30 Ιαν 2025

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΣΕΡΕΖΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΟΤΑΝ ΣΩΠΑΣΑΝ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ"


Πήρα το πιο κάτω σχόλιο από τον Κώστα Σερέζη από την Αθήνα. Δεν έχει τη μορφή και το χαρακτήρα άρθρου με σκοπό να δημοσιευτεί, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, μια και είναι γραμμένο σε ουδέτερο ύφος. Προοριζόταν για μένα και για μερικούς κοινούς φίλους, όπως μου έγραψε, γι’ αυτό και περιέχει πολλά προσωπικά στοιχεία που έχουν σχέση με την κατάσταση της υγείας του αυτή την εποχή. Μου άρεσε η προσέγγισή του στο βιβλίο μου και παρά τα προσωπικά στοιχεία που περιλαμβάνει ζήτησα την άδειά του να το αναρτήσω εδώ, αφαιρώντας ό,τι δεν θα ήθελε να δημοσιοποιηθεί. Μου απάντησε ότι τίποτε δεν τον ενοχλεί και ανέφερε τη γνωστή φράση του Ισοκράτη “κοινή γαρ η τύχη…”. Στο δε εισαγωγικό του σημείωμα με το οποίο συνόδευσε το σχόλιο που μου έστειλε, ανέφερε, μεταξύ άλλων: Σου το γράφω για να σου τονίσω ότι έχω αποσυντονιστεί πλήρως, και υπ’ αυτές τις συνθήκες έγινε η ανάγνωση του βιβλίου σου και το σχόλιό μου. 


"Όταν σωπάσαν τα πουλιά"
 μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ


Στιγμιαίες εντυπώσεις
του Κώστα Σερέζη, σε τόνο προσωπικό.


Η πρώτη εντύπωση όπως την αποκόμισα κάτω από ιδιαίτερες προσωπικές συνθήκες θεωρώ ότι είναι ενδεικτική της δύναμης που περικλείει αυτό το μυθιστόρημα.

Υπό το βάρος, λοιπόν, κάποιων προβλημάτων τα οποία μάλλον ψυχολογικά επιδρούν στον εαυτό μου, βρέθηκα κάποια ώρα ενός πρωινού να μην έχω τι να κάνω, όσο κι αν αυτό, ακόμη και σε μένα, ακούγεται περίεργα. Μερικά από τα στοιχεία που με έφεραν σ’ αυτή την κατάσταση ήταν ο πόνος από την ισχιαλγία που μου προέκυψε τον τελευταίο καιρό, το γεγονός ότι ήμουν μακριά από τον υπολογιστή μου, όπου υπήρχαν οι απαρχές κάποιων κειμένων στα οποία η εκκρεμότητα για την ολοκλήρωσή τους ήταν ένα καρφί επείγουσας αναμονής, όπως σε αναστολή είχε τεθεί και η παντός είδους ενημέρωσή μου πάνω στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις και στις δυο πατρίδες, όπως και στις ειδήσεις στη διεθνή τους διάσταση, κάτι που ανελλιπώς και από ανάγκη τηρώ καθημερινά. Το διαλειμματικό αυτό κενό προέκυψε από το γεγονός ότι η κυρία Αφροδίτη που φροντίζει τη λάτρα του σπιτιού μας ήταν στο υπνοδωμάτιό μου για να το φέρει σε τάξη, κάτι που κάνει κάθε Σάββατο. Στην κουζίνα, λοιπόν, μετά το πρόγευμα, χωρίς καφέ που δεν τον συνηθίζω, δεν ήξερα τι να κάνω. Επέλεξα τότε να διαβάσω ένα βιβλίο από τα πολλά που πήρα ως τιμητική προσφορά από τους συγγραφείς τους, προς τους οποίους νιώθω την ηθική υποχρέωση να γράψω δυο λόγια με τρόπο που να φανεί ότι διάβασα πράγματι τα έργα τους. Πράξη χρονοβόρα βέβαια, αλλά αυτονόητης, αν μήτι άλλο, ευγενικής ανταπόκρισης. Το βιβλίο ήταν το μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ  "Όταν σωπάσαν τα πουλιά". Ενός φίλου συγγραφέα και ποιητή, με τον οποίον η προσέγγιση προέκυψε, μεταξύ άλλων, από την τάση που έχουμε και οι δυο να αγαπάμε τα ωραία πράγματα, να μην αγνοούμε αλλά να στεκόμαστε στη λεπτομέρεια, όταν είναι ενδεικτική μιας αλήθειας, και να μην είμαστε αγνώμονες προς εκείνους που πάσχισαν με τη ζωή και τη δράση τους να υπηρετήσουν τον τόπο, όποια λάθη κι αν έχουν κάνει. Γιατί το λάθος είναι ανθρώπινο, το εσκεμμένο λάθος και  η παθιασμένη απερισκεψία σε βάρος του κοινωνικού συνόλου είναι πράξεις απάνθρωπες, προς τις οποίες η απέχθεια και το “κατηγορώ” είναι αντιδράσεις ακόμη και των απλών ανθρώπων που νιώθουν ότι έχουν ευθύνη προς τον εαυτό τους πρωτίστως, ευθύνη επιβεβλημένη από ένα, περίεργης υφής, καθήκον. Επιπλέον ο Νίκος με την ιδιότητα του σπουδαγμένου μαθηματικού όλα αυτά τα κάνει με τη συνέπεια και την τελειότητα που το αριθμητικό απόλυτο επιβάλλει.

Ο χρόνος που είχα διαθέσιμος μου επέτρεψε να διαβάσω το πρώτο μέρος που εκτείνεται σε 44 σελίδες του έργου του. Η δόκιμη γλώσσα του, όπου το μέτρο είναι κανόνας με την πεζότητα της καθημερινότητας που περιγράφει να μην της αποστερεί μια κάποια δόση λυρικής διάστασης· ενισχύει από την άλλη μια γοητευτικότητα στην ανέλιξη του μύθου που στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα του 1879 και μετά, με φόντο την ιστορική αλλαγή που επήλθε ένα χρόνο πριν, με την διακυβέρνηση του τόπου από τους Βρετανούς. Γεωγραφικός χώρος η χερσόνησος της Καρπασίας και τα χωριά της με τα πρωτότυπα ελληνικά ονόματα, που χρωματίζεται από πολλές απόψεις με ιμπρεσιονιστικούς χαρακτηρισμούς, μια πειστική αναβίωση ενός τόπου που περιγράφεται με μια αίσθηση ονείρου, με τρόπο που αποδίδει αφηγηματικά κάτι σαν τον αέρα αιγαιοπελαγίτικου χώρου, όπως όντως εκπέμπει η ακριτική αυτή περιοχή της Κύπρου στην νησιωτική άκρη της Ανατολικής Μεσογείου. Ο καμβάς του μύθου περιστρέφεται γύρω από  έναν ιερέα που συναντά Βρετανούς ταξιδιώτες ενώ η αφοσιωμένη και όμορφη γυναίκα του πρόκειται να φέρει στον κόσμο το παιδί τους. Τη χάνει με τρόπο οδυνηρό στη γέννα. Οι κοινωνικές συνθήκες είναι κι αυτές δηλωτικές της αξίας του βιβλίου. Απανωτές οι εξελίξεις, καθηλωτικές όχι με τη συνταγή της αστυνομικής περιπέτειας αλλά με την αίσθηση που δημιουργεί το αληθινό και το προσγειωμένο που έχει τη χάρη του ανεξήγητου και μοναδικού.

Από κει και πέρα η μέρα μου κύλησε φορτωμένη με πολλά, όπως πάντα, που με κρατούν όμως σε εγρήγορση. Και επιπλέον επίσκεψη στη φυσικοθεραπεύτρια αρχές της οδού Ιπποκράτους, στο κέντρο της Αθήνας, με την απεργία των ταξί, μια και αποφεύγω να οδηγώ στην κατάσταση που βρίσκομαι, να κάνουν περιπετειώδη την εκεί μετάβασή μου, ενώ οι ασκήσεις, εξαντλητικές και σε διάρκεια, με μηχανήματα και χωρίς αυτά, επέτειναν τη δοκιμασία της ημέρας.

Αν περιγράφω όλη αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι για να συμπεράνω πως αργά το βράδυ, με τα τόσα που έχουν μεσολαβήσει μερικά από τα οποία σκόπιμα αναφέρω, δεν μου έχουν αμβλύνει τις έντονες εντυπώσεις από την ανάγνωση μέρους μόνο από το μυθιστόρημα του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Σαν να είχα ζήσει προσωπικά όσα περιέγραψε. Διατηρούσα στη μνήμη μου ζωντανά τις συνισταμένες από την πρώτη προσέγγιση και μια διαρκή εντύπωση από την αφήγηση για ένα τόπο, που δοκιμάστηκε, απομονωμένος όπως είναι, τόσο πολύ από την τουρκική εισβολή του 1974 και εξακολουθεί να βρίσκεται στα φύλλα της καρδιάς μας. 

Είναι η προσωπική αυτή αντιμετώπιση αντικειμενική μιας κριτικής, όχι φιλολογικής, με τη ματιά έστω ενός φιλαναγνώστη και μόνο, χωρίς άλλες φιλοδοξίες; Μα αν δεν κρίνω από τον εαυτό μου, από τις δικές μου αντιδράσεις, γιατί να δανειστώ άλλα αποδεικτικά στοιχεία για να εκφέρω τη γνώμη μου, όσο κι αν αυτή είναι αρκετή για να με ικανοποιήσει χωρίς ψευδαισθήσεις; 

***

Το πρώτο μέρος λειτουργεί κάπως σαν εισαγωγή, χωρίς να είναι ακριβώς έτσι. Είναι σαν την ουβερτούρα ορχηστρικού έργου, το οποίο εν συνεχεία αναπτύσσεται σε πολλές κατευθύνσεις. Οι εξελίξεις που ακολουθούν είναι καταιγιστικές, έχουν σχέση με προσωπικά πάθη, με τη συμπεριφορά των νέων αφεντάδων του τόπου, με τα κατάλοιπα της συμπεριφοράς των προηγούμενων, με τις ανώριμες συμπεριφορές της εκκλησιαστικής ηγεσίας όπως εκ παραδόσεως υπάρχει σε τμήματα του έθνους υπό ανελεύθερο καθεστώς, με τις αδυναμίες και τα προτερήματα των ανθρώπων, με κοινωνικές καταστάσεις, με τα καπρίτσια του καιρού, με τις συμπτώσεις, τα απροσδόκητα, τα τυχαία, τα αναπάντεχα, τα κακά και τα ωραία.

Όλα αυτά τα περιγράφει ο Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ με ήρεμη, ελεγμένη γραφή, δεν παρασύρεται συναισθηματικά, είναι κυρίαρχος των εκφραστικών του μέσων, κι αυτό είναι ένα από τα προτερήματα του βιβλίου του και της ιστορικής του κατάθεσης. Γιατί ο καμβάς του μύθου του, που έχει να κάνει με πρόσωπα που υπήρξαν, κινείται στο ιστορικό πλαίσιο μιας οριακής στιγμής της Κύπρου όταν πέρασε από την οθωμανική κυριαρχία στη βρετανική «κηδεμόνευση», αρχικά. Δεν είναι ιστοριογράφος. Ιστορικό είναι το πλαίσιο της ιστορίας του, με κεφαλαίο γιώτα το πρώτο, με μικρό το δεύτερο. Ερεύνησε τις παντός είδους συνθήκες εκείνης της εποχής που τη χαρακτήριζε η ανέχεια, τις μελέτησε, τις έμαθε άψογα τελικά, τις έζησε εν πολλοίς και τις απέδωσε με πειστικό τρόπο. Ακόμη κι εκείνη την ανεπίτρεπτη εκκλησιαστική διαφορά για την άνοδο στο αρχιεπισκοπικό θρόνο ανάμεσα στο Κυριλλούδι και τον Κυριλλάτσο, παρωνύμια του Κύριλλου, τα παρατσούκλια δηλαδή της λαϊκής έκφρασης, που οφείλονται στη σωματική διάπλαση των υποψηφίων οι οποίοι δίχασαν με τρόπο αρνητικό τον τόπο για μια δεκαετία, την αποδίδει ήρεμα, χωρίς πάθος, ενταγμένη φυσιολογικά στην όλη αφήγησή του, με τον ίδιο τρόπο που περιγράφει τις άσχημες περιπέτειες του καιρού, που κι αυτές υπάρχουν στην αφήγησή του, τις αποκαλούμενες θεομηνίες, υπακούοντας στην τάση που είχαν ανέκαθεν οι άνθρωποι να αποδίδουν αυτά τα φαινόμενα σε υπερβατικές δυνάμεις ως να μην έχουν τη λογική τους εξήγηση.

Ο και μυθιστοριογράφος πλέον Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, γιατί έχει ήδη γόνιμη «προϋπηρεσία» ως σπουδαίος διηγηματογράφος, βραβευμένος μάλιστα -παρόλο που δεν αποδίδω στα βραβεία τη μοναδική αξιολόγηση και αναγνωρισιμότητα ενός ταλέντου που άλλοι δίνουν- κεντά το λόγο του στο βιβλίο, που έχει τον εύσχημο ποιητικό τίτλο «Όταν σωπάσαν τα πουλιά», σαν τον παραδοσιακό πλουμιστή στην καμπύλη μιας κολόκας, σαν τον σκαλιστή που αφηγείται θέματα σ’ ένα σεντούκι, στην επίσης παραδοσιακή κυπριακή κασέλα. Η λέξη που αναφέρεται ως «παράδοση» η οποία μου προέκυψε σ’ αυτό το σημείο, αν και τυχαία, τη θεωρώ συμπτωματικά δεμένη με τον χαρακτήρα του βιβλίου γιατί γράφει για μια παρωχημένη εποχή, όπως είναι οι κιτρινισμένες σελίδες ενός παλιού εγγράφου, για τα παραδοσιακά γραφικά χαρακτηριστικά μιας περιοχής που αναζητούσε υπό συνθήκες πρωτόγονες για την εποχή της, την ανάπτυξη· επεκτείνω λοιπόν τον χαρακτηρισμό και στη γραφή του συγγραφέα. Χωρίς υποκρισίες και φτιασίδια ακολουθεί τον τρόπο μυθιστορηματικής γραφής που ακολουθούσαν οι παλιοί μαστόροι του είδους· δεν κυνηγάει σύγχρονους, μοντέρνους τρόπους για να εντυπωσιάσει υφολογικά· καταγράφει τα καθέκαστα με το ύφος απόλυτα ταιριαστό με το μύθο και την εποχή που εκτυλίσσεται.

Είναι εξόχως υποβλητικές οι σκηνές που καθορίζουν την ανέλιξη του μυθιστορήματος, ερωτικές και άλλες, όπως είναι, αίφνης, η σκηνή της ερωμένης του Παπαγιάννη, της απλοϊκής και αφοσιωμένης Αρχοντούς, όταν φοράει το μπλε φόρεμα της γυναίκας του παπά, της Ρουμπίνης, που την έχασε τόσο απροδόκητα και την επαναφέρει στη ζωή του με την παρουσία μιας άλλης γυναίκας. Αναφέρομαι σε έρωτα ιερωμένου κι αυτό, όσο κι αν ηχεί ως στοιχείο παράδοξο για εντυπωσιασμό, αποδίδεται με τόση ευγένεια και φυσικότητα, ώστε ο αναγνώστης, όπως και σε άλλα σημεία, επικροτεί χαρακτήρες και επιλέγει συμπάθειες ή όχι. Δεν προκαλεί και δεν ηθικολογεί.

Πού και πού οι κυπριακές λέξεις κάνουν την εμφάνισή τους, χωρίς να επιλέγει ακραίες περιπτώσεις δίνοντας επιπλέον χρώμα στην αφήγηση. Μια κάποια τυχαία επιλογή: σπατζιά, ταπατζά, τρικό, κουμέρα, συκαμιά, χασκάσια. Το πόσο αυθεντικά κυπριακές είναι, είναι θέμα γλωσσολόγων. Θα αναφερθώ όμως σε μια εμπειρία μου για τη λέξη ταπατζά, που ήταν το πανέρι που κρεμούσαν από το ταβάνι σε μια γωνιά του σπιτιού στα χωριά κι έβαζαν εκεί τυριά και άλλα τρόφιμα για να διατηρηθούν κάποιο χρόνο, όταν δεν υπήρχαν ψυγεία ούτε καν οι λεγόμενες παγωνιέρες. Προ πολλών ετών σε μια επαγγελματική επίσκεψή μου στο Παρίσι, σε προχωρημένη βραδυνή ώρα, βρεθήκαμε με την παρέα μου για φαγητό σ΄ ένα σύμπλεγμα εστιατορίων αριστερά της μεγάλης λεωφόρου λίγο πριν την Αψίδα του Θριάμβου. Κοιτάζοντας τον σχετικό κατάλογο διάβασα στα γαλλικά μια επιλογή γαλλικών τυριών, στα οποία έχω αδυναμία, πάνω σε «ταπατζά». Ρώτησα την σερβιτόρα και μου εξήγησε ότι η λέξη ταπατζά είναι μια πλεκτή επιφάνεια σαν πανέρι πάνω στην οποία σερβίρονταν τα τυριά του εστιατορίου. Τόσων αιώνων φράγκικη ιστορία στην Κύπρο να μην μας άφηναν οι ευγενείς Γάλλοι μια ταπατζά για τα τυριά μας;

Γενικά στο μυθιστόρημα αυτό δεν διαμορφώνονται από τον Νίκο Νικολάου-Χατζημιχαήλ μόνο οι χαρακτήρες, αλλά προβάλλει πειστικά και με τρόπο που κινεί το ευρύτερο ενδιαφέρον το κλίμα μιας δύσκολης εποχής. Και ποια εποχή στην Κύπρο δεν ήταν δύσκολη. Κι ακόμη: δίνονται ανάγλυφα μέσα από τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που αναπτύσσει μερικές από τις αρετές και τις αδυναμίες των Κυπρίων ως λαού. Όταν διεξερχόμουνα τις σελίδες του βιβλίου έφερα στη μνήμη μου πολλά από τα πρόσωπα που αναφέρει, πρόσωπα που άφησαν το στίγμα τους στην κυπριακή κοινωνία, όπως ο Ευάγγελος Λουίζος και άλλα, κάτι που επιβεβαιώθηκε στο πολύ αισθαντικό και χρήσιμα πληροφοριακό «επιμύθιο» με το οποίο κλείνει το βιβλίο, που έχει πλέον μια σημαντική θέση στην κυπριακή λογοτεχνική γραμματολογία.

29.1.2025
Κώστας Σερέζης