20 Μαρ 2013

"Η ΚΙΘΑΡΑ"


Στ΄άνθη γελάς κι είσ΄ όμορφο
χάσμα του βράχου μαύρο
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ,  Ο Πόρφυρας



[Δημοσίευση: Πόρφυρας, φυλλάδιο 146, σελ. 485, Ιανουάριος - Μάρτιος 2013] 
Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Η «ΚΙΘΑΡΑ»
διήγημα

Δεν ήθελε να επισκεφθεί το σπίτι του. Ήθελε να επιστρέψει στο σπίτι του. Και για τον μοναδικό αυτό λόγο δεν δοκίμασε ποτέ να περάσει τα οδοφράγματα. Προτιμούσε να ζει με την εικόνα που ήταν χαραγμένη μέσα του, την άφθορη, την άχραντη, την αγνή εικόνα τού σπιτιού του, που καμιά δύναμη δεν θα μπορούσε να χαλάσει. Η συρρίκνωση που υπέστη ο τόπος, ο δρόμοι που είχαν γίνει στενότεροι, τα σπίτια και οι πόρτες που χαμήλωσαν ξαφνικά και έπρεπε να σκύψεις για να μπεις, και τόσες άλλες αλλαγές που είχαν επισημάνει όσοι πήγαιναν εκεί, δεν τον άγγιζαν. Όταν γύριζαν από εκεί οι φίλοι και οι συγγενείς τού έφερναν φωτογραφίες, μα αυτός αδιαφορούσε παντελώς. Ξεκινούσαν να του περιγράφουν τον τόπο κι αυτός απομακρυνόταν ή άκουγε αδιάφορα, λες και ήταν περιγραφή κάποιου άγνωστου τόπου από έναν μακρινό πλανήτη σε κάποιον μακρινό γαλαξία. Δεν συμμετείχε, ζούσε στο δικό του παραμύθι. Και τα πάντα στο παραμύθι του είχαν όνομα: το κάθε δέντρο, το κάθε χωράφι, ο γιαλός, τα τζιτζίκια, τα σγαρτίλια, το ποδήλατό του, η σκυλίτσα του, η μηχανή τού νερού. Ακόμα και η αγαπημένη του κιθάρα, δώρο από τη μάνα του, που της έδωσε τιμητικά τ’ όνομά της. 

Ο γιος του σεβάστηκε την επιθυμία του και ποτέ δεν τον πίεσε να τον συνοδεύσει σε ένα ταξίδι που θα ήταν τόσο οδυνηρό γι’ αυτόν, μα μια φωνή μέσα του τού έλεγε ότι έπρεπε να γνωρίσει τον τόπο που γεννήθηκε ο πατέρας του και να τον συνδέσει με τις ιστορίες που του έλεγε κάθε φορά όταν τον ρωτούσε. 

Στο σπίτι τώρα έμεναν άλλοι άνθρωποι, ξένοι, που τους έφεραν εδώ, για να ζήσουν σε σπίτια ανθρώπων που έδιωξαν με εκβιασμούς. Στο σπίτι δεν τους ανήκει, κι ούτε τους κόφτει αν στους τοίχους κρέμονται οι φωτογραφίες άλλων ανθρώπων. Υπάρχει δίκαιο; Αλλά, ποιος ενδιαφέρεται πια για δίκαιο. 

Αυτές και άλλες πολλές σκέψεις περνούσαν από το μυαλό του, καθώς προχωρούσαν στον στενό δρόμο. Ο θείος που τον συνόδευε είπε να σταματήσουν. Το διαισθάνθηκε κι ο ίδιος ότι ήταν κοντά. Κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και στάθηκαν μπροστά στο σπίτι. Ακριβώς όπως του το είχε περιγράψει ο πατέρας του: η μαυρομάτα έγινε πελώρια όπως και η ακακία κι η ζαμπουκιά∙ ο ευκάλυπτος φαινόταν λυγισμένος και γερασμένος∙ τα κυπαρίσσια στη θέση τους∙ δεν υπήρχαν όμως οι μουριές και άλλα δέντρα. Βγήκαν κάποιοι άνθρωποι από την κεντρική είσοδο του σπιτιού και κοιτούσαν με απορία στην αρχή, μα γρήγορα κατάλαβαν για τι επρόκειτο. Ένας γέρος κούνησε τα χέρια του και από τις κινήσεις του φαινόταν ότι δεν είχαν εχθρική διάθεση. Χαιρέτησε, μα δεν τους έδωσε σημασία, προχώρησε αμέσως προς το παράθυρο. Στο δωμάτιο του πατέρα κάτω από τη μαυρομάτα∙ το σκαλιστό ερμάρι∙ η φωτογραφία τής εκκλησίας. Απίστευτο! όλα στη θέση τους, και το μόνο πράγμα που φαινόταν αλλαγμένο ήταν η κουρτίνα. Καθώς δε το βλέμμα του σάρωνε κάθε τετραγωνικό εκατοστό από το χώρο τού δωματίου, καρφώθηκε ξαφνικά σε ένα συγκεκριμένο σημείο∙ μεταξύ τού τοίχου και τού ερμαριού φαινόταν το κεφαλάκι της και ένα μέρος από το λαιμό της. Φώναξε αυθόρμητα: «η αγγελού» κι έδειξε με το χέρι προς το μέρος που έβλεπε. Ένας μεσόκοπος Τούρκος που είχε μπει λίγο πριν στο δωμάτιο, είδε την κίνηση και χαμογελώντας έβαλε το αριστερό του χέρι, έπιασε την κιθάρα και με το δεξί πέρασε μια φορά τα δάχτυλα πάνω από τις χορδές. 

Αυτό που ακούστηκε δεν ήταν μουσικός ήχος∙ αναστεναγμός ήτανε∙ και παράπονο. «Η κιθάρα τού πατέρα μου», είπε δυνατά. Αμέτρητες ήταν οι ιστορίες που είχε ακούσει γι’ αυτή την κιθάρα. Πρόσεξε στο σώμα της τα αρχικά τού πατέρα. Χαμογέλασε και τα χέρια του κινήθηκαν μηχανικά μπροστά, σε μια κίνηση όπως όταν προσμένει κάποιος να πάρει κάτι που του προσφέρουν ή κάτι που του ανήκει. 

«Η κιθάρα είναι δική μου τώρα», ακούστηκε μέσα από το δωμάτιο. Σαν αστροπελέκι έπεσε στο κεφάλι του αυτό που άκουσε, χάθηκε το χαμόγελο από τα χείλη του και πριν ακόμα συνέλθει από το ξάφνιασμα, ήρθε ένα δεύτερο: η «κουρτίνα» τραβήχτηκε και στα έκπληκτά του μάτια ξεδιπλώθηκε μια ελληνική σημαία. Πάγωσε. Τη σημαία την είχαν κάνει κουρτίνα.

Συνήλθε μόνο από το θόρυβο που έκανε το αυτοκίνητό τους, καθώς ξεκινούσε. Ο θείος του ήταν ήδη μέσα και τον περίμενε. στο γυρισμό δεν είπε ούτε-μια-λέξη. Κοιτούσε, ανέκφραστος, στο βάθος τού δρόμου, χωρίς να βλέπει τίποτε, σχεδόν χωρίς να αναπνέει. Μέσα του, όμως, στην οθόνη τής ψυχής του προβαλλόταν σαν κινηματογραφική ταινία η ιστορία τού τόπου του. Σχεδίαζε την πορεία του στο μέλλον.