28 Οκτ 2025

"ΩΣ ΤΡΕΧΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ" στο ιστολόγιο ΜΠΟΝΖΑΪ του περιοδικού ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ


ΕΝΑ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ...

...για το μικρό διήγημα, από τα ωραιότερα, πιστεύω, στον παγκόσμιο ιστό, το οποίο φροντίζουν δύο εξαιρετικοί άνθρωποι, η εικαστικός και διηγηματογράφος Ηρώ Νικοπούλου και ο ποιητής και εκδότης Γιάννης Πατίλης, φίλοι της Κύπρου, φιλοξενεί από σήμερα -επέτειο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης- ένα δικό μου διήγημα: "Ως τρέχει ο ήλιος". Για να μας υπενθυμίζει πως κάποια ατόφια κομμάτια ελληνισμού βρίσκονται, ακόμα, υπό βαρβαρική κατοχή. 


Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Ὡς τρέχει ὁ ἥλιος

ΦΟΡΟΥΣΕ χα­κὶ φαρ­δὺ παν­τε­λό­νι ὣς τὸ γό­να­το. Ἀπὸ κεῖ καὶ κά­τω τὰ πό­δια του ἦταν τυ­λιγ­μέ­να μὲ τὶς πάτ­τες —λω­ρί­δες τοῦ ἰδί­ου χρώ­μα­τος— μέ­χρι τὸν ἀστρά­γα­λο καὶ χω­μέ­να σὲ μαῦ­ρα στι­βά­λια μὲ χα­κὶ πά­λι γκέ­τες. Τὸ σκοῦ­ρο που­κά­μι­σό του, ἀπὸ κυ­πρια­κὴ ἀλα­τζιὰ καὶ πά­νω ἀπ’ όλα μιὰ στρα­τιω­τι­κὴ χλαί­νη. Μιὰ πα­ρα­φου­σκω­μέ­νη βούρ­κα κρε­μό­ταν πάν­τα στὸν ὦμο του, ποὺ τὸ συγ­κρα­τοῦ­σε ἕνα μαυ­ρι­σμέ­νο ἀπὸ τὸν και­ρὸ καὶ τὴ χρή­ση λου­ρί. Στὸ δε­ξὶ του χέ­ρι πάν­τα ἡ μα­τσού­κα του, ποὺ στὴν κορ­φὴ πλά­ται­νε καὶ σχη­μα­τι­ζό­ταν τὸ κε­φά­λι ἑνὸς ἀε­τοῦ. Ἦταν τὸ σκῆ­πτρο του, ἕνα ἔρ­γο τέ­χνης ποὺ τὸ δού­λε­ψε πολ­λὰ χρό­νια κι ἔτσι κα­θὼς ἡ πα­λά­μη χρό­νια τώ­ρα τὸ ἀγ­κά­λια­ζε, εἶ­χε ἀπο­κτή­σει μιὰ φυ­σι­κὴ πα­τί­να καὶ στιλ­πνά­δα. Τὸ χα­ραγ­μέ­νο μά­τι τοῦ ἀε­τοῦ, γε­μι­σμέ­νο μὲ κα­τρά­μι καὶ ἄλ­λα μυ­στι­κὰ ὑλι­κὰ ἤτα­νε μαῦ­ρο καὶ λαμ­πε­ρό, σὲ κοί­τα­ζε καὶ τὸ βλέμ­μα του γι­νό­ταν ἀκό­μα πιὸ βα­θὺ καὶ σκο­τει­νό, ἀλη­θι­νό, ὅμοιο μὲ τὸ βλέμ­μα τοῦ ἀφεν­τι­κοῦ του, τοῦ Θε­ου­λὴ καὶ ὅταν ἀκού­γα­με τὶς ἱστο­ρί­ες του τὰ μά­τια τοῦ ἀε­τοῦ μᾶς φαί­νον­ταν ζων­τα­νά, ἀνοι­γό­κλει­ναν ἀνά­λο­γα μὲ τὴν ἱστο­ρία καὶ ἔπαιρ­ναν τὴν ἔκ­φρα­ση ποὺ χρεια­ζό­ταν γιὰ τὴν συγ­κε­κρι­μέ­νη στιγ­μή. Ἔτσι ὅπως χάϊ­δευε αὐ­τὴ τὴ μα­τσού­κα στὸ ὕψος τοῦ λαι­μοῦ τοῦ ἀε­τοῦ καὶ τὴ στρι­φο­γυρ­νοῦ­σε καὶ τὴν ἀνέ­βα­ζε πά­νω-κά­τω καὶ κου­νοῦ­σε τις ἀγ­κῶ­νες του, μᾶς φαι­νό­ταν ὅτι ὁ ἀε­τὸς ἀπὸ στιγ­μὴ σὲ στιγ­μὴ θὰ πέ­τα­γε σὰν ἀλη­θι­νός.

       Περ­πα­τοῦ­σε ἀρ­γὰ καὶ μὲ στα­θε­ρὰ βή­μα­τα ἔχον­τας στραμ­μέ­νο λί­γο δε­ξιὰ τὸ κε­φά­λι του γιὰ νὰ βλέ­πει κα­λύ­τε­ρα τὸν κό­σμο μέ­σα ἀπὸ τὰ πα­ρά­ξε­να γυα­λιά του. Γυα­λιὰ ἀπὸ με­ταλ­λι­κὸ σκε­λε­τὸ μ’ ἕνα μό­νο τζα­μά­κι καὶ αὐ­τὸ μαῦ­ρο γιὰ νὰ κρύ­βει τὸ χα­λα­σμέ­νο του μά­τι. Στὸ κα­λὸ μά­τι τί­πο­τε· μό­νο ὁ σκε­λε­τός. Μὰ αὐ­τὸ τὸ μο­να­δι­κό του μά­τι ἦταν τό­σο ζω­η­ρὸ καὶ μαῦ­ρο σὰν αὐ­τὸ τοῦ ἀη­τοῦ στὴ μαγ­κού­ρα του. Μι­κροὶ προ­σπα­θού­σα­με νὰ δοῦ­με τί κρυ­βό­ταν πί­σω ἀπὸ τὸ μαῦ­ρο τζά­μι τῶν γυα­λιῶν του. Πο­τὲ ὅμως δὲ ρω­τή­σα­με καὶ πο­τὲ δὲ μά­θα­με. Αὐ­τὸς μᾶς κοί­τα­ζε πάν­τα μὲ κα­λο­σύ­νη κι ἕνα πι­κρὸ χα­μό­γε­λο δια­γρα­φό­ταν στὰ χεί­λη του.

       Ὅλη μέ­ρα τρι­γυρ­νοῦ­σε στοὺς ἀγροὺς γιὰ νὰ τοὺς φυ­λά­ει —αὐ­τὸ ἦταν τὸ κύ­ριο ἐπάγ­γελ­μά του— ἦταν ἀγρο­φύ­λα­κας, κι ἀλί­μο­νο σὲ ὅποιον πα­ρά­κουε στὶς ὑπο­δεί­ξεις του. Ἀλί­μο­νο σὲ ὅποιον βο­σκὸ εἶ­χε τὴ ἀτυ­χία ν’ ἀκού­σει τὸ σφύ­ριγ­μά του. Ἔπρε­πε νὰ μα­ζέ­ψει τὰ πρό­βα­τά του ἀπὸ τὴν ξέ­νη πε­ριου­σία καὶ νὰ μὴ τὸ ξα­να­κά­νει, δια­φο­ρε­τι­κὰ ἦταν χα­μέ­νος. Κά­πο­τε ὅμως σφύ­ρι­ζε καὶ χω­ρὶς νὰ ὑπάρ­χει λό­γος. Ἤθε­λε νὰ γνω­ρί­ζουν ὅλοι ὅτι ἦταν ἐκεῖ καὶ δὲ θὰ συγ­χω­ροῦ­σε κα­μιὰ πα­ρα­νο­μία. Ὅλοι τὸν σέ­βον­ταν για­τί ἦταν δί­καιος. Ἡ πε­ριου­σία τοῦ κα­θε­νὸς ἦταν προ­στα­τευ­μέ­νη καὶ ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη ποὺ τοῦ ἔδει­χναν οἱ συγ­χω­ρια­νοί του ἦταν ἀπε­ριό­ρι­στη.

       Στοὺς ἀγροὺς χαι­ρό­ταν ἡ ψυ­χή του. Τρι­γυρ­νοῦ­σε ἀπ’ τὰ χα­ρά­μα­τα μέ­χρι τὴ δύ­ση τοῦ ἥλιου καὶ μά­ζευε μα­νι­τά­ρια, ἀγρέ­λια, σπα­τζιὰ καὶ ὅ,τι ἄλ­λο προ­σφε­ρό­ταν σὲ κά­θε ἐπο­χή. Κυ­ρί­ως ὅμως φρόν­τι­ζε τὶς περ­να­ριὲς για­τί ἦταν μέ­ρος της ζωῆς του. Ἀκό­μα καὶ νε­ρὸ ἦταν πρό­θυ­μος νὰ κου­βα­λή­σει σὲ χρο­νιὲς ἀνα­βρο­χιᾶς, μή­πως καὶ ξε­ραί­νον­ταν οἱ περ­να­ριές του.

       Τὸν συ­νάν­τη­σα νὰ πε­ρι­φέ­ρε­ται στὴ γει­το­νιά μου. Στὴν ἀρ­χὴ δὲν τὸν γνώ­ρι­σα. Δὲν φο­ροῦ­σε τὴ χλαί­νη, ἡ βούρ­κα δὲν ἦταν κρε­μα­σμέ­νη στὸν ὦμο του, φο­ροῦ­σε κα­νο­νι­κὸ παν­τε­λό­νι καὶ πα­πού­τσια, μό­νο ποὺ κρα­τοῦ­σε, ἀκό­μα, τὴ μαγ­κού­ρα του. Τὰ γυα­λιά του ἴδια κι ἀπα­ράλ­λα­κτα. Ἔμει­να νὰ τὸν με­λε­τῶ γιὰ λί­γη ὥρα μή­πως ἦταν κα­μιὰ πα­ρε­ξή­γη­ση. Ὄχι, αὐ­τὸς ἦταν. Τὸν πλη­σί­α­σα μὲ ἐπι­φύ­λα­ξη καὶ τὸν χαι­ρέ­τι­σα μὲ τὸ ὄνο­μά του. Γύ­ρι­σε τὸ κε­φά­λι, λί­γο λο­ξὰ καὶ τὸ μο­να­δι­κό του μά­τι πί­σω ἀπ’ τὸ γυ­μνὸ σκε­λε­τὸ μὲ κοί­τα­ξε ἐπί­μο­να προ­σπα­θῶν­τας νὰ θυ­μη­θεῖ. Δὲ φαί­νε­ται νὰ τοῦ θύ­μι­σα τί­πο­τε καὶ μὲ ρώ­τη­σε ποιός εἶ­μαι. Τοῦ ἀπάν­τη­σα καὶ τὸ μά­τι του ἔλαμ­ψε ἀκού­γον­τας τὸ ὄνο­μα τοῦ χω­ριοῦ του. Πρό­σφυ­γας τώ­ρα, τὸν τα­κτο­ποί­η­σαν σὲ ἕνα σπι­τά­κι μὲ ἕνα μό­νο δω­μά­τιο στὸ συ­νοι­κι­σμὸ Ἄσπρες. Τὸν ἔθα­ψαν κα­νο­νι­κὰ δη­λα­δή, καὶ δὲν εἶ­χε πλέ­ον κα­νέ­να νόη­μα ἡ ζωή του. Αὐ­τὸς ἦταν ἐλεύ­θε­ρος νὰ τρι­γυρ­νᾶ μέ­σα σ’ ἕνα τε­ρά­στιο πάρ­κο, μέ­σα στὴ φύ­ση καὶ τώ­ρα τὸν ἔθα­ψαν ἀνά­με­σα σὲ κτί­σμα­τα καὶ ἀν­θρώ­πους ποὺ δὲν ἤξε­ρε. Ἔπαιρ­νε κά­πο­τε τὴ σφυ­ρί­κτρα του καὶ τὴν κοί­ταε λυ­πη­μέ­νος. Δὲν εἶ­χε νόη­μα πλέ­ον νὰ σφυ­ρί­ξει.

       Τοῦ πρό­τει­να νὰ ἐπι­σκε­φθοῦ­με τὸ σπί­τι μου μιὰ καὶ ἦταν δί­πλα, γιὰ νὰ μι­λή­σου­με. Δέ­χθη­κε χω­ρὶς κα­νέ­να γογ­γυ­σμό. Καὶ μό­νο ποὺ βρῆ­κε κά­ποιον ἀπὸ τὸ χω­ριό του, τοῦ ἔδω­σε τό­ση χα­ρὰ ποὺ ἔτσι ὅπως χει­ρο­νό­μη­σε καὶ ἀνε­βο­κα­τέ­βα­σε τὴ μαγ­κού­ρα του εἶ­δα τὴν ἴδια χα­ρὰ καὶ στὰ μά­τια τοῦ ἀε­τοῦ ποὺ φτε­ρού­γι­σε μιὰ-δυὸ φο­ρές.

       Τὸ σπί­τι μου, εἶ­ναι ἕνα δια­μέ­ρι­σμα στὴ Δα­σού­πο­λη στὸν τέ­ταρ­το ὄρο­φο καὶ τὸ σα­λό­νι βλέ­πει πρὸς τὸν βορ­ρᾶ. Ἀπὸ τὶς δυὸ τε­ρά­στιες μπαλ­κο­νό­πορ­τες μπο­ρεῖ κα­νέ­νας νὰ δεῖ ὅλη τὴ Λευ­κω­σία καὶ ὅλη τὴν ὀρο­σει­ρὰ τοῦ Πεν­τα­δά­κτυ­λου. Αὐ­τὸ ἦταν ποὺ τοῦ ἔκα­νε ἐν­τύ­πω­ση. Μό­λις μπῆ­κε τρά­βη­ξε κα­τ’ εὐ­θεῖ­αν στὸ μπαλ­κό­νι κι ἔμει­νε γιὰ λί­γη ὥρα ἀκί­νη­τος. Δὲν πί­στευε στὰ μά­τια του· στὸ μά­τι του, κα­λύ­τε­ρα. Σή­κω­σε λί­γο καὶ τὸν ἀε­τὸ λὲς καὶ ἤθε­λε νὰ τοῦ δεί­ξει τὸ θέ­α­μα ποὺ ἀν­τί­κρι­ζε γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Τὸν ἄκου­σα ποὺ μούγ­κρι­σε. Κου­νοῦ­σε ἀνή­συ­χα τὸ κε­φά­λι, δὲ χόρ­ται­νε τὸ θέ­α­μα, καὶ μοῦ ἔδω­σε τὴν ἐν­τύ­πω­ση πὼς ἀνα­ζη­τοῦ­σε νὰ δεῖ τὸ χω­ριό του.

       Τὸν ἄφη­σα γιὰ λί­γο μό­νο, ἀπο­τρα­βή­κτη­κα γιὰ νὰ βρῶ κά­τι νὰ τὸν φι­λέ­ψω μὰ ὅταν γύ­ρι­σα ἦταν ἀκό­μα στὸ μπαλ­κό­νι καὶ κοι­τοῦ­σε πρὸς τὸ βου­νό. Μοῦ φά­νη­κε πὼς κά­τι ψι­θύ­ρι­ζε καὶ πράγ­μα­τι ὅταν πλη­σί­α­σα σι­γο­μουρ­μού­ρι­ζε κά­τι, καὶ αὐ­τὰ τὰ λό­για του μὲ πῆ­γαν στὸ πα­ρελ­θὸν πολ­λὰ χρό­νια πρίν…

       Ἡ για­γιὰ μὲ εἶ­χε φω­νά­ξει, ἑφτά­χρο­νο τό­τε παι­δὶ καὶ μὲ στα­θε­ρὴ φω­νὴ μοῦ εἶ­πε: Θὰ πᾶς αὐ­τὸ τὸ νό­μι­σμα καὶ αὐ­τὴ τὴν κόκ­κι­νη κλω­στὴ στὸν παπ­ποῦ Θε­ου­λὴ καὶ θὰ τοῦ πεῖς πὼς σὲ στέλ­νει ἡ για­γιά σου, για­τὶ τὸ ἀδελ­φά­κι σου εἶ­ναι ἄρ­ρω­στο ἔχει κοκ­κι­νά­δια στὸ σω­μα­τά­κι του. Αὐ­τὸς ξέ­ρει τί θὰ κά­νει.

       Ἦταν ἡ πρώ­τη φο­ρὰ ποὺ τὸν γνώ­ρι­ζα καὶ ὁμο­λο­γῶ ὅτι μὲ φό­βι­σε ἡ εἰ­κό­να του. Τὴν ἑπό­με­νη φο­ρὰ ὅμως, με­τὰ ἀπὸ ὀκτὼ μέ­ρες μοῦ φά­νη­κε πιὸ οἰ­κεῖ­ος. Μό­λις μὲ εἶ­δε ἀνα­ζή­τη­σε καὶ βρῆ­κε ἕνα κλω­νά­ρι ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα ἔμα­θα ὅτι ἦταν κλω­νά­ρι ἀπὸ περ­να­ριὰ καὶ μοῦ τὸ ἔδω­σε γιὰ νὰ τὸ πα­ρα­δώ­σω στὴ για­γιά μου. Τὸ κλω­νά­ρι εἶ­χε σχε­δὸν ξε­ρα­θεῖ μὰ πά­νω του ἦταν τυ­λιγ­μέ­νη ἡ κόκ­κι­νη κλω­στή. Ἡ κλω­στὴ με­τρη­μέ­νη στὸ σῶ­μα τῆς Ἄν­νας νὰ εἶ­ναι ἀκρι­βῶς στὸ ὕψος της. Μοῦ τὸ ἔδω­σε μουρ­μου­ρί­ζον­τας κά­ποια ἀκα­τα­νόη­τα λό­για: Ὡς τρέ­χει ὁ ἥλιος, ὡς τρέ­χου­σιν οἱ ἀστέ­ρες… Δὲν θυ­μᾶ­μαι τί­πο­τε ἄλ­λο μὰ αὐ­τὴ τὴ στιγ­μὴ ὅπως ἄκουα τὸ γέ­ρο νὰ μο­νο­λο­γεῖ θυ­μή­θη­κα τὰ λό­για του. Θυ­μᾶ­μαι ἀκό­μα τὸ χα­μό­γε­λο στὰ χεί­λη τῆς για­γιᾶς κα­θὼς ἔπαιρ­νε τὸ κλω­νά­ρι μὲ τὸ περ­νά­ρι. Τὰ κόκ­κι­να στίγ­μα­τα ἀπὸ τὸ σω­μα­τά­κι τῆς Ἄν­νας εἶ­χαν ἐξα­φα­νι­σθεῖ. Ἡ για­γιὰ ὅμως κα­λοῦ-κα­κοῦ πῆ­ρε τὰ ξε­ρα­μέ­να φυλ­λα­ρά­κια καὶ τὰ ἔτρι­βε στὸ χέ­ρι της ὥστε νὰ πέ­φτουν στὸ σῶ­μα τοῦ μω­ροῦ.

       Δὲν πέ­ρα­σε ἕνας μῆ­νας καὶ ξα­να­συ­νάν­τη­σα τὸν παπ­ποῦ στὴν ἴδια θέ­ση ποὺ βρε­θή­κα­με τὴ πρώ­τη φο­ρά. Λὲς καὶ μὲ πε­ρί­με­νε. Δὲν ἔχα­σα τὴν εὐ­και­ρία καὶ τὸν ὁδή­γη­σα ξα­νὰ στὸ σπί­τι μου. Ἦταν τό­σο ὄμορ­φες οἱ ἱστο­ρί­ες του ποὺ κρε­μό­μουν κυ­ριο­λε­κτι­κὰ ἀπὸ τὸ στό­μα του. Σὲ στιγ­μὲς ὅμως ποὺ ἀπο­μα­κρυ­νό­μουν τὸν τσά­κω­να στὸ μπαλ­κό­νι στὴν ἴδια θέ­ση νὰ μουρ­μου­ρί­ζει τὰ ἴδια ἀκα­τα­νόη­τα λό­για.

       Τε­λευ­ταῖα τὸν ἔχα­σα. Μά­ταια πε­ρί­με­να ὧρες πολ­λὲς στὸ ση­μεῖο ποὺ τὸν συ­νάν­τη­σα τὶς προ­η­γού­με­νες φο­ρὲς μή­πως καὶ φα­νεῖ. Μά­ταια· ὁ γέ­ρος εἶ­χε ἐξα­φα­νι­σθεῖ. Λυ­πό­μου­να για­τί οἱ ἱστο­ρί­ες του ἦταν ἀτε­λεί­ω­τες καὶ πάν­τα ἐν­δια­φέ­ρου­σες. Κά­ποια μέ­ρα ὅμως ἕνα τη­λε­φώ­νη­μα ἔδω­σε τέ­λος στὴν ἐξα­φά­νι­ση τοῦ γέ­ρου. Τὸ τη­λε­φώ­νη­μα ἦταν ἀπὸ ἕναν ἄγνω­στό μου γεί­το­νά του. Νὰ μὴν πο­λυ­λο­γῶ μὲ ψά­χνα­νε γιὰ ἀρ­κε­τὲς μέ­ρες μὰ στὸ τέ­λος μὲ βρῆ­καν. Ὁ ἄγνω­στος γεί­το­νας μὲ ἀνα­κού­φι­ση μοῦ ἀνα­κοί­νω­σε πὼς ὁ γέ­ρος μὲ ἤθε­λε. Ἦταν ἑτοι­μο­θά­να­τος, εἶ­πε ἀλ­λὰ δὲν ἔλε­γε νὰ πα­ρα­δώ­σει. Εἶ­χαν φθά­σει μέ­χρι καὶ στὴν ἀστυ­νο­μία γιὰ νὰ μὲ ἀνα­κα­λύ­ψουν. Ἔλα, τώ­ρα! Σὲ θέ­λει.

       Ἦταν ξα­πλω­μέ­νος σ΄ ἕνα ἁπλὸ κρε­βά­τι στὸ φτω­χι­κό του δω­μά­τιο καὶ ἡ βούρ­κα του ἦταν πε­τα­μέ­νη σὲ μιὰ γω­νιά. Ὁ ἀε­τὸς δί­πλα στὸ στρῶ­μα τὸν ἔβλε­πε μὲ πα­ρά­πο­νο. Δυὸ-τρεῖς γέ­ροι καὶ γριὲς κά­θον­ταν στὸ μι­κρὸ χόλ. Ὅταν τὸν ἄγ­γι­ξα μὲ τὸ χέ­ρι τὸ μά­τι του φω­τί­στη­κε. Πρώ­τη φο­ρὰ τὸν ἔβλε­πα χω­ρὶς τὰ γυα­λιά του. Μιὰ τρῦ­πα μό­νο λὲς καὶ εἶ­χαν ρά­ψει τὰ βλέ­φα­ρά του χω­ρὶς κα­μιὰ διά­θε­ση γιὰ τὴν πα­ρα­μι­κρὴ κί­νη­ση. Ἤθε­λε νὰ μοῦ μι­λή­σει καὶ τὸ κα­τά­λα­βα. Μὲ κοί­τα­ξε μὲ τὸ σβη­σμέ­νο βλέμ­μα τοῦ κα­λοῦ του μα­τιοῦ. Πλη­σί­α­σα κον­τὰ στὸ πρό­σω­πό του, μὰ ἡ φω­νή του δὲν ἔβγαι­νε. Προ­σπά­θη­σε ξα­νὰ κι­νῶν­τας λί­γο τὸ χέ­ρι του σὰν νὰ ἤθε­λε νὰ μοῦ δώ­σει κά­τι. Ἔβα­λα τὸ αὐ­τί μου πιὸ κον­τὰ καὶ ἄκου­σα τὰ λό­για του: Γιέ μου, ἔφυ­γε αὐ­τὸ τὸ κόκ­κι­νο ση­μά­δι ἀπὸ τὸ βου­νό; Νὰ λὲς αὐ­τὰ τὰ λό­για ὅταν βγαί­νουν τ’ ἄστρα, ὅταν γε­μί­ζει τὸ φεγ­γά­ρι. Ποῦ θὰ πά­ει θὰ σβή­σει. Δὲν εἶ­πε τί­πο­τε ἄλ­λο. Ἔτσι ὅπως ἤμουν σκυ­φτὸς ἡ μα­τιά μου ἔπε­σε στὸν ἀε­τό. Μοῦ φά­νη­κε πὼς ἔκλει­σε τὰ μά­τια. Ναί, ὁ γέ­ρος ἔφυ­γε, τὸ κα­τά­λα­βα για­τί τὸ χέ­ρι του ἦταν πιὰ πα­γω­μέ­νο. Ἔβα­λα τὸ τσα­λα­κω­μέ­νο χαρ­τὶ στὴν τσέ­πη μου. Γύ­ρω μου εἶ­χαν μα­ζευ­τεῖ τὰ γε­ρον­τά­κια τῆς γει­το­νιᾶς καὶ μὲ κοί­τα­ζαν. Τὸν θά­ψα­με τὴν ἄλ­λη μέ­ρα τὸ ἀπό­γευ­μα.

       Τώ­ρα τὰ ἤξε­ρα ὅλα. O γέ­ρος ἤθε­λε νὰ χρη­σι­μο­ποι­ή­σει τὴν τέ­χνη του —τὴν τέ­χνη του Γόη— γιὰ νὰ ἐξα­φα­νί­σει αὐ­τὰ τὰ κόκ­κι­να στίγ­μα­τα, αὐ­τὲς τὶς κόκ­κι­νες ση­μαῖ­ες στὸν Πεν­τα­δά­κτυ­λο. Δὲν τοῦ χα­λάω χα­τί­ρι. Κά­θε φο­ρὰ ποὺ γε­μί­ζει τὸ φεγ­γά­ρι καὶ φαί­νον­ται τὰ πρῶ­τα ἀστέ­ρια, ἀνοί­γω τὸ τσα­λα­κω­μέ­νο χαρ­τὶ καὶ δια­βά­ζω τὴν ἀνορ­θό­γρα­φη γρα­φή του: «Σου­ρου­πὰτ σε­λὰμ σα­ρα­χε­τέ­με, κυ­πτοῦ φι­λου­του­χὰμ βεη­νέ­ζι βερ­βι­σο­λὺν βε­σφι­σούν. Ὁ Θε­ός, ὁ Θε­ός, ὁ τὴν βά­τον φυ­τεύ­σας, σβέ­σον πᾶν πύ­ρω­μα, ἐχεν­τρο­πύ­ρω­μα, ὄφε­ων πύ­ρω­μα, σκο­τα­δο­πύ­ρω­μα, ἀλ­λὰ προ­πάν­των κοκ­κι­νο­πύ­ρω­μα, χα­λί­νω­σον καὶ ἐξο­λό­θρευ­σον αὐ­τὰ ἀπὸ τοῦ βου­νοῦ τού­του. Φύ­σαρ­ρος, Φυ­σορ­ρό­ος. Ὡς τρέ­χει ὁ ἥλιος, ὡς τρέ­χου­σιν οἱ ἀστέ­ρες, ὡς τρέ­χει τὸ ὕδωρ, ἔτσι νὰ τρέ­ξει τὸ κα­κὸν ἀπὸ τὸ Βου­νὸ τοῦ­το. Ἔτσι νὰ τρέ­ξει τὸ κα­κὸν καὶ νὰ χα­θεῖ ἀπὸ τὴν Νῆ­σον μας.»

 

 

Γλωσ­σά­ρι:

Στι­βά­λια, μπό­τες.

Ἀλα­τζιά, ποι­κι­λό­χρω­μο ὕφα­σμα τοῦ ἀρ­γα­λειοῦ.

Βούρ­κα, ὁ σά­κος τοῦ βο­σκοῦ.

Μα­τσού­κα, τὸ ρό­πα­λο τοῦ βο­σκοῦ.

Ἀγρέ­λια, σπα­ράγ­για.

Περ­να­ριά, τὸ φυ­τὸ πρί­νος, τὸ πουρ­νά­ρι.

Ὡς τρέ­χει ὁ ἥλιος, κα­θὼς δύ­ει ὁ ἥλιος.

Περ­νά­ριν, παι­δι­κὴ ἀσθέ­νεια.

Σου­ρου­πὰτ κτλ., λέ­ξεις ἀρα­βο­περ­σι­κὲς γιὰ γη­τειές.

Φύ­σαρ­ρος, Φυ­σορ­ρό­ος, λέ­ξεις συν­θη­μα­τι­κές, ποὺ λέ­γον­ται ἀπὸ γη­τευ­τὴ γιὰ ἐκ­δί­ω­ξη κά­ποιου κα­κοῦ.







 

18 Οκτ 2025

ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝ+ΚΙΝΗΣΗΣ


Το πρώτο ποίημα από τη συλλογή μου "ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΥ" θα ακουστεί απόψε στο Κέντρο Τεχνών Τηλέμαχος Κάνθος. Σχετικά, ο Καθηγητής της Νεοελληνικής λογοτεχνίας Θεοδόσης Πυλαρινός είπε τα ακόλουθα, στην παρουσίαση της συλλογής: «Και είπεν ο θεός γενηθήτω φως και εγένετο φως και είδεν ο θεός το φως ότι καλόν και διεχώρισεν ο θεός ανά μέσον του φωτός και ανά μέσον του σκότους». Ξεκινώ από τη βιβλική «Γένεση», παραπέμποντας διακει­μενικά στην πρώτη πηγή του φωτός, δί­νοντας δηλαδή έτσι τη θεολογική αίσθη­ση, τον θεόθεν προορισμό, που επιφυ­λάσσει ο Νίκος Νικολάου στη δική του δημιουργία, στο δικό του πρώτο φως της γλυκείας νήσου Κύπρου. Περιέλαβα στο παράθεμα και τον διαχωρισμό φωτός-σκότους, διότι το δεύτερο ποίημα της Διθαλάσσου υποβάλλει διακριτικά την πάλη φωτός και σκότους στον περιούσιο τόπο της καρδιάς του, δηλώνοντας την αντιφατική, όπως δείχνει η εξέλιξή της, εναλλαγή, τη σφοδρή σύγκρουση των αντίρροπων δυνάμεων, που καθιστούν μαρτυρικό και ιστορικά καθαγιασμένο τον τόπο αυτό, ώστε να υπερβαίνει τη συμ­βατική χρονική ακολουθία και να διεκδικεί κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες την οντότητα και την αυθυπαρξία του.

Φς

ρθες
νάμεσα π τ φυλλώματα
Τς λις
Κι γνώρισα
Τ σημ
Τν πλότητα
Κα τν γάπη.

νάμεσα π τ φυλλώματα
Το κυπαρισσιο
Κι γνώρισα
Τ πράσινο
Τν πάλη
Τν παλληκαριά.

Τς ροδις
Κι γνώρισα
Τ κόκκινο
Τν τρέλα
Κα τν ρωτά σου.

Κι  κόσμος λος φς.

*************************************

Poetry Moves International Festival
Διεθνές Φεστιβάλ
Ποίησης και Συν+Κίνησης

 

Το Poetry Moves International Festival σας προσκαλεί σε μια βραδιά

Sound- & Poetryscapes

το Σάββατο, 18 Οκτωβρίου 2025, ώρα 20:00

 

Χώρος: Κέντρο Τεχνών Κάνθου,

Αγίου Νικολάου 49, Παλλουριώτισσα, 1040 Λευκωσία


 

Από τη Μεσαιωνική Κύπρο μέχρι σήμερα,

η μουσική και ο αυτοσχεδιασμός συναντούν ποίηση εμπνευσμένη

από τα δέντρα, τις ρίζες και τους κύκλους ζωής.

 


Μιλτιάδης Παπαστάμου - βιολί
Γιάννης Μυράλης - σαξόφωνο
Σάββας Σάββα - πιάνο
Δέσποινα Κατσαντώνη - απαγγελία



ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ


Προμήνυμα - Ρήσος Χαρίσης

Ύμνος

από το έργο οι Tρεις Πύλες

Σάββας Σάββα - σύνθεση, αυτοσχεδιάσμος

 

*Δένδρου Ανάγνωσμα - Ευρυδίκη Περικλέους-Παπαδοπούλου

Ι. Αυτοσχεδιασμός και μεσαιωνικός χορός

Μιλιτιάδης Παπαστάμου - σύνθεση, βιολί

ΙΙ. Magni Patris

Ύμνος τον Αγίο Ιλαρίωνα

βιολί, πιάνο

 

*Μια σταλιά χρυσοπράσινο -  Έλενα Γεωργίου

Aegean

Σάββας Σάββα, σύνθεση - βιολί, πιάνο

 

*Ξεραμένες Λεμονίες - Ρωξάνη Νικολάου

Reflections

Σάββας Σάββα, σύνθεση - βιολί, πιάνο, σαξόφωνο

 

Το βιβλίο για τα δένδρα - Γιώργος Χριστοδουλίδης

Πέντε Μινιατούρες για βιολί, σαξόφωνο και πιάνο (2014)

Νίκος Κυπουργός

 

Φως - Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Μισιρλού

Παραδοσιακό

Διασκευή: Γιάννης Μυράλης, Μιλτιάδης Παπαστάμου, Σάββας Σάββα

 

 

*Τα ποιήματα Προμήνυμα, Δένδρου Ανάγνωσμα, Μια σταλιά χρυσοπράσινο, Ξεραμένες Λεμονιές, γράφτηκαν ειδικά για το Φεστιβάλ.



Το Poetry Moves International Festival τιμήθηκε με το EFFE Label 2024–2025 από την European Festivals Association για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. H διάκριση αναδεικνύει τη δέσμευση του Φεστιβάλ στην ποιότητα και τον πολιτιστικό διάλογο.

 

ΧΟΡΗΓΟΙ: Ίδρυμα Αναστάσιος Γ. Λεβέντης, Γαλλικό Ινστιτούτο, GSA Cultural Productions Ltd

ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΕΣ:  Όλοι οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν

Κέντρο Τεχνών Κάνθου, n_C annexARTE Μουσική Ακαδημία, ARTos HouseSebastian & Albert Edwards Photoγραφείο

ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ | ΠΑΡΑΓΩΓΗ: GSA Cultural Productions Ltd

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ:  https://www.poetry-moves-international-festival.com/ 


ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ