1 Μαρ 2025

ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΧΑΙΡΑ


ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΑΜΥΓΔΑΛΙΕΣ ΣΤΟΝ ΜΑΧΑΙΡΑ
[Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Γ. Πολ. Γεωργίου, "Ες αεί", εμπνευσμένο από τη θυσία του Γρηγόρη Αυξεντίου, στις 3 του Μάρτη το 1957].


Κυριάκου Χαραλαμπίδη
ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ

(Σημείωση τοῦ ποιητῆ: Τίτλος: Τὸ χρυσὸ κλειδὶ τῆς Λευκωσίας. Τὸ πρόσφερε ὁ Δήμαρχος τῆς πόλης στὴ Βασίλισσα τῆς Ἀγγλίας, ὅταν ἐπισκέφθηκε τὴν Κύπρο στὸ πλαίσιο τῆς Διάσκεψης Κορυφῆς τῆς Κοινοπολιτείας (21-25.10.1993). Ἡ ἐπίδοση τοῦ κλειδιοῦ στὴ «βασίλισσα τῆς ἀγχόνης», ὅπως χαρακτηριστικὰ τὴν ἀποκάλεσαν, ξύπνησε μνῆμες ὀδυνηρές, προκάλεσε διαμαρτυρίες καὶ ζωηρὲς συζητήσεις).

Οἱ φρόνιμοι κι οἱ νούσιμοι μᾶς λέγανε: Φιλᾶτε 
χέρι ξερὸ οἱ ἀδύναμοι∙ δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶτε 
πὼς χρεία εἶναι νὰ σκύβουμε, νὰ κρύβουμε τὴ σκέψη 
καὶ στὴν τρανὴ Βασίλισσα νὰ δίνουμε κλειδί. 

Τί σημασία ἔχει ποὺ ἡ Regina 
δὲν ἔστεργε στὰ νιᾶτα της μιὰ στάλα χάρη 
σὲ φλογεροὺς ἀγωνιστές; φούρκιζε τὴν ψυχή τους. 
Σάμπως κι ὅταν ὑπέγραφε γνώριζε κὰν γραφή; 
Ἄλλοι σπουδάζανε γι' αὐτήν, ἄλλοι γι' αὐτὴν νοιαζόντανε, 
λουζόντανε, κοιμόντανε, σμίγανε τοὺς ἀντράδες, 
σὲ πόλεμο πηγαίνανε καὶ φυσικὴν ἀνάγκη. 
Ὅλοι γι' αὐτὴν ὑποταγήν, γιὰ λόγου της ξοδεύονταν. 

Ἔτσι λοιπὸν ἀνοίγοντας ὁ γελωτοποιός της 
τὴν τρομερὴ δεφτέρα του, τὴν Γκίνες καλουμένη, 
διαβάζει αὐτά: Ἡ θεόπεμπτη (περίχυτος ἰσχύος) 
κατήντησε, ὡς βασίλισσα τῆς Ἰγγλετέρας, νὰ εἶναι 
ἡ πλουσιότερη στὴ γῆ θνητή ‒μπὰ σὲ καλό της! 

Δὲν τὴν ἀρκοῦσε ποὺ ἤτανε μὲ νύφες καὶ μ' ἐγγόνια 
ἤθελε καὶ χρυσᾶ κλειδιὰ μὲς στὰ κλουβιά της. 
Καὶ πῶς ἀλλιῶς θ' ἀνέδιδε ὀσμὴν τῆς βασιλείας; 
Πῶς νὰ φουσκώσει τὸ ψωμὶ τῆς Κοινοπολιτείας; 

Βρῆκε τὴ λύση ἡ καψερὴ∙ ἔφαγε τὸ φεγγάρι 
καὶ πέταξε τὰ φλούδια του στὴ θάλασσα τῆς Κύπρου. 
Σκίζει τὸν κόρφο της γοργά, ἀπόδειξη νὰ λάβει: 
Χρυσὸ κλειδὶ ν' ἀναδυθεῖ στὴ θέση του κυμάτου 
νὰ πάρει χρῶμα κι ἄρωμα λόγιομου αἱμάτου 
νὰ στάζουν χάρες καὶ χαρὲς τὰ χείλια καὶ τὰ στήθια 
τῆς τρομερῆς λευκῆς θεᾶς τοῦ σκοταδιοῦ. 

Μὴ γελαστεῖτε, ἁπλοϊκοὶ νησιῶτες τοῦ προβάτου, 
νὰ δῶστε χάλκινο κλειδὶ καὶ μᾶλλον σκουριασμένο. 
Μὴ σᾶς ξεμοναχιάσουνε καὶ σᾶς συμπαρασύρουν 
μισὸ νὰ δώσετε κλειδὶ μιᾶς πόλης μοιρασμένης. 
Ὀργὴ καὶ πάθη, τραύματα παρωχημένα κι ἄλλα 
πολλὰ καὶ σειρηνοειδῆ τραγούδια τῆς ψυχῆς σας 
νεκρῶστε τα πρὶν εἶναι ἀργά, πρὶν ἐγκιβωτισθεῖτε. 
Ἐμεῖς σοφὰ ὁμιλήσαμε∙ ἡ ἐκλογὴ δική σας. 

Τ’ ἄκουσε ὁ κλειδοκράτορας τῶν Οὐρανῶν ὁ Πέτρος 
καὶ σιγανομουρμούρισε ἕνα χαλκὸ τραγούδι: 
Φεγγάρι ἐδῶ, φεγγάρι ἐκεῖ, «νάσος τὰς Ἀφροδίτας», 
πόσο μακραίνουν τὰ μαλλιὰ σὰν κλίμακα Ἰωάννου! 
Πόσο μ' ἀγγίζει τὸ φιλὶ στὴν ταπεινὴ καρδιά μου, 
κι ἂν πέφτει σκύβω πιάνω το νά 'ρθῶ στὰ σύγκαλά μου. 

Ὀκτώβρης 1993 

[Κ. Χ., "Μεθιστορία", ΑΓΡΑ 1995, σελ. 109]






 

28 Φεβ 2025

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ 57 ΑΔΙΚΟΧΑΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ

Η μικρή συμβολή μου στη μνήμη
των 57 αδικοχαμένων των Τεμπών

ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΜΝΗΜΕΙΟ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ


 

 

22 Φεβ 2025

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ


ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ 
γεννιέται σαν σήμερα 
22 Φεβρουαρίου 1928

Η ΣΚΗΤΗ
α΄

Στο βάθος τα βουνά του Μαχαιρά
Μέσα σε σύννεφα πυκνά
Κρύβουν τον ήλιο∙ καταχνιά!

Μα οι αχτίδες
Βρίσκουν διέξοδο σε δέσμες
Και στη δροσιά του δειλινού
Το πράσινο χορτάρι αναπνέει.

Εμείς, οι γραφικοί περιπατητές
Σχολιάζουμε την επιφάνεια του τοπίου
Χωρίς ν’ ακούμε του χειμάρρου τη βοή
Που ρέει κάτω απ’ τον φλοιό
Χωρίς να αισθανόμαστε τον ρυθμό του
Που σε λίγο θα ξεσπάσει σε μαβί.

Είναι οι μυροφόρες, βέβαια
Οι μυροφόρες που ενδύουν το σώμα τους
Βιαστικά που ενδύουν το γυμνό τους σώμα
Καθώς η μεγάλη μέρα πλησιάζει.

β΄

στην απόκρημνη πλαγιά του βουνού ♦ μια σκήτη μυστική στη γη έχω σκάψει ♦ είναι από πέτρα σκληρή ♦ και μέσα σ’ αυτή του βουνού τη σπηλιά ♦ κλαίω, γελώ, τραγουδώ, σιωπώ ♦ για τον τόπο μου ονειρεύομαι κι ακούω τ’ αηδόνι.

της ανοιξιάτικης μέρας το φως καταυγάζει τον σπήλιο ♦ μου φωνάζουν, βγες έξω απ’ το ψέμα και το μαύρο σκοτάδι ♦ βγες έξω στο φως, στην αλήθεια ♦ μα δεν ξέρουν πως το φως είναι εδώ ♦ κι έξω είναι το πηχτό, το αιώνιο δικό τους σκοτάδι ♦ μέσα μου φουντώνει για λευτεριά ένας πόθος ♦ ο εχθρός δεν με σκιάζει, παρά μόνο οι προδότες ♦ μα, νά τους έφτασαν κιόλας τριγύρω στη σκήτη κουρδισμένοι οπλισμένοι στρατιώτες ♦ γνωρίζουν ποιος είμαι ♦ και τα πάντα θα κάνουν να κερδίσουν τη μάχη που σε λίγο θ’ αρχίσει.

ο αρχηγός στους εξήντα ουρλιάζει ♦ κι έναν λεβέντη όπως είπε διαλέγει ♦ με σαφείς εντολές τη ζωή να μου πάρει ♦ μα πριν Προλάβει μια σκέψη να κάνει ♦ η ζωή η δική του τελειώνει ♦ λίγα μέτρα μακριά από του φούρνου τη λάβρα.

και τότε των άνανδρων φτάνει η ώρα ♦ οι δειλοί στον απολέμητο σπήλιο ρίχνουν βενζίνη ♦ καίνε το σώμα μέσα σε λίγα λεπτά ♦ καίνε μονάχα το σώμα ♦ κι έναν μικρό τρυπομάζη – δίπλα στη σκήτη, που είχε φτιάξει τη δική του φωλιά ♦ όμως την ψυχή δεν μπορούν να την κάψουν ♦ την ιστορία αυτή στους αιώνες θα λέει ο πατέρας στον γιο κι ο παππούς στο εγγόνι.

με την παλάμη το σημάδι μου αφήνω ♦ στην πέτρα μου αφήνω ♦ ένα κόκκινο σημάδι από αίμα.

[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, Πικρόλιθος, σημειώσεις σχεδίας, Κάρβας 2014]


2 Φεβ 2025

Ο ΠΑΥΛΟΣ Κ. ΠΑΥΛΟΥ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"


ΠΑΥΛΟΣ Κ. ΠΑΥΛΟΥ
Το ιστορικό μυθιστόρημα 
του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
[Σήμερα 2 του Φλεβάρη 2025, στην εφημερίδα "ο Φιλελεύθερος", ελεύθερα, σ.59]

Ο δημοσιογράφος, συγγραφέας και ποιητής ΠΑΥΛΟΣ Κ. ΠΑΥΛΟΥ συναντά το ιστορικό μυθιστόρημά μου.

Στην ξεχασμένη Κύπρο του χθες, τέλη του 19ου αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι Άγγλοι αποικιοκράτες διαδέχθηκαν τους Οθωμανούς στο νησί μας και ο ταλαιπωρημένος λαός ανάσανε κάπως ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες, μάς ταξιδεύει με τη λογοτεχνική γραφή και τη μαστορική του αφήγηση ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με το μυθιστόρημά του «Όταν σωπάσαν τα πουλιά», πρώτο στη μακρά, γόνιμη παρουσία του στην πνευματική δημιουργία, με διηγήματα (Κρατικό Βραβείο 2003), ποίηση, βιβλιογραφίες, εργογραφίες, μεταφράσεις, δοκίμια, χρονογραφήματα).

Πρόκειται για ένα σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα που ως μορφή λογοτεχνικής δημιουργίας ανθεί τα τελευταία χρόνια. Πέραν του λογοτεχνικού ταλέντου, το είδος αυτό απαιτεί ενδελεχή έρευνα, μελέτη αρχείων, συλλογή πληροφοριών από μαρτυρίες, κοινωνική και οικογενειακή παράδοση, προσωπική γνώση και μνήμη. Δηλώνω προσωπικά μεγάλη προτίμηση στο λογοτεχνικό ιστορικό μυθιστόρημα, όπως το γνώρισα από σειρά βιβλίων των διακεκριμένων λογοτεχνών Ρέας Γαλανάκη («Ο αιώνας των Λαβυρίνθων», «Αμίλητα, βαθιά νερά»), Νίκου Θέμελη («Ανατροπή», «Αναζήτηση», «Αναλαμπή») και Γιάννη Καλπούζου («Ιμαρέτ»,«Εράν», «Ουρανόπετρα»).

Σ’ αυτήν την κατηγορία κατατάσσεται επαξίως ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με το υπό αναφορά μυθιστόρημά του. Όπως ομολογεί ο ίδιος στο πολύ χρήσιμο «Επιμύθιον» τού βιβλίου του, «καθώς σε μια γωνιά του σκληρού δίσκου του μυαλού μου μαζεύτηκαν πληροφορίες δεκαετιών, άρχισα να συγκεντρώνω περισσότερες πληροφορίες από εφημερίδες της εποχής, με στόχο να μάθω όλη την ιστορία και αν ήταν δυνατό να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα συνδύαζε την ιστορική αλήθεια εμβολιασμένη με την οικογενειακή προφορική παράδοση, αντί άλλης μυθοπλασίας».

Κάτι που πετυχαίνει απόλυτα, με ένα συνθετικό αφήγημα που συνιστά πατριδογνωσία (κι ας μην παρεξηγείται ο όρος), αυτογνωσία, αναβίωση τόπων, ονομάτων, συνηθειών, ύφους και ήθους των παππούδων και προπαππούδων μας, σε μια Κύπρο παραμελημένη, με ένα λαό που, ύστερα από αιώνων ανελεύθερου βίου κάτω από ξένους κατακτητές, αναζητεί και ονειρεύεται καλύτερες μέρες. Αφήγημα που έχει και χαρακτήρα προσωπικό και εξομολογητικό για τον συγγραφέα, καθώς πολλά από τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις 250 τόσες σελίδες του ανήκουν στο οικογενειακό του δέντρο. Ομολογεί: «Βρέθηκα μπροστά σε διπλές και τριπλές οικογενειακές τραγωδίες, που για πρώτη φορά γνώριζα και με συγκλόνιζαν. Τα γεγονότα, τελικά, που περιγράφονται στο μυθιστόρημα είναι τόσα πολλά, ώστε η δική μου μυθοπλασία περιορίστηκε μόνο στις περιγραφές για τη σύνδεση των πραγματικών γεγονότων μεταξύ τους. Κρατήθηκαν τα πραγματικά ονόματα των προσώπων, εκτός από το όνομα της Αρκοντούς, του παράνομου έρωτα του Παπαγιάννη, και κάποιες περιπτώσεις όπου δεν διασώθηκαν τα ονόματα».

Στέκομαι στην ερωτική αυτή σχέση του ιερωμένου, ο οποίος έχασε την όμορφη σύζυγό του Ρουμπίνη που υπεραγαπούσε, μετά που γέννησε το πρώτο τους παιδί, για να αναδείξω μιαν άλλη αρετή, κατά τη γνώμη μου, του βιβλίου, που αφορά στη διακριτικότητα με την οποία ο συγγραφέας την περιγράφει, γεγονός που φανερώνει σεβασμό και κατανόηση προς τον τραγικό ήρωά του. Αυτό θα εκφραστεί πότε με τρεις απλές τελείες και πότε με περίτεχνη, εκλεπτυσμένη περιγραφή: «Του φάνηκε τόσο γλυκιά και όμορφη στο αμυδρό φως του λυχναριού. Στη μύτη του ήρθε η έντονη μυρωδιά της κάνναβης, ακούμπησε το λυχνάρι στο βαρέλι κι όπως ήτανε οι δυο τους γονατισμένοι την αγκάλιασε κι έγειραν επάνω στις καναβίτσες, που ήταν στρωμένες δίπλα τους. Αχ! αυτές οι καινούργιες καναβίτσες είχαν ένα πολύ ηδονικό βαρύ άρωμα, που τους έφερε ζάλη…».

Οι Εγγλέζοι φτάνουν στο νησί

Το κουβάρι της συναρπαστικής αφήγησης αρχίζει να ξετυλίγεται στο 1879, ένα μόλις χρόνο μετά την άφιξη των νέων αφεντάδων της Κύπρου, και ο Θοδωρής θα σχολιάσει με σιγουριά στον Παπαγιάννη, κυρίαρχη μορφή του μυθιστορήματος, πως «τώρα που ήρταν οι Εγγλέζοι θα αλλάξουν τα πράματα, δείχνουν ενδιαφέρον. Είναι πολιτισμένοι και θα μας ακούσουν. Οι Τούρκοι δεν γνοιάζονταν για τέτοια θέματα, τρακόσια χρόνια δεν έκαναν τίποτε». Καθώς εξελίσσεται η πλοκή, θα κινηθούμε σε χώρους της κατεχόμενης Κύπρου, τους οποίους ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά, τα Βασιλικά (Βασίλι, χωριό καταγωγής του) δίπλα στην Παναγία την Κανακαριά, Λεονάρισσο, Βουκολίδα, στο Μπογάζι και το Τρίκωμο (το μεγαλοχώρι για τη μεγάλη δίκη που αποκαλύπτει πολλά), Γιαλούσα, Ριζοκάρπασο κι όλη την Καρπασία ώς το μοναστήρι τ’ Αποστόλου Αντρέα. Και φυσικά το Βαρώσι. Μέσα από τις ασχολίες των ηρώων, ανθρώπων δεμένων με την πλούσια σε ιστορία γη και τα ζώα τους, θα ξανακούσουμε το τακ τακ τ’ αλακατιού, καθώς το μουλάρι με τις μεγάλες πέτσινες παρωπίδες το γυρίζει για να βγάλει νερό από τον λάκκο. Θα σεργιανίσουμε στα πανηγύρια με τους πραματευτάδες και στο ζωοπάζαρο. Θα ακούσουμε ξεχασμένα ονόματα γεωργικών εργαλείων και αντικειμένων του σπιτιού, τα ζίβανα και τα καζάνια που έβγαζαν την απαραίτητη ρατζή. Το καματερό για το μετάξι, το δουλάππι και τον αργαλειό. Όλη η χαμένη στο βάθος του χρόνου Κύπρος περνά κινηματογραφικά από τις σελίδες του βιβλίου.\

Ο συγγραφέας κατέχει την τέχνη της αφήγησης, απαραίτητο στοιχείο για κάθε μυθιστόρημα, η πλοκή εξελίσσεται κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η γλώσσα του, χωρίς περιττά φτιασίδια, πλούσια, ζωντανή. Στοιχείο αξιοπρόσεκτο και η χρήση της καθαρεύουσας εκεί που πρέπει. Με κεντρικό πρόσωπο τον Παπαγιάννη, προσωπικότητα ηγετική και πληθωρική, μπροστάρη για να κτιστεί στο χωριό εκκλησία και σχολείο, που ήξερε κόσμο, που περνούσε ο λόγος του και «καθάριζε» για πολλούς. Που ύψωνε ανάστημα στους Τούρκους, οι οποίοι δεν ήθελαν να καταλάβουν πως η κυριαρχία τους τέλειωσε. Που είχε δική του γνώμη και άποψη, για την οποία πλήρωσε ακριβά, καθώς αποκλήθηκε προδότης της πατρίδας και Ιούδας Ισκαριώτης. Όλα αυτά, όταν με την αγγλική διοίκηση παρουσιάστηκαν τα πρώτα δειλά ψήγματα πολιτικής εκπροσώπησης στο Νομοθετικό Συμβούλιο, ή στις αρχιεπισκοπικές εκλογές, εμφανίστηκαν και οι γνωστές παθογένειες της φυλής, ίντριγκες και ραδιουργίες, μίσος και διχόνοια, απειλές, απροκάλυπτοι εκβιασμοί, εκδίκηση. Κοντά σ’ αυτά, σε χαμηλούς ομολογουμένως τόνους, υφέρπει και εκδηλώνεται ο πόθος για εθνική ολοκλήρωση, συμπυκνωμένος στη λέξη Ένωση.

Η ιστορία εξελίσσεται χρονικά ώς τις αρχές του 1922, αφού ολοκληρώνεται ένας κύκλος ζωής, με γάμους, γεννητούρια και θανάτους, ξενιτεμούς για καλύτερη ζωή, χαρές και λύπες, σε μια περιρρέουσα αλλοτινής εποχής. Προζύμι έτοιμο, θεωρώ, για μια τηλεοπτική μίνι σειρά εποχής. Στη σημαδιακή χρονιά του 1922, η Ιστορική αφήγηση κάνει απλώς μια στάση, καθώς ο συγγραφέας προαναγγέλλει πως: «Μετά τον θάνατο των δύο προγόνων μου η ζωή δεν σταμάτησε φυσικά. Από τότε έχουν συμβεί συνταρακτικά πράγματα στην οικογένεια, στην πατρίδα: Τα Οκτωβριανά, η Διασκεπτική Συνέλευση, ο απελευθερωτικός αγώνας του ΄55 και η βάρβαρη τουρκική εισβολή στο νησί. Τα γεγονότα όμως αυτά αποτελούν το θέμα ενός άλλου βιβλίου, που άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου, αν και μερικά από αυτά, κυρίως όσα αναφέρονται στην εισβολή, έχουν περάσει ήδη στα εκδομένα διηγήματα και την ποίησή μου».

«Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Αποκτήστε το, διαβάστε το, γιατί αξίζει.


 

30 Ιαν 2025

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΣΕΡΕΖΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"


Πήρα το πιο κάτω σχόλιο από τον Κώστα Σερέζη από την Αθήνα. Δεν έχει τη μορφή και το χαρακτήρα άρθρου με σκοπό να δημοσιευτεί, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, μια και είναι γραμμένο σε ουδέτερο ύφος. Προοριζόταν για μένα και για μερικούς κοινούς φίλους, όπως μου έγραψε, γι’ αυτό και περιέχει πολλά προσωπικά στοιχεία που έχουν σχέση με την κατάσταση της υγείας του αυτή την εποχή. Μου άρεσε η προσέγγισή του στο βιβλίο μου και παρά τα προσωπικά στοιχεία που περιλαμβάνει ζήτησα την άδειά του να το αναρτήσω εδώ, αφαιρώντας ό,τι δεν θα ήθελε να δημοσιοποιηθεί. Μου απάντησε ότι τίποτε δεν τον ενοχλεί και ανέφερε τη γνωστή φράση του Ισοκράτη “κοινή γαρ η τύχη…”. Στο δε εισαγωγικό του σημείωμα με το οποίο συνόδευσε το σχόλιο που μου έστειλε, ανέφερε, μεταξύ άλλων: Σου το γράφω για να σου τονίσω ότι έχω αποσυντονιστεί πλήρως, και υπ’ αυτές τις συνθήκες έγινε η ανάγνωση του βιβλίου σου και το σχόλιό μου. 


"Όταν σωπάσαν τα πουλιά"
 μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ


Στιγμιαίες εντυπώσεις
του Κώστα Σερέζη, σε τόνο προσωπικό.


Η πρώτη εντύπωση όπως την αποκόμισα κάτω από ιδιαίτερες προσωπικές συνθήκες θεωρώ ότι είναι ενδεικτική της δύναμης που περικλείει αυτό το μυθιστόρημα.

Υπό το βάρος, λοιπόν, κάποιων προβλημάτων τα οποία μάλλον ψυχολογικά επιδρούν στον εαυτό μου, βρέθηκα κάποια ώρα ενός πρωινού να μην έχω τι να κάνω, όσο κι αν αυτό, ακόμη και σε μένα, ακούγεται περίεργα. Μερικά από τα στοιχεία που με έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση ήταν ο πόνος από την ισχιαλγία που μου προέκυψε τον τελευταίο καιρό, το γεγονός ότι ήμουν μακριά από τον υπολογιστή μου, όπου υπήρχαν οι απαρχές κάποιων κειμένων στα οποία η εκκρεμότητα για την ολοκλήρωσή τους ήταν ένα καρφί επείγουσας αναμονής, όπως σε αναστολή είχε τεθεί και η παντός είδους ενημέρωσή μου πάνω στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις και στις δυο πατρίδες, όπως και στις ειδήσεις στη διεθνή τους διάσταση, κάτι που ανελλιπώς και από ανάγκη τηρώ καθημερινά. Το διαλειμματικό αυτό κενό προέκυψε από το γεγονός ότι η κυρία Αφροδίτη που φροντίζει τη λάτρα του σπιτιού μας ήταν στο υπνοδωμάτιό μου για να το φέρει σε τάξη, κάτι που κάνει κάθε Σάββατο. Στην κουζίνα, λοιπόν, μετά το πρόγευμα, χωρίς καφέ που δεν τον συνηθίζω, δεν ήξερα τι να κάνω. Επέλεξα τότε να διαβάσω ένα βιβλίο από τα πολλά που πήρα ως τιμητική προσφορά από τους συγγραφείς τους, προς τους οποίους νιώθω την ηθική υποχρέωση να γράψω δυο λόγια με τρόπο που να φανεί ότι διάβασα πράγματι τα έργα τους. Πράξη χρονοβόρα βέβαια, αλλά αυτονόητης, αν μήτι άλλο, ευγενικής ανταπόκρισης. Το βιβλίο ήταν το μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ  "Όταν σωπάσαν τα πουλιά". Ενός φίλου συγγραφέα και ποιητή, με τον οποίον η προσέγγιση προέκυψε, μεταξύ άλλων, από την τάση που έχουμε και οι δυο να αγαπάμε τα ωραία πράγματα, να μην αγνοούμε αλλά να στεκόμαστε στη λεπτομέρεια, όταν είναι ενδεικτική μιας αλήθειας, και να μην είμαστε αγνώμονες προς εκείνους που πάσχισαν με τη ζωή και τη δράση τους να υπηρετήσουν τον τόπο, όποια λάθη κι αν έχουν κάνει. Γιατί το λάθος είναι ανθρώπινο, το εσκεμμένο λάθος και  η παθιασμένη απερισκεψία σε βάρος του κοινωνικού συνόλου είναι πράξεις απάνθρωπες, προς τις οποίες η απέχθεια και το “κατηγορώ” είναι αντιδράσεις ακόμη και των απλών ανθρώπων που νιώθουν ότι έχουν ευθύνη προς τον εαυτό τους πρωτίστως, ευθύνη επιβεβλημένη από ένα, περίεργης υφής, καθήκον. Επιπλέον ο Νίκος με την ιδιότητα του σπουδαγμένου μαθηματικού όλα αυτά τα κάνει με τη συνέπεια και την τελειότητα που το αριθμητικό απόλυτο επιβάλλει.

Ο χρόνος που είχα διαθέσιμος μου επέτρεψε να διαβάσω το πρώτο μέρος που εκτείνεται σε 44 σελίδες του έργου του. Η δόκιμη γλώσσα του, όπου το μέτρο είναι κανόνας με την πεζότητα της καθημερινότητας που περιγράφει να μην της αποστερεί μια κάποια δόση λυρικής διάστασης· ενισχύει από την άλλη μια γοητευτικότητα στην ανέλιξη του μύθου που στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα του 1879 και μετά, με φόντο την ιστορική αλλαγή που επήλθε ένα χρόνο πριν, με την διακυβέρνηση του τόπου από τους Βρετανούς. Γεωγραφικός χώρος η χερσόνησος της Καρπασίας και τα χωριά της με τα πρωτότυπα ελληνικά ονόματα, που χρωματίζεται από πολλές απόψεις με ιμπρεσιονιστικούς χαρακτηρισμούς, μια πειστική αναβίωση ενός τόπου που περιγράφεται με μια αίσθηση ονείρου, με τρόπο που αποδίδει αφηγηματικά κάτι σαν τον αέρα αιγαιοπελαγίτικου χώρου, όπως όντως εκπέμπει η ακριτική αυτή περιοχή της Κύπρου στην νησιωτική άκρη της Ανατολικής Μεσογείου. Ο καμβάς του μύθου περιστρέφεται γύρω από  έναν ιερέα που συναντά Βρετανούς ταξιδιώτες ενώ η αφοσιωμένη και όμορφη γυναίκα του πρόκειται να φέρει στον κόσμο το παιδί τους. Τη χάνει με τρόπο οδυνηρό στη γέννα. Οι κοινωνικές συνθήκες είναι κι αυτές δηλωτικές της αξίας του βιβλίου. Απανωτές οι εξελίξεις, καθηλωτικές όχι με τη συνταγή της αστυνομικής περιπέτειας αλλά με την αίσθηση που δημιουργεί το αληθινό και το προσγειωμένο που έχει τη χάρη του ανεξήγητου και μοναδικού.

Από κει και πέρα η μέρα μου κύλησε φορτωμένη με πολλά, όπως πάντα, που με κρατούν όμως σε εγρήγορση. Και επιπλέον επίσκεψη στη φυσικοθεραπεύτρια αρχές της οδού Ιπποκράτους, στο κέντρο της Αθήνας, με την απεργία των ταξί, μια και αποφεύγω να οδηγώ στην κατάσταση που βρίσκομαι, να κάνουν περιπετειώδη την εκεί μετάβασή μου, ενώ οι ασκήσεις, εξαντλητικές και σε διάρκεια, με μηχανήματα και χωρίς αυτά, επέτειναν τη δοκιμασία της ημέρας.

Αν περιγράφω όλη αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι για να συμπεράνω πως αργά το βράδυ, με τα τόσα που έχουν μεσολαβήσει μερικά από τα οποία σκόπιμα αναφέρω, δεν μου έχουν αμβλύνει τις έντονες εντυπώσεις από την ανάγνωση μέρους μόνο από το μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Σαν να είχα ζήσει προσωπικά όσα περιέγραψε. Διατηρούσα στη μνήμη μου ζωντανά τις συνισταμένες από την πρώτη προσέγγιση και μια διαρκή εντύπωση από την αφήγηση για ένα τόπο, που δοκιμάστηκε, απομονωμένος όπως είναι, τόσο πολύ από την τουρκική εισβολή του 1974 και εξακολουθεί να βρίσκεται στα φύλλα της καρδιάς μας. 

Είναι η προσωπική αυτή αντιμετώπιση αντικειμενική μιας κριτικής, όχι φιλολογικής, με τη ματιά έστω ενός φιλαναγνώστη και μόνο, χωρίς άλλες φιλοδοξίες; Μα αν δεν κρίνω από τον εαυτό μου, από τις δικές μου αντιδράσεις, γιατί να δανειστώ άλλα αποδεικτικά στοιχεία για να εκφέρω τη γνώμη μου, όσο κι αν αυτή είναι αρκετή για να με ικανοποιήσει χωρίς ψευδαισθήσεις; 

***

Το πρώτο μέρος λειτουργεί κάπως σαν εισαγωγή, χωρίς να είναι ακριβώς έτσι. Είναι σαν την ουβερτούρα ορχηστρικού έργου, το οποίο εν συνεχεία αναπτύσσεται σε πολλές κατευθύνσεις. Οι εξελίξεις που ακολουθούν είναι καταιγιστικές, έχουν σχέση με προσωπικά πάθη, με τη συμπεριφορά των νέων αφεντάδων του τόπου, με τα κατάλοιπα της συμπεριφοράς των προηγούμενων, με τις ανώριμες συμπεριφορές της εκκλησιαστικής ηγεσίας όπως εκ παραδόσεως υπάρχει σε τμήματα του έθνους υπό ανελεύθερο καθεστώς, με τις αδυναμίες και τα προτερήματα των ανθρώπων, με κοινωνικές καταστάσεις, με τα καπρίτσια του καιρού, με τις συμπτώσεις, τα απροσδόκητα, τα τυχαία, τα αναπάντεχα, τα κακά και τα ωραία.

Όλα αυτά τα περιγράφει ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ με ήρεμη, ελεγμένη γραφή, δεν παρασύρεται συναισθηματικά, είναι κυρίαρχος των εκφραστικών του μέσων, κι αυτό είναι ένα από τα προτερήματα του βιβλίου του και της ιστορικής του κατάθεσης. Γιατί ο καμβάς του μύθου του, που έχει να κάνει με πρόσωπα που υπήρξαν, κινείται στο ιστορικό πλαίσιο μιας οριακής στιγμής της Κύπρου όταν πέρασε από την οθωμανική κυριαρχία στη βρετανική «κηδεμόνευση», αρχικά. Δεν είναι ιστοριογράφος. Ιστορικό είναι το πλαίσιο της ιστορίας του, με κεφαλαίο γιώτα το πρώτο, με μικρό το δεύτερο. Ερεύνησε τις παντός είδους συνθήκες εκείνης της εποχής που τη χαρακτήριζε η ανέχεια, τις μελέτησε, τις έμαθε άψογα τελικά, τις έζησε εν πολλοίς και τις απέδωσε με πειστικό τρόπο. Ακόμη κι εκείνη την ανεπίτρεπτη εκκλησιαστική διαφορά για την άνοδο στο αρχιεπισκοπικό θρόνο ανάμεσα στο Κυριλλούδι και τον Κυριλλάτσο, παρωνύμια του Κύριλλου, τα παρατσούκλια δηλαδή της λαϊκής έκφρασης, που οφείλονται στη σωματική διάπλαση των υποψηφίων οι οποίοι δίχασαν με τρόπο αρνητικό τον τόπο για μια δεκαετία, την αποδίδει ήρεμα, χωρίς πάθος, ενταγμένη φυσιολογικά στην όλη αφήγησή του, με τον ίδιο τρόπο που περιγράφει τις άσχημες περιπέτειες του καιρού, που κι αυτές υπάρχουν στην αφήγησή του, τις αποκαλούμενες θεομηνίες, υπακούοντας στην τάση που είχαν ανέκαθεν οι άνθρωποι να αποδίδουν αυτά τα φαινόμενα σε υπερβατικές δυνάμεις ως να μην έχουν τη λογική τους εξήγηση.

Ο και μυθιστοριογράφος πλέον Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, γιατί έχει ήδη γόνιμη «προϋπηρεσία» ως σπουδαίος διηγηματογράφος, βραβευμένος μάλιστα -παρόλο που δεν αποδίδω στα βραβεία τη μοναδική αξιολόγηση και αναγνωρισιμότητα ενός ταλέντου που άλλοι δίνουν- κεντά το λόγο του στο βιβλίο, που έχει τον εύσχημο ποιητικό τίτλο «Όταν σωπάσαν τα πουλιά», σαν τον παραδοσιακό πλουμιστή στην καμπύλη μιας κολόκας, σαν τον σκαλιστή που αφηγείται θέματα σ’ ένα σεντούκι, στην επίσης παραδοσιακή κυπριακή κασέλα. Η λέξη που αναφέρεται ως «παράδοση» η οποία μου προέκυψε σ’ αυτό το σημείο, αν και τυχαία, τη θεωρώ συμπτωματικά δεμένη με τον χαρακτήρα του βιβλίου γιατί γράφει για μια παρωχημένη εποχή, όπως είναι οι κιτρινισμένες σελίδες ενός παλιού εγγράφου, για τα παραδοσιακά γραφικά χαρακτηριστικά μιας περιοχής που αναζητούσε υπό συνθήκες πρωτόγονες για την εποχή της, την ανάπτυξη· επεκτείνω λοιπόν τον χαρακτηρισμό και στη γραφή του συγγραφέα. Χωρίς υποκρισίες και φτιασίδια ακολουθεί τον τρόπο μυθιστορηματικής γραφής που ακολουθούσαν οι παλιοί μαστόροι του είδους· δεν κυνηγάει σύγχρονους, μοντέρνους τρόπους για να εντυπωσιάσει υφολογικά· καταγράφει τα καθέκαστα με το ύφος απόλυτα ταιριαστό με το μύθο και την εποχή που εκτυλίσσεται.

Είναι εξόχως υποβλητικές οι σκηνές που καθορίζουν την ανέλιξη του μυθιστορήματος, ερωτικές και άλλες, όπως είναι, αίφνης, η σκηνή της ερωμένης του Παπαγιάννη, της απλοϊκής και αφοσιωμένης Αρχοντούς, όταν φοράει το μπλε φόρεμα της γυναίκας του παπά, της Ρουμπίνης, που την έχασε τόσο απροδόκητα και την επαναφέρει στη ζωή του με την παρουσία μιας άλλης γυναίκας. Αναφέρομαι σε έρωτα ιερωμένου κι αυτό, όσο κι αν ηχεί ως στοιχείο παράδοξο για εντυπωσιασμό, αποδίδεται με τόση ευγένεια και φυσικότητα, ώστε ο αναγνώστης, όπως και σε άλλα σημεία, επικροτεί χαρακτήρες και επιλέγει συμπάθειες ή όχι. Δεν προκαλεί και δεν ηθικολογεί.

Πού και πού οι κυπριακές λέξεις κάνουν την εμφάνισή τους, χωρίς να επιλέγει ακραίες περιπτώσεις δίνοντας επιπλέον χρώμα στην αφήγηση. Μια κάποια τυχαία επιλογή: σπατζιά, ταπατζά, τρικό, κουμέρα, συκαμιά, χασκάσια. Το πόσο αυθεντικά κυπριακές είναι, είναι θέμα γλωσσολόγων. Θα αναφερθώ όμως σε μια εμπειρία μου για τη λέξη ταπατζά, που ήταν το πανέρι που κρεμούσαν από το ταβάνι σε μια γωνιά του σπιτιού στα χωριά κι έβαζαν εκεί τυριά και άλλα τρόφιμα για να διατηρηθούν κάποιο χρόνο, όταν δεν υπήρχαν ψυγεία ούτε καν οι λεγόμενες παγωνιέρες. Προ πολλών ετών σε μια επαγγελματική επίσκεψή μου στο Παρίσι, σε προχωρημένη βραδυνή ώρα, βρεθήκαμε με την παρέα μου για φαγητό σ΄ ένα σύμπλεγμα εστιατορίων αριστερά της μεγάλης λεωφόρου λίγο πριν την Αψίδα του Θριάμβου. Κοιτάζοντας τον σχετικό κατάλογο διάβασα στα γαλλικά μια επιλογή γαλλικών τυριών, στα οποία έχω αδυναμία, πάνω σε «ταπατζά». Ρώτησα την σερβιτόρα και μου εξήγησε ότι η λέξη ταπατζά είναι μια πλεκτή επιφάνεια σαν πανέρι πάνω στην οποία σερβίρονταν τα τυριά του εστιατορίου. Τόσων αιώνων φράγκικη ιστορία στην Κύπρο να μην μας άφηναν οι ευγενείς Γάλλοι μια ταπατζά για τα τυριά μας;

Γενικά στο μυθιστόρημα αυτό δεν διαμορφώνονται από τον Νίκο Νικολάου-Χατζημιχαήλ μόνο οι χαρακτήρες, αλλά προβάλλει πειστικά και με τρόπο που κινεί το ευρύτερο ενδιαφέρον το κλίμα μιας δύσκολης εποχής. Και ποια εποχή στην Κύπρο δεν ήταν δύσκολη. Κι ακόμη: δίνονται ανάγλυφα μέσα από τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που αναπτύσσει μερικές από τις αρετές και τις αδυναμίες των Κυπρίων ως λαού. Όταν διεξερχόμουνα τις σελίδες του βιβλίου έφερα στη μνήμη μου πολλά από τα πρόσωπα που αναφέρει, πρόσωπα που άφησαν το στίγμα τους στην κυπριακή κοινωνία, όπως ο Ευάγγελος Λουίζος και άλλα, κάτι που επιβεβαιώθηκε στο πολύ αισθαντικό και χρήσιμα πληροφοριακό «επιμύθιο» με το οποίο κλείνει το βιβλίο, που έχει πλέον μια σημαντική θέση στην κυπριακή λογοτεχνική γραμματολογία.

29.1.2025
Κώστας Σερέζης



 

29 Δεκ 2024

"ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑΠΟΥΛΙΑ"

"ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"
στην κορυφή των ΕΥΠΩΛΗΤΩΝ!

Ευχαριστώ από καρδιάς τους φίλους, γνωστούς και άγνωστους, που διαβάζουν το ιστορικό μυθιστόρημά μου "Όταν σωπάσαν τα πουλιά", ενθουσιάζονται και μεταδίδουν τον ενθουσιασμό τους σε άλλους φίλους τους. Σήμερα είναι στην πρώτη θέση των ευπώλητων βιβλίων, για τέταρτη εβδομάδα από την κυκλοφορία του.

[ο Φιλελεύθερος, Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024, σελ. 59]
 

27 Δεκ 2024

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΟΥ: ΓΙΑ ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"


ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ
 σήμερα, 27/12/2024, στην εφημερίδα "Πολίτης"

Ο ΠΑΥΛΟΣ Κ. ΠΑΥΛΟΥ, δημοσιογράφος (pcpavlou@gmail.com) γράφει για το βιβλίο μου "Όταν σωπάσαν τα πουλιά" ένα εκπληκτικό κείμενο: αυτά που ήθελα να πω για έναν μελλοντικό αναγνώστη του βιβλίου μου. Και τα είπε τόσο όμορφα, που δεν έχω παρά να τον ευχαριστήσω από καρδιάς. Κάποτε ξεκίνησα να γράφω για κάποιους δημοσιογράφους, όπως ο Κούνιος ή ο Σερέζης και άλλοι, που με χαροποίησαν, με συγκίνησαν με τα κείμενά τους, ότι τάχα μου τους έχασε η λογοτεχνία, μα, σταμάτησα αμέσως. Το ξανασκέφτηκα. ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΕΧΑΣΕ Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ: ΤΟΥΣ ΚΕΡΔΙΣΕ! Είναι λογοτέχνες με τη σημασία της λέξης. Και ο προφορικός τους λόγος, ακόμα, επίσης χωρίς ψεγάδια! Πόσοι γνωρίζουν, άραγε, ότι ο Παύλος Κ. Παύλου, ο δημοσιογράφος (!) έγραψε πολύ καλή ποίηση; Ναι, πολύ καλή ποίηση! τον ευχαριστώ από καρδιάς. Κι εσάς, που διαβάζετε τα κείμενά μας. ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:

Στην ξεχασμένη Κύπρο του χθες, τέλη του 19ου αρχές του 20ού αιώνα, όταν οι Άγγλοι αποικιοκράτες διαδέχθηκαν τους Οθωμανούς στο νησί μας και ο ταλαιπωρημένος λαός ανάσανε κάπως ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες, μάς ταξιδεύει με τη λογοτεχνική γραφή και τη μαστορική του αφήγηση ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με το μυθιστόρημά του «Όταν σωπάσαν τα πουλιά», πρώτο στη μακρά, γόνιμη παρουσία του στην πνευματική δημιουργία, με διηγήματα (Κρατικό Βραβείο 2003), ποίηση, βιβλιογραφίες, εργογραφίες, μεταφράσεις, δοκίμια, χρονογραφήματα).

Πρόκειται για ένα σύγχρονο ιστορικό μυθιστόρημα που ως μορφή λογοτεχνικής δημιουργίας ανθεί τα τελευταία χρόνια. Πέραν του λογοτεχνικού ταλέντου, το είδος αυτό απαιτεί ενδελεχή έρευνα, μελέτη αρχείων, συλλογή πληροφοριών από μαρτυρίες, κοινωνική και οικογενειακή παράδοση, προσωπική γνώση και μνήμη. Δηλώνω προσωπικά μεγάλη προτίμηση στο λογοτεχνικό ιστορικό μυθιστόρημα, όπως το γνώρισα από σειρά βιβλίων των διακεκριμένων λογοτεχνών Ρέας Γαλανάκη («Ο αιώνας των Λαβυρίνθων», «Αμίλητα, βαθιά νερά»), Νίκου Θέμελη («Ανατροπή», «Αναζήτηση», «Αναλαμπή») και Γιάννη Καλπούζου («Ιμαρέτ»,«Εράν», «Ουρανόπετρα»).

Σ’ αυτήν την κατηγορία κατατάσσεται επαξίως ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με το υπό αναφορά μυθιστόρημά του. Όπως ομολογεί ο ίδιος στο πολύ χρήσιμο «Επιμύθιον» τού βιβλίου του, «καθώς σε μια γωνιά του σκληρού δίσκου του μυαλού μου μαζεύτηκαν πληροφορίες δεκαετιών, άρχισα να συγκεντρώνω περισσότερες πληροφορίες από εφημερίδες της εποχής, με στόχο να μάθω όλη την ιστορία και αν ήταν δυνατό να γράψω ένα μυθιστόρημα που θα συνδύαζε την ιστορική αλήθεια εμβολιασμένη με την οικογενειακή προφορική παράδοση, αντί άλλης μυθοπλασίας».

Κάτι που πετυχαίνει απόλυτα, με ένα συνθετικό αφήγημα που συνιστά πατριδογνωσία (κι ας μην παρεξηγείται ο όρος), αυτογνωσία, αναβίωση τόπων, ονομάτων, συνηθειών, ύφους και ήθους των παππούδων και προπαππούδων μας, σε μια Κύπρο παραμελημένη, με ένα λαό που, ύστερα από αιώνων ανελεύθερου βίου κάτω από ξένους κατακτητές, αναζητεί και ονειρεύεται καλύτερες μέρες. Αφήγημα που έχει και χαρακτήρα προσωπικό και εξομολογητικό για τον συγγραφέα, καθώς πολλά από τα πρόσωπα που εμφανίζονται στις 250 τόσες σελίδες του ανήκουν στο οικογενειακό του δέντρο. Ομολογεί: «Βρέθηκα μπροστά σε διπλές και τριπλές οικογενειακές τραγωδίες, που για πρώτη φορά γνώριζα και με συγκλόνιζαν. Τα γεγονότα, τελικά, που περιγράφονται στο μυθιστόρημα είναι τόσα πολλά, ώστε η δική μου μυθοπλασία περιορίστηκε μόνο στις περιγραφές για τη σύνδεση των πραγματικών γεγονότων μεταξύ τους. Κρατήθηκαν τα πραγματικά ονόματα των προσώπων, εκτός από το όνομα της Αρκοντούς, του παράνομου έρωτα του Παπαγιάννη, και κάποιες περιπτώσεις όπου δεν διασώθηκαν τα ονόματα».

Στέκομαι στην ερωτική αυτή σχέση του ιερωμένου, ο οποίος έχασε την όμορφη σύζυγό του Ρουμπίνη που υπεραγαπούσε, μετά που γέννησε το πρώτο τους παιδί, για να αναδείξω μιαν άλλη αρετή, κατά τη γνώμη μου, του βιβλίου, που αφορά στη διακριτικότητα με την οποία ο συγγραφέας την περιγράφει, γεγονός που φανερώνει σεβασμό και κατανόηση προς τον τραγικό ήρωά του. Αυτό θα εκφραστεί πότε με τρεις απλές τελείες και πότε με περίτεχνη, εκλεπτυσμένη περιγραφή: «Του φάνηκε τόσο γλυκιά και όμορφη στο αμυδρό φως του λυχναριού. Στη μύτη του ήρθε η έντονη μυρωδιά της κάνναβης, ακούμπησε το λυχνάρι στο βαρέλι κι όπως ήτανε οι δυο τους γονατισμένοι την αγκάλιασε κι έγειραν επάνω στις καναβίτσες, που ήταν στρωμένες δίπλα τους. Αχ! αυτές οι καινούργιες καναβίτσες είχαν ένα πολύ ηδονικό βαρύ άρωμα, που τους έφερε ζάλη…».

Οι Εγγλέζοι φτάνουν στο νησί

Το κουβάρι της συναρπαστικής αφήγησης αρχίζει να ξετυλίγεται στο 1879, ένα μόλις χρόνο μετά την άφιξη των νέων αφεντάδων της Κύπρου, και ο Θοδωρής θα σχολιάσει με σιγουριά στον Παπαγιάννη, κυρίαρχη μορφή του μυθιστορήματος, πως «τώρα που ήρταν οι Εγγλέζοι θα αλλάξουν τα πράματα, δείχνουν ενδιαφέρον. Είναι πολιτισμένοι και θα μας ακούσουν. Οι Τούρκοι δεν γνοιάζονταν για τέτοια θέματα, τρακόσια χρόνια δεν έκαναν τίποτε». Καθώς εξελίσσεται η πλοκή, θα κινηθούμε σε χώρους της κατεχόμενης Κύπρου, τους οποίους ο συγγραφέας γνωρίζει πολύ καλά, τα Βασιλικά (Βασίλι, χωριό καταγωγής του) δίπλα στην Παναγία την Κανακαριά, Λεονάρισσο, Βουκολίδα, στο Μπογάζι και το Τρίκωμο (το μεγαλοχώρι για τη μεγάλη δίκη που αποκαλύπτει πολλά), Γιαλούσα, Ριζοκάρπασο κι όλη την Καρπασία ώς το μοναστήρι τ’ Αποστόλου Αντρέα. Και φυσικά το Βαρώσι. Μέσα από τις ασχολίες των ηρώων, ανθρώπων δεμένων με την πλούσια σε ιστορία γη και τα ζώα τους, θα ξανακούσουμε το τακ τακ τ’ αλακατιού, καθώς το μουλάρι με τις μεγάλες πέτσινες παρωπίδες το γυρίζει για να βγάλει νερό από τον λάκκο. Θα σεργιανίσουμε στα πανηγύρια με τους πραματευτάδες και στο ζωοπάζαρο. Θα ακούσουμε ξεχασμένα ονόματα γεωργικών εργαλείων και αντικειμένων του σπιτιού, τα ζίβανα και τα καζάνια που έβγαζαν την απαραίτητη ρατζή. Το καματερό για το μετάξι, το δουλάππι και τον αργαλειό. Όλη η χαμένη στο βάθος του χρόνου Κύπρος περνά κινηματογραφικά από τις σελίδες του βιβλίου.

Ο συγγραφέας κατέχει την τέχνη της αφήγησης, απαραίτητο στοιχείο για κάθε μυθιστόρημα, η πλοκή εξελίσσεται κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η γλώσσα του, χωρίς περιττά φτιασίδια, πλούσια, ζωντανή. Στοιχείο αξιοπρόσεκτο και η χρήση της καθαρεύουσας εκεί που πρέπει. Με κεντρικό πρόσωπο τον Παπαγιάννη, προσωπικότητα ηγετική και πληθωρική, μπροστάρη για να κτιστεί στο χωριό εκκλησία και σχολείο, που ήξερε κόσμο, που περνούσε ο λόγος του και «καθάριζε» για πολλούς. Που ύψωνε ανάστημα στους Τούρκους, οι οποίοι δεν ήθελαν να καταλάβουν πως η κυριαρχία τους τέλειωσε. Που είχε δική του γνώμη και άποψη, για την οποία πλήρωσε ακριβά, καθώς αποκλήθηκε προδότης της πατρίδας και Ιούδας Ισκαριώτης. Όλα αυτά, όταν με την αγγλική διοίκηση παρουσιάστηκαν τα πρώτα δειλά ψήγματα πολιτικής εκπροσώπησης στο Νομοθετικό Συμβούλιο, ή στις αρχιεπισκοπικές εκλογές, εμφανίστηκαν και οι γνωστές παθογένειες της φυλής, ίντριγκες και ραδιουργίες, μίσος και διχόνοια, απειλές, απροκάλυπτοι εκβιασμοί, εκδίκηση. Κοντά σ’ αυτά, σε χαμηλούς ομολογουμένως τόνους, υφέρπει και εκδηλώνεται ο πόθος για εθνική ολοκλήρωση, συμπυκνωμένος στη λέξη Ένωση.

Η ιστορία εξελίσσεται χρονικά ώς τις αρχές του 1922, αφού ολοκληρώνεται ένας κύκλος ζωής, με γάμους, γεννητούρια και θανάτους, ξενιτεμούς για καλύτερη ζωή, χαρές και λύπες, σε μια περιρρέουσα αλλοτινής εποχής. Προζύμι έτοιμο, θεωρώ, για μια τηλεοπτική μίνι σειρά εποχής. Στη σημαδιακή χρονιά του 1922, η Ιστορική αφήγηση κάνει απλώς μια στάση, καθώς ο συγγραφέας προαναγγέλλει πως: «Μετά τον θάνατο των δύο προγόνων μου η ζωή δεν σταμάτησε φυσικά. Από τότε έχουν συμβεί συνταρακτικά πράγματα στην οικογένεια, στην πατρίδα: Τα Οκτωβριανά, η Διασκεπτική Συνέλευση, ο απελευθερωτικός αγώνας του ΄55 και η βάρβαρη τουρκική εισβολή στο νησί. Τα γεγονότα όμως αυτά αποτελούν το θέμα ενός άλλου βιβλίου, που άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου, αν και μερικά από αυτά, κυρίως όσα αναφέρονται στην εισβολή, έχουν περάσει ήδη στα εκδομένα διηγήματα και την ποίησή μου».

«Όταν σωπάσαν τα πουλιά». Αποκτήστε το, διαβάστε το, γιατί αξίζει.


 

24 Δεκ 2024

ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ


ΚΑΛΑ και ΕΙΡΗΝΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Τί σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ τῆς γῆς ὡς ἄνθρωπος δι’ ἡμᾶς; Ἕκαστον οὖν γὰρ τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων τὴν εὐχαριστίαν σοι προσάγει. Οἱ Ἄγγελοι τὸν ὕμνον, οἱ οὐρανοὶ τὸν ἀστέρα, οἱ μάγοι τὰ δῶρα, οἱ ποιμένες τὸ θαῦμα, ἡ γῆ τὸ σπήλαιον, ἡ ἔρημος τὴν φάτνην, ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον, ὁ πρὸ αἰώνων Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς.

["Η Γέννησις", Εκκλησία Θεοτόκου (Ποδίθου), Γαλάτα. Μία από τις Χριστουγεννιάτικες κάρτες, που είχε φιλοτεχνήσει ο Θεοδόσης Νικολάου, για τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ' ]

22 Δεκ 2024

ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ: ΣΤΑ ΕΥΠΩΛΗΤΑ

"ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ...

 ...τους φίλους, γνωστούς και άγνωστους που τίμησαν το βιβλίο μου και το τοποθέτησαν ψηλά στον κατάλογο των ευπώλητων. Θυμήθηκα τα λόγια του πρώτου μου εκδότη, του κ. Νώντα Παπαγεωργίου [Εκδόσεις Μεταίχμιο - Ekdoseis Metaixmio] στο πρώτο μου βιβλίο "Η κόρη του Δραγουμάνου": "το διαφημίζουμε το βιβλίο σου, αλλά να ξέρεις πως η καλύτερη διαφήμιση για ένα βιβλίο είναι "από στόμα σε στόμα". Και είχε δίκαιο. Οι φτωχές μου αυτοεκδόσεις "Κάρβας" δεν έχουν τη δυνατότητα ούτε στη διαφήμιση ούτε και στη διακίνηση του βιβλίου!

Εύχομαι σε όλους 
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ! 
ΕΙΡΗΝΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!

 

ΜΙΚΡΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ



ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΠΟΛΛΕΣ...

...στον ΓΙΩΡΓΟ ΣΑΒΒΙΝΙΔΗ και τον ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ για τη δημοσίευση της μικρής αυτής συνέντευξης. Άπειρες ευχαριστίες γιατί μάχονται πραγματικά για την επιβίωση αυτού του τόπου και του πολιτισμού του. 

Εύχομαι στον Γιώργο και σε όλους εκεί στην εφημερίδα
 ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!


[Ο Φιλελεύθερος, ελεύθερα, 22 Δεκ. 2024, σελ. 59]