Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ:
Η κόρη του δραγουμάνου
(Διηγήματα)
[Το κείμενο αυτό, σύντομη κριτική
ανάλυση, είναι ένα εκ των τριών που εκφωνήθηκαν κατά την παρουσίαση του
βιβλίου, στο Πολιτιστικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κύπρου "Αρχοντικό της
Αξιοθέας" στη Λευκωσία, στις 10 Οκτωβρίου, 2003. Δημοσιεύτηκε στο
Ύλαντρον, Χριστούγεννα 2005, τ.6-7, σ. 213. Τα άλλα δύο κείμενα είναι
του Καθηγητή Μιχάλη Πιερή και του Γιώργου Γεωργή]
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ
Το
βιβλίο του κυπρίου Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ Η Κόρη του δραγουμάνου,
είναι μια συλλογή διηγημάτων που είχα την καλή τύχη να τη διαβάσω πριν
εκδοθεί και θεωρώ πως χρειάζεται τώρα να διατυπώσω ορισμένες
παρατηρήσεις μου που είχα σημειώσει στο περιθώριο των κειμένων του τότε
που τα πρωτοδιάβαζα. Παρατηρήσεις που ίσως θα βοηθήσουν τον αναγνώστη
στην προσέγγιση του και συγχρόνως θα εξηγούν τα όσα διατύπωσα στο
Προλόγισμα του βιβλίου.
Και
πρώτα πρώτα θέλω εδώ να εξηγήσω γιατί είμαι αντίθετος στους προλόγους
των βιβλίων των συγγραφέων που πρωτοεμφανίζονται, γραμμένους από
παλαιότερους ομότεχνους. Βρισκόμαστε σε μια εποχή, όπου η
εμπορευματοποίηση, και η έλλειψη σεβασμού προς κάθε είδους δεοντολογία
που αυτή συνεπάγεται, έχει εισβάλει ακόμη και στο χώρο της πνευματικής
δημιουργίας, έτσι που το «πατρονάρισμα» των νέων συγγραφέων από
παλαιότερους όχι μόνο να μην τους βοηθάει στην πορεία τους αλλά και να
δημιουργεί καχυποψίες και αρνητικές εντυπώσεις. Οι λόγοι για τους
οποίους πρόσθεσα ένα Προλόγισμα στην Κόρη του δραγουμάνου εξηγούνται,
επαρκώς, νομίζω, σ' αυτό.
Όπως
έγραψα, ένα βιβλίο, όταν μπορεί να σταθεί μόνο στα πόδια του, δεν τα
χρειάζεται τα δεκανίκια. Και παρατήρησα ότι το βιβλίο του Νίκου
Χατζημιχαήλ, το μπορεί και με το παραπάνω -και αυτό είναι κυρίως που
θέλω τώρα να διευκρινίσω.
Το
μεγαλύτερο μέρος της θεματολογίας των 19 διηγημάτων που απαρτίζουν αυτό
το πρώτο του βιβλίο αναφέρεται στα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την
πρόσφατη ιστορία του νησιού και τραυμάτισαν βαθιά την ευαίσθητη παιδική
ψυχή του συγγραφέα. Πώς ήταν δυνατό να συμβαίνει διαφορετικά; Αυτά τα
γεγονότα φέρανε κυριολεκτικά τα πάνω κάτω στους κατοίκους του νησιού και
κανένας κύπριος συγγραφέας δεν μπορεί να τα αγνοήσει στο έργο του.
Γύρω από τις οδυνηρές εμπειρίες του περιστρέφονται και τα θέματα του
Νίκου Χατζημιχαήλ, απ' αυτές ξεκινούν και σ' αυτές καταλήγουν.
Αλλά
εδώ εγκυμονούνται και οι κίνδυνοι για τον συγγραφέα -για κάθε
συγγραφέα: Οι εμπειρίες αυτού του είδους (όπως είναι αυτές που
αναφέρονται στα γεγονότα της εισβολής και του εκτοπισμού των ανθρώπων
από τις εστίες τους) έχουν από μόνες τους έντονο συναισθηματικό βάρος,
έτσι που ο αναγνώστης που είναι έντονα φορτισμένος και ο ίδιος (όπως
είναι ο κύπριος αναγνώστης) να βρίσκει ελλειπή την εξιστόρησή τους όση
αφηγηματική δύναμη κι αν διαθέτει ο συγγραφέας. Ο αναγνώστης πάλι που
βρίσκεται σε απόσταση από τα γεγονότα, όπως είναι λ.χ. ο ελλαδίτης
αναγνώστης, ή ακόμη και ο νεαρός Κύπριος που με το χρόνο έχει τυχόν
αποστασιοποιηθεί απ' αυτά, φυσικό είναι να τα ερμηνεύσει είτε ως
προσπάθειες εντυπωσιασμού είτε ως κοινοτοπίες, καθώς τα ίδια τα γεγονότα
τα γνωρίζει από τη δημοσιογραφία. Είναι ζήτημα λοιπόν συγγραφικής
δεξιοτεχνίας ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας θα χειριστεί τα θέματα
του, ώστε με την αφήγηση του να αδράξει τον αναγνώστη, να γίνει
πειστικός και να τον σύρει ανεπαισθήτως στον πυρήνα τους, στο καίριο και
στο ουσιαστικό.
Σ'
αυτή του την προσπάθεια ο Νίκος Χατζημιχαήλ μετέρχεται ποικίλους
τρόπους. Προκαλεί πράγματι εντύπωση η ευστροφία και η επινοητική του
ικανότητα στις αφηγηματικές μεθόδους που χρησιμοποιεί στην προσέγγιση
των θεμάτων του -στα ωριμότερα από τα διηγήματά του.
Μεταθέτει
λόγου χάρη την αφήγηση από το γεγονός αυτό καθεαυτό σε μια λεπτομέρεια,
περιθωριακή θα έλεγα, που συμπυκνώνει ωστόσο το απόσταγμα της οδυνηρής
εμπειρίας. Τέτοια παραδείγματα δίνουν διηγήματα όπως το «Personal
cinema», όπου το άλογο που γοήτευε την παιδική φαντασία του αφηγητή στο
κουτί ενός καλειδοσκοπίου κι ύστερα γίνεται πραγματικότητα και δένεται
με μια τρυφερή και δυνατή σχέση μαζί του, γαζώνεται σε μια φράση από
τις αγγλικές σφαίρες. Το «βένετο ξωπόρτι» στο ομώνυμοδιήγημα που είχε
κατασκευαστεί με πολύ μεράκι από τον πατέρα του αφηγητή για να ασφαλίσει
την οικογενειακή γαλήνη, γίνεται οδός φυγής κατά τον εκπατρισμό. Το
ξόρκι που κάποτε χρησιμοποιούσε εκείνος ο εντυπωσιακά ζωγραφισμένος
αγροφύλακας για να διώξει τα κόκκινα σημάδια από το σώμα του άρρωστου
κοριτσιού το επικαλείται τώρα ο αφηγητής για το κόκκινο σημάδι στην
πλαγιά του Πενταδάχτυλου -στο διήγημα «Ως τρέχει ο ήλιος».
Παρόμοια
είναι η χρήση της μετάθεσης της αφήγησης από το γεγονός καθεαυτό στις
συνέπειές του. Στο διήγημα λ.χ. «Το σταυρόλεξο» ο αφηγητής απομονωμένος
στη μοναξιά του Γραφείου του, καθώς αυτός θυμάται ενώ οι συνάδελφοι
του γύρω του έχουν λησμονήσει κι έχουν προσαρμοστεί, λύνει ένα
σταυρόλεξο, όπου καθένα από τα κλειδιά του παίρνει στο νου του το νόημα
μιας οδυνηρής υπόμνησης, πράγμα που τελικά τον οδηγεί στη νευρική κρίση.
Άλλοτε
πάλι διαπλέκει την «ιστορική» αφήγησή του με το παραμύθι, οδηγώντας την
έτσι στις αρχετυπικές της μορφές, όπως λ.χ. στο διήγημα «κομπολόι από
κουκούτσια ελιάς» ή στο διήγημα «Ο γάμος που δεν έγινε ποτέ».
Ο
αφηγητής χρησιμοποιεί μια εξαιρετικά ευέλικτη κλίμακα τόνων που άλλοτε
γίνεται τρυφερή και λυρική (όπως στο «Personal cinema») που προανέφερα
και άλλοτε προσποιείται την απάθεια ενός ανθρώπου που μονάχα, παρατηρεί
γύρω του και περιγράφει ό,τι παρατηρεί, κατά τον τρόπο των γάλλων
συγγραφέων του «νουβώ ρομάν», της σχολής που ονομάστηκε «Σχολή του
βλέμματος». Ο συγγραφέας έχει να επιδείξει εξαιρετική ικανότητα και σ'
αυτόν τον τομέα, δηλαδή στις περιγραφές. Διαθέτει οξύ βλέμμα, ικανό να
ξεχωρίζει τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες και να τις αποδίδει με
σύντομες φράσεις -ικανότητες που δεν μπορεί να είναι άσχετες προς την
άλλη ιδιότητά του, δηλαδή του ζωγράφου.
Στις
τονικές του διακυμάνσεις θα εντάξω και την αίσθηση του χιούμορ, που
συχνά διακρίνει την αφήγησή του. Και θέλω εδώ να κάνω μια παρατήρηση
γενικά για τη λογοτεχνία των Κυπρίων: Εχω την εντύπωση οτι το χιούμορ
σπανίζει σ' αυτήν (εννοώ στη λόγια λογοτεχνία όχι στη δημοτική), και δεν
ξέρω αν αυτό έχει σχέση με το χαρακτήρα των Κυπρίων ή με την ιστορική
μοίρα του νησιού. Το χιούμορ στα διηγήματα του Χατζημιχαήλ εμφανίζεται
είτε με τη μορφή σκέρτσου στην έκφραση, είτε με τη χρήση συμπεριφορών
εκτός χρόνου και περιβάλλοντος (λ.χ. το διήγημα «Δύκι-όκο Έκα-νάκα»)
είτε με τις ανατροπές. Χαρακτηριστικό της τελευταίας περίπτωσης είναι το
διήγημα «Απωλέσθη σκύλος», όπου ο άεργος νέος από τον μεταφορικό
χαρακτηρισμό του ως τεμπελόσκυλου μεταβάλλεται περίπου σε πραγματικό
κυνηγετικό σκύλο που τριγυρνάει στους αγρούς και στα όρη προσπαθώντας να
ανιχνεύσει και να περισυλλέξει χαμένους σκύλους, και χάνεται στις
ερημιές, ώσπου τον αναζητούν και τον ανακαλύπτουν τα σκυλιά της
αστυνομίας. Η χρήση του χιούμορ έχει ως αποτέλεσμα να απαλύνεται ο
ζόφος των δραματικών εμπειριών ή να προσφέρεται συναισθηματική ανάπαυλα
στον αναγνώστη.
Δεν
θα ήθελα να τελειώσω αυτή την απαρίθμηση των αφηγηματικών αρετών του
βιβλίου χωρίς να αναφερθώ στο θέμα της γλώσσας -θέμα βασικό και
ουσιώδες, «εκ των ων ουκ άνευ» για τη λογοτεχνία, αφού λογοτεχνία
σημαίνει τέχνη του λόγου. Στη λογοτεχνία των κυπρίων συναδέλφων πολύ
συχνά έχω παρατηρήσει ότι η Γλώσσα τους «πάσχει». Τα καλύτερα, δηλαδή
τα δραστικότερα κείμενα της είναι αυτά που χρησιμοποιούν το κυπριακό
ιδίωμα. Το αισθάνεσαι πως μέσα σ' αυτό ο κύπριοι συγγραφείς, ιδιαίτερα
οι ποιητές, κολυμπούν σαν το ψάρι στο νερό. Πολλές φορές όμως η γλώσσα
ιδίως των πεζογράφων έχει κάτι το άκαμπτο που θυμίζει σχολική
προέλευση. Ο Χατζημιχαήλ χρησιμοποιεί μια εύκαμπτη γλώσσα μολονότι ο
ίδιος δεν είναι φιλόλογος -ίσως μάλιστα ακριβώς γι' αυτό. Έτσι ενώ
αποφεύγει τους δασκαλισμούς, δεν διστάζει να καταφύγει στο κυπριακό
λεξιλόγιο όταν οι ανάγκες της αφήγησης το απαιτούν, χωρίς όμως το
κείμενο να γίνεται δυσνόητο για τον μη κύπριο αναγνώστη. Απλώς δίνεται
σ' αυτό μια τοπική απόχρωση.
Δεν
πρόκειται βέβαια να προχωρήσω εδώ περισσότερο σε διεξοδικές αναλύσεις
των διηγημάτων μεταβάλλοντας αυτό το σύντομο Σημείωμα σε φιλολογική
διατριβή. Ήθελα μόνο να δείξω ότι με τις ποικίλες αφηγηματικές μεθόδους
που μετέρχεται ο Νίκος Χατζημιχαήλ, αλλά και με άλλες που μπορεί φυσικά
να επισημάνει ο ίδιος ο αναγνώστης κατορθώνει να ανεβάσει τα διηγήματά
του από το επίπεδο του Χρονικού, της απλοϊκής εξιστόρησης, δραματικών,
έστω, γεγονότων, στο επίπεδο της Τέχνης, όπου τα γεγονότα, ενώ
διατηρούν την ιστορικότητά τους σε ό,τι πιο βαθύ και ουσιαστικό
περιέχουν, συνάμα απογειώνονται από τους τοπικούς και χρονικούς
περιορισμούς και ανεβαίνουν σε ένα άλλο επίπεδο, όπου διατηρούν το
ενδιαφέρον τους ακόμα και όταν η μπόρα περάσει, όπως όλοι ελπίζουμε.
Αποχτούν δηλαδή καθολικότητα ως έκφραση της ανθρώπινης μοίρας.
Χριστόφορος Μηλιώνης