Νίκος Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Η ΚΟΡΝΑ
Στη χειρολαβή
του παιδικού αμαξιού, στερέωσε μια κόρνα που είχε βρει σ’ ένα παλιό αυτοκίνητο.
Κάθε τόσο πίεζε τη λαστιχένια σφαίρα και έβγαινε ένας βραχνός και απελπισμένος
ήχος, κάτι σαν αγελάδα που μουγκανίζει ή σαν παρατεταμένο βραδινό αλύχτισμα λυκόσκυλου
καθώς ξυπνούν μέσα του εικόνες από τη χαμένη του ζωή. Όσο κι αν φαίνεται
παράξενο, ακουγόταν από πολύ μακριά και οι γυναίκες προετοιμάζονταν και την περίμεναν.
Έφτανε από
το Λεοντάρι αλλά, όπως έμαθαν αργότερα, δεν ήταν απ’ εκεί και κανένας δεν
γνώριζε ούτε από πού ερχόταν ακριβώς, ούτε πώς την έλεγαν ούτε και τι σόι άνθρωπος
ήταν. Έβλεπαν μόνο ένα καροτσάκι φορτωμένο με παιδικά ρουχαλάκια που τα πουλούσε.
Διάλεγε ένα σκιερό μέρος κι εκεί οι γυναίκες ψώνιζαν για τα δικά τους παιδιά αλλά
και για να κάνουν δώρα. Ήταν ένα ολόκληρο κινητό κατάστημα παιδικών ειδών. Όταν
της ζητούσαν κάτι συγκεκριμένο, αυτή έχωνε το κεφάλι της μέσα στο παραφορτωμένο
καρότσι, έψαχνε, έψαχνε και κάποτε έπαιρνε στα χέρια της ένα φουστανάκι και χανόταν
μέσα στα σχέδια του που τα παρατηρούσε με προσοχή, το έβαζε στο σώμα της
μπροστά στο στήθος της και ψιθύριζε «αυτό θα το πάρω για την Ελενίτσα μου». «Μα,
τι ωραίο αυτό το τριαντάφυλλο εδώ, κουκλί θα την κάνει την Ελενίτσα μου». Τις
πιο πολλές φορές ήταν αφηρημένη και ξεχνούσε τι της είχαν ζητήσει, οι γυναίκες
όμως, τη δικαιολογούσαν, έλεγαν ότι είναι κουρασμένη που ερχόταν από μακριά, τα
έβρισκαν μόνες τους κι έτσι δεν έτρεχε τίποτα.
Κάποτε,
φαινόταν πολύ αλαφιασμένη, ζητούσε λίγο νερό, καθόταν σ’ ένα πεζούλι, έκλεινε
τα μάτια της και παραληρούσε. Είχε ωραία χαρακτηριστικά, μα ήταν πάντα αχτένιστη,
ατημέλητη κι αλλόκοτη. Μέσα στο παραμιλητό της ερχόταν πάντα η Ελενίτσα της. Και
πάλιν οι γυναίκες έλεγαν ότι αιτία της παράξενης συμπεριφοράς της, ήταν η
τρομερή υγρασία που είχε στην περιοχή τους και το αφόρητο λιοπύρι του
καλοκαιριού που διαλύει τα πάντα, διαλύει και τη σκέψη των ανθρώπων.
Την
τελευταία φορά, αντί να πάρει τον δρόμο του γυρισμού πήρε τον δρόμο προς τη θάλασσα,
κι όταν κανένας περαστικός τη ρωτούσε πού πηγαίνει, αυτή δεν απαντούσε. Κοίταζε
σ’ ένα σημείο στον ορίζοντα και προχωρούσε χωρίς να γυρίσει να τον δει. Από εκείνη
την ημέρα δεν την ξανάδε κανένας πια. Ποτέ.
Ύστερα όμως,
έμαθαν όλη την ιστορία για την Ελενίτσα της, που ήταν μέσα στο αμαξάκι της, που
της είχε ξεφύγει και που είχε πάρει σαν τρελό τον κατήφορο. Κι αυτή έτρεχε
αλαφιασμένη μα δεν το πρόλαβε και η Ελενίτσα έπεσε με φόρα πάνω σ’ ένα βράχο
και το κεφαλάκι του μωρού έγινε αγνώριστο. Κι ο άνδρας της μετά την κηδεία δεν
ξαναπάτησε στο σπίτι, δεν ήθελε να την ξαναδεί. Γι αυτήν πια, όλα τα πράγματα ήταν
ανάποδα, ανακατεμένα και συγχυσμένα.
Στο δρόμο
για τη θάλασσα είναι ένα μέρος που λέγεται «μάτι». Μοιάζει με μικρή λιμνούλα σε
σχήμα ματιού, δυο τρία μέτρα επί πέντε, που όταν το βλέπεις από ψηλότερα,
φαίνεται η κόρη του σαν μια μαύρη τρύπα με ακαθόριστο βάθος. Στην πραγματικότητα
είναι μια αρτεσιανή πηγή, και το γλυφό νερό που αναβλύζει χύνεται στο ρυάκι δίπλα
που καταλήγει στη θάλασσα. Ο χαβαρόδρομος περνάει ξυστά από το «μάτι» και οι αγριόβεργες,
τα βρύα κι οι ψηλές καλαμιές γέρνουν προς τη μεριά του. Από την άλλη πλευρά
είναι ένα ψηλό απότομο βουνό που το σκεπάζει πυκνό πευκόδασος μέχρι την κορυφή
του. Λένε πως παλιά, μια άμαξα με νύφη και γαμπρό που πήγαιναν στο διπλανό
χωριό, έπεσε μέσα στο «μάτι» και τους ρούφηξε.
Το «μάτι»,
ρούφηξε δυστυχώς και τη γυναίκα με το καροτσάκι. Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση γιατί
για αρκετό καιρό, πολλοί έβλεπαν στο ρυάκι παιδικά ρουχαλάκια να επιπλέουν και
να πηγαίνουν στη θάλασσα. Πολλά ρουχαλάκια έμειναν για μήνες πιασμένα στις
καλαμιές του ρυακιού μέχρι που πήραν ένα σκούρο γκρίζο χρώμα, έλιωσαν και διαλύθηκαν.
[Από ανέκδοτη συλλογή]