ΑΝΟΙΞΗ
Θεοδόση Νικολάου
Και τραγουδά με χίλια χρώματα
Το φίδι προβάλλει το κεφάλι
Αναδιπλώνει τη φρίκη της μελανής ομορφιάς του
Και κάθε τόσο αλλάζει το πουκάμισό του
Καθώς γίνεται βαρύ από το φορτίο των αρωμάτων.
Η ανεμώνη με σοφία επιμηκύνει το λιγνό στέλεχός της
Βρίσκει το δρόμο της μες΄από το λαβύρινθο του ακανθώδους θάμνου
Και διαστέλλει τα πέταλά της στον γλυκό αγέρα της ζωής.
Και συλλογίζομαι αν θα μπορέσουμε κι εμείς
Να βρούμε τον δικό μας δρόμο
Μες΄από τον σκοτεινό λαβύρινθο της αιχμαλωσίας μας
Χτισμένο με τόση μαστοριά και ακανθώδη τέλια
Συλλογίζομαι αν θα μπορέσουμε καμμιά φορά
Να σηκωθούμε πιο ψηλά από το χώμα
Και να χαιρετίσουμε την ανατολή της άνοιξης.
[Θεοδόση Νικολάου, Πεπραγμένα, ποιήματα, Κύπρος, 1980, σ.45]
Μικρή εκδρομή, δεκαπέντε μόλις λεπτά από τη Λευκωσία, την πρώτη μέρα της Άνοιξης. Η παλιά φίλη, εφοδιασμένη με τα κατάλληλα εργαλεία, ανυπομονεί ν΄ αντικρίσει τους βράχους που είχα εντοπίσει κάποτε. Την παρακολουθώ που φτάνοντας εκεί τους χαϊδεύει με αγάπη. Τα δάχτυλά της κινούνται επάνω στην πέτρα γύρω από τα χρώματα και τις αποχρώσεις. Η μικρή μας πατρίδα μπορεί να μην είναι για πολλούς παράδεισος, είναι όμως, σίγουρα ένα γεωλογικός παράδεισος. Και δεν χρειάζεται να είσαι επιστήμονας για να δεις την ομορφιά. Αν είσαι και επιστήμων, τόσο το καλύτερο! Οι φωτογραφικές μηχανές παίρνουν φωτιά. Εκατοντάδες φωτογραφίες και αμέτρητες ώρες για την ταξινόμηση και μελέτη. Ένα μικρό φιδάκι... Θυμάμαι το ποίημα του Θεοδόση...