Με την παλάμη στο αίμα / Σημάδι αφήνω στον βράχο / Και μια φέτα απ΄την πέτρα / Φυλαχτό στον λαιμό μου κρεμώ.
Ο ποιητής φορτώνει σε μια σχεδία μνήμες και ανοιχτές πληγές, το διψασμένο σώμα του και τους μυστικούς του στοχασμούς και ξανοίγεται στο πέλαγος της απόλυτης εξίσωσης με το ασυνείδητο, την απεικόνιση τής ψυχής και τις καταιγίδες που μαστιγώνουν το πνεύμα και τις αισθήσεις.
Μέσα σε τούτη τη δοκιμασία η ποιητική φωνή, στους ρυθμούς της καρδιάς, είναι η παρακαταθήκη ελπίδας, η αναζήτηση της αλήθειας και η περαιτέρω ενορατική δημιουργία που εξοβελίζει τους λοξούς και οξύμωρους χρησμούς.
Κορμοί των δέντρων διαλεχτοί / Μαστορικά δεμένοι / Ένα κατάρτι, ένα πανί κι ένα κουπί / Μέσα σε θάλασσα ριγμένα αφρισμένη / Με πάνε σε ταξίδι μακρινό χωρίς σκοπό / Κι ούτε που ξέρω εκεί που πάω τι θα βρω / Αν θα ριζώσω / Αν θα γυρίσω / Αν θα χαθώ.
Ο ποιητής νιώθει την ανάγκη, λαχταρά να προσεγγίσουμε συναισθηματικά τα πρόσωπα και τα πράγματα που αναφέρονται στο έργο του, ως μια προτίμηση που θέλει να μοιραστεί μαζί μας, ως μια πίστη και αγάπη για το ηθικό, το ουσιώδες και το αληθινό. Από την ιστορία του τόπου μας επιλέγει πράξεις θυσίας για να εκθειάσει την απαράγραπτη κληρονομιά και το ευγενές πνεύμα που εκπηγάζει από ένθερμο εναγκαλισμό με το ήθος, την αξιοπρέπεια, την συναίσθηση του καθήκοντος, την επιτέλεση του χρέους. Και οι στίχοι αφήνουν κόκκινα σημάδια στην πέτρα και στην παλάμη στάχτη.
βγέστε στο φως με τα χέρια ψηλά / βγαίνουνε οι δύο χωρίς οπλισμό / κι εσύ τι θα κάνεις; / μπορεί ένας άνθρωπος να ονειρευτεί καλύτερη τύχη / από τούτη που τώρα σε μένα έχει τύχει; / βγες, βγες έξω με τα χέρια ψηλά / φυλαχθείτε… αν θα βγω, θα βγω με μια πέτρα στο χέρι.
Ο ποιητής με τον «Πικρόλιθο», μας αφυπνίζει από τη μορισμένη νάρκη μας, ανοίγει βαθύ πηγάδι στη μνήμη, μας ξεναγεί σε σκήτες ηρώων, γεμίζει το στόμα μας πικρόμελο, και κρεμάει στο λαιμό μας σταυρόσχημο φυλαχτό να μας θυμίζει τη φύτρα μας. Κι όταν αυτή απειλείται ν΄αναμώννουμε.
Ο Ανδρέας Χατζηθωμάς είναι φιλόλογος - κριτικός