25 Ιαν 2018

Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΔΡΑΓΟΥΜΑΝΟΥ

Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ:
Η κόρη του δραγουμάνου
(Διηγήματα)
[Το κείμενο αυτό, σύντομη κριτική ανάλυση, είναι ένα  εκ των τριών που εκφωνήθηκαν κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στο Πολιτιστικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κύπρου "Αρχοντικό της Αξιοθέας" στη Λευκωσία, στις 10 Οκτωβρίου, 2003. Δημοσιεύτηκε στο Ύλαντρον, Χριστούγεννα 2005, τ.6-7, σ. 213. Τα άλλα δύο κείμενα είναι του Καθηγητή Μιχάλη Πιερή και του Γιώργου Γεωργή]

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ

Το βιβλίο του κυπρίου Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ Η Κόρη του δραγουμάνου, είναι μια συλ­λογή διηγημάτων που είχα την καλή τύχη να τη διαβάσω πριν εκδοθεί και θεωρώ πως χρειάζε­ται τώρα να διατυπώσω ορισμένες παρατηρήσεις μου που είχα σημειώσει στο περιθώριο των κει­μένων του τότε που τα πρωτοδιάβαζα. Παρα­τηρήσεις που ίσως θα βοηθήσουν τον αναγνώστη στην προσέγγιση του και συγχρόνως θα εξη­γούν τα όσα διατύπωσα στο Προλόγισμα του βιβλίου.

Και πρώτα πρώτα θέλω εδώ να εξηγήσω για­τί είμαι αντίθετος στους προλόγους των βιβλίων των συγγραφέων που πρωτοεμφανίζονται, γραμ­μένους από παλαιότερους ομότεχνους. Βρισκό­μαστε σε μια εποχή, όπου η εμπορευματοποίη­ση, και η έλλειψη σεβασμού προς κάθε είδους δεο­ντολογία που αυτή συνεπάγεται, έχει εισβάλει ακόμη και στο χώρο της πνευματικής δημιουρ­γίας, έτσι που το «πατρονάρισμα» των νέων συγ­γραφέων από παλαιότερους όχι μόνο να μην τους βοηθάει στην πορεία τους αλλά και να δημιουρ­γεί καχυποψίες και αρνητικές εντυπώσεις. Οι λόγοι για τους οποίους πρόσθεσα ένα Προλόγισμα στην Κόρη του δραγουμάνου εξηγούνται, επαρκώς, νομίζω, σ' αυτό.

Όπως έγραψα, ένα βιβλίο, όταν μπορεί να σταθεί μόνο στα πόδια του, δεν τα χρειάζεται τα δεκανίκια. Και παρατήρησα ότι το βιβλίο του Νίκου Χατζημιχαήλ, το μπορεί και με το παραπάνω -και αυτό είναι κυρίως που θέλω τώρα να διευκρινίσω.

Το μεγαλύτερο μέρος της θεματολογίας των 19 διηγημάτων που απαρτίζουν αυτό το πρώτο του βιβλίο αναφέρεται στα τραγικά γεγονότα που σημάδεψαν την πρόσφατη ιστορία του νησιού και τραυμάτισαν βαθιά την ευαίσθητη παιδική ψυχή του συγγραφέα. Πώς ήταν δυνατό να συμβαίνει διαφορετικά; Αυτά τα γεγονότα φέρανε κυριολεκτικά τα πάνω κάτω στους κατοίκους του νησιού και κανένας κύπριος συγγρα­φέας δεν μπορεί να τα αγνοήσει στο έργο του. Γύρω από τις οδυνηρές εμπειρίες του περιστρέ­φονται και τα θέματα του Νίκου Χατζημιχαήλ, απ' αυτές ξεκινούν και σ' αυτές καταλήγουν.

Αλλά εδώ εγκυμονούνται και οι κίνδυνοι για τον συγγραφέα -για κάθε συγγραφέα: Οι εμπει­ρίες αυτού του είδους (όπως είναι αυτές που ανα­φέρονται στα γεγονότα της εισβολής και του εκτο­πισμού των ανθρώπων από τις εστίες τους) έχουν από μόνες τους έντονο συναισθηματικό βάρος, έτσι που ο αναγνώστης που είναι έντονα φορτι­σμένος και ο ίδιος (όπως είναι ο κύπριος ανα­γνώστης) να βρίσκει ελλειπή την εξιστόρησή τους όση αφηγηματική δύναμη κι αν διαθέτει ο συγ­γραφέας. Ο αναγνώστης πάλι που βρίσκεται σε απόσταση από τα γεγονότα, όπως είναι λ.χ. ο ελλαδίτης αναγνώστης, ή ακόμη και ο νεαρός Κύπριος που με το χρόνο έχει τυχόν αποστα­σιοποιηθεί απ' αυτά, φυσικό είναι να τα ερμη­νεύσει είτε ως προσπάθειες εντυπωσιασμού είτε ως κοινοτοπίες, καθώς τα ίδια τα γεγονότα τα γνωρίζει από τη δημοσιογραφία. Είναι ζήτημα λοιπόν συγγραφικής δεξιοτεχνίας ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας θα χειριστεί τα θέματα του, ώστε με την αφήγηση του να αδράξει τον ανα­γνώστη, να γίνει πειστικός και να τον σύρει ανεπαισθήτως στον πυρήνα τους, στο καίριο και στο ουσιαστικό.

Σ' αυτή του την προσπάθεια ο Νίκος Χατζημιχαήλ μετέρχεται ποικίλους τρόπους. Προκα­λεί πράγματι εντύπωση η ευστροφία και η επι­νοητική του ικανότητα στις αφηγηματικές μεθό­δους που χρησιμοποιεί στην προσέγγιση των θεμά­των του -στα ωριμότερα από τα διηγήματά του.

Μεταθέτει λόγου χάρη την αφήγηση από το γεγονός αυτό καθεαυτό σε μια λεπτομέρεια, περιθωριακή θα έλεγα, που συμπυκνώνει ωστόσο το απόσταγμα της οδυνηρής εμπειρίας. Τέτοια παραδείγματα δίνουν διηγήματα όπως το «Personal cinema», όπου το άλογο που γοήτευε την παι­δική φαντασία του αφηγητή στο κουτί ενός καλει­δοσκοπίου κι ύστερα γίνεται πραγματικότητα και δένεται με μια τρυφερή και δυνατή σχέση μαζί του, γαζώνεται σε μια φράση από τις αγγλικές σφαίρες. Το «βένετο ξωπόρτι» στο ομώνυμοδιή­γημα που είχε κατασκευαστεί με πολύ μεράκι από τον πατέρα του αφηγητή για να ασφαλίσει την οικογενειακή γαλήνη, γίνεται οδός φυγής κατά τον εκπατρισμό. Το ξόρκι που κάποτε χρη­σιμοποιούσε εκείνος ο εντυπωσιακά ζωγραφι­σμένος αγροφύλακας για να διώξει τα κόκκινα σημάδια από το σώμα του άρρωστου κοριτσιού το επικαλείται τώρα ο αφηγητής για το κόκκι­νο σημάδι στην πλαγιά του Πενταδάχτυλου -στο διήγημα «Ως τρέχει ο ήλιος».

Παρόμοια είναι η χρήση της μετάθεσης της αφήγησης από το γεγονός καθεαυτό στις συνέ­πειές του. Στο διήγημα λ.χ. «Το σταυρόλεξο» ο αφηγητής απομονωμένος στη μοναξιά του Γρα­φείου του, καθώς αυτός θυμάται ενώ οι συνά­δελφοι του γύρω του έχουν λησμονήσει κι έχουν προσαρμοστεί, λύνει ένα σταυρόλεξο, όπου καθένα από τα κλειδιά του παίρνει στο νου του το νόημα μιας οδυνηρής υπόμνησης, πράγμα που τελικά τον οδηγεί στη νευρική κρίση.

Άλλοτε πάλι διαπλέκει την «ιστορική» αφήγησή του με το παραμύθι, οδηγώντας την έτσι στις αρχετυπικές της μορφές, όπως λ.χ. στο διή­γημα «κομπολόι από κουκούτσια ελιάς» ή στο διήγημα «Ο γάμος που δεν έγινε ποτέ».

Ο αφηγητής χρησιμοποιεί μια εξαιρετικά ευέλικτη κλίμακα τόνων που άλλοτε γίνεται τρυ­φερή και λυρική (όπως στο «Personal cinema») που προανέφερα και άλλοτε προσποιείται την απά­θεια ενός ανθρώπου που μονάχα, παρατηρεί γύρω του και περιγράφει ό,τι παρατηρεί, κατά τον τρόπο των γάλλων συγγραφέων του «νουβώ ρομάν», της σχολής που ονομάστηκε «Σχολή του βλέμματος». Ο συγγραφέας έχει να επιδείξει εξαι­ρετική ικανότητα και σ' αυτόν τον τομέα, δηλα­δή στις περιγραφές. Διαθέτει οξύ βλέμμα, ικανό να ξεχωρίζει τις χαρακτηριστικές λεπτομέρειες και να τις αποδίδει με σύντομες φράσεις -ικα­νότητες που δεν μπορεί να είναι άσχετες προς την άλλη ιδιότητά του, δηλαδή του ζωγράφου.

Στις τονικές του διακυμάνσεις θα εντάξω και την αίσθηση του χιούμορ, που συχνά διακρίνει την αφήγησή του. Και θέλω εδώ να κάνω μια παρατήρηση γενικά για τη λογοτεχνία των Κυπρίων: Εχω την εντύπωση οτι το χιούμορ σπανίζει σ' αυτήν (εννοώ στη λόγια λογοτεχνία όχι στη δημοτική), και δεν ξέρω αν αυτό έχει σχέση με το χαρακτήρα των Κυπρίων ή με την ιστορική μοίρα του νησιού. Το χιούμορ στα διηγήματα του Χατζημιχαήλ εμφανίζεται είτε με τη μορφή σκέρτσου στην έκφραση, είτε με τη χρήση συμπεριφορών εκτός χρόνου και περι­βάλλοντος (λ.χ. το διήγημα «Δύκι-όκο Έκα-νάκα») είτε με τις ανατροπές. Χαρακτηριστικό της τελευταίας περίπτωσης είναι το διήγημα «Απωλέσθη σκύλος», όπου ο άεργος νέος από τον μεταφορικό χαρακτηρισμό του ως τεμπελόσκυλου μεταβάλλεται περίπου σε πραγματικό κυνηγετικό σκύλο που τριγυρνάει στους αγρούς και στα όρη προσπαθώντας να ανιχνεύσει και να περισυλλέξει χαμένους σκύλους, και χάνεται στις ερημιές, ώσπου τον αναζητούν και τον ανακαλύπτουν τα σκυλιά της αστυνομίας. Η χρή­ση του χιούμορ έχει ως αποτέλεσμα να απαλύ­νεται ο ζόφος των δραματικών εμπειριών ή να προσφέρεται συναισθηματική ανάπαυλα στον ανα­γνώστη.

Δεν θα ήθελα να τελειώσω αυτή την απα­ρίθμηση των αφηγηματικών αρετών του βιβλίου χωρίς να αναφερθώ στο θέμα της γλώσσας -θέμα βασικό και ουσιώδες, «εκ των ων ουκ άνευ» για τη λογοτεχνία, αφού λογοτεχνία σημαίνει τέχνη του λόγου. Στη λογοτεχνία των κυπρίων συνα­δέλφων πολύ συχνά έχω παρατηρήσει ότι η Γλώσ­σα τους «πάσχει». Τα καλύτερα, δηλαδή τα δρα­στικότερα κείμενα της είναι αυτά που χρησιμο­ποιούν το κυπριακό ιδίωμα. Το αισθάνεσαι πως μέσα σ' αυτό ο κύπριοι συγγραφείς, ιδιαίτερα οι ποιητές, κολυμπούν σαν το ψάρι στο νερό. Πολ­λές φορές όμως η γλώσσα ιδίως των πεζογρά­φων έχει κάτι το άκαμπτο που θυμίζει σχολική προέλευση. Ο Χατζημιχαήλ χρησιμοποιεί μια εύκαμπτη γλώσσα μολονότι ο ίδιος δεν είναι φιλό­λογος -ίσως μάλιστα ακριβώς γι' αυτό. Έτσι ενώ αποφεύγει τους δασκαλισμούς, δεν διστάζει να καταφύγει στο κυπριακό λεξιλόγιο όταν οι ανά­γκες της αφήγησης το απαιτούν, χωρίς όμως το κείμενο να γίνεται δυσνόητο για τον μη κύπριο αναγνώστη. Απλώς δίνεται σ' αυτό μια τοπική απόχρωση.

Δεν πρόκειται βέβαια να προχωρήσω εδώ περισσότερο σε διεξοδικές αναλύσεις των διηγη­μάτων μεταβάλλοντας αυτό το σύντομο Σημείωμα σε φιλολογική διατριβή. Ήθελα μόνο να δεί­ξω ότι με τις ποικίλες αφηγηματικές μεθόδους που μετέρχεται ο Νίκος Χατζημιχαήλ, αλλά και με άλλες που μπορεί φυσικά να επισημάνει ο ίδιος ο αναγνώστης κατορθώνει να ανεβάσει τα διη­γήματά του από το επίπεδο του Χρονικού, της απλοϊκής εξιστόρησης, δραματικών, έστω, γεγο­νότων, στο επίπεδο της Τέχνης, όπου τα γεγο­νότα, ενώ διατηρούν την ιστορικότητά τους σε ό,τι πιο βαθύ και ουσιαστικό περιέχουν, συνάμα απογειώνονται από τους τοπικούς και χρονι­κούς περιορισμούς και ανεβαίνουν σε ένα άλλο επίπεδο, όπου διατηρούν το ενδιαφέρον τους ακό­μα και όταν η μπόρα περάσει, όπως όλοι ελπί­ζουμε. Αποχτούν δηλαδή καθολικότητα ως έκφρα­ση της ανθρώπινης μοίρας.

Χριστόφορος Μηλιώνης