Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
ΤΕΡΑΣ ΧΩΡΙΣ ΚΕΦΑΛΙ
Σκορπούσε
τον φόβο και τον τρόμο και μόνο με το άκουσμα του ονόματός της. Ήταν ένα
ιπτάμενο τετράγωνο τομάρι δυο μέτρων, με κοντή σκουρόχρωμη τρίχα, πάντα τεντωμένη
και οι τέσσερεις άκρες της που είχαν επιμηκυνθεί και στρογγυλοποιηθεί, ανεβοκατέβαιναν
γρήγορα σαν φτερούγες. Δεν είχε κεφάλι, αλλά όταν περνούσε με μεγάλη ταχύτητα,
φαινόταν σαν να την είχε κτυπήσει ακριβώς στη μέση μια μπάλα ποδοσφαίρου, που
έχοντας μεγαλύτερη ταχύτητα, την παρέσερνε μαζί της στην πορεία της. Συνήθως παρουσιαζόταν
το βράδυ, μέσα στο βαθύ σκοτάδι και η παρουσία της γινόταν αντιληπτή, από τον
θόρυβο που έκαναν οι άκρες της καθώς κτυπούσαν τον αέρα, αλλά και από μια
περίεργη κίτρινη φωτεινή αύρα που είχε γύρω της. Έκανε όμως, την εμφάνισή της
και πιο νωρίς, μόλις σουρούπωνε ή πολύ σπάνια, εμφανιζόταν και την ημέρα.
Έτσι, την
περιέγραψαν καμιά δεκαριά άνθρωποι που ισχυρίζονταν
ότι την είχαν δει και όλοι συμφωνούσαν για την περιοχή που σύχναζε το μυστηριώδες
διαβολοτόμαρο, που δεν ήταν άλλη από το παλιό κοιμητήριο. Δυο τρεις άνθρωποι
την είχαν δει μέρα μεσημέρι. Ήταν ένα μυστήριο αξεδιάλυτο. Έλεγαν ότι την ημέρα
δεν πείραζε και όταν αντιλαμβανόταν την παρουσία ανθρώπων έσπευδε να
εξαφανιστεί. Μαζευόταν μέσα από μια περιστροφική κίνηση και γινόταν ένα κουβάρι
που συνεχώς μίκραινε και εξαφανιζόταν χωρίς να αφήνει κανένα άλλο ίχνος. Φαίνεται
ότι είχε αδυναμία στους λαγούς, στις αλεπούδες και στα φίδια. Κάποιος την είδε
που άρπαξε δυο μεγάλα μαύρα φίδια που ερωτεύονταν μέσα στο θερισμένο χωράφι και
έπαιζε μαζί τους στον αέρα. Τα πετούσε ψηλά και μόλις ακουμπούσαν το τεντωμένο
τομάρι της τα εξακόντιζε σαν τραμπολίνο πιο ψηλά. Όταν τα άφησε επιτέλους να
πέσουν στη γη, δεν ήταν παρά λευκοί σκελετοί, που διαλύθηκαν μόλις άγγιξαν τη
σκληρή επιφάνεια της γης. Κάποια άλλη φορά, την είδαν που απλώθηκε και κάλυψε
μια αλεπού και εν ριπή οφθαλμού εξαφανίστηκε, αφήνοντας στον τόπο μόνο τον
σκελετό της, που διαλύθηκε αμέσως με το φύσημα του αέρα.
Για έναν
περίεργο λόγο, κανένας από το χωριό δεν είχε πάθει κακό από την πετσιά, ούτε υπήρχαν
παλαιότερες ιστορίες εξαφάνισης ντόπιων. Όλα τα θύματα ήταν ξένοι άνθρωποι, μοναχικοί,
προερχόμενοι από ακαθόριστο τόπο που έτυχε να περνούν από το χωριό και τους
πήρε το μάτι της. Και, ήταν πολλά τα θύματα∙ και για πολλές περιπτώσεις υπήρχαν
ακριβείς και τρομερές περιγραφές από αυτόπτες μάρτυρες.
Ένα
απόγευμα, ο θείος που φιλοξενούσαμε, μου ζήτησε να πάμε μαζί στο διπλανό χωριό
με το ποδήλατό μου -που ο ίδιος μου είχε χαρίσει το περασμένο καλοκαίρι- και να
γυρίσω μόνος, γιατί αυτός θα έμενε εκεί στους συγγενείς. Αυτό έγινε, μα το
παιχνίδι εκεί με κάτι παιδιά που συνάντησα με καθυστέρησαν. Όταν ξεκίνησα με το
ποδήλατο για την επιστροφή άρχισε να σουρουπώνει. Έπρεπε να διανύσω μόνο τρία
χιλιόμετρα μα ξαφνικά, καθώς ποδηλατούσα, μου φάνηκαν πάρα πολλά γιατί το
σκοτάδι ερχόταν με πολύ γρήγορο ρυθμό. Όταν είχα πια διανύσει τον μισό δρόμο,
θυμήθηκα το διαβολοτόμαρο. Δυστυχώς, για να πάω στο σπίτι μου, έπρεπε να περάσω
από το παλιό κοιμητήριο. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Ποδηλατούσα όσο πιο γρήγορα
μπορούσα για να κερδίσω χρόνο. Η αναβολή της επιστροφής στο χωριό ήταν χωρίς
έννοια, γιατί δεν θα ήμουν πια ούτε «δυνατός» ούτε «ατρόμητος», επίθετα που με
είχε στολίσει την προηγούμενη στα γενέθλιά μου ο πατέρας. Ήμουν έντεκα πια.
Ποδηλατούσα, μα όσο πλησίαζα στο κοιμητήριο ο φόβος μου μεγάλωνε. Η καρδιά μου
κτυπούσε δυνατά και κόντευε να σπάσει. Η ανάσα μου έγινε βαριά και προχωρούσα
όλο και πιο δύσκολα. Τα πόδια μου άρχισαν να μην υπακούουν στην επιθυμία μου
και το ποδήλατο έχανε συνεχώς ταχύτητα, μέχρι που σταμάτησε μπροστά στο ξωπόρτι
του κοιμητηρίου.
Πάτησα το αριστερό μου πόδι κάτω κι εκείνη τη στιγμή την ένιωσα να φτεροκοπά πάνω από το κεφάλι μου, με το παράξενο κίτρινο φως της ν’ απλώνεται γύρω. Έδωσε ένα κύκλο ανεβοκατεβάζοντας τις τέσσερις άκρες της και ακινητοποιήθηκε καμιά εικοσαριά μέτρα μπροστά μου, ψηλά. Ύστερα από λίγο, άρχισε να πλησιάζει αλλά πάρα πολύ σιγά και επιφυλακτικά. Κοιτούσα το κίτρινο περίγραμμά της. Ήταν ακριβώς όπως στις περιγραφές που είχα ακούσει. Έβαλα το χέρι μου προσεκτικά στην τσέπη κι έσφιξα το μαχαιράκι μου, που το άνοιξα σπρώχνοντας με αργή κίνηση ένα μοχλό στερεωμένο στη λεπίδα, μέχρι που άκουσα το χαρακτηριστικό κλικ. Ήταν απόλυτη ησυχία. Δεν άφηνα τα μάτια μου από το κίτρινο περίγραμμα. Μόλις πλησίασε στα δέκα μέτρα, πρότεινα απειλητικά το μαχαιράκι μου με μια απότομη κίνηση, βγάζοντας μια απελπισμένη κραυγή. Ήταν η τελευταία αλλά αποφασιστική μου κίνησή που απέδωσε: το διαβολοτόμαρο αναπήδησε προς τα πίσω, κουλουριάστηκε στριφογυρίζοντας κι εξαφανίστηκε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Δεν έχασα καιρό, πήδηξα στο ποδήλατό μου κρατώντας το μαχαιράκι ακόμα στο αριστερό μου χέρι κι έγινα ένα με το σκοτάδι, που εν τω μεταξύ έγινε πιο πηκτό. Μα, εγώ δεν το φοβόμουνα πια το σκοτάδι.