19 Ιουλ 2014

ΚΟΜΠΟΛΟΪ ΑΠΟ ΚΟΥΚΟΥΤΣΙΑ ΕΛΙΑΣ


Δύο διηγήματα βασισμένα σε αφήγηση του πατέρα μου, για τον βάρβαρο τρόπο που ο τουρκικός στρατός βασάνισε αυτόν και άλλους 28 συγκρατούμενούς του για 37 μέρες σε μια κριθαραποθήκη στη Γαληνόπορνη της Καρπασίας, τον Αύγουστο του 1974.

 από τις συλλογές διηγημάτων μου
 "Η κόρη του δραγουμάνου"
 και 
"20 διηγήματα"   

*******

ΤΟ ΕΝΘΥΜΗΤΑΡΙΟ
διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
  
Π
εριφερόμουν χωρίς σκοπό στην τουριστική γει­τονιά μιας μικρής πόλης και την προ­σοχή μου τρά­βηξε πρώτα ένα παράθυρο με ανοιχτά τα εξωτε­ρικά του φύλλα, και μετά μια πολύ όμορφη πινακίδα που ήταν πάνω από την πα­λιά πόρτα τής εισόδου τού καλοδιατηρημένου νεοκλασικού σπι­τιού. Ήταν μουσείο κομπολογιού και αυτό ήταν ολοφάνερο, βέβαια, γιατί από το παρά­θυρο που έμοιαζε με θαυμάσιο ζωγραφικό πί­νακα, φαίνονταν αρκετά κομπολόγια, τοποθετημένα με τέχνη στις προθή­κες τους.

Δεν προβληματίστηκα, μπήκα αμέσως και μια ευγενέστατη κυρία με υποδέχτηκε μιλώ­ντας μου με μια ζεστή χαρακτηριστική φωνή. Μου έδωσε, μάλιστα, όλες τις αναγκαίες πλη­ροφορίες, προτείνοντας να δω πρώτα το μου­σείο στη διπλανή αίθουσα και μετά τα εκθέ­ματα του πωλητηρίου. Προχωρήσαμε αμέ­σως δίπλα κι άρχισε την ξενάγηση. Η μια έκ­πληξη ακολουθούσε την άλλη, καθώς άκουγα για τα παράξενα υλικά, με τα οποία ήταν κατα­σκευασμένα τα εκατοντάδες κομπολόγια που ήταν εκτεθειμένα στις προθήκες τριγύρω. «Αυτό το βαθυκόκκινο», ξεκίνησε η κυρία, «εί­ναι ένα πολύ σπάνιο φατουράν, που το όνομά του το οφείλει στον εφευρέτη που κατασκεύασε το υλικό, έναν Αιγύπτιο χημικό που έφτιαχνε προσευχητάρια. Τώρα κανένας δεν γνωρίζει από τι ήταν το μίγμα που χρησιμοποιούσε ο Φατου­ράν. Πολλοί λένε ότι η βάση ήταν το κεχρι­μπάρι κι ο βακελίτης, στα οποία πρόσθετε διάφορα άλλα υλικά, όπως μαστίχα και καχρα­μάν, αλλά δεν γνωρίζουμε τα υπόλοιπα υλικά, και κυρίως δεν γνωρίζουμε τη διαδικασία τής πα­ρασκευής». «Τι είναι το καχραμάν», τη διέ­κοψα με απορία. «Είναι το κεχριμπάρι τής Ανατο­λής. Ξέρεις, κάθε περιοχή έχει τη δική της ποιότητα», απάντησε αμέσως. «Εμείς εδώ, δεν έχουμε και πολλά πράγματα να δείξουμε», συμπλήρωσε, και προχωρήσαμε λιγάκι παρακάτω. «Αυτό είναι από μαύρο κοράλι και αυτό εδώ εί­ναι από κόκαλο καμήλας» έλεγε η ευγενική κυ­ρία, που παράλληλα έκανε και μια ιστορική ανα­δρομή για το θέμα της, το οποίο φαινόταν να γνωρίζει πολύ καλά. Μιλούσε ασταμάτητα με πάθος και με κάθε λέξη που έλεγε, έδειχνε ότι αγαπούσε αυτό που έκανε, δείχνοντας ακόμα ότι την ευχαριστούσε και το δικό μου ενδι­αφέρον που συνεχώς ανανεωνόταν, γιατί  κάθε τι που έλεγε, για μένα ήταν μια έκπληξη. Μέσα σε λίγη ώρα έμαθα ολόκληρη την ιστο­ρία τού κομπολογιού, όλες τις λεπτομέρειες για τον τρόπο που χειρίζονται τα κομπολόγια οι διάφοροι λαοί, κυρίως τής Ανατολής και τι αλλαγές έγι­ναν μέχρι να φτάσει στη μορφή που το γνωρί­ζουμε σήμερα. Μίλησε στη συνέχεια για τους δια­φορετικούς ήχους που βγάζουν οι χάντρες, καθώς χτυπάνε μεταξύ τους.

Ήταν ένα θέμα με χίλιες όψεις, αλλά γνώ­ριζε, όπως είπε, τα πάντα. Δεν υπήρχε είδος κο­μπολογιού που δεν είχε δει. Γύριζε τον κόσμο κι όταν εντόπιζε ένα διαφορετικό, όσο ακριβό και να ήταν, το αποκτούσε. Ήταν μια μοναδική αυθε­ντία.

Συνέχισε να μου μιλά ασταμάτητα. Κι όσο μου μιλούσε, αναλογιζόμουν τι ήχο να έβγαζαν οι χάντρες τού δικού μου κομπολογιού, που κρα­τούσα σφιχτά στην παλάμη μου. Έχουν περά­σει τριάντα εφτά χρόνια, όσα και οι χάντρες του, και δεν έχω σκεφτεί ποτέ να δοκιμάσω. Μα, εγώ δεν παίζω με τις χάντρες. Τις κλείνω μόνο στην παλάμη μου με συγκίνηση, τις χαϊ­δεύω μια μια με τα δάχτυλα και μου ψιθυρί­ζουν τις δικές τους ιστορίες. Ιστορίες δοκιμα­σίας και πόνου∙ ιστορίες που καθόρισαν την πο­ρεία μου στη ζωή, ιστορίες που θα καθορί­σουν την πορεία των παιδιών και των εγγονιών μου. Ύστερα ξεκουράζονται∙ περιστρέφω το κο­μπολόι, του δίνω το σχήμα οχταριού, το διπλώνω και το περ­νάω στον καρπό τού αριστερού μου χεριού σαν βραχιόλι. Δεν το αποχωρίζομαι ποτέ. Είναι η ιστορία τού πατέρα: οι εικόνες ξετυλίγονται δια­δοχικά και κάθε φορά νομίζω ότι η ιστορία θα εξελιχθεί διαφορετικά. Κάτι που επιθυμώ σφο­δρά. Αλίμονο όμως, επαναλαμβάνεται πά­ντα η ίδια ιστορία, η ιστορία που μου αναταρά­ζει το αναπνευστικό μου σύστημα και με κάνει ν’ ανασαίνω βαριά κι ακανόνιστα∙ κάνει το αίμα στις φλέβες να βράζει και ν’ αναπηδά∙ εί­ναι η ιστορία που με συνταράζει. Ανοίγει η πόρτα τής αποθήκης και τον πετούν μέσα, σαν ένα τσουβάλι. Οι συγκρατούμενοί του τρέχουν κο­ντά του για να μάθουν τι έγινε. Θέλει πολύ να τους πει, μα τα σαγόνια του δεν υπακούουν. Το στόμα δεν ανοίγει και η φωνή του είναι ανύπαρ­κτη. Προσπαθεί να τους δείξει τα χέρια του που τρέμουν, μα ούτε κι αυτά μπορεί να μετα­κινήσει. Λίγα λεπτά πριν, δυο στρατιώτες, με εντολή τού τουρκομόγγολου αξιωματικού, του τα πέρασαν μέσα στον αορτήρα τού όπλου, που τον είχαν τεντώσει με τέτοιο τρόπο, ώστε οι παλάμες του να είναι ανοιχτές προς τα πάνω. Και τότε αρχίζει αυτός με λύσσα να χτυ­πάει με μια βίτσα από οξιά, στην αρχή σιγά και μετά όλο και πιο δυνατά και πιο δυνατά. Χτυ­πάει μανιασμένος κι όσο ο πατέρας δεν βγά­ζει άχνα από το στόμα του, τόσο αυτός λυσ­σάει πιο πολύ και χτυπάει με μανία. Κι όσο χτυπάει, δεν σταματά να βρίζει: «τι περιμένεις ρε», λέει και ξαναλέει, «μπορεί η ανύπαρκτη Ελ­λάδα σου να σε σώσει; Μπορεί να τα βάλει με την Τουρκία των ογδόντα εκατομμυρίων; Μπο­ρεί να τα βάλει με τη Μεγάλη Οθωμανική Αυτοκρατορία;» Και συνεχίζει να χτυπάει με τέ­τοιο μίσος, που κάνει τα λοξά του μάτια να δια­στέλλονται και να γυαλίζουν. Σταματά μόνο για λίγο, για να βουτήξουν τα χέρια τού πα­τέρα σ’ έναν κάδο με νερό και ξανά από την αρχή, μέχρι που κουράζεται ο ίδιος. Κάθε τόσο οδηγούν εκεί κάποιον άλλο από τους συντρό­φους του και σε λίγο ακούγονται οι δικές του σπα­ραχτικές κραυγές, που δεν αντέχει τα φρι­κτά βασανιστήρια. Το μεσημέρι σταματούν. Ένας γέρος τους πετάει από ένα κομμάτι ξερό ψωμί κι από δυο τρεις ελιές, όπως πετάνε τα ξερο­κόμματα στα σκυλιά. Ποιος όμως μπορεί ν’ ανοίξει τα σαγόνια του. Οι ελιές είναι αλμυ­ρές∙ λύσσα. Ο πατέρας παίρνει μια, τη βάζει στο στόμα και με αηδία που ζωγραφίζεται στο πρό­σωπό του φτύνει την ταγκισμένη σάρκα της. Ακουμπάει την πλάτη στον υγρό τοίχο και αρχίζει να τρίβει το κουκούτσι στο τσιμεντένιο δάπεδο. Είναι πολύ σκληρό το κουκούτσι τής ελιάς, σαν ατσάλι είναι. Το τρίβεις, το τρίβεις και δεν λένε αυτές οι μύτες να φαγωθούν. Οι ώρες όμως, ιδίως το βράδυ, είναι πολλές και σκλη­ρές, δεν περνάνε εύκολα και κάποτε, με την επιμονή του, οι άκρες στο κουκούτσι υποχω­ρούν και λειαίνονται. Ένα τόσο δα συρμα­τάκι χρειάζεται πια για να γίνει η τρύπα μιας τέλειας χάντρας, και το βρίσκει κι αυτό. Κάθε μέρα που περνάει, ο Τούρκος εφαρμόζει όλο και πιο σκληρά βασανιστήρια, αυτός όμως αντέχει, βρίσκει κουράγιο και δύναμη, και κάθε μέρα κα­τασκευάζει μια καινούργια χάντρα. Αν μπο­ρούσε να συνεχίσει να ξεχωρίζει πότε νυχτώνει και πότε ξημερώνει, κι αν επιζούσε τελικά, τότε θα είχε ένα κομπολόι∙ ένα κομπολόι από κουκού­τσια ελιάς∙ ένα ενθυμητάρι, για να ξέρει πόσες μέρες έζησε μέσα στη μαύρη αιχμαλω­σία του, τον Αύγουστο του ΄74.

Ήμουν πολύ συγκινημένος, είχα πια­σμένα τα χέρια το ένα μέσα στο άλλο πίσω στη μέση, με το κομπολόι περασμένο, σαν ένα δι­πλό βραχιόλι, στον καρπό τού αριστερού μου χε­ριού. Είχα χαθεί στις σκέψεις μου και σε κά­ποια στιγμή, μόλις έφερα το χέρι μπροστά και φάνηκε το κομπολόι, η κυρία το άρπαξε και με τα δυο της χέρια λέγοντας: «Θεέ μου, αυτό είναι το κομπολόι από κουκούτσια ελιάς;» Αμέσως συνήλθα κι αντιλήφθηκα ότι προηγουμένως πρέ­πει να είχα περιέλθει σε κάποια άλλη διά­σταση, πρέπει να μιλούσα για αρκετή ώρα κι έλεγα την ιστορία για το ενθυμητάρι τού πα­τέρα. Ζήτησα συγνώμη και κοίταζα τα βουρκω­μένα μάτια τής κυρίας που ήταν φανερά πολύ συγκινημένη τα σκούπιζε με το μαντήλι της. «Κύριέ μου», ψέλλισε, όταν η συγκίνηση τής επέτρεψε να μιλήσει, «τελικά, δεν γνωρίζω όλα τα κομπολόγια τού κόσμου. Γνώρισα χιλιά­δες, μα είναι σαν να μη γνώρισα τίποτε. Μου ξέ­φυγε το πιο σπουδαίο και πιο συνταρακτικό: ένα ματωμένο κομπολόι από κουκούτσια τής ευ­λογημένης ελιάς, που κάθε Έλληνας ένα παρό­μοιο θα έπρεπε να έχει περασμένο στον καρπό τού χεριού του. Ένα ενθυμητάρι, για να λειτουργεί ως πυξίδα, για την ορθή πορεία τής πατρίδας προς το μέλλον».
[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, "20 διηγήματα", Κάρβας, 2014] 



********************

Το δεύτερο διήγημα

ΕΔΩ