3 Δεκ 2012

Ο ΠΤΗΝΟΣΦΑΚΤΗΣ (διήγημα)

[Νέα Εποχή, πολιτιστικό περιοδικό, τ.314, Φθινόπωρο 2012
ο πτηνοσφάκτης (πρώτη δημοσίευση, σ.13] 


Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Ο ΠΤΗΝΟΣΦΑΚΤΗΣ
(διήγημα)

Ήμουν σε απόγνωση γιατί παρά τις προσπάθειές μου δεν κατάφερνα να βρω δουλειά. Κόντευε ένας ολόκληρος χρόνος από την ημέρα που είχα γυρίσει από τις σπουδές μου και βρισκόμουν σε μαύρη απελπισία. Όπου και να πήγαινα με έβρισκαν ακατάλληλο ή ανειδίκευτο. Ήμουν βέβαια καταγραμμένος στις λίστες για διορισμό στο δημόσιο αλλά σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, μέχρι να διοριστώ θα περνούσαν σαράντα δύο χρόνια. Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι, δηλαδή. Την έβγαζα στο κατάστημα ενός ξαδέλφου μου βοηθώντας τον λίγο και παρατηρώντας την κίνηση στη Λεωφόρο. Έτσι περνούσαν οι μέρες μου.


Μια μέρα, καθώς ήμουν στην είσοδο του καταστήματος σταμάτησε μπροστά στο φαρδύ πεζοδρόμιο ένα αυτοκίνητο βαν και κατέβηκε κάποιος που μπήκε στο κατάστημα. Παρατηρούσα το παράξενο σήμα που ήταν στο πλάι και προσπαθούσα να καταλάβω τι είδους επιχείρηση ήταν το «Πρότυπο Πτηνοσφαγείον». Ενώ έκανα διάφορες υποθέσεις ο οδηγός είχε γυρίσει και άκουσα τον εξάδελφό μου να στέλλει χαιρετισμούς στον κύριο Φώτη. Υπολόγισα ότι ο κύριος Φώτης ήταν ο κύριος «Φ», της εταιρείας «Φ. Δ. Φωτίου και Υιός» που έβλεπα στο αυτοκίνητο. Τον ρώτησα για επιβεβαίωση και η απάντηση ήρθε καταπέλτης: «ξάδελφε έχασες τη μνήμη σου; Δεν θυμάσαι τον Φώταρο; Τώρα είναι μεγάλος και τρανός. Να στο ξαναπώ; Μεγάλος και Τρανός» και τόνισε μια μια τις λέξεις. Φυσικά και δεν χρειάστηκε άλλη επεξήγηση. Ένας Φώταρος υπήρχε στον κόσμο.

Είχα ήδη επιστρέψει δεκαπέντε χρόνια στο παρελθόν. Ο Φώταρος μας περνούσε πάνω από πέντε χρόνια. Δύο χρόνια σε κάθε τάξη. Στο σχολείο ερχόταν για να γλυτώνει τις σκληρές αγροτικές δουλειές με τις οποίες καταγινόταν η οικογένειά του. Ήταν ήσυχος χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τα μαθήματα, κάποτε εξαφανιζόταν για καμιά εβδομάδα και το μόνο που έμαθε ήταν να γράφει το όνομά του κι αυτό ανορθόγραφα. Οι δάσκαλοι δεν του θύμωναν και τον άφηναν να περνά τον καιρό του ευχάριστα στο σχολείο. Η παραφθορά στο όνομά του οφειλόταν στον όγκο του. Ήταν τεράστιος αλλά κανένας δεν κινδύνευε απ’ αυτόν. Ήταν άκακος.

Κάποτε μας είχε ανάγκη. Όταν ετοίμαζε τα ξόβεργα του, μας φώναζε για βοήθεια. Και ήταν μια ιεροτελεστία που μας ενδιέφερε και μας. Ο Φώταρος γύριζε στο χωριό και μάζευε τους καρπούς της ιξιάς –κάτι κίτρινες μπίλιες- και τους έπλενε, τους ξανάπλενε και τους άφηνε να στεγνώσουν. Στη συνέχεια έβγαζε τα σέπαλα με επιδέξιες κινήσεις των χεριών, τούς έβαζε έναν έναν στο στόμα του και αφού έσπαγε το μαλακό τους περίβλημα με τα δόντια, τους έφτυνε σε μια σκάφη, κουνώντας με ρυθμό δεξιά αριστερά το κεφάλι αγκομαχώντας, μέχρι που έσπαγε και την τελευταία μπίλια.

Άρχιζε τότε το ζύμωμα. Έβαζε στη σκάφη λίγο νερό και χρησιμοποιούσε τα χέρια του σαν μεγάλες κουτάλες και κτυπούσε τους σπασμένους καρπούς, όπως κτυπούν τα αυγά για την αυγολέμονη σούπα. Ήταν το πιο δύσκολο σημείο που ήθελε υπομονή. Ανακάτευε ώρα πολλή, μέχρι να βγει όλη η κολλώδης ουσία και να μείνουν τα κουκούτσια και η φλούδες που τις πέταγε προσεχτικά εκτός της σκάφης. Εδώ είναι η τέχνη. Η σωστή αναλογία νερού έδινε και το άριστο αποτέλεσμα. Ο Φώταρος ήταν άσσος σ’ αυτό. Μετά μας ζητούσε το μέλι. Άνοιγε τη χούφτα και του ρίχναμε ακριβώς όσο ζητούσε και ανακάτευε γρήγορα το υλικό του που είχε ήδη αρχίσει να αφρίζει. Κάθε τόσο έπαιρνε στη χούφτα μια ποσότητα και την άφηνε από ψηλά για να καταλάβει αν είχε δέσει. Έδειχνε την ικανοποίησή του από την εργασία και συνέχιζε χωρίς σταμάτημα το ζύμωμα. Όταν διαπίστωνε ότι το μίγμα ήταν έτοιμο, ζητούσε τα ξυλίκια. Τα ξυλίκια –μεγάλα όσο το χέρι του- ήταν διαλεγμένα από αγριελιά και άλλους άγριους θάμνους για να έχουν πολλά ζαρώματα ώστε να συγκρατείται η υγρή κόλλα.   

Εδώ ήταν η κύρια βοήθεια που ήθελε από μας. Μας έδειχνε πώς να χειριζόμαστε τα ξυλίκια. Παίρναμε τη μια άκρη ανάμεσα στις παλάμες μας και τα στριφογυρνούσαμε χρησιμοποιώντας και τις δυο μας παλάμες, τραβώντας ταυτόχρονα προς τα πάνω, ενώ αυτός στις τεράστιες χούφτες του είχε το κολλώδες υλικό. Κάθε ένα που τελείωνε το τοποθετούσαμε σε ειδικές θήκες από καλάμι που ήταν στη σειρά. Ακολουθούσαν πολλά χέρια μέχρι που η κόλλα να αποκτήσει ικανοποιητικό πάχος και μετά από λίγες μέρες να πάρει ένα σκούρο καφέ χρώμα. Όταν στέγνωναν καλά, μαζεύονταν και ήταν έτοιμα για να χρησιμοποιηθούν.

Ο Παντελής, είπε ότι έπρεπε να μας πάρει μαζί του στο στήσιμο, διαφορετικά θα ήταν η τελευταία φορά που τον βοηθούσαμε. Δεν μας χάλασε χατίρι και την Κυριακή πρωί πρωί πήγαμε στο συγκεκριμένο τόπο που μας υπέδειξε. Αυτός ήταν ήδη εκεί και μας περίμενε. Χωρίς χρονοτριβή, με τη βοήθεια ενός ειδικού εργαλείου που ήταν στερεωμένο σε ένα μακρύ καλάμι, κατέβαζε ένα ένα τα κλαδιά στις χαρουπιές και στην άκρη τους στερέωνε ένα καλάμι δεκαπέντε είκοσι πόντων μέσα στο οποίο έβαζε ένα ξόβεργο. Αφού τα τοποθέτησε όλα αποσυρθήκαμε πίσω από τους θάμνους.

Τώρα άρχιζε η αγωνία. Θα έρθουν; Δεν θα έρθουν; Κάθε τόσο κοίταζε με αγωνία τον ουρανό κι έστηνε αυτί για ν’ ακούσει τους μελισσοφάγους. Και κάποτε τους άκουσε. Τους ακούσαμε κι εμείς. Άναψε μια κοτσουλιά αγελάδας και την πέταξε μακριά προς τις χαρουπιές. Αυτό ήταν ένα άλλο μυστικό, που ήξεραν μόνο οι ειδικοί. Αυτή η μυρωδιά του καπνού τραβούσε τους μελισσοφάγους.

Όλα ήταν ήσυχα, όπως την άπνοια που υπάρχει πριν την καταιγίδα. Οι μελισσοφάγοι όσο που ακούγονταν, αλλά σε λίγο, πλησιάζοντας στην περιοχή, ακούγονταν όλο και πιο δυνατά, και έδιναν μεγάλους κύκλους πάνω από τον χαρουπιώνα μας. Και ξαφνικά, μόλις ο αρχηγός τους έδωσε το παράδειγμα, έσκισαν πάνω στις χαρουπιές με το χαρακτηριστικό τους κρώξιμο να μας ξεκουφαίνει, σαν ξαφνική καταιγίδα, εκατοντάδες μελισσοφάγοι πολλοί από τους οποίους κάθονταν στα ξόβεργα του Φώταρου και το κρώξιμό τους τότε γινόταν σπαρακτικό, καθώς αντιλαμβάνονταν ότι είχαν παγιδευτεί στα ξόβεργα. Αυτό ήταν. Σαν αστραπή ξεχύθηκε τότε ο Φώταρος, προς τις χαρουπιές και με τη βοήθεια του άγκιστρου κατέβαζε γρήγορα τα κλαδιά ξεκολλούσε τους μελισσοφάγους και με μια επιδέξια κίνηση του αντίχειρα ξεχώριζε το κεφάλι από το σώμα τους και τους πετούσε στο χώμα. Σαν τρελός έκανε. Η γρήγορη κίνηση, εξυπηρετούσε πολλούς σκοπούς: Τα ξόβεργα του δεν θα καταστρέφονταν πέφτοντας στο χώμα από την προσπάθεια απελευθέρωσης του μελισσοφάγου και θα ήταν έτοιμα να δεχτούν τα επόμενα θύματα. Κάποτε κουραζόταν ο αντίχειρας και άλλαζε μέθοδο. Έφερνε το πουλί στο στόμα και εν ριπή οφθαλμού αποχώριζε το κεφάλι από το σώμα του και το πετούσε στο χώμα. Κάποτε όμως, το μακελειό τελείωσε και ακολούθησε το μάζεμα των πουλιών σε μεγάλες τσάντες. Η αποστολή είχε στεφθεί με επιτυχία.

Αργότερα, έγινε ακόμα πιο ειδικός: είχε προμηθευτεί ειδικά δίκτυα για αμπελοπούλια. Εκεί ήταν η μεγάλη σφαγή! Ο Φώταρος, ο τέλειος πτηνοσφάκτης ήρθε σ’ αυτό τον κόσμο με ένα μόνο προορισμό, να σκοτώνει πουλιά. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν, που είχε το μεγαλύτερο Πτηνοσφαγείον της πόλης.


Από την ημέρα που είχαμε πάει μαζί του, εγώ είχα καταλάβει και κάτι άλλο, κάτι που γνωρίζουν μόνο όσοι ζουν στις αγροτικές περιοχές: τα πουλιά δεν κελαηδούν. Κλαίνε.

--------------------------------------------------------------




ΝΕΑ ΕΠΟΧΗΜε ένα εκτεταμένο αφιέρωμα στον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο, που φέτος έκλεισαν εκατό χρόνια από τη γέννησή του, κυκλοφόρησε το νέο τεύχος του πολιτιστικού περιοδικού ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ.-


 Το αφιέρωμα, που επιμελήθηκε ο φιλόλογος Γιώργος Κ. Μύαρης, περιλαμβάνει:
-          Μια μελέτη του Ερατοσθένη Γ. Καψωμένου, ομότιμου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με θέμα το ελληνικό πολιτισμικό πρότυπο στο έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου και τη σύγκρισά του με τα έργα των Οδυσσέα Ελύτη και Γιάννη Ρίτσου.
-          Μια επικαιρική ανάγνωση του έργου του Ν. Βρεττάκου από τη φιλόλογο Αδαμαντία Τριάρχη-Μακρυγιάννη.
-          Μια έρευνα του φιλόλογου Πέτρου Πετράτου για ένα ανέκδοτο ποίημα του Ν. Βρεττάκου απ’ αφορμή τους σεισμούς του 1953 στα Ιόνια νησιά.
-          Η προβολή και ο σχολιασμός της αλληλογραφίας του Ν. Βρεττάκου με τον Αντώνη Μυστακίδη από τον αναπληρωτή καθηγητή του Ιόνιου Πανεπιστημίου Θεοδόση Πυλαρινό.
-          Ενθυμήσεις της λογοτέχνιδας Έλλης Παιονίδου από τις συναντήσεις της με τον Ν. Βρεττάκο στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης.
-          Αναμνήσεις του δημοσιογράφου και κριτικού Γιώργου Φράγκου από συνέντευξη που πήρε το 1990 από τον τιμώμενο ποιητή.
-          Ένα κείμενο του μελετητή Σπύρου Αραβανή για τον μελοποιημένο λόγο του Ν. Βρεττάκου.

Στις εκτός αφιερώματος σελίδες του τεύχους συνεργάζονται:
-          Ο Γιώργος Μολέσκης με μια φιλολογική μελέτη για τον έρωτα στη διαλεκτική κυπριακή ποίηση.
-          Ο Ανδρέας Χατζηθωμάς με μια αναφορά στη ζωγράφο Ήβη Αχνιώτη που πλεισιώνεται από δείγματα δημιουργίας της τελευταίας.
-          Ο Νίκος Νικολάου Χατζημιχαήλ με διήγημα και οι Κυριάκος Ιακωβίδης, Άγις Χαραλαμπίδης και Μιχάλης Παής με ποιήματα.
-          Ο Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης με μελέτη για τον τραγουδιστή του ρεμπέτικου Οδυσσέα Μοσχονά.
-          Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου και ο Αλέξης Ζήρας με βιβλιοκρισίες πρόσφατων κυπριακών εκδόσεων.