Μανδραγόρας
Τετραμηνιαίο Περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή, Τεύχος 47, σ. 23
Νίκου Νικολάου -Χατζημιχαήλ
Ο Πυθμένας των Ονομάτων
δ ι ή γ η μ α
(το διήγημα δημοσιεύεται εδώ προσαρμοσμένο στις ... ανάγκες
των κυπριακών προεδρικών εκλογών του προσεχούς Φεβρουαρίου)
Πότε θα βρέξει κυρ Αλέξη; Τον ρώτησες;» είπε σε κάποια στιγμή ένας νεαρός, δείχνοντας με το δάχτυλο ψηλά, έτσι για να του δώσει την ευκαιρία να ξεκινήσει την ενημέρωση που με αγωνία περίμεναν. Κι αυτός έστριβε το βαμβακένιο του μουστάκι, κουνούσε καλοκάγαθα το κεφάλι χαμογελώντας κι άρχιζε τις προβλέψεις για τον καιρό.
Στην «Πρόοδο» η ζωή δεν ήτανε ποτέ μονότονη με τον κυρ Αλέξη, γιατί ήτανε ο άνθρωπος που είχε έτοιμη απάντηση σε κάθε ερώτηση και έλυνε κάθε απορία και κάθε πρόβλημα.
Έχω συναντήσει ανθρώπους με γνώσεις πολλές και άποψη αλλά κανένας δεν συγκρίνεται με τον γέρο. Οι κινήσεις και τα λόγια του μετρημένα, δεν άφηνε στον συνομιλητή του καμιά αμφιβολία για την ορθότητα αυτών που έλεγε. Ποτέ δεν διακινδύνευε τη φήμη του για να πει κάτι που δεν είχε εφαρμογή και θα τον μείωνε στα μάτια τους. Ώρες ολόκληρες κρατούσε το ακροατήριο του σε αγωνία με παράξενες ιστορίες που ποτέ δεν ήτανε οι ίδιες. Ήταν ανεξάντλητος.
Έμπαινε στο σύλλογο σοβαρός, με καθαρό μάτι που σπινθηροβολούσε, κρατώντας στο αριστερό του χέρι ένα μπαστούνι με σκαλιστή λαβή. Όπου και να καθόταν αποτελούσε πια το κέντρο ενδιαφέροντος και σιγά σιγά σχηματιζόταν ένα ημικύκλιο κι όλοι κρέμονταν από τα χείλη του.
Κάποτε τραγουδούσε ή διάβαζε ποιήματα, που τα πιο πολλά ήτανε δικά του ή έπαιζε φλογέρα ανάλογα με το κέφι του. Όταν τον ρώτησαν κάποτε πού τα έμαθε, αυτός είχε έτοιμη την απάντηση: «Παππούλης μου ήτανε ο Όμηρος, πόσες γενιές νομίσατε ότι πέρασαν».
Ο κυριότερος λόγος που τον σέβονταν ήταν γιατί μπορούσε να προβλέπει τον καιρό με ακρίβεια. Παρακολουθούσε τα μηναλλάγια και στις δεκαεννιά του Ιούλη κάθε χρόνο διάλεγε δώδεκα συκόφυλλα, τα άπλωνε στο πανέρι και από το επόμενο πρωί που τα μελετούσε ήταν σε θέση να κάνει προβλέψεις για ολόκληρο τον επόμενο χρόνο.
Περίμενε να περάσει το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου και κάποιο βράδυ προς το τέλος του μήνα ανακοίνωνε τα αποτελέσματα. Ήταν μια τέχνη που την έμαθε από παλαιότερους. Πολλοί σημείωναν τις ημερομηνίες και ποτέ δεν έπεφτε έξω. Αλλά κι εκεί που έπεφτε έξω πάλι είχε έτοιμη την απάντησή του: «Και ο καιρός τρελαίνεται καμιά φορά», έλεγε και συνέχιζε να εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια πώς έφθανε στα συμπεράσματά του, για να διαλύει και την παραμικρή αμφιβολία που μπορούσε κάποιος να έχει, ότι τάχατες έλεγε ημερομηνίες στη τύχη.
Εκείνο που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση απ’ όλες τις επιτυχίες του ήταν η απάντησή του τη βραδιά των εκλογών. Από νωρίς οι προβλέψεις για τα αποτελέσματα έδιναν κι έπαιρναν και η αγωνία ήταν ποιός θα ήταν ο επόμενος Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Δεν έδειχνε να τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα πολιτικά πράγματα και τις πιο πολλές φορές όταν οι συζητήσεις άναβαν, αυτός έμενε σιωπηλός σε μια γωνιά διαβάζοντας κάποια εφημερίδα. Εκείνο το βράδυ, τη στιγμή που σηκώθηκε για να φύγει, κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να ρωτήσει τη γνώμη του. Κοντοστάθηκε λίγο, προβληματίστηκε, έκανε πως θέλει να φύγει μα στο τέλος γύρισε. Δεν μπορούσε να φύγει χωρίς να δώσει απάντηση.
Περίμεναν την απάντησή του με ενδιαφέρον και αγωνία. Απόψε του έβαζαν πολύ δύσκολα μα αυτός δεν φάνηκε να πτοείται.
Κινήθηκε αργά προς το μεγάλο τραπέζι και είπε σε κάποιον να γράψει τα ονόματα των τριών υποψηφίων στο χαρτί.
Άφησαν όλοι τα πηγαδάκια τους και μαζεύτηκαν γύρω από το τραπέζι γιατί κάτι συνταραχτικό θα έκανε πάλι ο γέρος.
«Τώρα, να αντικαταστήσεις τα γράμματα με αριθμούς. Το άλφα με το ένα, το βήτα με το δύο, και ούτω καθεξής. Οι δεκάδες αρχίζουν από το γιώτα και οι εκατοντάδες από το ρω. Και πρόσεξε μην κάνεις λάθος∙ και μη γράφεις τα μηδενικά των δεκάδων και των εκατοντάδων. Πρόσθεσε τους αριθμούς, και πες μας πόσα θα βρεις».
Έγραψε αυτός το όνομα του πρώτου υποψηφίου και σε κάθε γράμμα αντιστοίχισε ένα αριθμό. Έκανε γρήγορα την πρόσθεση.
«Τριάντα ένα», απάντησε ο "γραμματέας".
Ο γέρος συνέχισε δυνατά τη σκέψη του επαναλαμβάνοντας το άθροισμα: «τριάντα ένα. Τρία και ένα μας κάνουν τέσσερα. Τέσσερα λοιπόν, για τον πρώτο υποψήφιο. Τώρα να κάνεις το ίδιο και για τους άλλους».
«Έντεκα για τον δεύτερο», έδωσε σε λίγο την απάντηση ο "γραμματέας".
«Ωραία! Έντεκα, άρα έχουμε τον αριθμό δύο, για τον δεύτερο».
«Είκοσι τρία για τον τρίτο υποψήφιο» είπε τέλος ο "γραμματέας" βοηθός του.
«Δύο και τρία πέντε και είναι ο νικητής των εκλογών» είπε τέλος ο γέρος. Άρχισαν κάτι μουρμουρητά και κάποιοι δυσανασχέτησαν. "Πως είναι δυνατόν" είπαν, "αφού ο δικός μας έχει το μεγαλύτερο επώνυμο".
«Θα έχουμε δεύτερο γύρο;» ρώτησε κάποιος, «πρέπει να δώσεις και αυτή την απάντηση».
«Έχετε δίκαιο», απάντησε ο γέρος. «Πρέπει να απαντηθεί και αυτό. Θα έχουμε δεύτερο γύρο, γιατί ο πρώτος δεν συγκεντρώνει μεγαλύτερο ποσοστό από το άθροισμα των δύο άλλων. Θα πάνε οι δυο πιο δυνατοί».
Και προχωρώντας ο γέρος προς την έξοδο μονολόγησε: «γέλασαν αλλά πού να ξέρουν αυτοί ότι ο Αχιλλέας δεν ήταν τυχαία που νίκησε τον Έκτορα. Ο Αχιλλέας ήταν εφτά φορές πιο δυνατός».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ:
Η λέξη «πυθμήν» χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τον Πλάτωνα, με την έννοια του ελάχιστου αριθμού που ικανοποιούσε κάποια σχέση αναλογίας. Ο Ευκλείδης, χρησιμοποιεί αντίστοιχα, τον όρο «ελάχιστος αριθμός». Ως εφαρμογή των σχετικών θεωρημάτων, ο Ιππόλυτος έθεσε το ερώτημα: «Ποιός είναι ο πυθμένας του ονόματος «Αγαμέμνων», αν κάθε γράμμα του ονόματός του αντικατασταθεί με τον αντίστοιχο αριθμό». Εφαρμόζοντας τη θεωρία έχουμε:
Α γ
α μ έ
μ ν ω
ν
1 3 1
40 5 40
50 800 50
1 3 1 4 5
4 5 8
5
προσθέτουμε τους πιο πάνω
αριθμούς:
36
Προσθέτουμε ξανά (3+6):
9
Ο πυθμένας λοιπόν, του Αγαμέμνονα είναι 9. Αν εργαστούμε με τον ίδιο τρόπο βρίσκουμε τον πυθμένα του Έκτορα που είναι 1 και του Αχιλλέα 7, αριθμοί που συνάδουν με τη δύναμη των ανδρών και δικαιολογείται έτσι και η νίκη του Αχιλλέα επί του Έκτορα.
[Ευάγγελου Σ. Σταμάτη, ελληνικά μαθηματικά, εκδόσεις της εταιρείας των φίλων του λαού, 1976]