23 Ιαν 2024
17 Ιαν 2024
16 Ιαν 2024
Η ΙΘΑΚΗ της ΘΑΛΕΙΑΣ ΤΑΣΟΥ
Λίγα λόγια για την Ιθάκη της Θάλειας Τάσου
από τη συλλογή της Κατάθεση
Εκδόσεις Γερμανός, 2023
Αν η “Ιθάκη” συμβολίζει την προσπάθεια κάποιου ανθρώπου να πραγματοποιήσει ένα όνειρο, ή έναν στόχο επιστροφής στην πατρίδα του, τότε αυτή η επιθυμία πρέπει να είναι πολύ έντονη στην ποιήτρια Θάλεια Τάσου, η οποία τοποθετεί τη δική της Ιθάκη ως πρώτο ποίημα στη συλλογή της με τίτλο Κατάθεση, που κυκλοφορεί κι αυτή, ευπρόσωπη, από τις εκδόσεις Γερμανός, το κυπριακό εκδοτικό δαιμόνιο της Θεσσαλονίκης. Ο τίτλος του ποιήματός της παραπέμπει, βέβαια, στο ποίημα του Καβάφη, αλλά αυτό που την ενδιαφέρει δεν είναι να δώσει την ίδια ιστορία με άλλον τρόπο, αλλά να εκμεταλλευτεί την ίδια τη λέξη, στην οποία ο ποιητής έδωσε τόσο περιεχόμενο και την κατέστησε αυτοδύναμη, για να μας πει με τη δική της οπτική γωνία κάτι διαφορετικό.
Αυτό το διαφορετικό έχει να κάνει με την ίδια την ποιήτρια, η οποία συνδιαλεγόμενη με τον ίδιο τον Οδυσσέα μάς αποκαλύπτει προσωπικά στοιχεία, που αφορούν στο δικό της ταξίδι. Το προσωπικό της αυτό ταξίδι κατορθώνει με τον στίχο της να το κάνει παγκόσμιο ταξίδι. Η Θάλεια γεννήθηκε στον Πάνω Αμίαντο, ένα χωριό που τώρα δεν υπάρχει. Το παλιό μεταλλείο, που υπήρχε εκεί, κατέτρωγε τον τόπο και τους ανθρώπους και σε κάποια στιγμή το κλείσανε. Το μεταλλείο έκλεισε γράφει σε έναν στίχο της. Το σπίτι της, έρημο με κλειστή πόρτα δεν περιμένει πια κανέναν να το ανοίξει. Ναι, αλλά είναι το σπίτι όπου γεννήθηκε και έζησε τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής της, χρόνια που ο καθένας μας ανακαλύπτει τον κόσμο και ονειρεύται. Ναι, το σπίτι, όπου η κάθε πέτρα του έχει κάτι να διηγηθεί. Η αυλή, οι γλάστρες με τους βασιλικούς, ο σκύλος φύλακας, τα δέντρα γίγαντες. Εκεί όπου γνωρίζει μέσα από βιβλία τόπους μακρινούς κι ονειρεύεται να γνωρίσει άλλους κόσμους. Έρημο το σπίτι, / ό,τι απόμεινε / μια πόρτα κλειστή, / ένα κόκκινο μαντρόσκυλο / μοναδικό σημείο ζωής / στο ξεραμένο τοπίο... Ούτε κι η εκκλησιά του χωριού θα λειτουργηθεί ξανά. Ναι, αλλά είναι η εκκλησία όπου άκουσε με κατάνυξη, για πρώτη φορά, ήχους που έφταναν από τα βάθη των αιώνων. Εκεί όπου είδε τους αγγέλους να φτερουγίζουν στον θόλο της, εκεί όπου προσκύνησε τη γλυκοφιλούσα Παναγιά και την τρόμαξε η μορφή του Προφήτη στην έρημο.
Η Θάλεια Τάσου, γνώρισε, τελικά, τους μακρινούς τόπους. Αφού πρώτα σπούδασε στο Παρίσι, όπου απέκτησε πολλά διπλώματα άραξε τελικά στο Μόντρεαλ, όπου ζει μόνιμα με τον σύζυγό της, τον ιστορικό, λογοτέχνη Στέφανο Κωνσταντινίδη. Οι σειρήνες φευγάτες / χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, / οι σύντροφοι κι αυτοί φευγάτοι / βολεμένοι σε πόστα ηγεμονικά. Η Ιθάκη της όμως, σβήνει οριστικά. Η Ιθάκη πια / δεν υπάρχει.
Η Κατάθεση είναι η πρώτη, ως φαίνεται, συλλογή της παρόλο που ποιήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες. Κάποια ποιήματά της μεταφράστηκαν στα αγγλικά και γαλλικά και η ίδια έχει μεταφράσει ποίηση από τη γλώσσα μας στις γλώσσες αυτές. Ασχολείται ακόμα και με τη ζωγραφική. Ιδιαίτερα το πορτραίτο. Η συλλογή αποτελείται από δεκαεννέα ποιήματα, τα πλείστα πολύπτυχα, όπως τα πλαίσια σε ένα έργο ζωγραφικής. Θα έλεγα, μάλιστα, πως όλα τα ποιήματα της συλλογής συνθέτουν τελικά έναν τεράστιο καμβά, που αναπτύσσεται σε εβδομήντα πέντε σελίδες. Οι στίχοι της δεν περιέχουν περισσότερες από πέντε λέξεις, με τους πιο πολλούς μονολεκτικούς έως και τρεις λέξεις. Αυτό όμως, όχι μόνο δεν είναι αδυναμία αλλά το αντίθετο. Λέξεις διαλεγμένες και συνδυασμένες μεταξύ τους, ώστε να αυξάνεται η δυναμική τους και να περιέχουν αυτό που θα ήθελε να πει με μια ολόκληρη πεζή ιστορία. Υπό / Υπό / πλούσιο συνθετικό / υπό-νομος / υπό-γεια / υπο-νομεύω / υπό-δικος / υπό-κοσμος / υπο-βόσκει / υπο-χθόνια / υπο-κλέπτω / ύπου-λα / υπη-ρετώ / υπό-δουλοι / ως πότε;
Καλοτάξιδο το βιβλίο σου, Θάλεια!
14 Ιαν 2024
12 Ιαν 2024
ΑΘΗΝΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ: "Η ΚΥΠΡΙΔΑ ΝΤΕΛΑΛΙΣΣΑ", ποίηση
Η Κύπριδα ντελάλισσα(ποιητικό σχεδίασμα)Εκδόσεις Γερμανός, Πάφος, 2023
Στα χέρια μου σήμερα έχω τη θαυμάσια τελευταία της συλλογή με τίτλο Η Κύπριδα ντελάλισσα, ποιητικό σχεδίασμα, Πάφος 2023, και ήρθε στο φως από τις “Εκδόσεις Γερμανός”. Και αυτή τη συλλογή συνοδεύουν εννέα σχέδια και η ωραιότατη κοχυλοκρατούσα Αφροδίτη στο εξώφυλλο, πάλι του συζύγου της. Η συλλογή ολόκληρη είναι γραμμένη με το χέρι της Αθηνάς, ακόμα και ο τίτλος του βιβλίου στο εξώφυλλο. Μου θύμισε την πρώτη μου εκδοτική προσπάθεια το 1983. Ήταν ένα ποίημα μόνο, με τη βυζαντινίζουσα γραφή μου και με σχέδια δικά μου. Όταν το είδε ο δάσκαλός μου, ο Θεοδόσης Νικολάου, μου είπε πως ο ίδιος προτιμά τα τυπογραφικά στοιχεία και ο λόγος είναι ότι το βιβλίο πρέπει να αποστασιοποιείται από τον συγγραφέα. Ωστόσο στο βιβλίο της Αθηνάς δεν με ενόχλησε η γραφή της.
Όπως και στον Κινύρα έτσι και τώρα η ποίηση της Αθηνάς Χαραλαμπίδου με ταξίδεψε στο βάθος των αιώνων κι εκεί ακόμα, που δεν υπάρχει κάτι για να καταγράψει η ιστορία αλλά τα γεγονότα, οι πόλεμοι, οι θρυλικοί άρχοντες βρίσκονται συνεχώς στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων, που κατοικούν στον πολυβασανισμένο τόπο τους και σεβάζονται με τους θεούς των. Καθώς όμως, ο αναγνώστης προχωρεί από σελίδα σε σελίδα στα ποιήματα της συλλογής ανακαλύπτει ότι έχει καταργηθεί ο χρόνος. Ξαφνικά ο Τεύκρος και ο Μάτσης κάθονται πλάι πλάι σκεφτικοί, ο Ονήσιλος με τις μέλισσες τριγύρω του κι ο Αυξεντίου με το χέρι στο καψαλισμένο του κρανίο να προβληματίζονται για τον τόπο και ταυτίζεται κι αυτός μαζί τους.
Η αγωνία υπάρχει μέχρι και την τελευταία σελίδα, με συνέπεια. Δεν αφήνει γωνιά του τόπου, που να μην επισκεφτεί. Δεν ξεχνάει κανέναν. Μάνα κράτα γερά τα κουπιά / Μάνα αρχέγονη / Μην απομακρυνθείς από κοντά τους / Μαζί τους να κοιμάσαι / Μαζί τους να ξυπνάς / Μην κι ακουστεί το τελευταίο Σου τραγούδι.
Η ποίηση της Αθηνάς γράφτηκε με Αγάπη και Έρωτα για τον τόπο της, τη μακραίωνη ιστορία του και τους ανθρώπους που την αγάπησαν με τον ίδιο τρόπο και θυσιάστηκαν γι΄ αυτή. Με δυο λέξεις: Πατρίδος Έρωτας. Δεν έγραψε επιτηδευμένη ποίηση. Δεν έγραψε με υπονοούμενα και ωραίες λέξεις. Η ποίησή της είναι απλή, κατανοητή, ειλικρινής και τίμια.
6 Ιαν 2024
Η ΦΩΤΕΙΝΗ
... ένα ολόδροσο κορίτσι, ήρθε στη ζωή μου, ένα καλοκαίρι -μέσα στις εξετάσεις- στην Αθήνα, τη φώτισε για λίγες μέρες, τη φλόγισε, καλύτερα, κι έφυγε. Λίγες μέρες μετά, μου έστειλε μια φωτογραφία της, με μια αφιέρωση: "για πάντα δική σου" και στη γιορτή μου, αργότερα, μου έστειλε ένα ασημένο μπρελόκ.
Δεν θα διαβάσει αυτή την ανάρτηση, αλλά εγώ της εύχομαι, όπου και να είναι, Χρόνια πολλά! Δεν πετάμε καμμιά στιγμή της ζωής μας!
[απόσπασμα από ένα διήγημά μου]
…από την πόρτα του τρίτου ορόφου είδε πως κάποιοι περίμεναν. Μπορεί να ήταν ο θείος της Φωτεινής ή η θεία της και δεν ήθελε να τους συναντήσει. Όχι δηλαδή πως είχε τίποτα μαζί τους, ίσα ίσα που όταν τον έβλεπαν τον χαιρετούσαν εγκάρδια. Άραγε δεν είχαν καταλάβει τίποτα; Όταν την έστελναν στην αποθήκη δεν απορούσαν που αργοπορούσε; Η θεία σίγουρα κάτι είχε υποψιαστεί γιατί όταν την συναντούσε στην είσοδο της πολυκατοικίας, του χαμογελούσε με ένα μυστηριώδη τρόπο σα να του έλεγε “ναι, τα γνωρίζω όλα.” Ας είναι. Η Φωτεινή ήταν στο χωριό της τώρα και ό,τι έγινε, έγινε τόσο γρήγορα, που θα νόμιζε κανένας πως θα ήταν ψέμα.
Την είχε προσέξει που δεν ξεκολλούσε από το μπαλκόνι, παίζοντας με το μικρό ανεψάκι της. Ένα μεσημέρι, καθώς ήταν στην αυλή και διάβαζε για τις εξετάσεις του, ένιωσε εκείνο το παράξενο συναίσθημα ότι τον παρακολουθούν. Ναι, τον παρακολουθούσε. Του έριχνε κάθε τόσο ένα μικρό βοτσαλάκι στην αυλή του. Γύρισε το κεφάλι, ψηλά και την είδε. Του χαμογελούσε. Της χαμογέλασε κι αυτός και την προσκάλεσε: της έδειξε έτσι “χτύπησε μου το κουδούνι”, βάζοντας το δάχτυλό του στην πόρτα. Στις τρεις η ώρα χτυπούσε το κουδούνι του. Μπήκε μέσα χαμογελαστή, με τα χρυσαφένια μαλλιά της, όλο δροσιά. Τα μάτια της έλαμπαν. “Κοιμούνται όλοι τέτοια ώρα” είπε, “Τι κάνεις εδώ; Σπουδάζεις; Μόνος σου μένεις; Από πού είσαι;” Κόντεψε να τον παλαβώσει. “Α! Μα εσύ θέλεις να τα μάθεις όλα αμέσως. Πες μου πρώτα τ΄ όνομά σου... Αυτή δεν απάντησε. Τον κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια βυθίστηκε κι αυτός στα δικά της και για μια στιγμή ένιωσε τα μέλη του να παραλύουν. Για μια στιγμή όμως μόνο, γιατί την επόμενη στιγμή έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, τα χέρια του την τράβηξαν δυνατά και την κόλλησαν στο στήθος του κι έτσι όπως στριφογύρισαν, τα μακριά μαλλιά της τον τύλιξαν και τα δυο σώματα έγιναν ένα, όπως το μανιασμένο κύμα με τον βράχο όταν ξεσπάει επάνω του και ξεπετάγεται από κάθε σχισμή του και βογγάει σε κάθε βαθούλωμά του μέχρι να αποσυρθεί, μέχρι το επόμενο μανιασμένο κύμα.
Ερχόταν κάθε μέρα στις τρεις η ώρα ακριβώς. Σε λίγες μέρες όμως, εξαφανίστηκε. Έφυγε από τη ζωή του το ίδιο ξαφνικά όπως είχε εμφανισθεί.
2 Ιαν 2024
ΚΑΡΒΑΣ: 200.000 ΠΡΟΒΟΛΕΣ ΣΕΛΙΔΩΝ
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ
ΚΑΡΒΑ
έχεις ξεπεράσει τις 200.000 προβολές σελίδων!
23 Δεκ 2023
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
...
"Ἄλογα τρέχουν χρεμετίζοντας
Κι ἀνάμεσά τους τὸ πιὸ εὐγενικὸ καὶ ὡραῖο
Τὸ τριανταφυλλὶ ἄλογο διακρίνεις.
Τόσο ἐλαφρὸ
Ἐλευθερωμένο τώρα ἀπὸ τὸ βάρος τῆς σοφίας
Ποὺ λὲς δὲν τρέχει αὐτὸ
Ἀλλὰ πετᾷ" ...
[ΕΙΚΟΝΑ: τοιχογραφία ιε΄ αἰῶνος στὸ Καθολικὸν Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου. ΓΡΑΦΗ: Θεοδόσης Νικολάου. Τὸ ἀπόσπασμα εἶναι ἀπὸ τὸ ποίημά του "Οἱ Διαλογισμοὶ τοῦ Ἁγίου Λαζάρου"]
20 Σεπ 2023
ΠΑΤΕΡΟΥ, η μικρασιάτισσα προγιαγιά μου.
Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Πατερού, η μικρασιάτισσα προγιαγιά μου
«Σας ευχαριστώ, για
την πρόθεσή σας να με τιμήσετε δίνοντας το όνομά μου στο κοριτσάκι σας, έχω
όμως, μια διαφορετική επιθυμία και σας παρακαλώ να τη δεχτείτε. Θέλω να δώσετε
ένα άλλο όνομα∙ όχι γιατί το όνομα Μιχαήλ δίνεται σπάνια σε κοριτσάκια αλλά
γιατί θέλω να τιμήσω ένα άλλο∙ το όνομα, που ήθελα να δώσω σε κάποιο από εσάς
τα πέντε κορίτσια μου, αλλά οι συγκυρίες δεν το είχαν επιτρέψει: Χριστίνα».
Αυτή ήταν η απάντηση του πατέρα μου
στη Γεωργία, την αδελφή μου και τον σύζυγό της, στην πρόταση που μόλις του
είχαν απευθύνει κι έκανε όλους μας, στην οικογενειακή συγκέντρωση, να σιγήσουμε
και να τον κοιτάξουμε με απορία.
«Και ποια είναι αυτή η Χριστίνα, που
θέλεις να διαιωνίσεις το όνομά της;» ήταν η φυσιολογική απορία της αδελφής μου.
Και τότε ο πατέρας μας άρχισε να ξετυλίγει την ιστορία του: «μια φορά κι έναν
καιρό, στα μέσα του δέκατου όγδοου αιώνα, δηλαδή περίπου στα 1750, εγκαταστάθηκε
στη Μυτιλήνη η οικογένεια του Νικολάου Πατέρα. Τα ανήσυχα μικρασιατικά του γονίδια
όμως, δεν τον άφησαν για πολύ καιρό στο νησί. Καθώς του άρεσαν οι περιπέτειες,
με το καΐκι του γνώρισε όλα τα παράλια της Μικρασίας και τα νησιά του Αιγαίου. Τα
βόρεια παράλια της Κύπρου, δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν εξαίρεση και, κάποτε,
τα κύματα τον έφεραν πρώτα στο χωριό Δαυλός κι ύστερα στην ωραιότατη ακτή του
Αγίου Ανδρονίκου, αυτό το καταπράσινο χωριό της Καρπασίας, με τα πολλά νερά και
το θαυμάσιο δάσος, που λέγεται Ακράδες. Νότια είναι το χωριό μας, το Βασίλι, με
το κεφαλόβρυσό του, με τη θαυμάσια κοιλάδα του ανάμεσα στο δάσος των Ακράδων
και το δάσος της Μαζερής. Του άρεσε πολύ το μέρος, ερχόταν συχνά αλλά σε ένα
από τα ταξίδια του έφερε και την οικογένειά του. Είχε αποφασίσει ν’αράξει
σ΄αυτό το πλούσιο, υπέροχο χωριό, τον Άγιο Ανδρόνικο. Πολύ αργότερα, με τη
μικρασιατική συμφορά, τα χωριά μας φιλοξένησαν κι άλλους πολλούς μικρασιάτες,
μέχρι να βρούν τα βήματά τους από το τρομερό χτύπημα και να χτίσουν τις
καινούργιες τους φωλιές.
»Η Χριστίνα, η Πατερού όπως την αποκαλούσαν ‒από το επώνυμο του
πατέρα της‒ έμελλε να γίνει γιαγιά μου. Παντρεύτηκε τον Χατζημιχαήλ Κωλεττή, έναν
πλούσιο Βασιλιώτη και απέκτησαν τέσσερα αγόρια. Το πρώτο αγόρι το ονόμασαν
Νικόλα, που ήταν το όνομα του πατέρα τού Χατζημιχαήλ αλλά και του πατέρα της
Χριστίνας. Νικόλας, λοιπόν, είναι ο πατέρας μου, ο παππούς σας. Δύο από τα
αδέλφια της πήραν τα ονόματα των αδελφών της Χριστίνας: ο Χριστοφής και ο
Φραντζέσκος. Ο τρίτος στη σειρά πήρε το όνομα Πιέρας. Αυτή είναι η μικρασιατική
μας ρίζα και είμαι περήφανος για την αγαπημένη μου γιαγιά.
«Γιατί αγαπημένη σου γιαγιά; Γιατί
τόση αγάπη; Κάποιος λόγος θα υπάρχει» τον διέκοψε πάλι η αδελφή μου.
«Και βέβαια υπάρχει λόγος» συνέχισε ο
πατέρας. «Πρέπει να σας πω τη μικρή ιστορία του παππού σας του Νικόλα». Άλλαξε
ο τόνος της φωνής του και συνέχισε την ιστορία του φανερά συγκινημένος.
«Πολύ λίγα γνωρίζουμε γι’ αυτόν, μόνο
μια φωτογραφία του έχουμε, που την έφερε από την Αμερική και πολύ λίγες
πληροφορίες για τη ζωή του. Παρόλο που ο πατέρας του είχε μεγάλη κτηματική
περιουσία, ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν να ζήσει μια αγροτική ζωή. Ήθελε να πάει
στο εξωτερικό για να γνωρίσει τον κόσμο. Έτσι πολύ μικρός, ταξίδεψε στην
Αμερική. Ήταν εικοσιδύο χρονώ όταν ξεκίνησε από τον Πειραιά με το «Πατρίς» στις
12 Ιουνίου 1913. Έφτασε στην Αμερική στις 30 Ιουνίου. Δούλεψε για μερικά χρόνια
και γύρισε πίσω. Με τα χρήματα που έφερε μαζί του ‒και ήταν αρκετά‒ έχτισε ένα πολύ
όμορφο σπίτι με τέσσερα μεγάλα δωμάτια με τζάκια και ηλιακούς με πολύ όμορφες
καμάρες. Φύτεψε δέντρα, έσκαψε έναν φραγκόλακκο, όπου βρήκε άφθονο νερό και δεν
του αρνήθηκαν ένα πλουσιοκόριτσο, την Αννού ή καλύτερα την Χατζηνού, όπως ήταν
πιο γνωστή, γιατί πολύ μικρή είχε πάει μαζί με τη μητέρα της στους Αγίους
τόπους, όπου βαφτίστηκε στον Ιορδάνη. Σ΄αυτό το σπίτι γεννήθηκα, μα αλοίμονο,
δεν πρόλαβα να χαρώ την πατρική στοργή. Ούτε δυο χρονών δεν ήμουνα όταν έπαθε
το κακό. Ένιωσε έναν πόνο κάπου στην κοιλιά, αλλά οι ζεστές κομπρέσες που του
έβαζαν στο σημείο που πονούσε του σήκωσαν τρομερό πυρετό και σε λίγες μέρες πέθανε.
Φαίνεται πως είχε σπάσει η σκωληκοειδής απόφυση. Ήταν πολύ νέος, μόλις είχε
κλείσει τριάντα χρόνια ζωής.
»Η γιαγιά και ο παππούς ήταν απαρηγόρητοι φυσικά, αλλά τι
μπορούσαν να κάνουν. Ο παππούς δεν ξυρίστηκε ποτέ πια∙ Γενά τον έλεγαν. Άφησε
τα λευκά του γένια να μεγαλώσουν και τα πήρε μαζί του στον τάφο. Μόνη τους
έγνοια τώρα ήμουν εγώ, που με κράτησαν κοντά τους και με φρόντιζαν. Η γιαγιά
Πατερού, ερχόταν κάθε μέρα στο σχολείο, περίμενε να χτυπήσει το κουδούνι για να
μου δώσει το κολατσό μου: αυγό, χαλούμι, κουλούρι, πίτες... Η γιαγιά σας, που
δεν είχε κλείσει τα είκοσι, εν τω μεταξύ, ξαναπαντρεύτηκε έναν καλό άνθρωπο και
ζούσε πια στο καινούργιο της σπίτι. Μόλις έκλεισα τα δώδεκα με φώναξε ο παππούς
και μπροστά στη γιαγιά Πατερού μού είπε: «αύριο θα πάμε μαζί στο Βαρώσι να σου
βουλλώσω από την περιουσία μου αυτή που δικαιούσαι, εγώ όπου να ’ναι θα σας
αφήσω χρόνια». Πρώτα όμως, έφυγε η γιαγιά Χριστίνα, η Πατερού. Το μαράζι από
τον θάνατο τού γιου της ήταν πολύ μεγάλο. Λίγα χρόνια μετά έφυγε και ο παππούς».
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το κλάμα του μωρού, που
κοιμόταν στο κρεββατάκι της.
«Ξύπνησε η Χριστίνα μας», είπε η αδελφή μου, κι ένα
χαμόγελο διαγράφτηκε στα χείλη όλων μας.
6 Σεπ 2023
"ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑΑΑΑΑΑΑΑΑ"