Κώστας Λυμπουρής
Η αντίσταση στον
«επικαιρισμό», ως πράξη ελευθερίας
Σχόλια για το βιβλίο "20 Διηγήματα" του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
[Νέα Εποχή, τ.320, Καλοκαίρι 2014, σ.100]
Όσοι γνωρίζουν καλύτερα τα εκδοτικά πράγματα στην
ελλαδική πρωτεύουσα έχουν να λένε για μεγαλοεκδότη, ο οποίος αρνείται καν να
δει πεζογραφικά έργα που του υποβάλλονται για έκδοση, αν δεν ανταποκρίνονται
θεματολογικά στη δική του συνταγή. Αυτή συμπυκνώνεται σε δυο μόνο λέξεις: αίμα
και σπέρμα. Αυτό δηλ. που θεωρεί καλό να εκδοθεί, πρέπει να αποδίδει τη βία της
καθημερινότητας και τις, πάσης φύσεως, ερωτικές παρεκτροπές. Πού καιρός για
αρχές και αξίες, για αναζήτηση ταυτότητας, για εθνικό προβληματισμό ή, έστω,
για ιστορίες που τιμούν το ανθρώπινο ανάστημα.
Στην Κύπρο είχαμε
πρόσφατα παράδειγμα «επικαιρισμού», χωρίς βέβαια ανάλογη σκοπιμότητα, την ατυχή,
κατά την άποψή μου απόφαση της εφημερίδας Φιλελεύθερος
να προκηρύξει διαγωνισμό διηγήματος στη μνήμη της Νίκης Μαραγκού, με θέμα
την οικονομική κρίση! Από τη μια, όσοι ήξεραν την ξεχωριστή λογοτέχνιδά μας
επιμένουν ότι καθόλου δεν θα την εξέφραζε μια τέτοια θεματολογία και, από την
άλλη, οι συγκεκριμένες προδιαγραφές που δόθηκαν δεν πιστεύω να συνέβαλαν σε
αξιόλογες λογοτεχνικές δημιουργίες.
Ασφαλώς και η λογοτεχνία δεν είναι δυνατό να λειτουργεί
ερήμην της πραγματικότητας. Το ερώτημα, όμως, είναι: αυτός ο «επικαιρισμός»,
όταν μάλιστα λειτουργεί στη βάση προδιαγραφών, είναι δυνατό να δώσει αληθινή
τέχνη;
Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ είναι από τους συγγραφείς,
που δεν ακολουθούν ούτε τον «επικαιρισμό» ούτε τη συνταγογραφική δημιουργία.
Ακολουθεί, μάλλον, την άποψη του Ελύτη: «Το πιο δύσκολο πράγμα του κόσμου είναι
να μετουσιώσεις γεγονότα χθεσινά, που τις συνέπειές τους υφίστασαι ακόμη, σε
έργα τέχνης του λόγου». Η τέχνη του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ «γυρίζει πίσω»,
όπως λέει και πάλι ο ποιητής «στη μοίρα του φορέα της». Προηγήθηκαν, πάντα με
τους ίδιους στόχους, Η κόρη του
δραγομάνου (κρατικό βραβείο διηγήματος 2003 ) και η ποιητική συλλογή Διθαλάσσου (2012), για να ακολουθήσουν τώρα τα 20 Διηγήματα (2014). Τα δύο τελευταία έργα έγιναν από τις εκδόσεις
«Κάρβας», τις οποίες διαχειρίζεται ο ίδιος ο συγγραφέας.
Η μοίρα του – και μοίρα μας, φυσικά, αφού όσα καταθέτει
αποτελούν μέρος της συλλογικής συνείδησης – συντίθεται από ιστορίες (κάποιες
μεταξύ μύθου και πραγματικότητας), αναμνήσεις και προσωπικά βιώματα. Όλα όσα
διαμόρφωσαν την ψυχοσύνθεσή μας και συνέβαλαν στη δημιουργία μιας πολιτισμικής
ταυτότητας.
Το πρώτο ποδήλατο σημαδεύει ολόκληρη τη ζωή ενός παιδιού.
Η «μαύρη μοτοσυκλέτα», στο ομότιτλο διήγημα ήταν το μοναδικό παιχνίδι που έπαιξαν
τα παιδιά μόνο μια φορά, όταν μ’ αυτήν ο αστυνομικός μετέφερε στο χωριό την
είδηση ενός τραγικού συμβάντος. Τη μαγεία των παιδικών χρόνων μιας άλλης εποχής
συνθέτουν ακόμα η προσπάθεια ενός παιδιού να σφυρίξει «μέσα από τα βάθη της
καρδιάς του» κι ο ενθουσιασμός του, όταν τα κατάφερε (στο διήγημα «Η Ελβίρα»),
«Ο γητευτής των μερμηγκιών», αλλά και η τούρκισσα γητεύτρα, που «έβγαζε τον
φόβο», «Η κόρνα», που η πλανόδια πωλήτρια παιδικών ρούχων έβαλε στο καροτσάκι
της, « Ο άνθρωπος με το πιδκιαύλιν», το σπάνιο κομπολόι («Το ενθυμητάριο»). Κοντά
σ’ αυτά, θαύματα, παραδόσεις και θρύλοι του λαού μας, που στον «Κρατήρα με τις
εφτά λαβές» φτάνουν ώς τον Μεγαλέξαντρο.
Η αναφορά στην κατεχόμενη γη μας παίρνει στη συλλογή του
Νίκου Νικολάου- Χατζημιχαήλ την πιο συγκλονιστική διάσταση. Το κομπολόι από
κουκούτσια της ευλογημένης ελιάς, που φτιάχνει ο αιχμάλωτος από τους Τούρκους
πατέρας, θεωρείται «ως πυξίδα για την ορθή πορεία της πατρίδας προς το
μέλλον». Η κιθάρα στα χέρια του
κατακτητή στο κατεχόμενο σπίτι, δεν αποδίδει μουσική, αλλά αναστεναγμό και
παράπονο. Στο κορυφαίο διήγημα της συλλογής,
με τίτλο «Η πόλη όλη», ο αφημένος στην πόλη παπαγάλος, κατά την «προσωρινή»
φυγή των Αμμοχωστιανών, βγαίνει από το κλουβί του και υπερίπταται της Αμμοχώστου,
βιώνοντας τη βία της κατοχής. Θυμάται τις παλιές, ειρηνικές μέρες και, παρά τις
δυσκολίες αποφασίζει οριστικά και αμετάκλητα ότι αυτός δεν θα έφευγε. Εκεί θα
ζούσε, για πάντα, για να φωνάζει σ’ όλους, πως την πόλη την έκτισε ο Τεύκρος, ο
γιος του Τελαμώνα.
Το διήγημα αυτό πετυχαίνει να συμπυκνώσει όλη την
τραγικότητα της κατοχής, με ξεχωριστή λογοτεχνική αξία. Κατά την άποψή μου,
παίρνει μιαν ιδιαίτερη θέση στη «λογοτεχνία της εισβολής», δίνοντας απάντηση
και σε όσους είχαν επιφυλάξεις ότι ο συναισθηματισμός γύρω από την τραγωδία δεν
επιτρέπει τη δημιουργία λογοτεχνίας, που να μπορεί ν’ αντέξει στον χρόνο.
Εδώ, ακριβώς, προσδιορίζεται και η αξία της όλης συλλογής
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Οι μνήμες είναι «χωνεμένες» και ως τέτοιες, επιτρέπουν το συναισθηματικό
καταστάλαγμα. Έτσι, δεν χρειάζονται, ούτε κραυγές ούτε καν τον εντυπωσιακό
λόγο. Η όλη αφήγηση, φαίνεται να ακολουθεί τη σεφερική μέθοδο: «Κι αν σου μιλώ
με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα». Ο πόνος για τη σκλαβωμένη
γη είναι συνεχής, όπως και η έγνοια για την αυθεντικότητα της ταυτότητάς μας. Ο
λόγος, όμως, δεν εκπίπτει σε «διακηρυκτικότητα» και «καταγγελτικότητα». Νηφάλια
και διεισδυτικά επισημαίνει όλους τους σχετικούς κινδύνους. Το διήγημα «Η Αγία
Ρόδη, η ποιήτρια» τελειώνει ως εξής: «Στο σπιτάκι της δίπλα έκτισαν στη μνήμη
της ένα μικρό εκκλησάκι κι έβαλαν μέσα την εικόνα που βρήκαν στο φτωχικό της.
Είναι γνωστό σαν το ξωκλήσι της Αγίας Ρόδης της ποιήτριας, μα τώρα, δυστυχώς,
μόνο κάποια ερείπια υπάρχουν. Χάθηκε και η εικόνα. Ποιος ξέρει σε ποιο σαλόνι
στην Ευρώπη ή στην Αμερική θα βρίσκεται, ως διαλεχτό και μοναδικό απόκτημα,
όπως τόσα άλλα».
Η λιτότητα στο ύφος διέπει τα 20 ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, με τον ίδιο ακριβώς αφαιρετικό τρόπο, με τον οποίο
μια γιαγιά θα αφηγείτο ένα παραμύθι,
μιαν παράδοση ή έναν θρύλο.
Η ίδια αρετή χαρακτηρίζει την έκδοση αυτή συνολικά. Ο
συγγραφέας αποφεύγει τον οποιονδήποτε «ελκυστικό» τίτλο. Του είναι αρκετό, όσο
πιο απλά γίνεται να προσδιορίσει ότι στη συλλογή του έχουμε 20 διηγήματα. Ακόμα
και η εκδοτική εμφάνιση του βιβλίου χαρακτηρίζεται
από λιτότητα. Ο συγγραφέας, γνωστός και για τις εικαστικές του ικανότητες, επιμελήθηκε
το βιβλίο του, κατά τρόπο απέριττο. Τόσο το εξώφυλλο όσο και τα διακοσμητικά
σχέδια, που συμπληρώνουν τις σελίδες του βιβλίου – όλα διά χειρός του ιδίου – επιτυγχάνουν
ένα αισθητικό αποτέλεσμα, το οποίο προσθέτει μιαν νέα αισθητική αντίληψη στα εκδοτικά
μας πράγματα, η οποία δεν υπολείπεται των αντίστοιχων ελλαδικών.
Επανέρχομαι στην αρχική σκέψη του κειμένου μου: όποιος
αισθάνεται ελεύθερος, έχει και τη δύναμη να αντισταθεί στις προδιαγραφές του συρμού
και να δημιουργήσει αξιόλογη λογοτεχνία.