12 Φεβ 2018

ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ





Χαράκωμα

Ὁ ἄνεμος στριφογυρνοῦσε μανιασμένα
Μέσα στοὺς κλώνους τῆς μικρῆς ἀμυγδαλιᾶς
Καὶ τοὺς λευκοὺς ἀνθοὺς σκορποῦσε
Στὰ τέσσερα σημεῖα∙ καταχνιά!

Μολύβι ὁ οὐρανὸς περνοῦσε
Χιλιάδες τ᾿ ἄνθη ταξιδεύανε μαζί του
Κι ὅσο χαμήλωνε αὐτὰ ποθοῦσαν
Τὴ θέση τους νὰ πάρουνε ἐπάνω στὰ κλαδιά.

Ὁ ἄνεμος φυσοῦσε, ἔπιασε μπόρα
Καὶ σὰν τὰ δάκρυα ἄνθη καὶ στάλες
Πάνω στὸ σῶμα τῆς ἀμυγδαλιᾶς κυλοῦσαν
Καὶ φτάναν στὰ ριζὰ γιὰ νὰ γεμίσουν
Σκαμμένο καὶ μὲ νούμερο ἀναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.

Έρωτας και Θάνατος

Το σώμα του με πάθος
Το φίδι μ’ άλλο συνταιριάζει
Περίτεχνα χορεύουνε
Την έμπυρή τους μελανή ομορφιά
Μέσα σε θάλασσα από καλαμιές
Σ’ ολόχρυσα χωράφια θερισμένα
Σφυρίζοντας τραγούδι ερωτικό
Κι από κλωστή αόρατη πιασμένα.

Ύστερα ύπουλα κουλουριάζεται
Γύρω από μια φωλιά στο χώμα
Που φτιάξαν από έρωτα και τέχνη δυο πουλιά
Και με κινήσεις τέλειες του σώματος μαγικές
Τη μάνα που σπαράζει γοητεύει
Τον κύκλο της μικραίνοντας γύρω από τη φωλιά.

Κι όταν πια άλλη επιλογή γι’ αυτήν δεν απομένει
Με γοερή κραυγή
Στο στόμα πέφτει τ’ ανοιχτό του απορημένη
Κι απ’ το φαρμάκι το πολύ
Τρεμουλιαστή και μορισμένη αργοπεθαίνει.

Πρωινὴ Συμφωνία

Καθὼς τὸ φῶς σκουντάει τὰ πουλιὰ καὶ ξημερώνει
Μέσα στὰ σκοτεινὰ φυλλώματα τῶν δέντρων
Ξεκινοῦν οἱ ἱστορίες ποὺ ὀνειρεύτηκαν.

Τραγουδᾶνε τὶς χαρὲς τῶν ταξιδιῶν τους
Τραγουδᾶνε τὰ ξεσπάσματα τῆς φύσης
Τραγουδᾶνε βιαστικὰ ὅλα μαζὶ
Γιατὶ γνωρίζουν πὼς σὲ λίγο θ᾿ ἀκουστεῖ ἡ φωνή.

Καὶ μέσα στὴ μεγάλη σιωπὴ τὴν παγερὴ
Σιγὰ σιγὰ ξεφεύγοντας θ᾿ ἀνοίξουνε φτερὰ
Σ᾿ ἕνα καινούριο πρὸς τὸ ἄγνωστο ταξίδι.

Θέλω κι ἐγὼ γιὰ λογικὰ νὰ πῶ καὶ ἄλογα
Γιὰ σπίνους καὶ τζιτζίκια καὶ σγαρτίλια

Θέλω κι ἐγὼ τὸν τόπο αὐτὸ τὸν ζηλευτὸ
Καὶ τὶς κρυμμένες του ὀμορφιὲς νὰ τραγουδήσω

Μὰ ἡ φωνή μου ἀκούγεται πικρή, λυπητερὴ
Γιατὶ ἡ μεγάλη συμφορὰ καὶ τ᾿ ἄδικο μὲ πνίγει

Κι ἀντὶ νὰ τραγουδῶ γλυκὰ σὰν τὰ πουλιὰ
Θαρκοῦμαι ἀνακαλιοῦμαι.
 
Ἑλένη

α΄

Τὴ δωδεκάχρονη Ἑλένη τῶν παλαιῶν περιοδικῶν
Ἀνάμεσα στὶς παπαροῦνες τῆς αὐλῆς της μελετῶ.

Στὸ παιδικὸ κεφάλι της τὸ πράσινο μαντίλι της φορεῖ
Πλεκτὴ δαντέλα ὁλόγυρα μ᾿ ὁλόχρυση κλωστὴ
Μὲ τέχνη σὰν στεφάνι ἀπὸ λουλούδια
Στὶς πλεξίδες τῶν μαλλιῶν της τὸ τυλίγει.

Σίγουρα θὰ ἦταν Κυριακὴ μετὰ τὴ λειτουργία
Τὴν ὥρα ποὺ ὅλοι ἀναζητοῦν ξεκούραση στὸν λόγο
Καὶ στὶς μεγάλες συντροφιὲς οἱ νέοι ἔχουν προτίμηση
Ἀνύποπτοι χορεύουνε, πειράζονται καὶ τραγουδοῦν
Ἀπὸ τὸ Ριζοκάρπασον νὰ πάω στὴ Γιαλοῦσα
Δὲν εἴδασιν τὰ μάθκια μου τέτοια μαυροματοῦσα.

Κι ἐσύ, καλὲ ταξιδευτή, μισὴ ἀνατολίτισσα τὴν εἶπες
Γιατὶ ἔχει θέλγητρα πολλὰ ποὺ μ᾿ ἐπιμέλεια κρύβει.

Μὰ ὅσο κι ἂν πασχίζει μὲ φροντίδα νὰ κρυφτεῖ
Τὸ βλέπουν τὸ μαντίλι της ἀπ᾿ τὰ βουνὰ τοῦ Ταύρου.


β΄

Τὸ σκληρὸ βότσαλο μὲ τοῦ χεριοῦ χτύπημα ἐπιδέξιο
Στὸ σῶμα ἀφήνοντας τὸν κραδασμό του σπάει
Τοῦ Τεύκρου, τῶν γενναίων του συντρόφων
Τοῦ Δημητρίου καὶ τοῦ νικηφόρου του στρατοῦ
Καλύπτοντας τὰ χνάρια, ὁ δρόμος τοῦ Ἁγίου νὰ στρωθεῖ.

Λευκὸ κι ἀραχνοΰφαντο μαντίλι στὸ κεφάλι της φορεῖ
Μὲ σχέδια περίτεχνα στὶς τέσσερις γωνιές του τυπωμένα.
Καὶ σᾶς εὐχαριστῶ Maynard Owen Williams πολὺ
Γιατὶ στὴ φωτογράφιση φροντίσατε νὰ μὴ φανοῦν
Τὰ ροζιασμένα χέρια της ποὺ σίγουρα δὲν θὰ ταιριάζαν
Μὲ τὴν εὐγένεια τοῦ προσώπου της, μὲ τὴ λεπτότητά του.

γ’

Τῆς ἱστορίας ἀνυπόμονος ταξιδευτὴς
Μέσ᾿ ἀπὸ τὶς φωτογραφίες τὴν Ἑλένη μελετῶ.

Στὸ κεφάλι της φορεῖ ἕνα μαντίλι βυσσινὶ
Στὶς ἄκρες κεντημένο μὲ λευκὴ ἁπλῆ κλωστή.

Μὲ τέχνη καμωμένα τὰ κουλούρια στὸ σανίδι
Καὶ τ᾿ ἀχνιστὸ ψωμὶ μοσχοβολᾶ γιὰ τὰ παιδιὰ
Τὸν ἄντρα της καὶ τὴ γριὰ γειτόνισσα.

Κι ἐνῶ ἕνα χαμόγελο χαράζεται στὰ χείλη
Καὶ χαίρεται γνωρίζοντας πὼς ἡ μικρή της κόρη
Δίνει συνέχεια στὴ ζωὴ σ᾿ αὐτὸ ἐδῶ τὸ σπίτι
Πολὺ μακριὰ ἀκούγονται τὰ βήματα βαριὰ
᾿Νοῦ καβαλλάρη βάρβαρου καὶ μοχθηροῦ καὶ μαύρου.


δ’

Ἁντὰν ἀρκέψαν οἱ κρυφοὶ ἀνέμοι τζαὶ φυσοῦσαν
Τζαὶ ᾿ποὺ τὲς τέσσερις μερκὲς τὰ νέφη ἐκουβαλοῦσαν
Ὥστι νὰ κάμουν τὸν τζαιρὸν ν᾿ ἀρκεύκει νὰ στοιβάζει
Στένεψε ὁ τόπος πιὸ πολὺ κι ὁ οὐρανὸς στενάζει.
Τὰ πέλαγα λυσσομανοῦν, τὰ κύματα βουίζουν
Τὶς λιγοστὲς ψαρόβαρκες στὰ βράχια τὶς τσακίζουν.

Σίδερο βαρὺ κι ἀτσάλι ἕρπει στοῦ Ἁγίου τὸν δρόμο πιὰ
Μὰ ὅταν ὁ Κάρβας καὶ οἱ ἄλλοι ἀνέμοι ποὺ φυσοῦν
Ἀνθρώπους παρασύροντας καταλαγιάζουν
Κι ὁ γκρεμισμένος οὐρανὸς καὶ ἡ καμένη γῆ
Ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ καὶ τὸν καπνὸ ξεκαθαρίζουν
Τὴ μορφή της διακρίνω τὴ σεβάσμια καὶ θλιμμένη
Φορώντας στὸ κεφάλι της τὸ μαῦρο της μαντίλι
Στὶς ἄκρες κεντημένο μὲ κατάμαυρη κλωστὴ
Ἀμίλητη καὶ σοβαρὴ νὰ περιμένει.

Ἡ Οὐρανία Ἑλένη.

Ἐμμονή

Ἦρθε ἕνα κῦμα ὅλο σκοτάδι
Ἀπὸ τὴν ἄλλη θάλασσα
Καὶ σκέπασε τούτη τὴ γῆ.

Ἔπνιξε τὶς μαργαρίτες καὶ τὰ γεράνια
Ἔπνιξε τὶς παπαροῦνες καὶ τὰ κυκλάμινα
Ἔπνιξε τοὺς λαζάρους καὶ τῆς θαλάσσου τὰ κρινάκια

Κι ὅμως, δὲν μπόρεσε νὰ καλύψει
Τὶς καρβατσίνες
Ποὺ ὅλο σηκώνουν τὸ κεφάλι
Κι ἄρωμα στέλλουνε μεθυστικό.

Ἔπνιξε τὸν σπίνο καὶ τὸν σπουργίτη
Ἔπνιξε τὴν τριβιτούρα, τὸν τρυπομάζη
Ἔπνιξε τὴ σκαλιφούρτα καὶ τὸ σγαρτίλι

Κι ὅμως, δὲν μπόρεσε νὰ καλύψει
Τὶς καρβαρίνες
Ποὺ τόσο πολὺ ἐπιμένουν
Στὸν ἴδιο πάντα σκοπὸ νὰ κελαηδοῦν.

Ἔπνιξε τὰ πεῦκα καὶ τὶς σκινιὲς
Ἔπνιξε τὶς χαρουπιὲς καὶ τὶς ἀγριελιὲς
Ἔπνιξε τὶς μοσφιλιὲς καὶ τὰ ψηλὰ κυπαρίσσια

Κι ὅμως, δὲν μπόρεσε νὰ καλύψει
Τὰ καρβαρίσσια
Ποὺ μὲ μυστικὸ τρόπο δικό τους
Ὅλο ψηλότερα πᾶνε καὶ καρτεροῦν.

 
Δημιουργία

μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ  ὅταν τελείωσε τὸ ἔργο του τὸ πολλαπλὸ  τὸ ἔργο του τὸ μέγα  ξέμεινε λίγο ἀπ᾽ τὸ πολύτιμο ὑλικὸ στὸ Χέρι του.

γιὰ μιὰ στιγμὴ  τὸ κοίταξε  τὸ ζύγισε  τὸ χάιδεψε  ἄναψε μέσα του φωτιὰ  ἔριξε τὴν πιὸ καυτή του λάβα  ψιθύρισε λόγια μυστικὰ  τοῦ φύσηξε τὸ συνειδὸς  καὶ τό ᾽πλασε μὲς στὴν παλάμη του  μιὰ τέλεια μικρούλα σφαίρα.

μὰ πρὶν προλάβει  νὰ σκεφτεῖ τί θὰ τὴν κάνει  τὰ κουρασμένα βλέφαρα ἔκλεισαν  ἄνοιξε ἡ παλάμη  ἡ σφαίρα κύλησε  καὶ μέσα στὸ ἀπέραντο γαλάζιο τ᾽ οὐρανοῦ  ἀενάως ἀπὸ τότε ταξιδεύει.

κανένας δὲν γνωρίζει  ἂν τοῦτο τὸ ὑπέροχο ταξίδι της  σὲ κάποια στιγμὴ θὰ τελειώσει  *   ἂν θὰ τελειώσει μ᾽ ἕναν βρόντο  ἢ μ᾽ ἕναν λυγμὸ  ἢ κάπου ἀλλοῦ  σὲ κάποια μακρινὴ γωνιὰ  τῶν ἄγνωστων  κι ἀπρόσιτων συμπάντων  μὲ νέα ἰδέα  μὲ νέα πνοὴ  μιὰ νέα ζωὴ  ξανὰ  θὰ ξεκινήσει.

Γένεσις
 
Ἀνάμεσα
Σὲ δύο ἀγρινὰ θυμωμένα
Ποὺ σφίγγουνε τὰ δόντια
Ποὺ χτυπᾶνε τὰ πόδια
Ποὺ χτυπᾶνε κεφάλια μὲ βουητὰ
Βρυχηθμοὺς καὶ πόνους τῆς γέννας
Διάπυρη λάβα πηχτὴ στὸ χάσμα
Ὁ μαστός σου γυμνὸς ξεπροβάλλει
Στὴν ἀρχέγονη ράχη
Ν᾽ ἀνθίσει.

Στὴν ἀγκαλιά μου ἡ ζωή σου
Στὴν ἀγκαλιά μου
Ἡ πρώτη σου ἀνάσα.

Τυφλωμένο ἀπ᾽ τὸν ἥλιο
Ράθυμα τὸ ἕνα ἀγρινὸ προχωρεῖ
Καὶ τὸ ἄλλο μανιασμένο
Τὸ σκληρό του ὀφιόνιο κέρατο
Στὸ σῶμά σου βυθίζει.

Κι ἔτσι πλεγμένα
Μὲ μάτια θολὰ
Θυμωμένα
Πιὸ ψηλὰ σὲ σηκώνουν
Καὶ μέσα στὸ φῶς, στοὺς ἀνέμους
Τὸν ἄλλο μαστό σου
Ἐκθέτουν.

Ποτάμι ἑκατόβρυσο
Τὸν κόρφο σου ποτίζει
Ἔνδυμα χαλκοπράσινο
 Στὸ σῶμα ἀνεμίζει
Ἀλλάζει γίνεται ἀσημὶ
Γίνεται χαλὶ χρυσὸ
Κάτω ἀπὸ γαλάζιο θόλο.

Στὴν ὑδάτινη ἀγκαλιά μου
Τὸ ὀμορφότερο πλάσμα τοῦ κόσμου
Στὴν ἀγκαλιὰ τῆς Πανθαλάσσου
Γεννιέσαι.

 Αποδημία

τὸ κῦμα  χτυπάει ἀνελέητα  ἕνα ζευγάρι
 παιδικὰ παπουτσάκια  σφηνωμένα
 στοῦ βράχου τὴ σχισμὴ
σὲ τούτη τὴ θάλασσα
μὲ τὸ ἀσταμάτητο
βογγητό.