Νίκος
Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Συνομιλίες
σε πρώτο πρόσωπο
ποιήματα του Παύλου Κ. Παύλου
από το ιστολόγιό μου ΝΑ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ:
https://naenavivlio.blogspot.com/2023/03/blog-post_29.html
Αν κάποιος σας πει: «σήμερα έκανε την εμφάνισή του ένας δεκαπεντάχρονος, πολύ μεγάλο ταλέντο και μας γνώρισε τη σπουδαία δουλειά του», τι είδους δημιουργός νομίζετε ότι είναι: ένας ποιητής, ζωγράφος ή ένας μουσικός; Όσοι, βέβαια, απαντήσουν «ποιητής» ή «ζωγράφος» σίγουρα θα πέσουν έξω, γιατί ο ζωγράφος πρέπει να είναι κάπως μεγαλύτερης ηλικίας, για να ξεκινήσει μέσα του να δημιουργείται ο κόσμος μέσα στον οποίο θα ήθελε να ζει, και ο ποιητής πρέπει να αποκτήσει μεγάλη πείρα της ζωής, να συμπυκνωθούν μέσα του πολλά γεγονότα, ταξίδια, εικόνες, χαρές και απογοητεύσεις, έρωτες και χωρισμοί, πόλεμοι, καταστροφές, διαβάσματα, για να νιώσει την ανάγκη όλα τούτα να τα επιστρέψει περασμένα μέσα από τον δικό του ηθμό, προσδίδοντάς τους όμως, όσο το δυνατόν μεγαλύτερη παγκοσμιότητα.
Σήμερα θα σας πω για έναν ποιητή. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι δεν είναι ποιητής και δεν το λέει με την έννοια ότι δεν έχει στο ενεργητικό του πολλές ποιητικές συλλογές, αλλά ότι γνωρίζει τα όριά του. Εγώ όμως, διαφωνώ και επιμένω: νά ένας ποιητής. Θα μου πείτε «και ποιος είσαι εσύ, που θα μας πεις ποιος είναι ποιητής και ποιος όχι. Τι είναι ποίηση και τι μη ποίηση», και ίσως έχετε δίκαιο.
Τι είναι ποίηση, λοιπόν; Είναι η αρμονία των λέξεων; Είναι μια σύνθεση με αντίθετα στοιχεία; Είναι μια περιγραφή ενός γαλήνιου ηλιοβασιλέματος, ή το κρυφό δάκρυ από έναν χωρισμό; Ποιος μπορεί να απαντήσει;
Ίσως, τότε, πρέπει να δούμε τι δεν είναι ποίηση. Μα ούτε κι αυτό είναι εύκολο. Μπορεί, τελικά, ποίηση να είναι κάτι, που σε διαφορετικές εποχές να σημαίνει διαφορετικά πράγματα. Ο ποιητής εκφράζει κάποια βιώματα. Για παράδειγμα, οι αρχαίοι τραγικοί μας ποιητές, είχαν συγκλονιστεί από βαθύτατα μεταφυσικά βιώματα, και τα εξέφρασαν με το έργο τους που παραμένει αθάνατο. Στην εποχή μας, μια εποχή που έχει ισοπεδώσει τα πάντα, οι αξίες έχουν χάσει το νόημά τους, το ατομικό ή συλλογικό δίκαιο αποτελεί απλώς μια λέξη των λεξικών, που μετατράπηκε σε δίκαιο της ζούγκλας. Η εποχή μας είναι μια εποχή χωρίς όραμα, ζούμε στην εποχή των μεγάλων συμφερόντων, της διαφθοράς και της διαπλοκής, και ο άνθρωπος, δυστυχώς, δεν κατόρθωσε να αναπτύξει κανέναν μηχανισμό καμιά Αρχή, που να μπορεί να επιβάλλει το φυσικό δίκαιο. Ο άνθρωπος της εποχής μας ασφυκτιά, κυριολεκτικά, από την πολιορκία που υφίσταται από τη βαρβαρότητα, γιατί αυτή βασιλεύει στον κόσμο: ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος. Τι ποίηση, λοιπόν, μπορεί να γράφεται σήμερα;
Υπάρχουν όμως, και οι εξαιρέσεις: σύγχρονοι ποιητές μας, έχουν τραγουδήσει με μαεστρία τα ξεχωριστά χρώματα, τους ήχους και τα αρώματα του νησιού μας. Ζωντάνεψαν το πνεύμα σημαντικών στιγμών των ανθρώπων που έζησαν σε τούτο τον τόπο ταξιδεύοντάς μας στο βάθος των αιώνων. Συγκλονίστηκαν από το απίστευτο δράμα της μικρής μας πατρίδας, τον άδικο ξεριζωμό των ανθρώπων από τα σπίτια τους, συγκλονίστηκαν από την επέλαση των βαρβάρων, που σκόρπισαν τον θάνατο στη μισή μας πατρίδα, από τους βιασμούς και εξευτελισμούς, και μας έδωσαν με τα πετράδια του λόγου τους την πραγματική αλήθεια, γιατί πιστεύω πως η λογοτεχνία μάς οδηγεί στην ουσία, την αλήθεια των πραγμάτων.
Ο ποιητής, που ανέφερα είναι ο Παύλος Κ. Παύλου, και έχω στα χέρια μου το μοναδικό ποιητικό βιβλίο του, με τίτλο «Συνομιλίες σε πρώτο πρόσωπο», είναι αυτοέκδοση σε λίγα αντίτυπα εκτός εμπορίου και προορισμένα να προσφερθούν σε φίλους και δικούς του. Θα παραλείψω το πλούσιο βιογραφικό του –μια και κάποιος μπορεί με μια αναζήτηση να το βρει στο διαδίκτυο– αναφέροντας μόνο συνοπτικά ότι για μισόν αιώνα υπηρέτησε τη δημοσιογραφία και την επικοινωνία πολύ επιτυχημένα, έχοντας σπουδάσει, σε πανεπιστήμια και ειδικές σχολές της Αγγλίας και της Αμερικής σε σχετικά θέματα, μια ταινία του έχει βραβευτεί, εξελέγει, ακόμα, και δημοτικός σύμβουλος Λευκωσίας, θα αναφέρω όμως τις εκδόσεις του: Δημόσια Κατάθεση, 2003, Μνήμη και Τιμή, Πεσόντες και Αγνοούμενοι του Λυθροδόντα, 2016, 100 χρόνια ΕΛΗΑ, λεύκωμα, (επιμέλεια), 2019, Νίκος Σιακόλας, Διηγήσεις, Εμπειρίες, Διδάγματα, 2021 (επιμέλεια).
Ο Παύλος, ο δημοφιλής παρουσιαστής ειδήσεων στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση για χρόνια πολλά, παραγωγός ταινιών που διακρίθηκαν, και επιτυχημένων τηλεοπτικών προγραμμάτων δεν είναι εύκολο να διαγραφεί από τη μνήμη των ανθρώπων που έζησαν σε τούτο τον τόπο την ίδια εποχή. Όπως και ο φίλος του ο Κώστας ο Σερέζης –και δεν είναι τυχαίο που είναι φίλοι. Είναι κανένας που είδε τον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων» και μπορεί να ξεχάσει τον Πεττεμερίδη; Έτσι είναι. Όσοι κάνουν καλά τη δουλειά τους μένουν για πάντα στη μνήμη. Υποδείγματα!
Η επιτυχία όμως, δεν έρχεται από τύχη ή είναι ουρανοκατέβατη. Χρειάζεται πολύς μόχθος για προετοιμασία και περνάει μέσα από αγωνία, που μοιάζει με πάλη με τα φουρτουνιασμένα κύματα σε αγριεμένο πέλαγος. Σε αυτού του είδους τη δραστηριότητα, το παραμικρό λάθος πληρώνεται ακριβά. Και η αξία αυτών των ανθρώπων που δούλεψαν τόσο σκληρά για να είναι σωστοί, γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, βλέποντας τους σημερινούς που βρίσκονται στα ίδια πόστα να γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια ό,τι είναι σημαντικό στη δουλειά τους και ιδιαίτερα τη γλώσσα. Και με αυτή την αναφορά δεν θέλω να μηδενίσω τους πάντες, γιατί υπάρχουν, ακόμα, και νέοι άξιοι συνεχιστές.
Ο Παύλος μπορεί να μην έγραψε άλλα βιβλία με ποιήματα, η ποίηση όμως –όπως γράφει σε ένα μικρό κείμενό του στην αρχή του βιβλίου– τον συντροφεύει ανελλειπώς, από τα μαθητικά και νεανικά του χρόνια μέχρι σήμερα και αγαπά την ποίηση πάρα πολύ, επειδή θεωρεί ότι απ’όλες τις τέχνες έχει τη δύναμη να εκφράζει μεγάλες αλήθειες και βαθιές έννοιες, με πολύ συμπυκνωμένο τρόπο. Από τα παραδείγματα που δίνει τόσο στο ίδιο κείμενο όσο και στους εμβόλιμους στίχους στα ποιήματά του δείχνει ότι γνωρίζει πολύ καλά, τουλάχιστον, όλους τους μεγάλους Ελλαδίτες και Κύπριους ποιητές αλλά είναι και επαρκής αναγνώστης.
Ας έρθουμε τώρα στο ίδιο το βιβλίο των ποιημάτων του. Ένα απλό βιβλιαράκι απλού όγδοου σχήματος, με ωραία γραμματοσειρά, απλό και όμορφο όπως ένα βότσαλο που βάζουμε στην παλάμη μας, καθώς περπατούμε στην ακροθαλασιά, ένα βότσαλο που δεν έχει πάντα τέλειο σχήμα αλλά πάντα είναι όμορφο. Το εξώφυλλο κοσμεί μια έξοχη ζωγραφιά, λάδι σε καμβά από τη σειρά «Αποξενώσεις» του Άκη Θεοδοσίου, συνάδελφου του Παύλου στο ΡΙΚ, που βρίσκεται στη συλλογή του. Δεν γνωρίζω αν είναι τυχαία η επιλογή του πίνακα. Πολύ πιθανόν όμως να έγινε σκόπιμα: το τοπίο του πίνακα μού είναι γνώριμο και οικείο, το έχω φωτογραφίσει πολλές δεκάδες φορές. Βρίσκεται σε δρομολόγιο που χρησιμοποιώ πολύ συχνά, όταν θέλω να ξεκουράσω το μυαλό μου. Σε ένα συγκεκριμένο σημείο πάντα σταματώ και φωτογραφίζω, χειμώνα, καλοκαίρι, άνοιξη και φθινόπωρο, με χιονισμένα βουνά, με βαριά σύννεφα ή καθαρό ουρανό, με γλυκά ηλιοβασιλέματα ή καυτά μεσημέρια. Στό βάθος τα βουνά του Μαχαιρά κι ο δρόμος που οδηγεί λίγα μόνο χιλιόμετρα μετά στον αγαπημένο Λυθροδόντα του Παύλου!
Η ονομασία του χωριού του έδωσε και το όνομα σε ένα από τα είκοσι δύο ποιήματα της συλλογής, που με λίγες στροφές αναδεικνύει την ομορφιά του τόπου: Κουρνιάζεις φιλήδονα στη ζεστασιά της κοιλάδας σου, / δώρο γλυκό, πολύτιμο από τη μάνα φύση, / Τ’αθάνατο καρπίζει η γη σου. / Κυρίαρχες αιωνόβιες ελιές. Αναδεικνύει το βάθος των ριζών του τόπου: Μνήμες πολλές που χάνονται στα βάθη των αιώνων, / κληρονομιά περήφανη απ’τη μικρή πατρίδα. Είναι ένα από μια ομάδα λίγων ποιημάτων που θα τα ονόμαζα της πατρίδας αν και όλα τα ποιήματα για τούτο τον ευλογημένο τόπο είναι γραμμένα. Όπως ένα άλλο, που έγραψε για τον Πενταδάκτυλο, γιατί δεν ήταν δυνατόν να του διαφύγει η ομορφιά του έτσι καθώς μια μέρα τον είδε από το ΡΙΚ, που φωτιζόταν από τον ήλιο και γέμισαν τα πλεμόνια του χαρά, που τον είδε προκλητικό κι αγέρωχο να τον πλησιάζει. Για μια στιγμή όμως μόνο, γιατί την άλλη στιγμή, ένιωσε μια μαχαιριά σώματος και ψυχής όχι τόσο, σαν η ματιά του την επόμενη στιγμή αντικρύζει το μίασμα στην πλάτη του Βουνού, αλλά γιατί σχεδόν το συνηθίσαμε.
Η πολύχρονη θητεία του Παύλου στη δημοσιογραφία και την επικοινωνία, του έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθεί καθημερινά και να ενημερώνεται για τα σημαντικά γεγονότα της επικαιρότητας με κάθε λεπτομέρεια. Να ερευνά, να παίρνει συνεντεύξεις, και λόγω του πολιτικού προβλήματος της πατρίδας μας να έρχεται σε επαφή με πολιτικούς, υπουργούς, διευθυντές, βουλευτές και άλλους, που έχουν σχέση με το θέμα που χειρίζεται κάθε φορά. Κάποια ερεθίσματα αυτής της δραστηριότητας τον ενδιαφέρουν ξεχωριστά. Όλους αυτούς τους ανθρώπους τους κρίνει σιωπηρά, διαβάζει πίσω από τα λεγόμενά τους, μελετά τη συμπεριφορά τους και βγάζει συμπεράσματα. Όσα λέγονται θα τα πει στις εκπομπές του, όσα όμως δεν λέγονται αυτόματα μετατρέπονται σε συναισθήματα και με μια σχεδόν συνωμοτική διαδικασία με τον εαυτό του θα τα εκφράσει με ποιητικούς στίχους, γραμμένους στο χαρτί, που όλα αυτά τα χρόνια διστάζει να δείξει. Σχεδόν τα μισά από αυτά τα ποιήματα θα τα ομαδοποιούσα σε μια ομάδα που θα ονόμαζα πολιτικά ποιήματα. Κάποια από τα ποιήματα αυτά μπορεί να αναφέρονται και σε πολιτικούς που δεν ζουν πια, όμως δεν έχει καμμιά σημασία γιατί περιγράφουν καταστάσεις που επαναλαμβάνονται στο σήμερα. Έτσι σ’αυτά δεν εκφράζει μόνο τη δική του αποστροφή προς τους πολιτικάντηδες, αλλά εκφράζει και τη συλλογική απέχθεια προς αυτούς. Έχει το θάρρος να επικρίνει σκληρά ακόμα και κάποιον συνάδελφό του, που αντί να είναι εραστής της αλήθειας προτίμησε τον ρόλο του οπαδού.
Τα ερεθίσματα είναι πολλά, οι αγνοούμενοι του προδομένου εβδομήντα τέσσερα, πληγή χαίνουσα, οι μνήμες που οδηγούν στα παιδικά χρόνια, στον ωραίο αγώνα για απελευθέρωση της πατρίδας –μια επίσκεψη στο κρησφύγετο του Γρηγόρη εννέα μόλις μέρες μετά την ηρωική θυσία του– αλλά και το τελευταίο από τα τελευταία τρία μεγαλύτερα ποιήματα τού κυρίως σώματος του βιβλίου, η Ελληνική Διάρκεια, μαζί με τις αναφορές στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα, στην άλωση της Πόλης, στον Παπαφλέσσα, προσθέτει και τους κυπριακούς κρίκους της «9ης Ιουλίου» και τους «Τέσσερις του Αχυρώνα», στην αλυσίδα της μοίρας μας μέσα στους αιώνες.
Τέλος, σε τέσσερα ποιήματα, που ονομάζει τα πολύ δικά του, το πρώτο εκφράζει συγκινητικά τον αβάστακτο πόνο του για την απουσία της αγαπημένης του αδελφής, τα δύο επόμενα, στιγμές αγαλίασης προερχόμενης από τα παιδιά του και το τελευταίο έκφραση της αγάπης και του θαυμασμού του για την ακριβή του Πόλυ, την πολύτιμη συνοδοιπόρο στη ζωή του.
Καλοτάξιδο, Παύλο το βιβλίο σου! Σε καλωσορίζω στη γειτονιά της ποίησης.