Το χριστουγεννιάτικο δώρο
Χριστουγεννιάτικο διήγημα
του
Νίκου
Νικολάου-Χατζημιχαήλ
[πρώτη δημοσίευση: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κύπρου, Κυριακή 21 Δεκ 2014, ΖΩΗ, σελ. 1]
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, ο εγγονός μου είχε κλείσει την
πρώτη εφταετία της ζωής του κι ανάμεσα στα πολλά κουτιά με δώρα που πήρε, και που
τελικά δεν του έκαναν καμιά αίσθηση, ήταν και το δώρο της νονάς του, το πιο φανταστικό
δώρο, όπως μου είπε αργότερα, που τον έκανε ευτυχισμένο. Ήμουν εκεί και είδα με
τι χαρά το δέχτηκε. Ξέσχισε το περιτύλιγμα κι όταν έκπληκτος αντίκρισε την
εικόνα που ήταν τυπωμένη στο κουτί, το χάιδευε και δεν πίστευε στα μάτια του. Ήταν
η σανίδα με τα τέσσερα τροχάκια των ονείρων του. Αμέσως, αναζήτησε με το βλέμμα
τον πατέρα του, για να διερευνήσει ποια εντύπωση είχε κάνει σ΄εκείνον, γιατί μπροστά
του εκείνη ακριβώς τη στιγμή, βρισκόταν αυτό που είχε ζητήσει λίγους μήνες πριν
και ο πατέρας επίμονα τού είχε αρνηθεί. Η θετική όμως εικόνα που αντίκρισε και
το χαμόγελό του, διέλυσαν την αγωνία του και τον χαροποίησαν. Έσφιξε τις
γροθιές του και τις κουνούσε πάνω κάτω βγάζοντας άναρθρες κραυγές. Έβγαλε τη
σανίδα από το κουτί και την έβαλε στην αγκαλιά του με αγάπη.
Τις επόμενες μέρες, με την καθοδήγηση του πατέρα του, με
μεθοδικότητα και υπομονή, κατακτούσε το παιχνίδι σωστά, και μάθαινε όλα τα
μυστικά και τις εντυπωσιακές φιγούρες του. Αργότερα, τα απογεύματα, συνέχισε να
κάνει την εξάσκησή του πότε στο πάρκο και πότε στο πλάτωμα του αδιεξόδου. Μαζί
με τον εξάδελφό του και άλλα δύο παιδιά της γειτονιάς συγκρότησαν την παρέα του
skateboard. Τα παιδιά
έπαιζαν, ευτυχώς, ήσυχα χωρίς φωνές και έτσι κανένας από τις γύρω πολυκατοικίες
δεν ενοχλείτο.
Από την πρώτη μέρα που άνοιξαν τα σχολεία μπήκα κι εγώ
στη ρουτίνα μου και κάθε μεσημέρι βρίσκομαι στο σχολείο. Στη μία και πέντε
ακριβώς χτυπά το κουδούνι και τα παιδιά ξεχύνονται έξω από τις τάξεις σέρνοντας
τις τσάντες-καροτσάκια, και σε δυο τρία το πολύ λεπτά βλέπω τον εγγονό μου να
με εντοπίζει και να μου δίνει σήμα σηκώνοντας το χέρι. Την ίδια ακριβώς κίνηση κάνω κι εγώ, φουσκώνοντας από
περηφάνια. Είναι καλό παιδί, και είμαστε φιλαράκια. Θέλει συνέχεια να ρωτά και
να μαθαίνει. Με ακούει με προσοχή και ποτέ δεν κάνει ζαβολιές. Κι αυτός
ανυπομονεί να μου πει όλα όσα τον απασχολούν, τι έγινε στο σχολείο του, τι είπαν
οι φίλοι του και γενικά να μου εξιστορήσει όλα τα γεγονότα της ημέρας. Κυρίως
όμως, μόλις μπαίνει στο αυτοκίνητο αρχίζει τις απίστευτες περιγραφές για το νέο
του παιχνίδι και κάποτε μου υποβάλλει κάποιες ερωτήσεις που με ξαφνιάζουν, ερωτήσεις
που δεν περιμένει ποτέ κανένας ν΄ακούσει.
-Παππού τι είναι
το «χαρμπ»; Τι σημαίνει «ισούρια»; Παππού ξέρεις τι είναι το τικ-τακ;
Οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή κι εγώ ο καημένος απαντώ πως
δεν ξέρω τι είναι αυτά τα παράξενα πράγματα που μου λέει. Δεν είχαμε στην εποχή
μας τέτοια παιχνίδια. Το μοναδικό δώρο που πήρα στο Δημοτικό ήταν μια μπάλα και
αργότερα λίγα βιβλία. Τα παιχνίδια μας ήταν δικής μας επινόησης και κατασκευής.
Θυμήθηκα που είχα φτιάξει κάποτε κι εγώ ένα παιχνίδι. Ήταν ένα αεροδυναμικό όχημα
με ένα και μοναδικό τροχό από τενεκεδάκι του «γάλα βλάχας» καρφωμένο σ΄ένα λεπτό
πηχάκι και μακρύ ένα περίπου μέτρο. Το οδηγούσα με ταχύτητα στα μονοπάτια και
τα στενά δρομάκια του χωριού και δεν ήθελα να σταματήσω το τρέξιμο∙ ήμουν ακούραστος.
Ένα μικρό κομμάτι κομμένο από το ίδιο κουτί που ήταν καρφωμένο με τέτοιο τρόπο
ώστε να εφάπτεται στον τροχό δημιουργούσε θόρυβο, που όσο πιο γρήγορα έτρεχα
γινόταν και πιο γλυκός∙ σαν αληθινό αυτοκίνητο. Βέβαια, όλη αυτή τη φασαρία που
γινόταν συμπλήρωνε ο ήχος που δημιουργούσε η γλώσσα και τα χείλη μου, προσπαθώντας
να μιμηθώ τη μηχανή. Στη γειτονιά μου είμαστε τρεις φίλοι και υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός
στην κατασκευή των οχημάτων μας. Τη διαφορά την έκανε ο θόρυβος που
δημιουργούσε το μικρό κομματάκι του τσίγκου καθώς χτυπούσε στις εγκοπές που
δημιουργούσαμε στον τενεκεδένιο τροχό αφού πρώτα τις γυρνούσαμε προς τα έξω με
μια πένσα.
-Παππού θέλεις να
σου πω τι είναι το τικ-τακ; συνέχιζε ο
αγαπημένος μου εγγονός, είναι ένα κόλπο
που κάνω με το skateboard. Όταν στρίβω βάζω το πόδι μου, όχι το καλό, το άλλο,
πατάω πίσω, ανασηκώνεται η σανίδα και τότε πατώ με δύναμη με το καλό, μια εδώ
και μια εκεί, και χτυπάνε κάτω οι τροχοί και κάνουν τικ-τακ, τικ-τακ. Όταν
ήσουν μικρός είχες σανίδα παππού; Ο μπαμπάς μού είπε πως δεν υπήρχαν σανίδες
όταν ήταν μικρός, αλλά τώρα που ο κόσμος έγινε καλύτερος, υπάρχουν πολλά
παιχνίδια για όλα τα παιδιά, και κάθε παιδί βρίσκει το παιχνίδι που του αρέσει.
-Σου είπε ο μπαμπάς
ότι ο κόσμος έγινε καλύτερος; τον ρωτώ μα, δεν
περιμένω απάντηση και τον οδηγώ αλλού με μια άλλη ερώτηση που μπορεί ν΄απαντήσει:
ποιο είναι το πόδι το καλό και ποιο το
άλλο πόδι που δεν είναι το καλό; Αυτός έχει έτοιμη την απάντηση.
-Παππού, το καλό
πόδι είναι αυτό που πατά πάντα μπροστά στη σανίδα. Το άλλο μπορούμε να το
μετακινούμε όπου θέλουμε και μας βοηθά να κρατάμε ισορροπία, να σταματάμε ή να
κάνουμε το τικ-τακ. Έχει κι άλλα κόλπα αλλά θα σου τα πω άλλη φορά.
Δυο τρεις μέρες πριν κλείσουν τα σχολεία για τις χριστουγεννιάτικες
γιορτές, τον περίμενα ως συνήθως στα σκαλάκια, μα εκείνη την ημέρα δεν είχε
κέφι να μου μιλήσει, ήταν σκεφτικός κι ήτανε φανερό πως κάτι τον βασάνιζε. Οι
διερευνητικές ερωτήσεις μου περιστράφηκαν γύρω από το σχολείο, ωστόσο δεν
διαπίστωσα κάτι που να πήγε στραβά. Όμως, καιγόμουν να μάθω τι συνέβαινε, και
συνέχισα λίγο ανήσυχος τις ερωτήσεις μα, τις απαντήσεις του τις έβγαζα με το
τσιγκέλι.
Επειδή κάθε μέρα μου περιέγραφε και ένα κόλπο που έκανε
με τη σανίδα του, και σήμερα δεν μου είχε πει ακόμα τίποτε, αποφάσισα να τον
ερωτήσω ευθέως πώς πάνε τα κόλπα με τη σανίδα. Και η απάντηση ήρθε χωρίς
καθυστέρηση.
-Παππού θα σου πω
τι έγινε. Εκεί που κατεβαίνουμε στην πλατεία μας, μένει ένα παιδάκι και μας
βλέπει που παίζουμε, κάποτε σηκώνει τα χέρια του ψηλά όταν κάνουμε κάτι δύσκολο
και κουνά το κεφάλι του και τα χέρια του προσπαθώντας να κάνει κι αυτός ό,τι
κάνουμε κι εμείς. Μια μέρα που έκανα ένα κόλπο, κι ανέβηκα με το skateboard σ’ ένα τοιχάκι με
χειροκρότησε γιατί του άρεσε πολύ το κόλπο μου. Του είπαμε να έρθει μαζί μας
αλλά δεν καταλάβαινε, τον ρωτήσαμε πώς τον λένε μα πάλι δεν καταλάβαμε τι μας
είπε, του μιλούσαμε αλλά αυτός όλο «χαρμπ» και «ισούρια» μας έλεγε και έκανε το
κεφάλι έτσι, μια εδώ και μια εκεί. Μιαν άλλη μέρα πάλι με χειροκρότησε κι
ύστερα βάζει τα χέρια του έτσι, ακουμπά το κεφάλι του επάνω και μας παρακολουθεί
από το μπαλκόνι. Σκέφτηκα ότι για να μην θέλει να έρχεται μαζί μας μπορεί να
μην έχει skateboard και είπα στη μάμα μου ότι επειδή εγώ έχω δύο να του δώσω το ένα και η μάμα
μου με φίλησε και μου είπε μπράβο Κωνσταντίνε μου, να του το δώσεις γιατί σε
λίγες μέρες είναι Χριστούγεννα και όλα τα παιδάκια πρέπει να έχουν δώρα. Όμως η
μάμα αγόρασε ένα καινούργιο τυλιγμένο με χριστουγεννιάτικο περιτύλιγμα και την
άλλην ημέρα που κατέβηκα για να παίξω με τους φίλους μου πήρα και το δώρο μαζί
μου, του έδειξα ότι θέλω να του το δώσω και φώναξε τη μάμα του και μου άνοιξε
και μπήκα με το κουτί και προχώρησα στο μπαλκόνι που καθόταν για να του το
δώσω, αλλά στεναχωρήθηκα παππού, το άφησα κάτω και έτρεξα στο σπίτι και δεν
ήθελα να παίξω και πήγα στο δωμάτιό μου.
Τον έβλεπα από το καθρεφτάκι του αυτοκινήτου που ήταν
φανερά λυπημένος. Τι ήταν αυτό που σε στενοχώρησε τόσο πολύ Κωνσταντίνε μου, τον
ρώτησα, πες μου να καταλάβω κι εγώ, κι εκείνη τη στιγμή πρόσεξα ότι από τα
ματάκια του που ήταν κόκκινα έτρεχαν δάκρυα που τα σκούπιζε με την ανάποδη του
χεριού του.
- Παππού, το
παιδάκι δεν είχε πόδια. Δεν είχε πόδια!
______________________________________________________
Στα αραβικά η λέξη χαρμπ σημαίνει πόλεμος και η λέξη ισούρια
σημαίνει Συρία.