Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Ὡς τρέχει ὁ ἥλιος
Περπατοῦσε ἀργὰ καὶ μὲ σταθερὰ βήματα ἔχοντας στραμμένο λίγο δεξιὰ τὸ κεφάλι του γιὰ νὰ βλέπει καλύτερα τὸν κόσμο μέσα ἀπὸ τὰ παράξενα γυαλιά του. Γυαλιὰ ἀπὸ μεταλλικὸ σκελετὸ μ’ ἕνα μόνο τζαμάκι καὶ αὐτὸ μαῦρο γιὰ νὰ κρύβει τὸ χαλασμένο του μάτι. Στὸ καλὸ μάτι τίποτε· μόνο ὁ σκελετός. Μὰ αὐτὸ τὸ μοναδικό του μάτι ἦταν τόσο ζωηρὸ καὶ μαῦρο σὰν αὐτὸ τοῦ ἀητοῦ στὴ μαγκούρα του. Μικροὶ προσπαθούσαμε νὰ δοῦμε τί κρυβόταν πίσω ἀπὸ τὸ μαῦρο τζάμι τῶν γυαλιῶν του. Ποτὲ ὅμως δὲ ρωτήσαμε καὶ ποτὲ δὲ μάθαμε. Αὐτὸς μᾶς κοίταζε πάντα μὲ καλοσύνη κι ἕνα πικρὸ χαμόγελο διαγραφόταν στὰ χείλη του.
Ὅλη μέρα τριγυρνοῦσε στοὺς ἀγροὺς γιὰ νὰ τοὺς φυλάει —αὐτὸ ἦταν τὸ κύριο ἐπάγγελμά του— ἦταν ἀγροφύλακας, κι ἀλίμονο σὲ ὅποιον παράκουε στὶς ὑποδείξεις του. Ἀλίμονο σὲ ὅποιον βοσκὸ εἶχε τὴ ἀτυχία ν’ ἀκούσει τὸ σφύριγμά του. Ἔπρεπε νὰ μαζέψει τὰ πρόβατά του ἀπὸ τὴν ξένη περιουσία καὶ νὰ μὴ τὸ ξανακάνει, διαφορετικὰ ἦταν χαμένος. Κάποτε ὅμως σφύριζε καὶ χωρὶς νὰ ὑπάρχει λόγος. Ἤθελε νὰ γνωρίζουν ὅλοι ὅτι ἦταν ἐκεῖ καὶ δὲ θὰ συγχωροῦσε καμιὰ παρανομία. Ὅλοι τὸν σέβονταν γιατί ἦταν δίκαιος. Ἡ περιουσία τοῦ καθενὸς ἦταν προστατευμένη καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη ποὺ τοῦ ἔδειχναν οἱ συγχωριανοί του ἦταν ἀπεριόριστη.
Στοὺς ἀγροὺς χαιρόταν ἡ ψυχή του. Τριγυρνοῦσε ἀπ’ τὰ χαράματα μέχρι τὴ δύση τοῦ ἥλιου καὶ μάζευε μανιτάρια, ἀγρέλια, σπατζιὰ καὶ ὅ,τι ἄλλο προσφερόταν σὲ κάθε ἐποχή. Κυρίως ὅμως φρόντιζε τὶς περναριὲς γιατί ἦταν μέρος της ζωῆς του. Ἀκόμα καὶ νερὸ ἦταν πρόθυμος νὰ κουβαλήσει σὲ χρονιὲς ἀναβροχιᾶς, μήπως καὶ ξεραίνονταν οἱ περναριές του.
Τὸν συνάντησα νὰ περιφέρεται στὴ γειτονιά μου. Στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν γνώρισα. Δὲν φοροῦσε τὴ χλαίνη, ἡ βούρκα δὲν ἦταν κρεμασμένη στὸν ὦμο του, φοροῦσε κανονικὸ παντελόνι καὶ παπούτσια, μόνο ποὺ κρατοῦσε, ἀκόμα, τὴ μαγκούρα του. Τὰ γυαλιά του ἴδια κι ἀπαράλλακτα. Ἔμεινα νὰ τὸν μελετῶ γιὰ λίγη ὥρα μήπως ἦταν καμιὰ παρεξήγηση. Ὄχι, αὐτὸς ἦταν. Τὸν πλησίασα μὲ ἐπιφύλαξη καὶ τὸν χαιρέτισα μὲ τὸ ὄνομά του. Γύρισε τὸ κεφάλι, λίγο λοξὰ καὶ τὸ μοναδικό του μάτι πίσω ἀπ’ τὸ γυμνὸ σκελετὸ μὲ κοίταξε ἐπίμονα προσπαθῶντας νὰ θυμηθεῖ. Δὲ φαίνεται νὰ τοῦ θύμισα τίποτε καὶ μὲ ρώτησε ποιός εἶμαι. Τοῦ ἀπάντησα καὶ τὸ μάτι του ἔλαμψε ἀκούγοντας τὸ ὄνομα τοῦ χωριοῦ του. Πρόσφυγας τώρα, τὸν τακτοποίησαν σὲ ἕνα σπιτάκι μὲ ἕνα μόνο δωμάτιο στὸ συνοικισμὸ Ἄσπρες. Τὸν ἔθαψαν κανονικὰ δηλαδή, καὶ δὲν εἶχε πλέον κανένα νόημα ἡ ζωή του. Αὐτὸς ἦταν ἐλεύθερος νὰ τριγυρνᾶ μέσα σ’ ἕνα τεράστιο πάρκο, μέσα στὴ φύση καὶ τώρα τὸν ἔθαψαν ἀνάμεσα σὲ κτίσματα καὶ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἤξερε. Ἔπαιρνε κάποτε τὴ σφυρίκτρα του καὶ τὴν κοίταε λυπημένος. Δὲν εἶχε νόημα πλέον νὰ σφυρίξει.
Τοῦ πρότεινα νὰ ἐπισκεφθοῦμε τὸ σπίτι μου μιὰ καὶ ἦταν δίπλα, γιὰ νὰ μιλήσουμε. Δέχθηκε χωρὶς κανένα γογγυσμό. Καὶ μόνο ποὺ βρῆκε κάποιον ἀπὸ τὸ χωριό του, τοῦ ἔδωσε τόση χαρὰ ποὺ ἔτσι ὅπως χειρονόμησε καὶ ἀνεβοκατέβασε τὴ μαγκούρα του εἶδα τὴν ἴδια χαρὰ καὶ στὰ μάτια τοῦ ἀετοῦ ποὺ φτερούγισε μιὰ-δυὸ φορές.
Τὸ σπίτι μου, εἶναι ἕνα διαμέρισμα στὴ Δασούπολη στὸν τέταρτο ὄροφο καὶ τὸ σαλόνι βλέπει πρὸς τὸν βορρᾶ. Ἀπὸ τὶς δυὸ τεράστιες μπαλκονόπορτες μπορεῖ κανένας νὰ δεῖ ὅλη τὴ Λευκωσία καὶ ὅλη τὴν ὀροσειρὰ τοῦ Πενταδάκτυλου. Αὐτὸ ἦταν ποὺ τοῦ ἔκανε ἐντύπωση. Μόλις μπῆκε τράβηξε κατ’ εὐθεῖαν στὸ μπαλκόνι κι ἔμεινε γιὰ λίγη ὥρα ἀκίνητος. Δὲν πίστευε στὰ μάτια του· στὸ μάτι του, καλύτερα. Σήκωσε λίγο καὶ τὸν ἀετὸ λὲς καὶ ἤθελε νὰ τοῦ δείξει τὸ θέαμα ποὺ ἀντίκριζε γιὰ πρώτη φορά. Τὸν ἄκουσα ποὺ μούγκρισε. Κουνοῦσε ἀνήσυχα τὸ κεφάλι, δὲ χόρταινε τὸ θέαμα, καὶ μοῦ ἔδωσε τὴν ἐντύπωση πὼς ἀναζητοῦσε νὰ δεῖ τὸ χωριό του.
Τὸν ἄφησα γιὰ λίγο μόνο, ἀποτραβήκτηκα γιὰ νὰ βρῶ κάτι νὰ τὸν φιλέψω μὰ ὅταν γύρισα ἦταν ἀκόμα στὸ μπαλκόνι καὶ κοιτοῦσε πρὸς τὸ βουνό. Μοῦ φάνηκε πὼς κάτι ψιθύριζε καὶ πράγματι ὅταν πλησίασα σιγομουρμούριζε κάτι, καὶ αὐτὰ τὰ λόγια του μὲ πῆγαν στὸ παρελθὸν πολλὰ χρόνια πρίν…
Ἡ γιαγιὰ μὲ εἶχε φωνάξει, ἑφτάχρονο τότε παιδὶ καὶ μὲ σταθερὴ φωνὴ μοῦ εἶπε: Θὰ πᾶς αὐτὸ τὸ νόμισμα καὶ αὐτὴ τὴν κόκκινη κλωστὴ στὸν παπποῦ Θεουλὴ καὶ θὰ τοῦ πεῖς πὼς σὲ στέλνει ἡ γιαγιά σου, γιατὶ τὸ ἀδελφάκι σου εἶναι ἄρρωστο ἔχει κοκκινάδια στὸ σωματάκι του. Αὐτὸς ξέρει τί θὰ κάνει.
Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν γνώριζα καὶ ὁμολογῶ ὅτι μὲ φόβισε ἡ εἰκόνα του. Τὴν ἑπόμενη φορὰ ὅμως, μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μέρες μοῦ φάνηκε πιὸ οἰκεῖος. Μόλις μὲ εἶδε ἀναζήτησε καὶ βρῆκε ἕνα κλωνάρι ποὺ ἀργότερα ἔμαθα ὅτι ἦταν κλωνάρι ἀπὸ περναριὰ καὶ μοῦ τὸ ἔδωσε γιὰ νὰ τὸ παραδώσω στὴ γιαγιά μου. Τὸ κλωνάρι εἶχε σχεδὸν ξεραθεῖ μὰ πάνω του ἦταν τυλιγμένη ἡ κόκκινη κλωστή. Ἡ κλωστὴ μετρημένη στὸ σῶμα τῆς Ἄννας νὰ εἶναι ἀκριβῶς στὸ ὕψος της. Μοῦ τὸ ἔδωσε μουρμουρίζοντας κάποια ἀκατανόητα λόγια: Ὡς τρέχει ὁ ἥλιος, ὡς τρέχουσιν οἱ ἀστέρες… Δὲν θυμᾶμαι τίποτε ἄλλο μὰ αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὅπως ἄκουα τὸ γέρο νὰ μονολογεῖ θυμήθηκα τὰ λόγια του. Θυμᾶμαι ἀκόμα τὸ χαμόγελο στὰ χείλη τῆς γιαγιᾶς καθὼς ἔπαιρνε τὸ κλωνάρι μὲ τὸ περνάρι. Τὰ κόκκινα στίγματα ἀπὸ τὸ σωματάκι τῆς Ἄννας εἶχαν ἐξαφανισθεῖ. Ἡ γιαγιὰ ὅμως καλοῦ-κακοῦ πῆρε τὰ ξεραμένα φυλλαράκια καὶ τὰ ἔτριβε στὸ χέρι της ὥστε νὰ πέφτουν στὸ σῶμα τοῦ μωροῦ.
Δὲν πέρασε ἕνας μῆνας καὶ ξανασυνάντησα τὸν παπποῦ στὴν ἴδια θέση ποὺ βρεθήκαμε τὴ πρώτη φορά. Λὲς καὶ μὲ περίμενε. Δὲν ἔχασα τὴν εὐκαιρία καὶ τὸν ὁδήγησα ξανὰ στὸ σπίτι μου. Ἦταν τόσο ὄμορφες οἱ ἱστορίες του ποὺ κρεμόμουν κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὸ στόμα του. Σὲ στιγμὲς ὅμως ποὺ ἀπομακρυνόμουν τὸν τσάκωνα στὸ μπαλκόνι στὴν ἴδια θέση νὰ μουρμουρίζει τὰ ἴδια ἀκατανόητα λόγια.
Τελευταῖα τὸν ἔχασα. Μάταια περίμενα ὧρες πολλὲς στὸ σημεῖο ποὺ τὸν συνάντησα τὶς προηγούμενες φορὲς μήπως καὶ φανεῖ. Μάταια· ὁ γέρος εἶχε ἐξαφανισθεῖ. Λυπόμουνα γιατί οἱ ἱστορίες του ἦταν ἀτελείωτες καὶ πάντα ἐνδιαφέρουσες. Κάποια μέρα ὅμως ἕνα τηλεφώνημα ἔδωσε τέλος στὴν ἐξαφάνιση τοῦ γέρου. Τὸ τηλεφώνημα ἦταν ἀπὸ ἕναν ἄγνωστό μου γείτονά του. Νὰ μὴν πολυλογῶ μὲ ψάχνανε γιὰ ἀρκετὲς μέρες μὰ στὸ τέλος μὲ βρῆκαν. Ὁ ἄγνωστος γείτονας μὲ ἀνακούφιση μοῦ ἀνακοίνωσε πὼς ὁ γέρος μὲ ἤθελε. Ἦταν ἑτοιμοθάνατος, εἶπε ἀλλὰ δὲν ἔλεγε νὰ παραδώσει. Εἶχαν φθάσει μέχρι καὶ στὴν ἀστυνομία γιὰ νὰ μὲ ἀνακαλύψουν. Ἔλα, τώρα! Σὲ θέλει.
Ἦταν ξαπλωμένος σ΄ ἕνα ἁπλὸ κρεβάτι στὸ φτωχικό του δωμάτιο καὶ ἡ βούρκα του ἦταν πεταμένη σὲ μιὰ γωνιά. Ὁ ἀετὸς δίπλα στὸ στρῶμα τὸν ἔβλεπε μὲ παράπονο. Δυὸ-τρεῖς γέροι καὶ γριὲς κάθονταν στὸ μικρὸ χόλ. Ὅταν τὸν ἄγγιξα μὲ τὸ χέρι τὸ μάτι του φωτίστηκε. Πρώτη φορὰ τὸν ἔβλεπα χωρὶς τὰ γυαλιά του. Μιὰ τρῦπα μόνο λὲς καὶ εἶχαν ράψει τὰ βλέφαρά του χωρὶς καμιὰ διάθεση γιὰ τὴν παραμικρὴ κίνηση. Ἤθελε νὰ μοῦ μιλήσει καὶ τὸ κατάλαβα. Μὲ κοίταξε μὲ τὸ σβησμένο βλέμμα τοῦ καλοῦ του ματιοῦ. Πλησίασα κοντὰ στὸ πρόσωπό του, μὰ ἡ φωνή του δὲν ἔβγαινε. Προσπάθησε ξανὰ κινῶντας λίγο τὸ χέρι του σὰν νὰ ἤθελε νὰ μοῦ δώσει κάτι. Ἔβαλα τὸ αὐτί μου πιὸ κοντὰ καὶ ἄκουσα τὰ λόγια του: Γιέ μου, ἔφυγε αὐτὸ τὸ κόκκινο σημάδι ἀπὸ τὸ βουνό; Νὰ λὲς αὐτὰ τὰ λόγια ὅταν βγαίνουν τ’ ἄστρα, ὅταν γεμίζει τὸ φεγγάρι. Ποῦ θὰ πάει θὰ σβήσει. Δὲν εἶπε τίποτε ἄλλο. Ἔτσι ὅπως ἤμουν σκυφτὸς ἡ ματιά μου ἔπεσε στὸν ἀετό. Μοῦ φάνηκε πὼς ἔκλεισε τὰ μάτια. Ναί, ὁ γέρος ἔφυγε, τὸ κατάλαβα γιατί τὸ χέρι του ἦταν πιὰ παγωμένο. Ἔβαλα τὸ τσαλακωμένο χαρτὶ στὴν τσέπη μου. Γύρω μου εἶχαν μαζευτεῖ τὰ γεροντάκια τῆς γειτονιᾶς καὶ μὲ κοίταζαν. Τὸν θάψαμε τὴν ἄλλη μέρα τὸ ἀπόγευμα.
Τώρα τὰ ἤξερα ὅλα. O γέρος ἤθελε νὰ χρησιμοποιήσει τὴν τέχνη του —τὴν τέχνη του Γόη— γιὰ νὰ ἐξαφανίσει αὐτὰ τὰ κόκκινα στίγματα, αὐτὲς τὶς κόκκινες σημαῖες στὸν Πενταδάκτυλο. Δὲν τοῦ χαλάω χατίρι. Κάθε φορὰ ποὺ γεμίζει τὸ φεγγάρι καὶ φαίνονται τὰ πρῶτα ἀστέρια, ἀνοίγω τὸ τσαλακωμένο χαρτὶ καὶ διαβάζω τὴν ἀνορθόγραφη γραφή του: «Σουρουπὰτ σελὰμ σαραχετέμε, κυπτοῦ φιλουτουχὰμ βεηνέζι βερβισολὺν βεσφισούν. Ὁ Θεός, ὁ Θεός, ὁ τὴν βάτον φυτεύσας, σβέσον πᾶν πύρωμα, ἐχεντροπύρωμα, ὄφεων πύρωμα, σκοταδοπύρωμα, ἀλλὰ προπάντων κοκκινοπύρωμα, χαλίνωσον καὶ ἐξολόθρευσον αὐτὰ ἀπὸ τοῦ βουνοῦ τούτου. Φύσαρρος, Φυσορρόος. Ὡς τρέχει ὁ ἥλιος, ὡς τρέχουσιν οἱ ἀστέρες, ὡς τρέχει τὸ ὕδωρ, ἔτσι νὰ τρέξει τὸ κακὸν ἀπὸ τὸ Βουνὸ τοῦτο. Ἔτσι νὰ τρέξει τὸ κακὸν καὶ νὰ χαθεῖ ἀπὸ τὴν Νῆσον μας.»
Γλωσσάρι:
Στιβάλια, μπότες.
Ἀλατζιά, ποικιλόχρωμο ὕφασμα τοῦ ἀργαλειοῦ.
Βούρκα, ὁ σάκος τοῦ βοσκοῦ.
Ματσούκα, τὸ ρόπαλο τοῦ βοσκοῦ.
Ἀγρέλια, σπαράγγια.
Περναριά, τὸ φυτὸ πρίνος, τὸ πουρνάρι.
Ὡς τρέχει ὁ ἥλιος, καθὼς δύει ὁ ἥλιος.
Περνάριν, παιδικὴ ἀσθένεια.
Σουρουπὰτ κτλ., λέξεις ἀραβοπερσικὲς γιὰ γητειές.
Φύσαρρος, Φυσορρόος, λέξεις συνθηματικές, ποὺ λέγονται ἀπὸ γητευτὴ γιὰ ἐκδίωξη κάποιου κακοῦ.
