Ο Έρωτας εν μασιαιρκά που γαίμαν δεν ιφκάλλει.
Ο Έρωτας μυλόπετρα τζ΄ εγώ ελιά που σπάζει.
Ο Έρωτας σου εν σφυρίν τζ΄ εγώ 'μαι το αμόνιν.
Ο Έρωτάς σου κάρβουνον τζαι ποφυσώ του κάκου.
Ο Έρωτάς σου εν βερκίν τζ' έπιασεν τα φτερά μου.
[Καθώς διάβαζα σήμερα το έργο του Λόγγου -προσαρμογή στα νεοελληνικά- από το πρωτότυπο κείμενο, θυμήθηκα ένα παλιό σημειωματάριό μου με εκατόν περίπου ερωτικά δίστιχα. Μεταφέρω πέντε από αυτά. Μια φορά περνάμε από τούτη τη ζωή: φίλοι μου ερωτευτείτε. Θα μας τρελάνει αυτός ο κόσμος]
Καλό σας απόγευμα!
ΧΛΟΗ: «Είμαι άρρωστη, αυτό είναι το μόνο σίγουρο, αλλά ποια είναι η αρρώστια μου; Πώς τη λένε; Πονάω δίχως να έχω καμιά πληγή, λυπάμαι δίχως να έχω χάσει κανένα από τα πρόβατά μου, καίγομαι κι ας κάθομαι στη σκιά. Σε πόσους βάτους έχω γδαρθεί κι όμως δεν έκλαψα, πόσες μέλισσες με τσίμπησαν με το κεντρί τους κι όμως αυτό δεν με εμπόδισε να φάω το μέλι τους. Τι είδους κεντρί είναι αυτό που έχει τρυπήσει την καρδιά μου και με πονάει τόσο; Ο Δάφνις είναι όμορφος, όμορφα όμως είναι και τα λουλούδια. Παίζει πολύ γλυκά τον αυλό του, γλυκόλαλα όμως είναι και τα αηδόνια. Εμένα καρφί δεν μου καίγεται γι' αυτά. Αχ, ας ήμουν ο αυλός του, να πνέει μέσα μου, ας ήμουν γίδα, να με φροντίζει. Εσείς φταίτε, παλιόνερα, που μόνο εκείνον κάνατε ωραίο. Άδικα λούζομαι κι εγώ για να ομορφύνω. Καλές μου Νύμφες, χάνομαι. Ούτε εσείς δεν βοηθάτε την παρθένα που οι ίδιες αναστήσατε. Άμα χαθώ εγώ, ποιος θα σας στεφανώνει με πολύχρωμα λουλούδια; Ποιος θα φροντίζει τα δύσμοιρα αρνάκια μου; Ποιος θα περιποιείται τη φλύαρη ακρίδα που με τόσους κόπους έπιασα; Για να με νανουρίζει την ήθελα όταν αποκοιμιόμουν έξω απ' τη σπηλιά σας, τώρα όμως δεν κλείνω μάτι για χάρη του κι εκείνη άδικα τραγουδάει».
ΔΑΦΝΙΣ: «Τι ήταν αυτό που μου 'κανε το φιλί της Χλόης; Τα χείλη της είναι τρυφερότερα κι από το ρόδι, το στόμα της γλυκύτερο κι από το μέλι. Κι όμως, το φιλί της πονάει περισσότερο κι απ' το κεντρί της μέλισσας. Πόσες φορές δεν φί-λησα νεογέννητα κατσικάκια, νεογέννητα σκυλάκια, ακόμα και το μοσχαράκι του Δόρκωνος. Κι όμως, ποτέ μου δεν ένιωσα έτσι. Μου κόβεται η ανάσα, η καρδιά μου σκιρτά κι η ψυχή μου λιώνει, παρ' όλα αυτά θέλω πάλι να με φιλήσει. Τι καινούργια αρρώστια είναι αυτή που με βρήκε; Δεν ξέρω ούτε το όνομα της. Μήπως η Χλόη δοκίμασε δηλητήριο πριν με φιλήσει; Κι αν είναι έτσι, πώς και δεν έπαθε κακό; Αχ, πόσο όμορφα κελαηδούν τα αηδόνια, ενώ ο αυλός μου μένει σιωπηλός! Πόσο ξένοιαστα χοροπηδούν τα κατσικάκια μου, ενώ εγώ στέκω ακίνητος. Πόσα πολύχρωμα λουλούδια έχουν ανθίσει γύρω μου κι εγώ δεν πλέκω ούτε ένα στεφάνι! Οι βιολέτες και οι υάκινθοι ανθίζουν, ενώ εγώ μαραίνομαι».
[Μεταίχμιο, απόδωση: Ιώ Τσακώνα]