Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Πατερού, η μικρασιάτισσα προγιαγιά μου
«Σας ευχαριστώ, για
την πρόθεσή σας να με τιμήσετε δίνοντας το όνομά μου στο κοριτσάκι σας, έχω
όμως, μια διαφορετική επιθυμία και σας παρακαλώ να τη δεχτείτε. Θέλω να δώσετε
ένα άλλο όνομα∙ όχι γιατί το όνομα Μιχαήλ δίνεται σπάνια σε κοριτσάκια αλλά
γιατί θέλω να τιμήσω ένα άλλο∙ το όνομα, που ήθελα να δώσω σε κάποιο από εσάς
τα πέντε κορίτσια μου, αλλά οι συγκυρίες δεν το είχαν επιτρέψει: Χριστίνα».
Αυτή ήταν η απάντηση του πατέρα μου
στη Γεωργία, την αδελφή μου και τον σύζυγό της, στην πρόταση που μόλις του
είχαν απευθύνει κι έκανε όλους μας, στην οικογενειακή συγκέντρωση, να σιγήσουμε
και να τον κοιτάξουμε με απορία.
«Και ποια είναι αυτή η Χριστίνα, που
θέλεις να διαιωνίσεις το όνομά της;» ήταν η φυσιολογική απορία της αδελφής μου.
Και τότε ο πατέρας μας άρχισε να ξετυλίγει την ιστορία του: «μια φορά κι έναν
καιρό, στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, δηλαδή περίπου στα 1750, εγκαταστάθηκε
στη Μυτιλήνη η οικογένεια του Νικολάου Πατέρα. Τα ανήσυχα μικρασιατικά του γονίδια
όμως, δεν τον άφησαν για πολύ καιρό στο νησί. Καθώς του άρεσαν οι περιπέτειες,
με το καΐκι του γνώρισε όλα τα παράλια της Μικρασίας και τα νησιά του Αιγαίου. Τα
βόρεια παράλια της Κύπρου, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση και, κάποτε,
τα κύματα τον έφεραν πρώτα στο χωριό Δαυλός κι ύστερα στην ωραιότατη ακτή του
Αγίου Ανδρονίκου, αυτό το καταπράσινο χωριό της Καρπασίας, με τα πολλά νερά και
το θαυμάσιο δάσος, που λέγεται Ακράδες. Νότια είναι το χωριό μας, το Βασίλι, με
το κεφαλόβρυσό του, με τη θαυμάσια κοιλάδα του ανάμεσα στο δάσος των Ακράδων
και το δάσος της Μαζερής. Του άρεσε πολύ το μέρος, ερχόταν συχνά αλλά σε ένα
από τα ταξίδια του έφερε και την οικογένειά του. Είχε αποφασίσει ν’αράξει
σ΄αυτό το πλούσιο, υπέροχο χωριό, τον Άγιο Ανδρόνικο. Πολύ αργότερα, με τη
μικρασιατική συμφορά, τα χωριά μας φιλοξένησαν κι άλλους πολλούς μικρασιάτες,
μέχρι να βρούν τα βήματά τους από το τρομερό χτύπημα και να χτίσουν τις
καινούργιες τους φωλιές.
»Η Χριστίνα, η Πατερού όπως την αποκαλούσαν ‒από το επώνυμο του
πατέρα της‒ έμελλε να γίνει γιαγιά μου. Παντρεύτηκε τον Χατζημιχαήλ Κωλεττή, έναν
πλούσιο Βασιλιώτη και απέκτησαν τέσσερα αγόρια. Το πρώτο αγόρι το ονόμασαν
Νικόλα, που ήταν το όνομα του πατέρα τού Χατζημιχαήλ αλλά και του πατέρα της
Χριστίνας. Νικόλας, λοιπόν, είναι ο πατέρας μου, ο παππούς σας. Δύο από τα
αδέλφια της πήραν τα ονόματα των αδελφών της Χριστίνας: ο Χριστοφής και ο
Φραντζέσκος. Ο τρίτος στη σειρά πήρε το όνομα Πιέρας. Αυτή είναι η μικρασιατική
μας ρίζα και είμαι περήφανος για την αγαπημένη μου γιαγιά.
«Γιατί αγαπημένη σου γιαγιά; Γιατί
τόση αγάπη; Κάποιος λόγος θα υπάρχει» τον διέκοψε πάλι η αδελφή μου.
«Και βέβαια υπάρχει λόγος» συνέχισε ο
πατέρας. «Πρέπει να σας πω τη μικρή ιστορία του παππού σας του Νικόλα». Άλλαξε
ο τόνος της φωνής του και συνέχισε την ιστορία του φανερά συγκινημένος.
«Πολύ λίγα γνωρίζουμε γι’ αυτόν, μόνο
μια φωτογραφία του έχουμε, που την έφερε από την Αμερική και πολύ λίγες
πληροφορίες για τη ζωή του. Παρόλο που ο πατέρας του είχε μεγάλη κτηματική
περιουσία, ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν να ζήσει μια αγροτική ζωή. Ήθελε να πάει
στο εξωτερικό για να γνωρίσει τον κόσμο. Έτσι πολύ μικρός, ταξίδεψε στην
Αμερική. Ήταν εικοσιδύο χρονώ όταν ξεκίνησε από τον Πειραιά με το «Πατρίς» στις
12 Ιουνίου 1913. Έφτασε στην Αμερική στις 30 Ιουνίου. Δούλεψε για μερικά χρόνια
και γύρισε πίσω. Με τα χρήματα που έφερε μαζί του ‒και ήταν αρκετά‒ έχτισε ένα πολύ
όμορφο σπίτι με τέσσερα μεγάλα δωμάτια με τζάκια και ηλιακούς με πολύ όμορφες
καμάρες. Φύτεψε δέντρα, έσκαψε έναν φραγκόλακκο, όπου βρήκε άφθονο νερό και δεν
του αρνήθηκαν ένα πλουσιοκόριτσο, την Αννού ή καλύτερα την Χατζηνού, όπως ήταν
πιο γνωστή, γιατί πολύ μικρή είχε πάει μαζί με τη μητέρα της στους Αγίους
τόπους, όπου βαφτίστηκε στον Ιορδάνη. Σ΄αυτό το σπίτι γεννήθηκα, μα αλοίμονο,
δεν πρόλαβα να χαρώ την πατρική στοργή. Ούτε δυο χρονών δεν ήμουνα όταν έπαθε
το κακό. Ένιωσε έναν πόνο κάπου στην κοιλιά, αλλά οι ζεστές κομπρέσες που του
έβαζαν στο σημείο που πονούσε του σήκωσαν τρομερό πυρετό και σε λίγες μέρες πέθανε.
Φαίνεται πως είχε σπάσει η σκωληκοειδής απόφυση. Ήταν πολύ νέος, μόλις είχε
κλείσει τριάντα χρόνια ζωής.
»Η γιαγιά και ο παππούς ήταν απαρηγόρητοι φυσικά, αλλά τι
μπορούσαν να κάνουν. Ο παππούς δεν ξυρίστηκε ποτέ πια∙ Γενά τον έλεγαν. Άφησε
τα λευκά του γένια να μεγαλώσουν και τα πήρε μαζί του στον τάφο. Μόνη τους
έγνοια τώρα ήμουν εγώ, που με κράτησαν κοντά τους και με φρόντιζαν. Η γιαγιά
Πατερού, ερχόταν κάθε μέρα στο σχολείο, περίμενε να χτυπήσει το κουδούνι για να
μου δώσει το κολατσό μου: αυγό, χαλούμι, κουλούρι, πίτες... Η γιαγιά σας, που
δεν είχε κλείσει τα είκοσι, εν τω μεταξύ, ξαναπαντρεύτηκε έναν καλό άνθρωπο και
ζούσε πια στο καινούργιο της σπίτι. Μόλις έκλεισα τα δώδεκα με φώναξε ο παππούς
και μπροστά στη γιαγιά Πατερού μού είπε: «αύριο θα πάμε μαζί στο Βαρώσι να σου
βουλλώσω από την περιουσία μου αυτή που δικαιούσαι, εγώ όπου να ’ναι θα σας
αφήσω χρόνια». Πρώτα όμως, έφυγε η γιαγιά Χριστίνα, η Πατερού. Το μαράζι από
τον θάνατο τού γιου της ήταν πολύ μεγάλο. Λίγα χρόνια μετά έφυγε και ο παππούς».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κλάμα του μωρού, που
κοιμόταν στο κρεββατάκι της.
«Ξύπνησε η Χριστίνα μας», είπε η αδελφή μου, κι ένα
χαμόγελο διαγράφτηκε στα χείλη όλων μας.