22 Αυγ 2025

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ: "ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΟ"


Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΙΟΣ
γράφει για το βιβλίο
 του Χριστόφορου Μηλιώνη
"ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΡΦΟ"
[Αλήθεια, 22 Αυγούστου 2025, σελ. 14]

Στη σημερινή έκδοση της εφημερίδας "Αλήθεια", ο Ανδρέας ψάχνοντας σε μια αποθήκη του σπιτιού του, βρίσκει δυο βιβλία: την πρώτη μου συλλογή διηγημάτων "Η κόρη του δραγουμάνου" που του είχα στείλει πριν 22 χρόνια [έγραψε πολλά για τούτο το βιβλίο] και το βιβλίο του Χριστόφορου Μηλιώνη "Το μικρό είναι όμορφο", για το οποίο, όπως πάντα, γράφει με συγκίνηση το σημερινό του κείμενο.

Η πρώτη συγκίνηση, γραμμένη με μολύβι: «Στον αγαπητό φίλο, Ανδρέα. Νίκος Νικολάου. 27.10.2003». Σχεδόν ράγισα. Νίκος Νικολάου, λοιπόν. Και Χατζημιχαήλ. Φίλος πραγματικός αλλά, κυρίως, πραγματικός λογοτέχνης. Δίνω ενδεικτικά τίτλους: «Φυσορρόος», «Η κόρη του Δραγουμάνου» «Πικρόλιθος», «Ύδατα υδάτων» και το τελευταίο του κομψοτέχνημα: «Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα μέσα από την ευαίσθητη, ακόμα κι όταν είναι οργισμένη, ματιά ενός Έλληνα που στέκει, φρουρός, κάτω από τις ρίζες του. Πού συναντηθήκαμε, άραγε, το 2003; Ήρθε στην εφημερίδα, καθίσαμε σε κάποιο καφέ της πρωτεύουσας, ή ανταμώσαμε στη γενέτειρά του, το Βασίλι, ξεθεωμένοι από το παιχνίδι; Η δεύτερη συγκίνηση, γραμμένη με λυγμούς: «Ο Χριστόφορος Μηλιώνης έφυγε από τη ζωή στις 5 Ιανουαρίου 2017». Δεν το γνώριζα και, πάντοτε, οι κεραυνοί εν αιθρία μάς βρίσκουν κατάστηθα. Πάμε τώρα, ξανά, από την αρχή. Στην αυλή έχουμε μια αποθηκούλα. Θα μπορούσες κάλλιστα να την πεις και υπεραγορά! Ανεμιστήρες, θερμάστρες, χαλιά, καρέκλες κήπου, τραπέζια, καθαριστικά, εκκαθαριστικά! και, εννοείται, βιβλία σκεπασμένα από τη σκόνη του χρόνου. Ήθελα μανιωδώς να πάρω ένα βιβλίο στα χέρια μου. Τυχαία. Σχεδόν ψαχουλεύοντας, καθώς, εκτός των άλλων που επαληθεύουν τη ρήση: «το γήρας ούκ έρχεται μόνον», προσετέθη! και ο καταρράκτης. Οι μυρωδιές του τυπογραφικού μελανιού και της κιτρινισμένης σελίδας σμίγουν με το βοριαδάκι που, περιέργως, φυσάει. Βοηθάει, δεν λέω, και το βρεγμένο τσιμέντο αλλά, η χαρά μου οφείλεται, κυρίως, στη νοερή συνάντησή μου τόσο με τον Νίκο Νικολάου-Χατζημιχαήλ όσο και με τον Χριστόφορο Μηλιώνη.

«Το μικρό είναι όμορφο». Εμένα μου λες; Που άμα καθίσω στον υπολογιστή μεταμορφώνομαι σε σπρίντερ; Που για να με σταματήσεις στις 400 λέξεις, πρέπει να με σημαδέψεις με καραμπίνα; Που είμαι ο πρωταθλητής της φλυαρίας στον προφορικό και στον γραπτό λόγο; Η συντομία των κειμένων δεν μειώνει την πυκνότητά τους και την περιεκτικότητά τους. Κάθε άλλο: ο συγγραφέας ξεχωρίζει την ήρα από το στάρι, επιλέγει το λακωνίζειν γιατί τον βοηθά να εκφράζεται καλύτερα. Και εκφράζεται καλύτερα. Διάβασα τις Μικρές Ιστορίες, τα Μικρά Ταξίδια και τα Μετρημένα Λόγια σε δύο ώρες. Με χρονομέτρησα, παρακαλώ! Εμπνεύσεις της αντιφατικής καθημερινότητας σφραγισμένες από την αφηγηματική αρμονία και το Αττικόν Άλας του Χριστόφορου Μηλιώνη. Ήρωες, αφανείς και επιφανείς, της πολυκατοικίας, του δρόμου, της πόλης, του χωριού, του ΚΕΝ Κορίνθου, εικόνες που στεγνώνουν στον ήλιο της μνήμης, ήθη και έθιμα, ματαιωμένες προσδοκίες, πολιτικές μανούβρες και, βεβαίως, ταξίδια στο Παρίσι: «Ώχου, ψυχούλα μου! Γαλλία, Γαλλία. Χαρά της Οικουμένης! Πήγες μήπως στα βιβλιοπωλεία; Είδες στις προθήκες τους τούς συγγραφείς μας εις την γαλλικήν;» «Πήγα, παππού, στο ΦΝΑΚ και στου Ζιμπέρ. Ανέβηκα στον τρίτον όροφο, όπως μου είπαν. Κοίταξα εκεί που έγραφε Αλβανία-Ελλάδα-Τουρκία. Βρήκα μονάχα τον Κανταρέ και τον Αζίζ Νεσίν. Μήτε τον Καζαντζάκη πια...» «Ωχ, ψυχούλα μου! Δεν είδες τίποτε λοιπόν εις το Παρίσι!»στην Τεργέστη, στη Ρώμη, στην Κύπρο μας: «Ανεβαίνω στην ταράτσα της Δερύνειας. Τουρίστες που κοιτάζουν, με εισιτήριο, την «πόλη-φάντασμα». «Περάστε, κύριοι, να θαυμάσετε την ασώματον κεφαλήν!» Αγναντεύω στο βάθος την έρημη πολιτεία. Βάζω τα κιάλια. Αναγνωρίζω γειτονιές. Έτσι ν’ απλώσω το χέρι μου, θ’ αγγίξω τα μπαλκόνια της. Έτσι και κάνω ένα βήμα, θα βρεθώ στους δρόμους της και στα αισθήματα που δεν μπαίνουν σε συρματόπλεγμα. Και στα χρόνια της νιότης μου, που μου τα κλείσανε στην άλλη πλευρά».

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ. Σελίδες: 212




18 Αυγ 2025

ΔΩΡΑ ΜΥΛΩΝΑ: "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"




ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ 
(και όχι μόνο)

Η πολιτιστική συνεργάτιδα της εφημερίδας "ο Φιλελεύθερος", Μαρία Παναγιώτου, ζήτησε από έξι βιβλιόφιλους, να προτείνουν στους αναγνώστες της εφημερίδας, βιβλία που τους έχουν εντυπωσιάσει με τη γραφή και τη θεματολογία τους. Ευχαριστώ την κυρία Δώρα Μυλωνά, που διάβασε το βιβλίο μου "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ" και το πρότεινε. Πιο κάτω το εξαιρετικό κείμενό της, στην έκδοση της 10ης Αυγούστου 2025. Ευχαριστώ και την κυρία Μαρία Παναγιώτου και την εφημερίδα.

Να είστε όλοι καλά, απολαύστε τις τριακόσιες διαλεγμένες λέξεις, που έδωσαν με τόση μαεστρία την ουσία του βιβλίου μου.


της ΔΩΡΑΣ ΜΥΛΩΝΑ
"Όταν σωπάσαν τα πουλιά"

Ο συγγραφέας, γνωστός σε Κύπρο και Ελλάδα για την εξαιρετική του δημιουργία σε ποίηση και διηγήματα, κάνει την εμφάνισή του ξανά στα λογοτεχνικά φωτισμένα δώματα, μ’ ένα συνταρακτικό ιστορικό μυθιστόρημα• ένα δύσκολο λογοτεχνικό είδος που θέλει αληθινό αφηγηματικό ταλέντο αλλά και έρευνα για να διασταυρωθούν οι πληροφορίες και τ’ ακούσματα από την οικογενειακή προφορική παράδοση.

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ πέτυχε, με μοναδική αφηγηματική μαεστρία, να συνδέσει τα ιστορικά γεγονότα (αρχές της Αγγλοκρατίας στο νησί) με την προφορική οικογενειακή παράδοση που από παιδί άκουγε ν’ αφηγούνται οι συγγενείς του.

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα, έρχεται στον νου ο πίνακας του Αδ. Διαμαντή «Ο κόσμος της Κύπρου» με τον λεβέντη ιερέα στο κέντρο, όπως ακριβώς ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, Παπαγιάννης. Ένα πρόσωπο πραγματικό, που αγωνιζόταν για την πρόοδο του τόπου του, δυναμικός και ντόμπρος, που δεν δίστασε να έρθει σε σύγκρουση με την Εκκλησία όταν θεώρησε άδικους κάποιους κανόνες της.

Το μυθιστόρημα διαβάζεται με κομμένη την ανάσα και με την αίσθηση πως γνώρισες την αληθινή Κύπρο «όπου το θαύμα λειτουργούσε ακόμα». Καθηλώνει τον αναγνώστη με την απλότητα στην αφήγηση (θέλω να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη, έγραφε ο Σεφέρης) την τρυφερότητα αλλά και τη δύναμη που κρύβουν οι ήρωές του.

Το χωριό της Καρπασίας δεν είναι ένα απλό σκηνικό όπου κινούνται οι πρωταγωνιστές. Είναι το ίδιο πρωταγωνιστής με τους ανθρώπους του, τη γη και την προδομένη, από τη μοίρα και τη ζωή, αγάπη τους. Η αφήγηση γίνεται σε χρόνο που δεν κυλά ευθύγραμμα, είναι μνήμη, είναι κύκλος, είναι παράδοση που σπαρταρά μέσα από τις φωνές των ανθρώπων και τη σιωπή των πουλιών. Κάθε λέξη είναι διαλεγμένη με φροντίδα, γεμάτη άρωμα παρελθόντος, φωνές παππούδων, που κουβαλούν το βάρος όλης της ιστορίας του τόπου τους με αξιοπρέπεια και στοχασμό.

Ευτυχής που διάβασα αυτό το μυθιστόρημα! Ευγνώμων που υπάρχουν συγγραφείς όπως ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ που ξέρουν ν’ ακούουν τη σιωπή, την παράδοση και την ιστορία του τόπου, και να την κάνουν λογοτεχνία. Ένα βιβλίο πληγή και βάλσαμο μαζί.

5 Αυγ 2025

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ: ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ


Αιμίλιος Σολωμού

Όταν σωπάσαν τα πουλιά, 
ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, εκδ. Κάρβας 2024 

Η κριτική στο literature

Μετά από τέσσερις ποιητικές συλλογές και τρεις συλλογές με διηγήματα, ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ δοκιμάζεται στο είδος του μυθιστορήματος. Το βιβλίο φέρει τον τίτλο Όταν σωπάσαν τα πουλιά και αποτελεί μιαν ιδιαίτερα επιτυχημένη πρώτη απόπειρα. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα εποχής, καθώς διαδραματίζεται ανάμεσα στον Ιανουάριο του 1879 και τον Ιανουάριο του 1922, δηλαδή στο κρίσιμο πρώτο μισό της αγγλοκρατίας.

Το μυθιστόρημα ακολουθεί τον βίο και τη δράση του Παπαγιάννη, ή Παπασπάθα, ιερέα στο χωριό Βασίλι της Καρπασίας. Ο Παπαγιάννης είναι πρόγονος του συγγραφέα, από την πλευρά της μητέρας του. Στο βιβλίο ουσιαστικά εξιστορείται η οικογενειακή σάγκα του συγγραφέα, ο οποίος βασίστηκε στην προφορική παράδοση της οικογένειας, αλλά και σε άλλες μαρτυρίες, στη βιβλιογραφία και στη μελέτη εφημερίδων της συγκεκριμένης περιόδου. Η εξιστόριση πορεύεται παράλληλα με τα ευρύτερα γεγονότα που σημάδεψαν την Κύπρο κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Ωστόσο, η πρόθεση του συγγραφέα δεν ήταν να παραθέσει τα ιστορικά γεγονότα ως προτεραιότητα. Αντίθετα, ο στόχος του ήταν να δώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο να αναπτυχθεί το μυθιστόρημα και οι ήρωες να δράσουν. Και κατορθώνει εν τέλει να ανασυστήσει με ενάργεια την εποχή, έτσι που το μυθιστόρημα να καθίσταται για τον αναγνώστη ένα απολαυστικό λογοτεχνικό κείμενο.

Το βιβλίο κινείται πάνω σε έναν βασικό χωρικό και χρονικό άξονα. Από τη μια είναι η Καρπασία και από την άλλη η έλευση της νέας εποχής με την αγγλοκρατία. Για να χρησιμοποιήσουμε μιαν αναλογία της φωτογραφικής τέχνης (που αγαπά ιδιαίτερα ο συγγραφέας), ο Ν.Ν-Χ έχει στο ένα χέρι έναν μεγεθυντικό φακό, για να αποτυπώνει τις λεπτομέρειες των όσων συμβαίνουν στην Καρπασία και στο άλλο έναν ευρυγώνιο φακό, ώστε να αποδώσει τη γενικότερη εικόνα του κόσμου της Κύπρου.

Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση για το κυπριακό μυθιστόρημα. Η εποχή αυτή συνήθως παραμένει στο περιθώριο και απροσπέλαστη μυθιστορηματικά. Η έλευση των Άγγλων στο νησί ήταν μια εποχή ελπίδας για καλύτερες μέρες αλλά και μια εποχή διάψευσης. Την κρίσιμη αυτή περίοδο μπορεί κανείς να ανιχνεύσει τα σπέρματα του επερχόμενου αδιεξόδου και της τραγωδίας των επόμενων δεκαετιών, π.χ. τον διχασμό, κομματικό και ιδεολογικό, ανάμεσα στον πληθυσμό, αλλά και τον ύπουλο ρόλο και το παιχνίδι των Άγγλων με την πάγια τακτική τους, του διαίρει και βασίλευε. Όλα αυτά δίνονται με παραστατικό και λειτουργικό τρόπο στο μυθιστόρημα.

Τα ιστορικά γεγονότα που διαγράφουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα του βιβλίου, ιδιαίτερα ο Παπαγιάννης, είναι οι εκλογές για το πρώτο Νομοθετικό Συμβούλιο, η ανεξάρτητη υποψηφιότητα του διοικητή Αμμοχώστου Άρθουρ Γιαγκ και η δίκη που ακολούθησε, το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα του 1900-1910, το πρώτο δημοψήφισμα για την ένωση το 1921, αλλά και γενικά τα ίδια και απαράλλακτα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες της  Κύπρου τόσο κατά την τουρκοκρατία όσο και κατά την αγγλοκρατία: υψηλοί φόροι, ανυπαρξία ικανών δρόμων και μέσων μεταφοράς, θεομηνίες όπως οι σεισμοί, οι ανομβρίες, η επιδρομή των ακρίδων, η καταστροφή της σοδειάς και η αδυναμία να πληρωθούν τα δάνεια, η φτώχεια και η πείνα που μάστιζαν τον λαό, οι επιδημίες, ένας συνεχής αγώνας αντιξοοτήτων για επιβίωση.

Ο Παπαγιάννης είναι μια βιβλική μορφή, ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας που δεσπόζει σε όλο το μυθιστόρημα. Αυτός είναι η ραχοκοκαλιά του βιβλίου. Μικρός έμαθε γράμματα στην Αμμόχωστο στο σχολείο του ιερομόναχου Δοσίθεου και έπειτα θέλησε να ακολουθήσει τον δρόμο του Θεού και να γίνει ιερέας. Μέσα από τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του, διακρίνεται η ικανότητα του συγγραφέα να αποκαλύπτει σταδιακά τα γνωρίσματά του. Συγκεντρώνει πολλά αντιθετικά χαρακτηριστικά, γι’ αυτό είναι βαθιά ανθρώπινος. Ιερέας με μια ιδιαίτερη κλίση στα γιατροσόφια, τις γητειές και τις αλοιφές με βότανα. Θα τον βρουν προσωπικές συμφορές, θα τον βασανίσουν διλήμματα, αλλά θα παλέψει και θα σταθεί στα πόδια του. Νεαρός έχασε την αγαπημένη του σύζυγο Ρουμπίνη, αλλά θα βρει αποκούμπι, για να αντέξει τη δύσκολη ζωή σε μια φτωχή νεαρή γυναίκα, την Αρχοντού έναν παράνομο για την εκκλησία έρωτα (απαγόρευε τον δεύτερο γάμο για τους ιερείς). Ιδιαίτερα δραστήριος, με τον ιδρώτα του δουλεύει τη μεγάλη κτηματική περιουσία του μέχρι τα γεράματα. Η γη τού αποφέρει καλό εισόδημα: ελιές, χαρουπιές, αμπέλια, περβόλια, μύλος, αποστακτήρας. Πότε τρυφερός, π.χ. με τη Ρουμπίνη, την κόρη του Μαρία, το άλογό του τον Πήγασο, πότε σκληρός και πάντα δυναμικός, λίγο άγριος όπως ο σκύλος του ο Άνης  (φέρει την κατάληξη του ονόματός του), ο οποίος «ορμούσε κι αλίμονο αν υπήρχε αντίσταση». Ήταν ταυτόχρονα άνθρωπος της προσφοράς. Χάρη στις δικές του προσπάθειες και της δωρεάς του (χάρισε ένα κτήμα του), η κοινότητά του απέκτησε νέα εκκλησία και σχολείο. Είχε όμως και εχθρούς, αφού κατηγορήθηκε για τη στάση του στα δημόσια πράγματα και την προσωπική του ζωή, έχοντας να αντιμετωπίσει τις διαβολές για δήθεν ερωτικές σχέσεις με την κουμπάρα του στην Αμμόχωστο. Είχε το θάρρος της γνώμης του και αδιαφορούσε για τις όποιες αντιδράσεις. Όταν υποστήριξε, το 1891, τον διοικητή της Αμμοχώστου Γιαγκ στις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, γιατί έβλεπε έναν άνθρωπο που ήθελε να προσφέρει και να βοηθήσει, εξυβρίστηκε ως Ιούδας Ισκαριώτης και προδότης της πατρίδας, γι’ αυτό τέθηκε σε αργία. Έλαβε μέρος στη δίκη που ακολούθησε και αργότερα αναμίχθηκε με το αρχιεπισκοπικό ζήτημα, που ταλαιπώρησε τον λαό για δέκα χρόνια (1900-1910). Πίστεψε αρχικά πως οι Άγγλοι θα έφερναν αλλαγή στον τόπο μετά την τουρκοκρατία που «μας εξαθλίωσε», θα πει στη Ρουμπίνη και θα προσθέσει: «Φυσάει νέος αέρας στον τόπο πια. Θα βάλουν τα πράγματα στη θέση τους. Είμαι σίγουρος ότι θα δείξουν ενδιαφέρον και θα φτιάξουν δρόμους για να μπορεί να μετακινείται ο κόσμος. [...] Οι Εγγλέζοι θα σεβαστούν τον τόπο. Είναι πολιτισμένος λαός και θα μας ακούσουν. Και ποιος ξέρει, ίσως σύντομα γίνουμε αφέντες στον τόπο μας. Φύσηξε επιτέλους νέος αέρας στο νησί». Ο Παπαγιάννης ενσαρκώνει την ελπίδα εκείνης της εποχής για καλύτερες μέρες. Μεθερμηνεύει τη γενικότερη αισιοδοξία του απλού λαού και της ηγεσίας του με αυτό που ονομάζει «νέο αέρα που φύσηξε στο νησί», προσδοκώντας να φτάσει η Κύπρος στην εκπλήρωση του εθνικού πόθου. Όμως ο Παπαγιάννης  είναι ένα ανήσυχο πνεύμα και γρήγορα θα μάθει, θα διαβάσει σε εφημερίδες, θα ακούσει στις συζητήσεις με τον θείο του τον Ευαγγέλη στην Αμμόχωστο, και θα σχηματίσει την πραγματική εικόνα για τους  Άγγλους, ότι δηλαδή πολιτική τους είναι η εξυπηρέτηση του δικού τους αποικιοκρατικού συμφέροντος (σ. 50-51). Θα συνειδητοποιήσει το ύπουλο παιχνίδι που έπαιζαν με το κατ’ επίφασιν δημοκρατικό Νομοθετικό Συμβούλιο. Ο Παπαγιάννης δεν παραγνωρίζει το λαϊκό αίσθημα για ένωση με την Ελλάδα, αλλά ως πολιτικό ον, σκέφτεται με βάση τη λογική, επικρίνοντας την πατριδοκαπηλεία: «κι εγώ θα ήθελα, αν ήταν δυνατό, να ενωθούμε με την Ελλάδα και σήμερα, ακόμα, αλλά δεν νομίζω ότι οι Άγγλοι θα δεχθούν να συζητήσουν τόσο νωρίς αυτή την υπόθεση. Θα πρέπει να περιμένουμε κάποιες καλές ευκαιρίες και να εκμεταλλευτούμε τους ίδιους για το καλό του τόπου».  Εν τέλει, ο Παπαγιάννης, συνειδητοποιημένος πια και σοφότερος, θα αναλάβει πρόεδρος της Επιτροπής Αγώνα στα Βασιλικά ενάντια στην ανθελληνική στάση των Άγγλων και της προσπάθειάς τους να πείσουν πως «οι Κύπριοι δεν είναι Έλληνες».

Ο συγγραφέας εντοπίζει στην εποχή αυτή τα σπέρματα του διχασμού που θα εκδηλωθεί και τις επόμενες δεκαετίες και θα οδηγήσει το νησί σε περιπέτειες και τραγωδίες. Υπό αυτή την έννοια, η επιλογή της συγκεκριμένης εποχής, τού παρέχει μιαν εξαιρετική ευκαιρία να διερευνήσει την κοινωνικοπολιτική κατάσταση και να τη συνδέσει με το μετέπειτα. Θα πει με αφορμή το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα: «Το μαύρο πέπλο της διχόνοιας, που είχε απλωθεί  επάνω σε ολόκληρο το νησί για δέκα ολόκληρα χρόνια έπεσε και φάνηκε πραγματικά το γαλάζιο του απέραντου ουρανού. Το πρόβλημα, βέβαια, δεν ήτανε μόνο εκκλησιαστικό, αλλά κυρίως κομματικό. Οι φανατικοί των κομμάτων ήταν αυτοί που είχαν διχάσει τον λαό» (219). Συνακόλουθο θέμα που διαπερνά το βιβλίο είναι και οι σχέσεις με τους Τουρκοκύπριους της Καρπασίας. Αναφέρονται οι δολοφονίες και οι αυθαιρεσίες σε βάρος του ελληνικού πληθυσμού, ακόμα και τις πρώτες δεκαετίες της αγγλοκρατίας.

Αυτό είναι το πλαίσιο των γεγονότων μέσα στο οποίο με έντεχνο τρόπο αναπτύσσεται η προσωπικότητα του Παπαγιάννη. Ασφαλώς πρόκειται για ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα. Όμως σ’ αυτόν τον μυθιστορηματικό γαλαξία ήλιος είναι ο Παπαγιάννης, οι υπόλοιποι περιστρέφονται γύρω από αυτόν. Παρελαύνουν και γνωστές προσωπικότητες της εποχής όπως ο Γιαγκ, ο Καταλάνος, ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, ο Αρχιμανδρίτης Φιλόθεος, κ.ά. Όμως τα κύρια πρόσωπα του βιβλίου αφορούν κυρίως την οικογένεια του συγγραφέα. Είναι η νεαρή σύζυγος του Παπαγιάννη, η Ρουμπίνη, που πέθανε στη γέννα του παιδιού τους, η κόρη του η Μαρία, η Αρχοντού, ο Νικόλας (παππούς του συγγραφέα από τη μεριά του πατέρα του), η οικογένεια των θείων εμπόρων στην Αμμόχωστο, του Ευαγγέλη και του Χρυσόστομου και των παιδιών τους, από την οικογένεια του διανοούμενου Ευάγγελου Λουίζου, ο οποίος κληρονόμησε το εμβληματικό σπίτι «που πάει να γίνει φυτό» κατά τον στενό του φίλο Σεφέρη, όπως σημειώνεται και στο βιβλίο (191).

Το μυθιστόρημα αναπτύσσεται γύρω από τραγωδίες και χαρές (θάνατοι, γεννήσεις, γάμοι) που διαμορφώνουν και χαρακτηρίζουν τα πρόσωπα της ιστορίας. Ο τίτλος συνδέεται με τρεις από αυτές τις τραγωδίες. Είναι ο θάνατος της Ρουμπίνης, ο θάνατος της εξαδέλφης Μαργαρίτας στην Ελβετία από φυματίωση και ο διπλός ταυτόχρονος θάνατος του παππού του συγγραφέα Νικόλα και του προπάππου του Παπαγιάννη από τυφοειδή πυρετό στο τέλος του βιβλίου. Και στις τρεις περιπτώσεις, τα πουλιά πρόσκαιρα θα σωπάσουν, δίνοντας έναν τόνο ακόμα πιο δραματικό στα γεγονότα.Έτσι το μυθιστόρημα συνομιλεί επιτυχημένα με την παράδοση. Είναι συχνό μοτίβο στο δημοτικό τραγούδι τα πουλιά να συμμετέχουν στο ανθρώπινο δράμα. Πολλές φορές εμφανίζονται σε περιπτώσεις θανάτου, τραγωδίας. Και τα πουλιά είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύνδεσης των ανθρώπων της εποχής του βιβλίου με τη φύση. Μια αρμονία που σήμερα έχει διαρραγεί.

Στο βιβλίο πρωταγωνιστεί και ο τόπος, η γεωμορφολογία και η φύση της Καρπασίας που αποτελεί λίγο πολύ ταυτότητα γενικά της κυπριακής υπαίθρου. Αποτυπώνεται με επιμονή η ενδημική χλωρίδα και πανίδα και αυτό δεν είναι τυχαίο. Γιατί μπορεί κανείς να διακρίνει πίσω αυτές τις καταγραφές την αγάπη του συγγραφέα για τον σκλαβωμένο γενέθλιο τόπο. Οι μνήμες, τα βιώματα και ο τόπος ζωντανεύουν μέσα από τις περιγραφές και τις αναφορές του. Ο κάμπος, η θάλασσα, τα κυκλάμινα, οι νάρκισσοι, το θυμάρι, τα πευκοδάση, οι λαδανιές, η χαρουπιά, οι σκίνοι, οι αόρατοι, οι ελιές και τα αμπέλια, υπήρξαν η γνώριμη καθημερινότητά του. Όπως και τα ερπετά, οι φραγκολίνες, τα πουλιά, τα ζώα της αγροτικής ζωής: πρόβατα, άλογα, γαϊδούρια, κυνηγόσκυλα, πετεινοί. Ακόμα, καταγράφονται τα γεωγραφικά όρια μέσα στα οποία εκτυλίσσεται η δράση του Παπαγιάννη: Παναγία η Κανακαρία στη Λυθράγκωμη, μοναστήρι Αποστόλου Ανδρέα, Λεονάρισσο, Κοιλάνεμος, Βουκολίδα, Νέτα, Άγιος Ανδρόνικος, Γαλάτεια, Κώμα Γιαλού, Γιαλούσα, Μπογάζι, Τρίκωμο, και άλλες περιοχές με τοπωνύμια της περιοχής. Ακόμα και η Λευκωσία, αλλά κυρίως η Αμμόχωστος με τους εμπορικούς δρόμους, το Παρθεναγωγείο, την Αγία Ζώνη, τα αρχοντικά, τα καφενεία και το χάνι του Μαυροστασή. Είναι προφανής ο σκοπός του συγγραφέα να περισώσει την εποχή που χάθηκε, έναν κόσμο που αλλοιώθηκε πια από την τούρκικη κατοχή.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αγροτική ζωή βρίσκεται στο κέντρο της ιστορίας. Οι άνθρωποι της Καρπασίας ήταν δεμένοι με τη γη τους, από αυτήν ζούσαν, αρμονικά δεμένοι μαζί της. Ο Παπαγιάννης εξασφάλιζε τα προς το ζην από τα αμπέλια, τις χαρουπιές, τις ελιές, τις ροδιές, τις αμυγδαλιές, τις πορτοκαλιές, τις λεμονιές του. Με το αλακάτι και τη στέρνα πότιζε τα περιβόλια του, με τον μύλο άλεθε το σιτάρι, έβγαζε το λάδι του, με τον αποστακτήρα τη ρακή, έφτιαχνε το κρασί του, είχε μεγάλη παραγωγή από σταφίδες και ξύδι, πωλούσε τα χαρούπια του, ασχολήθηκε με τη σηροτροφία κι έπειτα με τα καπνά. Όλα αυτά έπρεπε να μεταφερθούν με τα κάρα μέσα από κακοτράχαλους δρόμους, με πολλές δυσκολίες και κινδύνους για ληστείες, ένα ταξίδι περιπετειώδες. Στο βιβλίο αναφέρονται ακόμα ήθη και έθιμα που σήμερα ξεχάστηκαν και τονίζεται η σημασία που είχαν τα πανηγύρια για τη ζωή των ανθρώπων εκείνης της εποχής. Δεν παραλείπεται ακόμα η σπουδαιότητα που είχε για τους ανθρώπους της Καρπασίας η περιοδεία των μητροπολιτών και των εκάστοτε Αρχιεπισκόπων στην περιοχή (π.χ. οι δύο Κύριλλοι).

Ο συγγραφέας στο μυθιστόρημα εντοπίζει τις αλλαγές που άρχισαν να επέρχονται με τη νέα εποχή, όχι μόνο τις πολιτικές, οι οποίες όπως αναφέρθηκε επηρέασαν και επηρεάζουν και τη δική μας ζωή. Κι αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί ένα μυθιστόρημα εποχής είναι απαραίτητο να συνομιλεί με τη σύγχρονη εποχή του συγγραφέα, διαφορετικά παραμένει καθηλωμένο, στείρο και στάσιμο δημιουργικά. Από τις σελίδες του βιβλίου περνά η ιστορία του γεωργικού τομέα στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου και των πρώτων του 20ού αιώνα. Στην Καρπασία με την ενθάρρυνση της αποικιοκρατικής κυβέρνησης οι χωρικοί ξερίζωσαν τα αμπέλια και φύτευσαν καπνά. Ο μύλος του Παπαγιάννη έπαψε να λειτουργεί λόγω του μεγάλου ατμόμυλου που εγκαταστάθηκε στο Λεονάρισσο. Πούλησε μάλιστα και τη δική του ατμομηχανή με τον λέβητα. Λόγω των δυσκολιών, άρχισε ένα ρεύμα μετανάστευσης των νέων της Καρπασίας προς την Αμερική κυρίως. Παράδειγμα ήταν ο παππούς του συγγραφέα ο Νικόλας Χατζημιχαήλ (αλλά και ο παππούς του ο Ζαχαριάς νωρίτερα), τον οποίο ακολουθεί μυθιστορηματικά στο ταξίδι τον Ιούνιο του 1913 και την άφιξη και διαμονή του στην Αμερική στο Έλις Άιλαντ, στο Πίτσμπουργκ και τη Νέα Υόρκη μέχρι την επιστροφή του τον Αύγουστο του 1917.

Ο αφηγητής στο μυθιστόρημα είναι τριτοπρόσωπος αλλά σε καμία περίπτωση αμέτοχος. Αυτό έχει να κάνει με την ανθρωπιά με την οποία γράφει και προσεγγίζει την ιστορία του ο συγγραφέας. Τα σχόλιά του είναι συχνά. Πολλές φορές παίρνει θέση απέναντι στα γεγονότα ή συμπάσχει με τις τραγωδίες που δοκιμάζουν τους ήρωες. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Π.χ. στη σ. 37 ο αφηγητής αναφέρει: «Κινήθηκε προς το μέρος του παιδιού και το κούνησε ελαφρά λέγοντας του λόγια αγάπης», προσθέτοντας: «Τι ευτυχία!». Στη σ. 40 «ο ρυθμικός ήχος τακ-τακ, τακ-τακ από το αλακάτιν, λες και μετρούσε τον χρόνο, ακουγόταν μέσα στο δωμάτιο». Κι αλλού: «Τι μαρτύριο ήτανε αυτό που ζούσε! Μήπως έβλεπε ένα κακό όνειρο; Πώς άλλαξαν ξαφνικά τα πράγματα. Δυστυχώς, δεν ήτανε κακό όνειρο μα η πικρή αλήθεια».

Η αφήγηση είναι άκρως ρεαλιστική. Η λιτή γλώσσα είναι αρετή, χωρίς πολλές μεταφορές και πληθωρισμούς, οι διάλογοι απλοί όπως αρμόζει στην ιδιόλεκτο των προσώπων. Ενίοτε υπάρχει εναλλαγή ελεύθερου πλάγιου και ευθέως λόγου. Συχνές είναι οι εγκιβωτισμένες ιστορίες, κάτι που επιβραδύνει την εξέλιξη του μυθιστορήματος, ενώ συχνά τα γεγονότα αποδίδονται περιληπτικά δίνοντας μια γρηγορότερη εξέλιξη στην ιστορία. Ειδικότερα οι εγκιβωτισμοί ανακαλούν ιστορίες από παραμύθια, κάτι που θυμίζει έστω και σε έναν μικρό βαθμό τα παραμύθια της Ανατολής όπως αυτά ενσωματώνονται στην Αιολική Γη του Ηλία Βενέζη.

Το βιβλίο, συγκεκαλυμμένα ορισμένες φορές και σποραδικά, συνομιλεί με άλλα έργα, όπως την παράδοση ή την 9η Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη, ή το Μαγικό Βουνό του Τόμας Μαν στην περίπτωση της Μαργαρίτας που νοσηλεύτηκε σε σανατόριο στην Ελβετία. «Ό,τι παθαίνει κανένας είναι από το κεφάλι του» (σ. 86) θα πει ο Παπαγιάννης για την πιθανή εκλογή του Άγγλου διοικητή Αμμοχώστου, θυμίζοντας τα λόγια του Κουτσιούκ Μεχμέτ: «Ό,τι παθαίνει ο άδρωπος εν που την τζεφαλήν του».

Και κάτι τελευταίο που αξίζει ειδικής μνείας. Το μυθιστόρημα ξεχωρίζει και για την άρτια, αισθητική του έκδοση. Αυτό αφορά όλα τα βιβλία του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ και τις (αυτό)εκδόσεις του Κάρβας. Πρόκειται για συλλεκτικές εκδόσεις, έργα τέχνης στην ουσία τους. Αυτό για τον συγγραφέα είναι αδιαπραγμάτευτο.

 


 

4 Αυγ 2025

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗ: Βασίλι Καρπασίας: "Λογοτεχνώντας την ιστορία"

Βασίλι Καρπασίας: 
"Λογοτεχνώντας την ιστορία"

Το μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
«Όταν σωπάσαν τα πουλιά»
μιλάει για ένα κόσμο μικρό μα συνάμα μεγάλο

 Του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΟΥΡΟΥΠΑΚΗ
 Η Καθημερινή (Κύπρου), 3 Αυγούστου 2025, Τέχνες και γράμματα, σελ.1

«Παλιόστρατα δύσκολη, κι ευτυχώς πριν ξεκινήσουμε, ο Θεός με φώτισε και ρώτησα για τη διαδρομή»... Ευθεία από τον Άγιο Δημήτριο του Λεονάρισσου, σχεδόν ευθεία, τέλος πάντων ή στη διασταύρωση, από την άλλη πλευρά, από τη μία το Βασίλι, από την άλλη το Λεονάρισσο. Φαινόταν εύκολο, αρκεί να θυμάσαι δύο πράγματα... όμως στην πραγματικότητα δεν ήταν τόσο απλό, τι και αν είχα ρωτήσει ή είχα συμβουλευθεί χάρτες... αν το λάθος όνομα σού κολλήσει στο μυαλό, τότε όλα αλλάζουν. Αυτό το λάθος όνομα όμως μου έδωσε την ευκαιρία να ακολουθήσω σχεδόν τη διαδρομή του Παπαγιάννη, στα χωριά γύρω από τα Βασιλικά, το Βασίλι της Καρπασίας, με το αυτοκίνητό μου να έχει τον ρόλο του Πήγασου. Έτσι συμφιλιώθηκα με την ιδέα ότι δεν πειράζει που χάθηκα, έστω και αν έπρεπε να υποστώ την αφόρητη ζέστη του κυριακάτικου μεσημεριού.

Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, συγγραφέας του μυθιστορήματος «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» (εκδ. Κάρβας 2024), ήταν κατά κάποιο τρόπο ο αόρατος οδηγός μου, σε αυτή την εξόρμησή μου στα Βασιλικά, στους τόπους των ηρώων του. Τι και αν έχουν αλλάξει πολύ στις μέρες μας, ο συγγραφέας, γέννημα θρέμμα του Καρπασιού, τους θυμάται και τους μεταφέρει στο χαρτί σχεδόν σαν ζωγραφιά. Συμπλέκει με τρόπο όμορφο και ταιριαστό τον μύθο με όσα θυμάται να ακούει καθισμένος στον ηλιακό του σπιτιού του, από τους μεγαλύτερους. Ιστορίες για μεγάλους και ίσως τότε ακατανόητες για έναν μικρό ακροατή... ιστορίες που ο Νικολάου-Χατζημιχαήλ μεταβόλισε αργότερα και και τους έδωσε λογοτεχνική χροιά.

Η μυθιστορία του Βασιλιού

Έχοντας παρκάρει το αυτοκίνητό μου σε μία ευρύχωρη θέση στάθμευσης, και κάτω από τον πυρρό ήλιο ξεκινώ να βρω την εκκλησία του Παπαγιάννη, τον άγιο Βασίλειο, εκείνη την εκκλησία, στην οποία ο ήρωας του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ είχε απάγκιο του και έγνοια να τη μεγαλώσει... Προχώρησα λίγα μέτρα από το σημείο όπου είχα παρκάρει και τότε στα δεξιά μου ένα μικρό δρομάκι θα με οδηγούσε στην εκκλησία... φαινόταν στο βάθος, τα δέντρα εκατέρωθεν του στενού αυτού δρόμου τον σκίαζαν... και ήταν για εμένα αυτή τη σκιά βάλσαμο... «Δεν είπαν τίποτε άλλο και προχώρησαν προς την έξοδο. Είχε πέσει πια το σκοτάδι. Τους καληνύχτισε, κλείδωσε την εκκλησία και πήρε σιωπηλός το μονοπάτι προς το σπίτι του», γράφει ο συγγραφέας, για τον Παπαγιάννη και την τιμωρία που του επεβλήθη... και νά σου εγώ, μπροστά στην ιστορία την πραγματική, κλειδωμένη, βασανισμένη η εκκλησία του Παπαγιάννη, έχοντας διασχίσει το μονοπάτι. Ο συγγραφέας έχει φροντίσει να εντάξει με οργανικό τρόπο στην αφήγησή του και τα γεγονότα τα μεγάλα της Καρπασίας, και της Κύπρου ολόκληρης, γεγονότα που σήμερα ελάχιστοι θυμούνται, που όμως στον καιρὸ τους ήταν σημαντικά... και ο Τύπος της εποχής αφιέρωνε πηχυαίους τίτλους. Ζητήματα που αφορούσαν την ιδιοσυστασία των κατοίκων, ασχέτως αν σήμερα μοιάζουν στον σύγχρονο άνθρωπο βαρετά, ασχέτως αν είναι σκεπασμένα από την αχλή της λήθης. Ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ τα ανασύρει από το χθες τους και τα ζωντανεύει και αυτό το ζωντάνεμα δεν είναι απλώς λογοτεχνική μαεστρία από μέρους του, είναι αποτέλεσμα έρευνας, η οποία διήρκεσε αρκετά πριν οι ήρωες λάβουν τη θέση τους στις σελίδες του μυθιστορήματος. Τα πουλιά είχαν σωπάσει και αυτά, και μου έδωσαν την ευκαιρία να ακούσω τους ήρωες του συγγραφέα...

Ήρωες πραγματικοί

Περιεργαζόμουν την κλειστή εκκλησία, κρυφοκοίταζα από τα παράθυρά της το εσωτερικό της, έχοντας πάντοτε κολλημένο πάνω μου το βλέμμα μιας νεαρής μητέρας που βγήκε από το αντικρινό κτήριο, σαν άκουσε τα βήματά μου εκείνο το ήσυχο μεσημέρι, Εκείνο το κτήριο και αυτό γερασμένο και ταλαιπωρημένο ήταν όπως έμαθα το παλαιό σχολείο του Βασιλιού... όλα έμοιαζαν να έχουν σταματήσει στο χρόνο και οι αναφορές του συγγραφέα σε ήθη και έθιμα, σε συνήθειες καθημερινές των νοικοκυριών της εποχής περνούσαν από μπροστά μου, προσπαθώντας να μεταλλάξω τις εικόνες που είχα μπροστά μου. Να δω τον Αντώνη τον δάσκαλο, αντί για τη νεαρή Τουρκάλα, να φανταστώ τη συνοδεία του νέου αρχιεπισκόπου, που ο Παπαγιάννης δεν ήθελε... να δω τους χωριανούς να συγκεντρώνονται γύρω από την εκκλησία. Και νομίζω πως τα κατάφερα, μιας και ο συγγραφέας έχει φροντίσει να μεταφέρει το Βασίλι και τους ανθρώπους του, αλλά και τα σπουδαία γεγονότα της εποχής, όπως η δίκη του Τρικώμου, το Αρχιεπισκοπικό Ζήτημα και άλλα πολλά στο χαρτί με τέτοιο τρόπο που οι πρωταγωνιστές του έχουν σχεδόν αίμα και σάρκα. Είναι πραγματικοί ήρωες οι χαρακτήρες του Νικολάου-Χατζημιχαήλ, χαρακτηριστικότερα παραδείγματα, ο Παπαγιάννης ένας απλός τερέας, ένας τολμητίας της εποχής του, και η Αρχοντού, μία γυναίκα που άντεξε πολλά και υπέμεινε ακόμη περισσότερα. Αυτό το χάρισμα έχουν όλοι οι ήρωες του συγγραφέα, σχεδόν σου ψιθυρίζουν την ιστορία τους στο αφτί σου, αλλά και την ιστορία και τα πάθια του τόπου και και αυτό είναι προνόμιο του μυθιστορήματος «Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Ο συγγραφέας δίνει το αόρατο νήμα στον αναγνώστη για να ακολουθήσει τη μυθιστορία του Βασιλιού και της Κύπρου ολόκληρης, να μάθει για πρόσωπα μικρά, όπως ο Χατζημιχαήλ του Πίπου, που αν το καλοσκεφτούμε αυτά τα μικρά ονόματα καμιά φορά φέρνουν μεγάλα πράγματα, Φεύγοντας από τη μικρή πλατεία της εκκλησίας του Αγίου Βασιλεί του, του μικρού χωριού Βασίλι Καρπασίας κοντοστάθηκα στην αρχή του μονοπατιού για να αφουγκραστώ τον Πήγασο και το χρεμέτισμά του... γιατί είμαι σίγουρος πως ο Παπαγιάννης και η γενιά του έχει αφήσει στον τόπο εκεί ανεξίτηλη την παρουσία του.







 

1 Αυγ 2025

ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ: ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ


Αιμίλιος Σολωμού
ΌΤΑΝ ΣΩΠάΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
εκδόσεις Κάρβας 2024

Ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ είναι ένας σπουδαίος και αγαπητός λογοτέχνης, που τιμά την πατρίδα του στο εξωτερικό∙ από τους λίγους, που έχουν σπάσει τα λογοτεχνικά σύνορα της μικρής πατρίδας.

Ο Αιμίλιος έχει διαβάσει το τελευταίο μου βιβλίο και έγραψε ένα ξεχωριστό κριτικό κείμενο, το οποίο έστειλε για δημοσίευση. Πραγματικά, με την τέχνη του λόγου του,  έχει συμπυκνώσει την ουσία του βιβλίου σε μερικές σελίδες, αλλά δεν μένει μόνο σε αυτό, σε κάθε παράγραφο, σχεδόν, σχολιάζει τη δράση των χαρακτήρων του μυθιστορήματος. Τον ευχαριστώ για τη θετική αποτίμηση και του εύχομαι να είναι πάντα δημιουργικός. Θα περιμένουμε το καινούργιο του βιβλίο.

Πιο κάτω ένα μικρό απόσπασμα από το εν λόγω κείμενο, το οποίον αναρτώ με την άδειά του.

[Όσοι ενδιαφέρονται για το βιβλίο μου μπορούν να το βρουν στα βιβλιοπωλεία ΣΟΛΩΝΕΙΟΝ στη Λευκωσία και ΠΑΡΓΑ σε όλες τις πόλεις, και το βιβλιοπωλείο του Πανεπιστημίου Κύπρου]

ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ:

...Το μυθιστόρημα ακολουθεί τον βίο και τη δράση του Παπαγιάννη, ή Παπασπάθα, ιερέα στο χωριό Βασίλι της Καρπασίας. Ο Παπαγιάννης είναι πρόγονος του συγγραφέα, από την πλευρά της μητέρας του. Στο βιβλίο ουσιαστικά εξιστορείται η οικογενειακή σάγκα του συγγραφέα, ο οποίος βασίστηκε στην προφορική παράδοση της οικογένειας, αλλά και σε άλλες μαρτυρίες, στη βιβλιογραφία και στη μελέτη εφημερίδων της συγκεκριμένης περιόδου. Η εξιστόριση πορεύεται παράλληλα με τα ευρύτερα γεγονότα που σημάδεψαν την Κύπρο κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Ωστόσο, η πρόθεση του συγγραφέα δεν ήταν να παραθέσει τα ιστορικά γεγονότα ως προτεραιότητα. Αντίθετα, ο στόχος του ήταν να δώσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο να αναπτυχθεί το μυθιστόρημα και οι ήρωες να δράσουν. Και κατορθώνει εν τέλει να ανασυστήσει με ενάργεια την εποχή, έτσι που το μυθιστόρημα να καθίσταται για τον αναγνώστη ένα απολαυστικό λογοτεχνικό κείμενο.

Ο Παπαγιάννης είναι μια βιβλική μορφή, ένας ολοκληρωμένος χαρακτήρας που δεσπόζει σε όλο το μυθιστόρημα. Αυτός είναι η ραχοκοκαλιά του βιβλίου. Μικρός έμαθε γράμματα στην Αμμόχωστο στο σχολείο του ιερομόναχου Δοσίθεου και έπειτα θέλησε να ακολουθήσει τον δρόμο του Θεού και να γίνει ιερέας. Μέσα από τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα του, διακρίνεται η ικανότητα του συγγραφέα να αποκαλύπτει σταδιακά τα γνωρίσματά του. Συγκεντρώνει πολλά αντιθετικά χαρακτηριστικά, γι’ αυτό είναι βαθιά ανθρώπινος. Ιερέας με μια ιδιαίτερη κλίση στα γιατροσόφια, τις γητειές και τις αλοιφές με βότανα. Θα τον βρουν προσωπικές συμφορές, θα τον βασανίσουν διλήμματα, αλλά θα παλέψει και θα σταθεί στα πόδια του. Νεαρός έχασε την αγαπημένη του σύζυγο Ρουμπίνη, αλλά θα βρει αποκούμπι, για να αντέξει τη δύσκολη ζωή σε μια φτωχή νεαρή γυναίκα, την Αρχοντού έναν παράνομο για την εκκλησία έρωτα (απαγόρευε τον δεύτερο γάμο για τους ιερείς). Ιδιαίτερα δραστήριος, με τον ιδρώτα του δουλεύει τη μεγάλη κτηματική περιουσία του μέχρι τα γεράματα.
...
Όταν υποστήριξε, το 1891, τον διοικητή της Αμμοχώστου Γιαγκ στις εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, γιατί έβλεπε έναν άνθρωπο που ήθελε να προσφέρει και να βοηθήσει, εξυβρίστηκε ως Ιούδας Ισκαριώτης και προδότης της πατρίδας, γι’ αυτό τέθηκε σε αργία. Έλαβε μέρος στη δίκη που ακολούθησε και αργότερα αναμίχθηκε με το αρχιεπισκοπικό ζήτημα, που ταλαιπώρησε τον λαό για δέκα χρόνια (1900-1910). Πίστεψε αρχικά πως οι Άγγλοι θα έφερναν αλλαγή στον τόπο μετά την τουρκοκρατία που «μας εξαθλίωσε», θα πει στη Ρουμπίνη και θα προσθέσει: «Φυσάει νέος αέρας στον τόπο πια. Θα βάλουν τα πράγματα στη θέση τους. Είμαι σίγουρος ότι θα δείξουν ενδιαφέρον και θα φτιάξουν δρόμους για να μπορεί να μετακινείται ο κόσμος. [...] Οι Εγγλέζοι θα σεβαστούν τον τόπο. Είναι πολιτισμένος λαός και θα μας ακούσουν. Και ποιος ξέρει, ίσως σύντομα γίνουμε αφέντες στον τόπο μας. Φύσηξε επιτέλους νέος αέρας στο νησί». Ο Παπαγιάννης ενσαρκώνει την ελπίδα εκείνης της εποχής για καλύτερες μέρες. Μεθερμηνεύει τη γενικότερη αισιοδοξία του απλού λαού και της ηγεσίας του με αυτό που ονομάζει «νέο αέρα που φύσηξε στο νησί», προσδοκώντας να φτάσει η Κύπρος στην εκπλήρωση του εθνικού πόθου. Όμως ο Παπαγιάννης είναι ένα ανήσυχο πνεύμα και γρήγορα θα μάθει, θα διαβάσει σε εφημερίδες, θα ακούσει στις συζητήσεις με τον θείο του τον Ευαγγέλη στην Αμμόχωστο, και θα σχηματίσει την πραγματική εικόνα για τους Άγγλους, ότι δηλαδή πολιτική τους είναι η εξυπηρέτηση του δικού τους αποικιοκρατικού συμφέροντος (σ. 50-51). Θα συνειδητοποιήσει το ύπουλο παιχνίδι που έπαιζαν με το κατ’ επίφασιν δημοκρατικό Νομοθετικό Συμβούλιο. Ο Παπαγιάννης δεν παραγνωρίζει το λαϊκό αίσθημα για ένωση με την Ελλάδα, αλλά ως πολιτικό ον, σκέφτεται με βάση τη λογική, επικρίνοντας την πατριδοκαπηλεία: «κι εγώ θα ήθελα, αν ήταν δυνατό, να ενωθούμε με την Ελλάδα και σήμερα, ακόμα, αλλά δεν νομίζω ότι οι Άγγλοι θα δεχθούν να συζητήσουν τόσο νωρίς αυτή την υπόθεση. Θα πρέπει να περιμένουμε κάποιες καλές ευκαιρίες και να εκμεταλλευτούμε τους ίδιους για το καλό του τόπου». Εν τέλει, ο Παπαγιάννης, συνειδητοποιημένος πια και σοφότερος, θα αναλάβει πρόεδρος της Επιτροπής Αγώνα στα Βασιλικά ενάντια στην ανθελληνική στάση των Άγγλων και της προσπάθειάς τους να πείσουν πως «οι Κύπριοι δεν είναι Έλληνες».
 

30 Ιουλ 2025

ΕΝΑ ΣΥΧΝΟ ΛΑΘΟΣ στο πατρώνυμο του ζωγράφου Γ. ΠΟΛ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ

 

Μια λεπτομέρεια της πιο πάνω φωτογραφίας δημοσιεύτηκε στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας "Πολίτης" στις 27 Ιουλίου 2025, με την εξής (sic) λεζάντα: "Λώρενς Ντάρελ, διάσημος Βρεττανός μυθιστοριογράφος -Από αριστερά μαζί με τον Γιώργο Σεφέρη, την Αντουανέτα Διαμαντή και τον Morris Cardiff. Όρθιοι ο ζωγράφος Διαμαντής και ο γιος του. Φίλος και του ζωγράφου Paul Γεωργίου".

Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

ΕΝΑ  ΣΥΧΝΟ  ΛΑΘΟΣ
στο πατρώνυμο του ζωγράφου Γ. Πολ. Γεωργίου


Στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Πολίτης», στις 27 Ιουλίου 2025, δημοσιεύτηκε ως δισέλιδο χρονογράφημα, ένα κείμενο του Γενικού Διευθυντή του ΡΙΚ κ. Θανάση Τσώκου, με τίτλο Η Κυπριακή Ραδιοφωνική Υπηρεσία (ΚΡΥ) την περίοδο 1955-1959. Μεταξύ άλλων, ο συγγραφέας του άρθρου αναφέρεται και σε επιστολή του Λώρενς Ντάρρελ σχετικά με διορισμό του στην ΚΡΥ και στο Γραφείο Πληροφοριών, ο οποίος φαίνεται σε φωτογραφία στη λεζάντα της οποίας αναφέρεται ότι ο Ντάρρελ είναι «Φίλος και του ζωγράφου Paul (sic) Γεωργίου». Πολλοί άλλοι τον αναφέρουν και ως «Πωλ Γεωργίου». Στην ίδια περιγραφή της φωτογραφίας αναφέρεται ότι εικονίζεται ο μικρός γιος του ζωγράφου Αδαμάντιου Διαμαντή, Στην πραγματικότητα πρόκειται για τoν γιο του Maurice [όχι Morris] Cardiff  και όχι του Διαμαντή. Μπορεί κάποιος να το διαπιστώσει από την ιστοσελίδα Λάπηθος Lapithos, (το ορθόδοξο μοναστήρι της Αχειροποιήτου, όπου και η φωτογραφία, βρίσκεται στη Λάπηθο), αλλά και από το βιβλίο της αείμνηστης Ελένης Νικήτα Αδαμάντιος Διαμαντής έκδοση του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου 1998. Η λεζάντα της φωτογραφίας και στις δύο πηγές ταυτίζεται και έχει ως εξής: «Ο Σεφέρης, ο Λώρενς Ντάρρελ, η Αντουανέττα Διαμαντή, ο Maurice Cardiff, ο μικρός γιος του και ο Α. Διαμαντής, Αχειροποίητος 1953.

Ο ζωγράφος ...Paul είναι, βέβαια, ο γνωστός μέγιστος ζωγράφος της Κύπρου Γεώργιος Πολυβίου Γεωργίου. Υπέγραφε ως Γ. Πολ. Γεωργίου [G. Pol. Georghiou]. Ο πατέρας του, φυσικά, δεν ονομαζόταν Παύλος αλλά Πολύβιος [Πολ]. Λυπούμαι γιατί αυτό το λάθος επαναλαμβάνεται πολύ συχνά, σε δημοσιεύσεις για τον ζωγράφο, στον κυπριακό τύπο.

Πρέπει να τονισθεί όμως, ότι ο Ντάρρελ είχε εξοργίσει όλους τους ΄Έλληνες Κύπριους φίλους του, μετά από τη δραστηριοποίησή του στο Γραφείο Πληροφοριών. Η φωτογραφία την οποία σχολιάζουμε δεν δηλώνεται ότι είναι δύο χρόνια πριν από την έναρξη του αγώνα του ΄55-΄59 και αυτό είναι σημαντικό. Για τις σχέσεις του Γεωργίου με τον Λώρενς Ντάρρελ –πριν από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα και κατά τη διάρκειά του- παραπέμπω στο εξαιρετικό και εξαντλητικό άρθρο του Κυριάκου Ιακωβίδη Γεώργιος Πολ. Γεωργίου: ένας «collaborator» του Laurence Durrell και της βρεττανικής διοίκησης; Η διερεύνηση ενός χαρακτηρισμού. [Η Δέλτος, τχ. 2, Ιανουάριος-Ιούνιος 2018].

Ο Γ. Πολ. Γεωργίου ασχολήθηκε με τη ραδιοφωνία, αναλαμβάνοντας τη διεύθυνση του Ελληνικού Προγράμματος (Greek Programme Supervisor) της Κυπριακής Ραδιοφωνικής Υπηρεσίας από τον Μάρτιο 1952. Για δύο σχεδόν μήνες εκπαιδεύτηκε στο BBC, παρακολουθώντας μεθόδους ραδιοφωνικής παραγωγής. Ετοίμαζε και εκφωνούσε προγράμματα για τη ζωή των χωρικών, με κυπριακές ιστορίες, μύθους και λαϊκά παραμύθια, βοηθώντας τον κόσμο να γνωρίσει καλύτερα την αγροτική και γενικά την κυπριακή ζωή, τις παραδόσεις, την ιστορία και τη λογοτεχνία. Ήταν εκείνος που καθιέρωσε την αναμετάδοση από το ραδιόφωνο (μετά από ηχογράφηση) της θείας λειτουργίας του Αρχιεπισκόπου από τον Κύκκο. Για την εργασία στο ραδιόφωνο, που τον ενδιέφερε αρκετά, διατηρούσε διαμέρισμα στη Λευκωσία, κοντά στην Πλατεία Ελευθερίας. Την περίοδο εκείνη ανέπτυξε στενή φιλία με τον δημοσιογράφο Άλεξ Ευθυβούλου. Τελικά υπέβαλε την παραίτησή του από τις 11/2/1953, επειδή η Υπηρεσία δεν του ενέκρινε άδεια απουσίας δυόμισι μηνών, για να βρίσκεται στο Λονδίνο για την έκθεση των έργων του. Διευθετήθηκε όμως, παραμονή του για τρεις εβδομάδες στο Λονδίνο, για περαιτέρω εκπαίδευση στο BBC, στην παραγωγή ντοκιμαντέρ.

[Για τον Γ. Πολ. Γεωργίου χρησιμοποιήθηκαν και πληροφορίες από το βιβλίο του Γ. Κλεόπα «Αμμόχωστος, Άνθρωποι και Ιστορίες», Λευκωσία 2018] ˜

27 Ιουν 2025

ΖΗΝΩΝΑ ΖΑΝΝΕΤΟΥ: "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"

 


Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιά
μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

μέσα ἀπὸ τὴ θέρμη μιᾶς ἀνάγνωσης τοῦ
Ζήνωνα Ζαννέτου

Διάβασα μὲ ἐγνωσμένο ἐνδιαφέρον τὸ μυθιστόρημα τοῦ Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ» καί, χωρὶς πρόθεση κριτικῆς ἀποτίμησης, γράφω, κατιὼν μὲ τὴ μελάνη τοῦ κονδυλοφόρου, τις Σημειώσεις τῆς ἀνάγνωσής μου.

Ἐν ἀρχῇ, γιὰ τὰ δικά μου αἰσθητικὰ μέτρα, τὸ μυθιστόρημά αν και εἶναι η πρώτη μυθιστορηματική έκφραση τοῦ συγγραφέα, είναι έργο ώριμο με αξιοπρόσεχτη ποιότητα μυθιστορηματικής τεχνικής και τέχνης. Ἀδυνατῶ, βέβαια, νὰ εἰκάσω τὸν βαθμὸ τῆς ὑποδοχῆς του ἀπὸ τὴ σύγχρονη «ἀγορά», ἡ ὁποία ἀρέσκεται σὲ ἕναν, κατὰ συνθήκη, διαμορφωμένο συρμό, ὅπου ὁ σεξισμός, ὡς προκεχωρημένος καμασουτρισμός, ὁ ζοφώδης ψυχεδελισμός, ἐνίοτε καὶ ὁ τυφλὸς στρατευμένος ἰδεολογισμός, ὁ, δίκην ἀστυνομικῆς περιπέτειας, ἀνθρωποσφαγισμός, μονοπωλοῦν τὴν πλοκὴ καὶ τὴν εἰκονοποιητικὴ ἀφηγηματικὴ τεχνικὴ καὶ δράση, στὰ μυθιστορήματα τοῦ σήμερα.

Ἀξιέπαινη ἡ συνεκτική-συνθετικὴ ἁπλότητα τῆς ἀφηγηματικῆς του γραφῆς ὅσο καὶ ἡ φυσικότητα τῆς συναισθηματικῆς παρακολούθησης τῆς πλοκῆς, μὲ ἄκρως πειστικὸ τρόπο, ἔτσι ὥστε νὰ ἱστορικεύει τὸν μῦθο καὶ νὰ μυθοποιεῖ τὴν ἱστορία, σὲ ἑνοποιὸ ἀφηγηματικὸ κρᾶμα. Μιὰ ἄλλη ἀρετὴ τῆς γραφῆς του εἶναι ἡ γνώση καὶ ἡ ἀκριβὴς ἀποτύπωσή της, σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὴν τέχνη τῆς χειρωναξίας σὲ πλεῖστες ὅσες δραστηριότητες τῶν ἐπεισοδίων τῆς πλοκῆς: γεωργία καὶ τὰ χειροποίητα καὶ χειροκίνητα ἐργαλεῖα της, βοτανολογία καὶ λαϊκὴ ἰατρική, παραγωγὴ μεταξιοῦ κ.ἄ.π. Ἀκόμα, ἐπαινετέα εἶναι ἡ γνώση τῆς λαϊκῆς παράδοσης καὶ ἡ βιωματικὴ ἀναφορὰ καὶ περιγραφή της, ἡ λαϊκὴ συμπεριφορικὴ ἐθιμοτυπία, ζῶντα στοιχεῖα τοῦ βίου, ποὺ δίνουν ἐνάργεια καὶ ἐνδιαφέρον στὴ βιοτικὴ καθημερινότητα τῶν ἡρώων τοῦ μυθιστορήματος.

Θὰ χαρακτήριζα τὸ μυθιστόρημα Ἱστορικὴ Χρονογραφὴ μὲ τὸν τρόπο τῆς μυθοπλασίας, ἐπειδὴ τὰ ἱστορικὰ περιστατικὰ μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς ἀφηγηματικῆς τεχνικῆς μυθοποιοῦνται, ἐνῷ ὁ ἀφηγηματικὸς μῦθος βιώνεται ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη ὡς ἱστορικὸ συμβεβηκός, ὡς ἀληθὴς ἱστορικὴ πραγματικότητα. Τὸ μυθιστόρημα εἶναι γραμμένο μὲ τὴν παραδοσιακὴ τεχνικὴ τοῦ κλασσικοῦ μυθιστορήματος, μὲ ἔλλογη μυθοπλασία, χωρὶς ἐξεζητημένες ἢ ὑπέρλογες παθογένειες καὶ ἀνατροπές, χωρὶς ἀπάνθρωπες συγκρούσεις τοῦ παραλογικοῦ ζόφου ἢ τοῦ ψυχασθενικοῦ συρμοῦ. Τὸ μυθιστόρημα μοιάζει νὰ ὑπηρετεῖ τὴν πρωτογενῆ ἀνάγκη τοῦ πνεύματος νὰ ἀναβιώσει μνημικὰ μιὰ βιοτή, ἡ ὁποία μὲ τὴν ἀχλὺ τοῦ χρόνου φαντάζει ὡς ὄλβιος βίος, ἄξιος νὰ καταγραφῆ, γιὰ τὸ κάλλος ποὺ ἐκπέμπει. Ἡ ὀμορφιὰ καὶ ἡ συναισθηματικὴ συγκίνηση τῆς χειρωναξίας, τῆς δημιουργικῆς χειρωναξίας, γεννοῦσε τὸ κοινοτικὸ ἦθος τῆς ἀλληλεγγύης, τὸν βιοτικὸ διάλογο μὲ τὴ φύση, βιοτικὲς κοινοτικὲς δράσεις ποὺ παρήγαγαν ὑλικὸ καὶ ψυχικὸ πλοῦτο, πνευματικὸ κάλλος καὶ ὅ,τι ἐνέχει ἡ φιλόσοφη φράση «ὡς χαρίεν ἄνθρωπος...», πόσο χαριτωμένο -μὲ χάρες πλάσμα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος.

Ἡ ἀφηγηματικὴ τεχνικὴ ἐνέχει μιὰν εὔροη συνοχὴ καὶ ἐξελικτικότητα. Ἀκόμα καὶ τὰ ἀποκαλούμενα ἀφηγηματικὰ «ἐξαίφνης» τῆς πλοκῆς δὲν εἶναι γεννήματα πυροτεχνικὰ ἀλλὰ ὑπακούουν στὴ λογικὴ τῆς κανονιστικῆς ἀνατροπῆς καὶ τῆς κοινοτικῆς ὑγείας ἢ εἶναι καταστάσεις τοῦ ἄφευκτου πεπρωμένου τῆς Ζωῆς, χωρὶς νὰ μπαίνουν στὸν πειρασμὸ τῆς φανταστικῆς παραλογίας τοῦ ἀπάνθρωπου καὶ ψυχικὰ καὶ πνευματικὰ ἄρρωστου.

Ἡ περιγραφικὴ ἀκρίβεια τῆς λεπτομέρειας εἶναι μιὰ ἄλλη ἐπαινετέα ἀρετὴ τῆς συγγραφῆς, στηριζόμενη στὴν ἐγνοιασμένη παρατηρητικότητα τοῦ βίου καὶ τῆς Ζωῆς, μιὰ παρατηρητικότητα ποὺ προδίδει τὸν εἰλικρινῆ ἔρωτα τοῦ συγγραφέα πρὸς τὸν γενέθλιο τόπο καὶ τὴν ἀπωλεσθεῖσα κοινοτικὴ του βιοτή. Τὴν νοσταλγικὴ αὐτὴ βιοτὴ, η οποία παρήγαγε τὸ Καρπάσιο κοινοτικὸ Ἦθος καὶ τὸ ἐνάρετο κοινοτικὸ εὖ ζῆν, περιγράφεται πραγματούμενη μέσα στὸ μυθιστόρημα ὡς απότοκος της προβεβλημένης καὶ εἰλικρινοῦς ἀγάπης τοῦ συγγραφέα πρὸς τὸν γενέθλιο τόπο του καὶ τῆς ποιότητας τῆς δέσης τοῦ ὀμφάλιου λώρου τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ πνεύματος μὲ τὸν τόπο, στοιχεῖα ἀνιχνευόμενα μὲ τὴν ἀνάγνωση.

Μὲ ἕναν λόγο τὸ μυθιστόρημα «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» εἶναι ἡ γλυκαίσθητη φωνὴ τοῦ φιλόκαλλου Καρπασεώτη νόστου γιὰ τὸν ἀπωλεσθέντα κοινοτικὸν ὄλβο τοῦ τόπου, τὸν ὄλβο τῆς ἁπλότητας τοῦ βίου, τῆς ὀλιγαρκοῦς αὐτάρκειας, τοῦ εἰλικρινοῦς χαρμόσυνου βιώματος, μιᾶς εὐλογημένης ἡμερινῆς βιοτῆς ἀλλά, καὶ τοῦ δυσέκφραστης βίωσης τραγικοῦ τῆς Ζωῆς, τῆς ἐρημίας καὶ τῆς ὀρφάνιας τῆς Ζωῆς, ποὺ προκαλεῖται ἀπὸ τὴν ἀπώλεια τοῦ προσώπου. Ἕνα μεγαλεῖο τῆς ἁπλότητας τοῦ βιοτικοῦ χαρμόσυνου καὶ τῆς λιτότητας τοῦ τραγικοῦ, ποὺ λειτουργοῦν ὡς συναισθηματικὸ κρᾶμα τοῦ διαλόγου τῆς Ζωῆς.

Ἡ διεισδυτικὴ ἀναγνωστικὴ καταβύθιση στοὺς ἔμπονους πρωτογενεῖς προβληματισμοὺς τοῦ συγγραφέα Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ, αὐτοὺς ποὺ παράγουν τὴ λογοτεχνικὴ γραφή του (Ποίηση, Διήγημα, Μυθιστόρημα) ὁδηγεῖ τὸν ἀναγνώστη στὴ διαπίστωση πὼς ὅλα αὐτὰ τὰ πνευματικὰ καρπήματα εἶναι ἐκφάνσεις τοῦ συναισθηματικοῦ λυτρωμοῦ, ἀπὸ τὸ φωνῆεν χάραγμα, ποὺ ἀνείπωτα πειράζει καὶ δοκιμάζει τὸν συγγραφέα. Τὸ φωνῆεν τοῦτο χάραγμα, χαῖνον καὶ ἀνίατο στοὺς βύθιους τῆς καρδιᾶς τόπους, ἐπιγραμματικά, φωνεῖ τοῦτα τὰ λόγια: «Μήγαρις, ἀναγνώστη μου, ἔχω στὸν Νοῦ καὶ στὴν Καρδιά, τίποτις ἄλλο, πάρεξ τὸν ἀγαπημένο γενέθλιο τόπο τῆς Καρπάσου Γαίας τῆς Κύπρου, καὶ τὴν αἱμορροοῦσα πληγὴ τῆς μικρῆς πικρῆς μου Νήσου, πληγὴ ποὺ ἐνέχει καὶ τὸ βουβό της μοιρολόϊ γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς κατ’ ἄνθρωπον ὀλβιότητας τῆς δουλευούσης νῦν Διθαλάσσου Καρπασίας».

Αὐτή την ἀδευτέρωτη ὀλβιότητα τοῦ νόστου καὶ τῆς μνήμης τῆς Καρπασίας καὶ τὸ μακάριο κοινοτικὸ τῆς Ἦθος πειρᾶται νὰ ἀναβιώσει μὲ τὴ μελάνη τῆς καρδιᾶς μέσα στὸ μυθιστόρημα «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ» ὁ Νῖκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ.

Χρήσιμο κρίνω νὰ σημειωθῇ, ἐπὶ πλέον, καὶ τοῦτο τὸ σημαῖνον τοῦ λόγου τοῦ μυθιστορήματος, ὅπως αὐτὸ συνυφαίνεται μὲ τὴν ὅλη ἐπεισοδιακὴ πλοκὴ τοῦ ἔργου: Ὁ Καρπάσιος βιοτικὸς παλμὸς καὶ τὸ κοινοτικὸ ὅσο καὶ τὸ Προσωπικό, τῶν Προσώπων τῆς Καρπασίας Ἦθος, εἶναι διακεκριμένο δεῖγμα τοῦ Κοινοῦ τῶν Κυπρίων, ὅπως τοῦτο ἐκδηλωνόταν ὡς πολιτισμικὴ στάση καὶ ἔκφραση σὲ κάθε κοινότητα, μικρὴ ἢ μεγάλη, τῆς περιφερειακῆς Κύπρου, κατὰ συνέπειαν τὸ μυθιστόρημα «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ» εἶναι μιὰ ἄκρως ἐνδιαφέρουσα καὶ ἑλκυστικὴ περιγραφὴ τῆς ζώσας βιοτικῆς ἡμερινότητας τῆς Κύπρου κατὰ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα καὶ τῶν ἀπαρχῶν τοῦ 20ου αἰ. Τὸ ἔργο εἶναι ἕνα δρῶν σκηνικὸ τοπίο, ὅπου ἀκούονται οἱ διεκπεραιωτικὲς ἀπαντήσεις καὶ οἱ χειριστικὲς βιοτικὲς λύσεις τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Κύπρου στὰ ἑκάστοτε ἀνακύπτοντα προβλήματα τοπικοῦ ἢ εὐρύτερου ἐνδιαφέροντος. Μέσα ἀπὸ τὴ μυθοπλασία τοῦ ἔργου ὁ συγγραφέας ζωντανεύει, μὲ γνώση, ὕστερα ἀπὸ ἐνδελεχῆ ἔρευνα, τὴ συναισθηματικὴ ἀλλὰ καὶ στοχαστικὴ στάση στὴ διαχείριση προβλημάτων καὶ καταστάσεων κοινοῦ ἐνδιαφέροντος, πέραν τῶν προσωπικῶν, ἐνῷ ἀπὸ τὴ διαχείρηση, ὡς πλοκὴ τοῦ μύθου, ὡς πάθη καὶ συγκρούσεις, ὡς ἀγώνα ἰδεῶν καὶ ἰδεολογημάτων, τελικά ἀναδύεται ὁ λόγος τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς λαϊκῆς παράδοσης καὶ τῶν ἀξιῶν τοῦ βίου, ὅπως ἡ φιλοξενία, ἡ ἀλληλεγγύη, ἡ ἀντοχὴ καὶ ἡ ὑπέρβαση τῆς μαυρίλας τοῦ βίου καὶ ἡ ὑπαρξιακὴ ἔκβαση στὸ φῶς τῆς Ζωῆς καὶ τῆς γλυκαισθησίας της.

Τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 19ου αἰῶνα, ὁπότε, χρονικά, ἐξελίσσεται καὶ ὁ μῦθος τοῦ μυθιστορήματος, εἶναι τὰ χρόνια τῆς ἀκμῆς τῆς ἐπιστήμης τῆς Λαογραφίας. Τότε, ἐπίσης, ὡριμάζει καὶ ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἔννοιας τοῦ Ἔθνους, ὅπως τὴν ἀνέδειξε ὁ 19ος αἰῶνας, μὲ τὰ ἐπαναστατικὰ ἐθνικὰ κινήματα, γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ τῶν λαῶν τῆς Εὐρώπης ἀπὸ τὸν δούλειον ζυγὸν καὶ τὴν εἴσοδό τους στὴν ἀνεμπόδιστη ἔκφραση τῆς πολιτισμικῆς τους ταυτότητας, ὑπὸ καθεστὼς ἐλευθερίας, αὐτοδιάθεσης, άσκησης καὶ βίωσης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τοῦ ἀτόμου ἀλλὰ καὶ τοῦ συνόλου. Τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα παίρνουν τὴ μορφὴ παραδοσιακῶν βιωμάτων, τὰ ὁποῖα, ὡς βιοτικὲς ἐκφράσεις τῶν προσώπων γίνονται ἡ ὑποκείμενη ὕλη καὶ ἰλὺς τῆς Τέχνης μὲ τὰ ἴδια γνωρίσματα καὶ χαρακτηριστικὰ τῆς ἐποχῆς, ἐκφαίνοντα τὸ Ἦθος τοῦ κοινοῦ ἑνὸς ἔθνους. Μὲ τὴν ὀρθόλογον ἀναγωγὴν αὐτῶν τῶν πραγματικοτήτων τοῦ ἱστορικοῦ γεγονέναι στὸ ἴδιο τὸ μυθιστόρημα τοῦ Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ καὶ στὴν μυθοπλασία του ὁδηγούμαστε στὴν ἀναγνωστικὴ διαπίστωση ὅτι οἱ ἰδιαίτερες βιοτικὲς δράσεις καί τὰ παθήματα τῶν προσώπων, μὲ τὰ ὁποῖα διαπλέκεται ἡ μυθοπλασία, ἐκφαίνουν κατὰ τρόπον ἔνδηλον, τὸ Ἦθος αὐτῶν τῶν προσώπων, καὶ διευρυνόμενον, αὐτὸ τοῦτο τὸ ἦθος τοῦ Κοινοῦ τῶν Κυπρίων. Καί, σήμερα ποὺ ἡ κυπριακὴ βιοτὴ ἀναλίσκεται σὲ κατεστημένο κλίμα ἠθικοῦ ζόφου καὶ ἠθικῆς κρίσης ἡ ἀνεγνωσμένη ἀναστροφὴ τοῦ Ἕλληνα τῆς Κύπρου μὲ τὸ παραδοσιακὸ γονικό του Ἦθος εἶναι ὑπὲρ ποτὲ ἄλλοτε ἀναγκαία καὶ σωστικὰ ἐπωφελής.

Ὡς κατακλεῖδα τῶν ἀναγνωστικῶν μου παρατηρήσεων γιὰ τὸ μυθιστόρημα «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ», ἐπιστεγάζουσα, ἐν συνόψει, κάποιες ἑρμηνευτικὲς καταθέσεις, ἂς εἶναι ὁ ἀκόλουθος καταληκτήριος λόγος:

τὸ ἔργο «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιά», τὸ ὁποῖον, κατὰ προσωπικὴ αἰσθητικὴ ἐκτίμηση, χαρακτηρίζω ὡς «Μυθιστορηματικὴ Χρονογραφή», δραστικὸ τοπίο ἔχει τὴν περιφέρεια τῆς Καρπασίας κατὰ τὸ τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα, καὶ τὰς ἀπαρχὰς τοῦ 20ου, τότε ποὺ ἡ Κύπρος ἀπὸ Ὀθωμανικὴ κτήση καθίσταται, κατόπιν ἀγοραπωλησίας, ἰδιόκτητο νησὶ τῆς Βρεττανικῆς ἀποικιοκρατικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ μυθοπλασία τοῦ ἔργου εἶναι ἡ ἀκριβὴς εἰκόνα τῆς βιοτικῆς καθημερινότητας τοῦ μακρὰν τῆς Μητρόπολης τῶν Ἑλλήνων βιοῦντος Κυπριακοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐδῶ ποὺ ὁ κόσμος τοῦ Ὁμήρου εἶναι, ἐν πολλοῖς, παρὼν ἀλλὰ καὶ τοῦ Ὀρθόδοξου Βυζαντίου καὶ ὅπου τὰ βιωματικὰ αἰσθήματα, τὰ δοκιμασθέντα μέσα στὴ σοφία τοῦ βιοτικοῦ χρόνου καὶ στὸ καμίνι τῶν καιρῶν, ὑποστηρίζουν τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐνάργεια τοῦ μύθου καὶ τῆς πλοκῆς του ὡς στάγματα διαχρονικὰ τοῦ Ἤθους αὐτοῦ τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

Ἡ ἁπλότητα τοῦ λόγου καὶ ἡ ἀκριβὴς ἀποτύπωση τοῦ ἱστορικοῦ γεγονέναι τοῦ μύθου, ἀλλὰ καὶ ἡ χωρὶς μαλάματα καὶ ἄλλα ἑλκυστικὰ ἐπιθέματα ἀπόδοση τοῦ συναισθηματικοῦ πάσχειν τῶν ἡρώων τοῦ μυθιστορήματος καὶ τῶν δορυφόρων τους, εἶναι οἱ ἀρετὲς τῆς γραφῆς τοῦ Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ., ἀρετὲς ποὺ καθιστοῦν τὴν ἀνάγνωση εὐαναγνωσία εὐπρόσδεκτη καὶ τὸ μέλλον τοῦ ἔργου εὐόδιο. Καὶ σὺν τούτοις, ἡ ἑρμηνευτικὴ ἀποτίμηση καταθέτει λόγον εὔσημον, ἐπαινετόν, προτείνοντας τὴν ἐγγραφὴν τοῦ ἔργου στὶς δέλτους τῆς Εθνικής Λογοτεχνικῆς δημιουργίας, δέλτους ποὺ συνιστοῦν καὶ τὸ φωτισμένο πρόσωπο τῆς λογοτεχνίας μας, σωστικὰ καὶ διαχρονικά.

Ἂν νομιμοποιοῦμαι νὰ δανειστὼ ὡς συναρωγὸ τῆς ἑρμηνευτικῆς μου σκέψης, τὴ διαχρονικὴ ρήση του Καβάφη θὰ ἔλεγα τελειώνοντας τοῦτο: Φίλε συγγραφέα, ἡ γραφὴ τοῦ μυθιστορήματος «Ὅταν σωπάσαν τὰ πουλιὰ» ἂν καὶ εἶναι τὸ πρῶτο σου βῆμα στὴ Λογοτεχνία τοῦ μυθιστορήματος, τὸ πρῶτο σου σκαλὶ στὴν κλίμακα αὐτῆς τῆς Τέχνης, ὅπως θάλεγε ὁ Καβάφης, ἐν τούτοις ὁ βηματισμὸς στὸ πρῶτο αὐτὸ σκαλὶ σὲ καθιστᾶ ἑταῖρο στὴ Σύν-Τεχνία τῶν μαϊστόρων τῆς μυθιστορίας, στὴ νοητὴ Πολιτεία αὐτῆς τῆς Τέχνης στὸ νησί μας. Ἄξιος ὁ μισθός Σου.

10 Ιουν 2025

ΠΑΥΛΟΥ ΠΑΣΙΟΥΡΤΙΔΗ, "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"

 


Παύλος Πασιουρτίδης

Νίκου Νικολάου- Χατζημιχαήλ
Όταν σωπάσαν τα πουλιά

[ΑΝΕΥ, τχ.94, Άνοιξη 2025, σελ.76] 


Είναι με μεγάλο ενδιαφέρον που διάβασα τη νέα δουλειά του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Ο συγγραφέας δεν είναι η πρώτη φορά που εισέρχεται στον λογοτεχνικό χώρο. Στις προηγούμενες τέσσερις δεκαετίες -από το 1984 μέχρι το 2024- έχει παρουσιάσει τέσσερις ποιητικές συλλογές και τρεις συλλογές με διηγήματα. Η συλλογή του «Η Κόρη του Δραγουμάνου» τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο διηγήματος. Αυτή τη φορά όμως μας εξέπληξε ευχάριστα με ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Πρόκειται για το βιβλίο του με τίτλο «Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Μια όμορφη και προσεγμένη έκδοση 260 περίπου σελίδων από τις (αυτο)εκδόσεις του «Κάρβας». Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι μια λεπτομέρεια από τον πίνακα του Ολλανδού μυστικιστή ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος «Ο κήπος των επίγειων απολαύσεων και η κόλαση». Προφανώς υπάρχει κάποιος συσχετισμός και υπαινιγμός για δρώμενα που θα συναντήσει ο αναγνώστης αργότερα στο κείμενο.

Κατά τον ψυχίατρο Καρλ Γιούνγκ, φαίνεται πως τίποτε στον κόσμο μας δεν είναι τυχαίο. Τα γεγονότα όπου και να εξελίσσονται συνδέουν με κάποιο τρόπο τις ανθρώπινες ψυχές, και αυτό αντιπροσωπεύει τις σημαντικές συμπτώσεις που μας συμβαίνουν. Αυτό θα το ανακαλύψει σύντομα ο συγγραφέας, όταν μερικές φωτοτυπίες από μια αγγλόφωνη εφημερίδα, που του χάρισε ο στενός φίλος του Φοίβος Σταυρίδης, περιείχαν αναφορές για το χωριό του Βασίλι, και πιο συγκεκριμένα για έναν ιερέα, που από μικρό παιδί είχε ακούσει να λέγονται πολλά από τους συγχωριανούς του. Αυτό ήταν για τον συγγραφέα μια μεγάλη ανακάλυψη αλλά και ταυτόχρονα μια πρόκληση που αποφάσισε να αποδεχτεί. Αρχίζει λοιπόν την αναζήτησή του, όπως μας λέει στο επιμύθιό του, μέσα από τις ρίζες τις οικογένειάς του. Ανασκαλίζει μνήμες από παλιές ιστορίες, ανθρώπινες και αληθινές. Ψάχνει σε εφημερίδες και περιοδικά, αναζητά επίσημα έγγραφα και οικογενειακές σημειώσεις. Αλλά και η «καλή πλευρά του διαδικτύου» θα βοηθήσει σημαντικά. Έτσι σιγά σιγά φωλιάζει στο μυαλό του η ιδέα για να γράψει «ένα μυθιστόρημα που θα συνδύαζε την ιστορική αλήθεια, εμβολιασμένη με την οικογενειακή προφορική παράδοση, αντί άλλης μυθοπλασίας

Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο αυτό, του Ν.Ν-Χ, γρήγορα θα καταλάβει, πως πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, με υπαρκτούς ανθρώπους και αληθινές ιστορίες, που άφησαν τα ίχνη τους στην περίοδο μεταξύ 1879 και 1921 που απασχολεί τον συγγραφέα. Η ιστορία εξελίσσεται στην αγαπημένη του γενέθλια γη, την περιοχή Καρπασίας, στο μικρό χωριό Βασίλι, καθώς και στα γύρο χωριά και την πόλη της Αμμοχώστου. Η Κύπρος οδηγείται από την Τουρκοκρατία στην Αγγλική κυριαρχία. Η νέα αλλαγή δίνει χαρά και ελπίδα στους Ελληνοκύπριους κατοίκους του νησιού. Θα αξιωθεί άραγε να δει καλύτερες μέρες ο δύσμοιρος τούτος τόπος από τον νέο του αφέντη; Κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημα ένας νεαρός ιερέας ο Παπαγιάννης ή Παπασπάθας, όπως τον αποκαλούν οι συγχωριανοί του. Λεβέντης σωστός. Ακούραστος, γεμάτος ζωή, δύναμη και με νέες ιδέες. Άνθρωπος των πράξεων και όχι των λόγων. Καλλιεργεί τη γη του, φυτεύει δέντρα και αμπέλια, κτίζει νέα εκκλησία και σχολείο. Καβάλα στο άσπρο του άλογο τον Πήγασο, αγέρωχος, ευθυτενής, αποφασιστικός, ίδιος ο «Αη Γιώργης» έτοιμος να παλέψει με κάθε εμπόδιο που θα του έκλεινε το δρόμο. Παντρεύεται την όμορφη Ρουμπίνη του με το γλυκό χαμόγελο που σύντομα μένει έγκυος. Τα πάντα φαίνονται σαν παράδεισος για το νεαρό ιερέα. Το όμορφο χωριό, το περιβόλι με το μπόλικο νερό, τα αμπέλια και ο μύλος που λειτουργεί μια χαρά, το παιδί που σύντομα θα έλθει. Τι άλλο να ζητήσει κάποιος από τη ζωή; Δυστυχώς όμως, για την πρόσκαιρη ανθρώπινη ευτυχία, δεν ξέρουμε ποιος θεός, ποια μοίρα, η ποιο φθονερό μάτι, επεμβαίνει ξαφνικά και τα πάντα μετατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη σε ερείπια, σε αβάστακτον πόνο και ανείπωτη δυστυχία. Στην Ελληνική Μυθολογία αλλά και σε όλες τις Τραγωδίες κανένας θεός δεν μπορούσε να απαλλάξει τον άνθρωπο από την τύχη του. Η υπέρβαση των ορίων είναι αδύνατη. Ο υπέρτατος Νους δεν ανέχεται αταξία στο σύμπαν γι’ αυτό η θέληση των θεών και η δύναμη της μοίρας γίνονται ένα και το αυτό. Ο Παπαγιάννης δεν θα αποτελέσει εξαίρεση. Λίγοι μήνες τον χωρίζουν από τον παράδεισο στην κόλαση. Η γυναίκα του η Ρουμπίνη μερικές μέρες μετά που θα γεννήσει τη κόρη τους τη Μαρία θα πεθάνει αφήνοντας τον Παπαγιάννη μόνο να αντιμετωπίσει ένα σωρό προβλήματα και με ένα βρέφος που «χρειάζεται τη βοήθεια του». Στο κλάμα και τα δυνατά «Γιατί; Γιατί; Θεέ μου Γιατί; ο Κυρίος δεν του απάντησε. Η αυστηρή ματιά του σαν να του έλεγε πως «έπρεπε μοναχός να βρει τη δύναμη να σταθεί όρθιος σε τούτη τη ζωή».

Η ζωή συνεχίζεται και ο νεαρός ιερέας είναι αναγκασμένος να την ακολουθήσει. Οι γεωργικές ασχολίες πρέπει να συνεχίσουν, τα προϊόντα πρέπει να πάνε στην αγορά. Μεταβαίνει πιο τακτικά τώρα στην αγορά της Αμμοχώστου. Εκεί συναντά παλιούς φίλους και συγγενείς. Μερικοί μάλιστα από αυτούς είναι σημαντικά πρόσωπα στο χώρο της πολιτικής, της διοίκησης, καθώς και στα εκκλησιαστικά πράγματα του τόπου. Η αγάπη του για την Κύπρο αλλά και το χωριό του δεν τον αφήνει αδιάφορο. Έτσι με την πρόθεση των Άγγλων να δημιουργήσουν το Νομοθετικό Συμβούλιο, «ένα μικρό αλλά ελεγχόμενο βήμα ελευθερίας» των Κυπρίων αρχίζουν οι κομματικές και εκκλησιαστικές διεργασίες για την ανάδειξη βουλευτών. Ο Παπαγιάννης υποστηρίζει τον Άγγλο Διοικητή Αμμοχώστου Αρθούρο Γιαγκ που έχει υποσχεθεί να κάνει μεγάλα έργα στην πόλη αλλά και στην περιοχή Καρπασίας. Αυτό εκλαμβάνεται από τους εκκλησιαστικούς και άλλους παράγοντες σαν πράξη προδοσίας, γιατί θεωρούν πως είναι τέχνασμα των Άγγλων να υφαρπάξουν μια βουλευτική έδρα από τους Ελληνοκυπρίους. Ο κόσμος διχάζεται και ο νεαρός ιερέας βρίσκεται στο κέντρο μεγάλης δικαστικής διαμάχης και άλλων σοβαρών καταστάσεων. Από τη διαδικασία της δίκης αυτής μπορούμε να πληροφορηθούμε άγνωστα γεγονότα με αρκετές λεπτομέρειες. Στο μεταξύ την περίοδο αυτή, η νεαρή βοηθός του Παπαγιάννη η Αρχοντού μένει έγκυος. Τα καθημερινά κουτσομπολιά που πάνε και έρχονται συνεχώς, φτάνουν πολύ σύντομα στην Αρχιεπισκοπή. Η ηθική είναι μια έννοια ρευστή. Μεταβάλλεται συνεχώς μέσα στον χρόνο ανάλογα με την κοινωνική, θρησκευτική και πνευματική μας διεύρυνση. Για την εκκλησία όμως το Δόγμα και η Παράδοση είναι αμετάβλητα. Ο Παπαγιάννης έρχεται σε σύγκρουση με την εκκλησιαστική αρχή τόσο για τις διαφορετικές απόψεις του για το Νομοθετικό Συμβούλιο όσο και για τις «απαράδεκτες ερωτικές του δραστηριότητες» Τιμωρείται για τα «αμαρτήματα» αυτά δυο φορές με αργία. Ο φανατισμός και το μίσος που ακολουθεί τις Αρχιεπισκοπικές εκλογές της εποχής, μας υπενθυμίζουν πως τα πράγματα δεν αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου αλλά ανακυκλώνονται με διαφορετικά ονόματα.

Με το βιβλίο του «Όταν σωπάσαν τα πουλιά» ο Ν. Ν-Χατζημιχαήλ βάζει το δικό του αποτύπωμα στον χώρο του Κυπριακού Ιστορικού Μυθιστορήματος. Τολμά να συνδέσει την ιστορία και την παράδοση του νησιού με γεγονότα και χαρακτήρες βγαλμένα μέσα από την καθημερινή ζωή της οικογένειάς του. Δύσκολο εγχείρημα αλλά τα καταφέρνει πολύ καλά. Με το δικό του απλό και χωρίς υπερβολές ύφος, κρατάει σταθερά το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.

Πυργά Λάρνακας, Ιανουαρίου 16, 2025

8 Ιουν 2025

100 ΧΡΟΝΙΑ ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

 

Μίκης Θεοδωράκης
αφιέρωμα
100 χρόνια από τη γέννησή του (1925-2025)

Αυτό το καλοκαίρι του 2025 κλείνουν 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου Έλληνα Μίκη Θεοδωράκη και σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας και της Κύπρου γίνονται εκδηλώσεις για να τιμηθεί η μνήμη αυτού του τεράστιου Δημιουργού. Μια αναζήτηση στο διαδίκτυο δείχνει πόσο μεγάλο είναι το μέγεθος και η ποικιλία των εκδηλώσεων.

Την περασμένη Τετάρτη, 4 Ιουνίου, η Λεμεσός και πιο συγκεκριμένα ο Σύνδεσμος Φίλων του Πολιτιστικού Ομίλου «Διάσταση» έδωσαν το δικό τους αφιέρωμα. Η πραγματοποίηση με επιτυχία αυτής της μαγευτικής βραδιάς οφείλεται στο συγκρότημα «Ες Αεί» και το Φωνητικό Σύνολο «Διάσταση», που τραγούδησαν συνθέσεις του Θεοδωράκη κυρίως όμως, στον ακούραστο φίλο του Μίκη, τον Κώστα Σερέζη, που ήταν ο κύριος ομιλητής/αφηγητής της εκδήλωσης, που μάγεψε το κοινό με «Προσωπικές εμπειρίες από τα ταξίδια του Μίκη Θεοδωράκη ανά την υφήλιο, που αναδεικνύουν την οικουμενική του διάσταση». Εκτός από αυτά προβλήθηκε και ένα δωδεκάλεπτο απόσπασμα από ντοκυμαντέρ που γύρισε ο ίδιος το 1994, όταν κάλυπτε, με πρόσκληση του ίδιου του Θεοδωράκη, τη θριαμβευτική μηνιαία περιοδεία του στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Και ακόμα, στον χώρο έγινε και έκθεση ντοκουμέντων από το αρχείο του ομιλητή.


Σχετικά με την εκδήλωση, στον πιο κάτω σύνδεσμο, που παραπέμπει στο ιστολόγιό μου «Ο ΛΟΓΟΣΥΛΛΕΚΤΗΣ», μπορείτε να διαβάσετε το εξαιρετικό κείμενο του δημοσιογράφου Παύλου Κ. Παύλου.

[ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΣΕΡΕΖΗ]

Ένα κείμενο διαμάντι, αληθινό, ακριβές, σαφές και ευσύνοπτο, μέσα από το οποίο φαίνεται και η φιλική σχέση του με τον Κώστα Σερέζη. Οι δύο φίλοι, φαίνεται πως είναι άξιοι για κάθε έπαινο, γιατί ο καθένας με τη δική του φωνή κατόρθωσαν να δημιουργήσουν την πιο δημοφιλή εικόνα τους στον χώρο. Το κείμενο του Παύλου θα το βρείτε και στο τέλος αυτής της ανάρτησης.

Ο τίτλος της ομιλίας του Κώστα Σερέζη παραπέμπει στο βιβλίο του με τίτλο «Μίκης Θεοδωράκης, ο οικουμενικός», μαρτυρία, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002. Το βιβλίο, την ίδια χρονιά γνώρισε και δεύτερη έκδοση και ίσως σύντομα γνωρίσει και τρίτη. Σ’ αυτό το βιβλίο αναφέρεται το πιο κάτω μικρό κείμενό μου, το οποίο βρίσκεται αναρτημένο στο ιστολόγιό μου «ΝΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ»

ΚΩΣΤΑ ΣΕΡΕΖΗ, ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ    

 ###

 Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Κώστα Σερέζη
Μίκης Θεοδωράκης ο Οικουμενικός
[Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002]

Για τον πολύπλαγκτο και πολύευκτο Μίκη Θεοδωράκη έχουν γραφτεί πολλές δεκάδες βιβλία, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, για το έργο του και για τις άλλες διαστάσεις της πολυκύμαντης ζωής του. Και ο ίδιος έγραψε πολλά βιβλία, μεταξύ αυτών και τη συγκλονιστική αυτοβιογραφία του «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου», Ένα βιβλίο από αυτά, έχει μια ιδιαίτερη αξία: είναι το βιβλίο του Κώστα Σερέζη «Μίκης Θεοδωράκης, ο οικουμενικός». Δεν είναι βιογραφία ούτε ακολουθεί χρονολογικά τη δημιουργική πορεία του Θεοδωράκη. Είναι μια ελεύθερη σύνθεση, που έχει σκοπό να μας αποκαλύψει την οικουμενικότητα του Θεοδωράκη. Ο Κώστας Σερέζης κάλυψε δημοσιογραφικά διάφορες περιοδείες του στο εξωτερικό και τον έζησε απο κοντά. Το γεγονός ότι ο ίδιος ο Θεοδωράκης εμπιστεύθηκε τον Κώστα Σερέζη λόγω της ποιότητας της δουλειάς του, φαίνεται από τα ίδια τα λόγια του Θεοδωράκη: «...Ευχαριστώ τον Κώστα Σερέζη που μου κάνει την τιμή να ασχολείται με το έργο μου και με το άτομό μου. Αυτό με συγκινεί και με ευχαριστεί ιδιαίτερα γιατί ό,τι κάνει το κάνει υπεύθυνα, σοβαρά και προπαντός όμορφα!». Για το βιβλίο μίλησαν πολλοί και σημαντικοί άνθρωποι όπως ο αείμνηστος Κώστας Γεωργουσόπουλος, που είπε ότι «...αυτό που καταθέτει με το βιβλίο του ο Κώστας Σερέζης, το καταθέτει με ευγλωττία, με αγάπη, με τιμιότητα και με δημοσιογραφική ακρίβεια».

Το βιβλίο αυτό του Κώστα Σερέζη δεν ήταν αυτοσκοπός. Προϋπήρξαν παροτρύνσεις φίλων του, μετά που άκουγαν μαγεμένοι την αφήγησή του, σε εκδηλώσεις για τον Θεοδωράκη. Έτσι προέκυψε. Και δεν είναι πολυσέλιδο, έχει μόνο εκατόν είκοσι οκτώ σελίδες, που φιλοξενούν είκοσι δύο ολιγοσέλιδα αυτόνομα κείμενα με κοινό παρονομαστή την αφήγηση, η οποία εστιάζει σε γεγονότα, που αναδεικνύουν την οικουμενικότητα του Θεοδωράκη. Όλα τα κείμενα συνοδεύονται με εικαστικό υλικό και ντοκουμέντα από το αρχείο του Θεοδωράκη, του συγγραφέα αλλά και άλλων.

 Δεν το κρύβω ότι με την ευκαιρία της εκδήλωσης στη Λεμεσό για τα 100 χρόνια του Μίκη Θεοδωράκη, ξαναδιαβάζοντάς το, μετά από τόσα χρόνια, ένιωσα την ίδια συγκίνηση όπως όταν το πρωτοδιάβασα. Διάφορα γεγονότα, που περιγράφονται σε κάποιες σελίδες του, μου θύμισαν δικές μου εμπειρίες π.χ. όταν η χούντα των Αθηνών είχε απαγορεύσει τα τραγούδια του Θεοδωράκη και οι αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ άδειαζαν τα δισκοπωλεία της Λευκωσίας για να ακούνε τα τραγούδια του κρυφά στο σπίτι τους. Αυτό μου θύμισε τη ζοφερή εποχή της δικτατορίας, που καθώς επιστρέφαμε για καλοκαιρινές διακοπές στην Κύπρο από την Αθήνα όπου σπουδάζαμε και το αεροπλάνο έμπαινε στον εναέριο χώρο της Κύπρου ξαφνικά ακουγόταν από τα μεγάφωνα το χρυσοπράσινο φύλλο, το χελιδονάκι ή άλλα τραγούδια του Θεοδωράκη. Τι ευχάριστο ξάφνιασμα. Γέμιζαν τα πνεμόνια μας, η καρδιά μας, χαρά! Ελευθερία! Δημοκρατία!

Τα προηγούμενα χρόνια, στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 ως έφηβοι, στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου, ακούγαμε, κυρίως, τα τραγούδια του Θεοδωράκη, αλλά ακούγαμε και Beatles και τραγούδια του Ξαρχάκου και του Ζαμπέτα. Είχαμε την τύχη να μαθαίνουμε γράμματα από κάποιους φωτισμένους δασκάλους, που έφερναν ακόμα και μαγνητόφωνο στην τάξη. Όλα τα τραγούδια, βαθιά αποτυπωμένα μέσα μας, τα έχω φυλαγμένα σε ένα... δημοσιογραφικό Reporters Notebook, που έχει επιζήσει μετά από 63 χρόνια μπορώ να τραγουδήσω όλα τα τραγούδια που περιέχει, βλέποντας μόνο τον τίτλο και να μεταφέρομαι νοερά στην ολοζώντανη, ονειρική πόλη μας να θυμάμαι τα δροσερά κορίτσια, που κυνηγούσαμε στην οδό Δημοκρατίας.

Στο πρώτο κείμενο του βιβλίου, ο Κώστας Σερέζης περιγράφει ένα απλό γεγονός, μια σκηνή στην οποία υπήρξε μάρτυρας και δείχνει την οικουμενικότητα του Θεοδωράκη. Είναι ένα μικρό σερεζικό κείμενο, ίσως το πιο μικρό, αλλά γραμμένο με τόση γλαφυρότητα, που κατορθώνει να μεταδώσει τη συγκίνηση του συγγραφέα και στον αναγνώστη. Την ίδια ποιότητα έχουν όλα τα κείμενα του βιβλίου. Νά πως περιγράφει τη σκηνή: «Ήταν μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης. 28 Απριλίου του 1994. Ύστερα από ένα δεκάωρο ταξίδι, φτάσαμε κουρα­σμένοι στην άλλη ακτή του Ατλαντικού. Στο αεροδρόμιο της Νέας Υόρκης. που έμελλε να είναι η αρχή μιας μηνιαίας θριαμβευτικής περιοδείας του Μίκη Θεοδωράκη στις Η­νωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, περιμέναμε να περά­σει από τις τελωνειακές διατυπώσεις και το τελευταίο μέ­λος της συνοδείας του συνθέτη. για να μεταβούμε όλοι μα­ζί στο ξενοδοχείο. Τελευταίος ήταν. κατά τύχη. ο ηθοποιός Κώστας Καζάκος. Όταν επιτέλους φάνηκε κι αρχίσαμε την πλάκα αν η καθυστέρηση οφειλόταν στο γεγονός ότι θεωρήθηκε ύποπτος, είδαμε να προβάλλουν πίσω από αυ­τόν δύο Γιαπωνέζοι. που με ευγένεια πλησίασαν το συνθέ­τη και τον ρώτησαν αν μπορεί να τους δώσει ένα αυτόγρα­φο. 0 συνθέτης ανταποκρίθηκε και οι Γιαπωνέζοι. κουρα­σμένοι ταξιδιώτες κι αυτοί, ερχόμενοι από πιο μακρινό μέρος από το δικό μας. απομακρύνθηκαν με έκδηλη ευχα­ρίστηση. σκύβοντας το κορμί από τη μέση κι απάνω. σε ε­κείνο το χαρακτηριστικό χαιρετισμό της πατρίδας τους.

Αν διάλεξα αυτό το γραφικό όσο και ασήμαντο επει­σόδιο –«πολλά θα μάθεις αν το ασήμαντο εμβαθύνεις», λέει σε ένα στίχο του ο Οδυσσέας Ελύτης– για να αρχίσω αυτή τη συνοπτική περιδιάβαση στη ζωή και το έργο του Μίκη Θεοδωράκη είναι για να δείξω ευθύς εξαρχής πόσο οικουμενικός είναι σήμερα ο συνθέτης και πόσο αντιπρο­σωπευτικό σύμβολο έχει γίνει του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Ένα αυτόγραφο είναι σίγουρα κάτι πολύ κοινό όταν το ζητάει κανείς από ένα εφήμερο πρόσωπο του θεάματος, από ένα σταρ του κινηματογράφου ή του αθλητισμού. Όταν όμως το ζητάει ένας Γιαπωνέζος, που ήταν αγέννητος την εποχή που ο Θεοδωράκης έγραφε τη μουσική για τον Ζορμπά, από ένα συνθέτη με τόσο ελλη­νικό χρώμα στη δουλειά του. δείχνει ότι ο συνθέτης της Ρωμιοσύνης έχει μια παγκόσμια ακτινοβολία, πέρα από επίκαιρες αφορμές και μόδες».

Στην αρχή του βιβλίου υπάρχει ένα σχέδιο του Μίκη Θεοδωράκη με μολύβι, του Χρήστου Γαρουφαλή, ειδικά για την έκδοση αυτή. Το σχέδιο με λίγες μόνο λεπτομέρειες,
δίνει τον θεληματικό χαρακτήρα του συνθέτη και το μουσικό του αυτί, ανοικτό σε κάθε ήχο. Με τον ίδιο τρόπο ο Κώστας Σερέζης, χρησιμοποιώντας όμως, με την ίδια ευαισθησία και γλαφυρότητα τα δικά του υλικά, δηλαδή τα πετράδια του λόγου, κτίζει το πορτραίτο του μεγάλου συνθέτη, αγωνιστή και μαχητή της συμφιλίωσης ανθρώπων και λαών Μίκη Θεοδωράκη. Και είναι ένα γνήσιο πορτραίτο γιατί όλα όσα αναφέρει στο βιβλίο του τα έχει ζήσει. Η αξία του είναι διαχρονική. Όσο ο Μίκης Θεοδωράκης ζει στη συλλογική μνήμη, άλλο τόσο θα ζει και το βιβλίο του Κώστα Σερέζη!

###

Παύλου Κ. Παύλου
δημοσιογράφου

Μίκης Θεοδωράκης ο οικουμενικός,
με οδηγό τον Κώστα Σερέζη
και τη μουσική συνοδεία της «Διάστασης»

 


Τυχεροί όσοι ζήσαμε το βράδυ της Τετάρτης, 4 Ιουνίου 2025, στο φιλόξενο σπίτι τού Πολιτιστικού Ομίλου «ΔΙΑΣΤΑΣΗ», με το συμβολικό όνομα «ΠΛΕΥΣΙΣ», στο παλιό λιμάνι Λεμεσού, την εκδήλωση-αφιέρωμα για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Μίκη Θεοδωράκη (1925-2025). Τυχεροί, γιατί στο συναρπαστικό οδοιπορικό για τον βίο και την πολιτεία του μεγάλου και μοναδικού αυτού Έλληνα, Ανθρώπου, Δημιουργού, είχαμε οδηγό κάποιον που τον γνώρισε όσο λίγοι, αφού είχε το μοναδικό προνόμιο να συνοδεύει τον Μίκη, να ζήσει μαζί του και να καλύψει όλες τις ανά την υφήλιο συγκλονιστικές εμφανίσεις του. Καλεσμένος, μάλιστα, ως άτομο από τον ίδιο τον μεγάλο συνθέτη,λόγω φιλίας και εκτίμησης: Τον Λεμεσιανό με μικρασιατικές ρίζες, τον Λευκωσιάτη με ενεργό παρουσίαστην πνευματική και κοινωνική ζωή της πρωτεύουσας, τον Αθηναίο με έντονη παρουσία στο κλεινόν άστυ, τον κοσμοπολίτη, ευπατρίδη Κώστα Σερέζη.

Όταν ο ακούραστος Αργύρης Αργυρίου, συνεχιστής του πολυδιάστατου έργου και προσφοράς τού αλησμόνητου πατέρα του,Αμερίκου Αργυρίου, κάλεσε, εκ μέρους του Συνδέσμου Φίλων Πολιτιστικού Ομίλου Διάσταση, τον Κώστα Σερέζη από την Αθήνα, ως κύριο ομιλητή στην εκδήλωση-αφιέρωμα για τον Μίκη Θεοδωράκη, ο καλός και εκλεκτός φίλος άφησε κατά μέρος ό, τι άλλο τον απασχολούσε (και ήσαν πολλά), και έσπευσε στην αγαπημένη του Λεμεσό, την πόλη όπου γεννήθηκε και κουβαλά πάντα μαζί του.

Ο Σερέζης έχει και το χάρισμα της επικοινωνίας, που σε συνδυασμό με τον υπέροχο, γλαφυρό, αφηγηματικότου λόγο, όταν βρίσκεται ως ομιλητής στο βήμα, καθίσταται πόλος έλξης που μαγνητίζει το ακροατήριο.Αυτό έγινε και στην εκδήλωση στον χώρο της διασωθείσας παλιάς αποθήκης του λιμανιού της Λεμεσού, που χάρη στη φροντίδα και το μεράκι του εμπνευσμένου και…αμετανόητου, πιστού υπηρέτη του Πολιτισμού Μάριου Παπαδόπουλου, που από το 1984 με ομάδα φίλων ίδρυσαν τη ΔΙΑΣΤΑΣΗ, μετατράπηκε σε χώρο πολιτιστικής δράσης και δημιουργίας.

Στην όμορφη, λοιπόν,εκείνη βραδιά, με μια γλυκιά δροσιά χωρίς καθόλου υγρασία, ο Σερέζης στο βήμα να μεταφέρει τις μοναδικές προσωπικές εμπειρίες του από τα ταξίδια του Θεοδωράκη, το μουσικό σχήμα «Ες αεί» και το «Φωνητικό Σύνολο Διάσταση» να τον πλαισιώνουν και να ερμηνεύουν μοναδικά επιλεγμένες μουσικές δημιουργίες του Μίκη, με σύντομο απόσπασμα στη βίντεο-οθόνη από ντοκυμαντέρ του Σερέζη, με το οποίο κάλυψε την επίσκεψη του Θεοδωράκη στις ΗΠΑ το 1984, με έκθεση φωτογραφικών ντοκουμέντων από το αρχείο Σερέζη,και όλους εμάς να κρεμόμαστε από τα χείλη τού ομιλητή, καθώς ξεδίπλωνε την οικουμενική διάσταση του μεγάλου Έλληνα.

Ο Σερέζης, άλλωστε, είναι ο πρώτος που με το γνωστό βιβλίο τουαπεκάλεσε τον Θεοδωράκη«οικουμενικό». (Τίτλος του βιβλίου «Μίκης Θεοδωράκης, ο οικουμενικός»).Το πόσο το πέτυχε ο Σερέζης, χρείαν ουκ έχομεν άλλην από όσα οπερίφημος κριτικός Κώστας Γεωργουσόπουλος είπε: «Ο Μίκης Θεοδωράκης μπόλιασε το δένδρο της Ανατολής με τους καρπούς της Δύσης. Και αυτό καταθέτει με ευγλωττία, με αγάπη, με τιμιότητα και με δημοσιογραφική ακρίβεια ο Κώστας Σερέζης».

Ευχαριστούμε από καρδιάς όλους τους συντελεστές αυτής της ξεχωριστής εκδήλωσης, που μάς χάρισε στιγμές ευφορίας, σε μια ζοφερή περιρρέουσα και ένα τοξικό πολιτικό κλίμα που μάς συνθλίβει. Διάσταση, συνέχισε.