Δύο διηγήματα βασισμένα σε αφήγηση του πατέρα μου, για τον βάρβαρο τρόπο που ο τουρκικός στρατός βασάνισε αυτόν και άλλους 28 συγκρατούμενούς του για 37 μέρες σε μια κριθαραποθήκη στη Γαληνόπορνη της Καρπασίας, τον Αύγουστο του 1974.
από τις συλλογές διηγημάτων μου
"Η κόρη του δραγουμάνου"
και
"20 διηγήματα"
*******
ΤΟ
ΕΝΘΥΜΗΤΑΡΙΟ
διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Π
|
εριφερόμουν χωρίς σκοπό στην τουριστική γειτονιά μιας μικρής πόλης και την
προσοχή μου τράβηξε πρώτα ένα παράθυρο με ανοιχτά τα εξωτερικά του φύλλα, και
μετά μια πολύ όμορφη πινακίδα που ήταν πάνω από την παλιά πόρτα τής εισόδου τού
καλοδιατηρημένου νεοκλασικού σπιτιού. Ήταν μουσείο κομπολογιού και αυτό ήταν ολοφάνερο,
βέβαια, γιατί από το παράθυρο που έμοιαζε με θαυμάσιο ζωγραφικό πίνακα,
φαίνονταν αρκετά κομπολόγια, τοποθετημένα με τέχνη στις προθήκες τους.
Δεν προβληματίστηκα, μπήκα αμέσως και μια ευγενέστατη
κυρία με υποδέχτηκε μιλώντας μου με μια ζεστή χαρακτηριστική φωνή. Μου έδωσε, μάλιστα,
όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, προτείνοντας να δω πρώτα το μουσείο στη
διπλανή αίθουσα και μετά τα εκθέματα του πωλητηρίου. Προχωρήσαμε αμέσως δίπλα
κι άρχισε την ξενάγηση. Η μια έκπληξη ακολουθούσε την άλλη, καθώς άκουγα για
τα παράξενα υλικά, με τα οποία ήταν κατασκευασμένα τα εκατοντάδες κομπολόγια
που ήταν εκτεθειμένα στις προθήκες τριγύρω. «Αυτό το βαθυκόκκινο», ξεκίνησε η
κυρία, «είναι ένα πολύ σπάνιο φατουράν, που το όνομά του το οφείλει στον
εφευρέτη που κατασκεύασε το υλικό, έναν Αιγύπτιο χημικό που έφτιαχνε προσευχητάρια.
Τώρα κανένας δεν γνωρίζει από τι ήταν το μίγμα που χρησιμοποιούσε ο Φατουράν.
Πολλοί λένε ότι η βάση ήταν το κεχριμπάρι κι ο βακελίτης, στα οποία πρόσθετε
διάφορα άλλα υλικά, όπως μαστίχα και καχραμάν, αλλά δεν γνωρίζουμε τα υπόλοιπα
υλικά, και κυρίως δεν γνωρίζουμε τη διαδικασία τής παρασκευής». «Τι είναι το
καχραμάν», τη διέκοψα με απορία. «Είναι το κεχριμπάρι τής Ανατολής. Ξέρεις,
κάθε περιοχή έχει τη δική της ποιότητα», απάντησε αμέσως. «Εμείς εδώ, δεν έχουμε
και πολλά πράγματα να δείξουμε», συμπλήρωσε, και προχωρήσαμε λιγάκι παρακάτω.
«Αυτό είναι από μαύρο κοράλι και αυτό εδώ είναι από κόκαλο καμήλας» έλεγε η
ευγενική κυρία, που παράλληλα έκανε και μια ιστορική αναδρομή για το θέμα
της, το οποίο φαινόταν να γνωρίζει πολύ καλά. Μιλούσε ασταμάτητα με πάθος και
με κάθε λέξη που έλεγε, έδειχνε ότι αγαπούσε αυτό που έκανε, δείχνοντας ακόμα
ότι την ευχαριστούσε και το δικό μου ενδιαφέρον που συνεχώς ανανεωνόταν,
γιατί κάθε τι που έλεγε, για μένα ήταν
μια έκπληξη. Μέσα σε λίγη ώρα έμαθα ολόκληρη την ιστορία τού κομπολογιού, όλες
τις λεπτομέρειες για τον τρόπο που χειρίζονται τα κομπολόγια οι διάφοροι λαοί,
κυρίως τής Ανατολής και τι αλλαγές έγιναν μέχρι να φτάσει στη μορφή που το
γνωρίζουμε σήμερα. Μίλησε στη συνέχεια για τους διαφορετικούς ήχους που βγάζουν
οι χάντρες, καθώς χτυπάνε μεταξύ τους.
Ήταν ένα θέμα με χίλιες όψεις, αλλά γνώριζε, όπως
είπε, τα πάντα. Δεν υπήρχε είδος κομπολογιού που δεν είχε δει. Γύριζε τον
κόσμο κι όταν εντόπιζε ένα διαφορετικό, όσο ακριβό και να ήταν, το αποκτούσε.
Ήταν μια μοναδική αυθεντία.
Συνέχισε να μου μιλά ασταμάτητα. Κι όσο μου
μιλούσε, αναλογιζόμουν τι ήχο να έβγαζαν οι χάντρες τού δικού μου κομπολογιού,
που κρατούσα σφιχτά στην παλάμη μου. Έχουν περάσει τριάντα εφτά χρόνια, όσα
και οι χάντρες του, και δεν έχω σκεφτεί ποτέ να δοκιμάσω. Μα, εγώ δεν παίζω με
τις χάντρες. Τις κλείνω μόνο στην παλάμη μου με συγκίνηση, τις χαϊδεύω μια μια
με τα δάχτυλα και μου ψιθυρίζουν τις δικές τους ιστορίες. Ιστορίες δοκιμασίας
και πόνου∙ ιστορίες που καθόρισαν την πορεία μου στη ζωή, ιστορίες που θα
καθορίσουν την πορεία των παιδιών και των εγγονιών μου. Ύστερα ξεκουράζονται∙
περιστρέφω το κομπολόι, του δίνω το σχήμα οχταριού, το διπλώνω και το περνάω
στον καρπό τού αριστερού μου χεριού σαν βραχιόλι. Δεν το αποχωρίζομαι ποτέ.
Είναι η ιστορία τού πατέρα: οι εικόνες ξετυλίγονται διαδοχικά και κάθε φορά
νομίζω ότι η ιστορία θα εξελιχθεί διαφορετικά. Κάτι που επιθυμώ σφοδρά.
Αλίμονο όμως, επαναλαμβάνεται πάντα η ίδια ιστορία, η ιστορία που μου αναταράζει
το αναπνευστικό μου σύστημα και με κάνει ν’ ανασαίνω βαριά κι ακανόνιστα∙ κάνει
το αίμα στις φλέβες να βράζει και ν’ αναπηδά∙ είναι η ιστορία που με
συνταράζει. Ανοίγει η πόρτα τής αποθήκης και τον πετούν μέσα, σαν ένα τσουβάλι.
Οι συγκρατούμενοί του τρέχουν κοντά του για να μάθουν τι έγινε. Θέλει πολύ να
τους πει, μα τα σαγόνια του δεν υπακούουν. Το στόμα δεν ανοίγει και η φωνή του
είναι ανύπαρκτη. Προσπαθεί να τους δείξει τα χέρια του που τρέμουν, μα ούτε κι
αυτά μπορεί να μετακινήσει. Λίγα λεπτά πριν, δυο στρατιώτες, με εντολή τού
τουρκομόγγολου αξιωματικού, του τα πέρασαν μέσα στον αορτήρα τού όπλου, που τον
είχαν τεντώσει με τέτοιο τρόπο, ώστε οι παλάμες του να είναι ανοιχτές προς τα
πάνω. Και τότε αρχίζει αυτός με λύσσα να χτυπάει με μια βίτσα από οξιά, στην
αρχή σιγά και μετά όλο και πιο δυνατά και πιο δυνατά. Χτυπάει μανιασμένος κι
όσο ο πατέρας δεν βγάζει άχνα από το στόμα του, τόσο αυτός λυσσάει πιο πολύ
και χτυπάει με μανία. Κι όσο χτυπάει, δεν σταματά να βρίζει: «τι περιμένεις
ρε», λέει και ξαναλέει, «μπορεί η ανύπαρκτη Ελλάδα σου να σε σώσει; Μπορεί να
τα βάλει με την Τουρκία των ογδόντα εκατομμυρίων; Μπορεί να τα βάλει με τη
Μεγάλη Οθωμανική Αυτοκρατορία;» Και συνεχίζει να χτυπάει με τέτοιο μίσος, που
κάνει τα λοξά του μάτια να διαστέλλονται και να γυαλίζουν. Σταματά μόνο για λίγο,
για να βουτήξουν τα χέρια τού πατέρα σ’ έναν κάδο με νερό και ξανά από την
αρχή, μέχρι που κουράζεται ο ίδιος. Κάθε τόσο οδηγούν εκεί κάποιον άλλο από
τους συντρόφους του και σε λίγο ακούγονται οι δικές του σπαραχτικές κραυγές,
που δεν αντέχει τα φρικτά βασανιστήρια. Το μεσημέρι σταματούν. Ένας γέρος τους
πετάει από ένα κομμάτι ξερό ψωμί κι από δυο τρεις ελιές, όπως πετάνε τα ξεροκόμματα
στα σκυλιά. Ποιος όμως μπορεί ν’ ανοίξει τα σαγόνια του. Οι ελιές είναι αλμυρές∙
λύσσα. Ο πατέρας παίρνει μια, τη βάζει στο στόμα και με αηδία που ζωγραφίζεται
στο πρόσωπό του φτύνει την ταγκισμένη σάρκα της. Ακουμπάει την πλάτη στον υγρό
τοίχο και αρχίζει να τρίβει το κουκούτσι στο τσιμεντένιο δάπεδο. Είναι πολύ
σκληρό το κουκούτσι τής ελιάς, σαν ατσάλι είναι. Το τρίβεις, το τρίβεις και δεν
λένε αυτές οι μύτες να φαγωθούν. Οι ώρες όμως, ιδίως το βράδυ, είναι πολλές και
σκληρές, δεν περνάνε εύκολα και κάποτε, με την επιμονή του, οι άκρες στο κουκούτσι
υποχωρούν και λειαίνονται. Ένα τόσο δα συρματάκι χρειάζεται πια για να γίνει
η τρύπα μιας τέλειας χάντρας, και το βρίσκει κι αυτό. Κάθε μέρα που περνάει, ο Τούρκος
εφαρμόζει όλο και πιο σκληρά βασανιστήρια, αυτός όμως αντέχει, βρίσκει κουράγιο
και δύναμη, και κάθε μέρα κατασκευάζει μια καινούργια χάντρα. Αν μπορούσε να
συνεχίσει να ξεχωρίζει πότε νυχτώνει και πότε ξημερώνει, κι αν επιζούσε τελικά,
τότε θα είχε ένα κομπολόι∙ ένα κομπολόι από κουκούτσια ελιάς∙ ένα ενθυμητάρι,
για να ξέρει πόσες μέρες έζησε μέσα στη μαύρη αιχμαλωσία του, τον Αύγουστο του
΄74.
Ήμουν πολύ συγκινημένος, είχα πιασμένα τα χέρια το ένα μέσα στο άλλο πίσω
στη μέση, με το κομπολόι περασμένο, σαν ένα διπλό βραχιόλι, στον καρπό τού
αριστερού μου χεριού. Είχα χαθεί στις σκέψεις μου και σε κάποια στιγμή, μόλις
έφερα το χέρι μπροστά και φάνηκε το κομπολόι, η κυρία το άρπαξε και με τα δυο
της χέρια λέγοντας: «Θεέ μου, αυτό είναι το κομπολόι από κουκούτσια ελιάς;» Αμέσως
συνήλθα κι αντιλήφθηκα ότι προηγουμένως πρέπει να είχα περιέλθει σε κάποια
άλλη διάσταση, πρέπει να μιλούσα για αρκετή ώρα κι έλεγα την ιστορία για το
ενθυμητάρι τού πατέρα. Ζήτησα συγνώμη και κοίταζα τα βουρκωμένα μάτια τής
κυρίας που ήταν φανερά πολύ συγκινημένη τα σκούπιζε με το μαντήλι της. «Κύριέ μου»,
ψέλλισε, όταν η συγκίνηση τής επέτρεψε να μιλήσει, «τελικά, δεν γνωρίζω όλα τα
κομπολόγια τού κόσμου. Γνώρισα χιλιάδες, μα είναι σαν να μη γνώρισα τίποτε.
Μου ξέφυγε το πιο σπουδαίο και πιο συνταρακτικό: ένα ματωμένο κομπολόι από
κουκούτσια τής ευλογημένης ελιάς, που κάθε Έλληνας ένα παρόμοιο θα έπρεπε να
έχει περασμένο στον καρπό τού χεριού του. Ένα ενθυμητάρι, για να λειτουργεί ως
πυξίδα, για την ορθή πορεία τής πατρίδας προς το μέλλον».
[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, "20 διηγήματα", Κάρβας, 2014]
********************
Το δεύτερο διήγημα
ΕΔΩ
▼