17 Φεβ 2015

ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ


Ανδρέας Κούνιος:
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Π Ι Κ Ρ Ο Λ Ι Θ Ο Σ 

[Αλήθεια, Δευτέρα 16 Φεβ 2015, πολιτισμός, σελ. 43]

Αυτό που ξέρω εγώ, κυρίες και κύριοι, είναι ότι από μέτρο και τεχνική, στην ποίηση, δεν σκαμπάζω. Αλλά αυτό που, επίσης, ξέρω, κυρίες και κύριοι, είναι ότι, και αυτή τη φορά, ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, με την άφθαστης σαγήνης τρυφερότητά του και, φυσικά, με τον σπάνιας αισθητικής λυρισμό του ο οποίος, σαν καθάριος ποταμός, διατρέχει τα ποιήματά του, με ταξίδεψε, ξανά, σε μέρη που μοιάζουν με προσκυνητάρια, μου κόλλησε φτερούγες στις πλάτες για να πετάξω, επιτέλους, σε πολεμίστρες ονείρων, σε κρησφύγετα αξιοπρεπείας, σε μετερίζια ιδεολογιών. Εκεί, θέλω να πω, που δεν μπορούν να φτάσουν οι βολεμένοι και οι άβουλοι, οι πεσσοί μιας σκακιέρας που φτιάχτηκε από άλλους, για να παρασύρει ανθρώπους και ψυχές στις καλογυαλισμένες λεωφόρους της ευμάρειας, της χλιδής και, συνεπώς, της αποχαύνωσης. Είναι, λοιπόν, οι τεντωμένες αισθήσεις του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ και οι πανάκριβες εμπνεύσεις του που με οδήγησαν πλάι στον Αυξεντίου, για να ακούσω την ουρανομήκη κραυγή της λευτεριάς, δίπλα στον ανώνυμο πρόσφυγα, για να μοιραστώ μαζί του τα θεμέλια της πατρογονικής του εστίας, πίσω από ένα περιστέρι που αναζητεί, πεισματικά, δυσεύρετες έννοιες όπως ευτολμία, λεβεντιά, καθήκον και σε ευθεία γραμμή με μια δακρυσμένη ακρογιαλιά όπου σκύβω, σαν προσκυνητής, και μαζεύω το βότσαλο εντός του οποίου καθρεφτίζονται το Βασίλι, η Καρπασία, ο Λεονάρισος, το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα, τα κόκαλα των ηρώων μας του 1974. Και, τέλος, κρατώντας τον ίδιο τον ποιητή από το χέρι, ατενίζω από το σκονισμένο φυλάκιο της Πράσινης Γραμμής τον Πενταδάχτυλο, καθώς ραγίζει λόγω προχωρημένης, ίσως και ανίατης, λήθης.

Στην παρουσίαση ανθολογούνται τέσσερα ποιήματα:

Τα Βότσαλα

Τα ποιήματα
Ως εύπλαστη ύλη
Σαν τα βότσαλα ταξιδεύουν
Της θάλασσας

Σε βυθούς σιωπής ταξιδεύουν
Μαζί με τους χτύπους της καρδιάς
Με του έρωτα τα χρώματα
Και της σοφίας τα πολύτιμα πετράδια
Που προκαθόρισε ο δημιουργός.

Σε φουρτουνιασμένη άβυσσο ταξιδεύουν
Ωσότου η περιπέτεια να λειάνει το σώμα τους
Και τότε τα κύματα
Στις ακρογιαλιές τα εναποθέτουν
Και στο φως.

Κι επάνω στη σκληρή πια επιφάνεια

Τα περιστέρια κουβαλούν
Τα χελιδόνια χτίζουν
Κι ανάβουν πράσινα κεριά
Και κόκκινες λαμπάδες.

-----------------------------------------------------------------------------------


Έρωτας και Θάνατος

Το σώμα του με πάθος
Το φίδι μ’ άλλο συνταιριάζει
Περίτεχνα χορεύουνε
Την έμπυρή τους μελανή ομορφιά
Μέσα σε θάλασσα από καλαμιές
Σ’ ολόχρυσα χωράφια θερισμένα
Σφυρίζοντας τραγούδι ερωτικό
Κι από κλωστή αόρατη πιασμένα.

Ύστερα ύπουλα κουλουριάζεται
Γύρω από μια φωλιά στο χώμα
Που φτιάξαν από έρωτα και τέχνη δυο πουλιά
Και με κινήσεις τέλειες του σώματος μαγικές
Τη μάνα που σπαράζει γοητεύει
Τον κύκλο της μικραίνοντας γύρω από τη φωλιά.

Κι όταν πια άλλη επιλογή γι’ αυτήν δεν απομένει
Με γοερή κραυγή
Στο στόμα πέφτει τ’ ανοιχτό του απορημένη
Κι απ’ το φαρμάκι το πολύ
Τρεμουλιαστή και μορισμένη αργοπεθαίνει.


Τα Πουλιά

τι άραγε γνωρίζουν τα πουλιά; * ποιος τα μαζεύει εδώ στις παραλίες; * και τι είναι εκείνο που επίμονα στο βάθος του ορίζοντα κοιτούν; * πού να πηγαίνουν τα πουλιά * και ποιος διατάζει ξαφνικά όλα μαζί * να φεύγουν μέσα στη νυχτιά * να χάνονται στο πέλαγος * σαν ένας νους να ξεκινάνε; * κι ύστερα πάλι, όταν γλυκαίνει ο καιρός * ποια δύναμη κρατάει μέρες και νύχτες τις φτερούγες ανοιχτές * και μέσα στο σκοτάδι όπου κυλάνε όλα μαζί * βρίσκουν τον δρόμο κι επιστρέφουνε στις ίδιες ακτές;


 Η σκήτη (απόσπασμα)


...μου φωνάζουν, βγες έξω απ’ το ψέμα και το μαύρο σκοτάδι * βγες έξω στο φως, στην αλήθεια * μα δεν ξέρουν πως το φως είναι  εδώ * κι έξω είναι το πηχτό, το αιώνιο δικό τους σκοτάδι * μέσα μου φουντώνει για λευτεριά ένας πόθος * ο εχθρός δεν με σκιάζει, παρά μόνο οι προδότες * μα, νά τους έφτασαν κιόλας τριγύρω στη σκήτη κουρδισμένοι οπλισμένοι στρατιώτες * γνωρίζουν ποιος είμαι * και τα πάντα θα κάνουν να κερδίσουν τη μάχη που σε λίγο θ’ αρχίσει...