27 Μαρ 2017

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΜΗΛΙΩΝΗΣ

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης
και η Αμμόχωστος του 1960 - 1964
μια ανάμνηση
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
[περιοδικό ΑΝΕΥ, Χειμώνας- Άνοιξη 2017, τ. 62, σελ. 42-49]

1960. Ο αέρας της ελευθερίας πνέει πάνω σε όλο το νησί και γεμίζει τα πνεμόνια των ανθρώπων με αισιοδοξία. Ελευθερία… αυτοδιάθεση… οι θυσίες τόσων παιδιών δεν πήγαν χαμένες. Αρχίζουν να εφαρμόζονται σχέδια ανάπτυξης σε όλους τους τομείς. Τα σχολεία δημιουργούν επεκτάσεις με πολλές νέες αίθουσες ή χτίζονται καινούργια για να δεχτούν τις χιλιάδες μαθητές που συρρέουν διψασμένοι για μόρφωση. 

Νωρίς το καλοκαίρι είχαμε δώσει γραπτές και προφορικές εξετάσεις και στη συνέχεια προμηθευτήκαμε όλα τα σχετικά: άσπρο πουκάμισο, μπλε γραβάτα, γκρι παντελόνι, μαύρα παπούτσια και το θρυλικό πηλίκιο με τη χρυσοκεντημένη κουκουβάγια. Ανυπομονούσαμε ν’ ανοίξουν τα σχολεία. Tρεις λέξεις στριφογύριζαν συνέχεια στο μυαλό μου κι έκαναν το στήθος μου να πάλλεται από περηφάνια: Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου. 

Υπήρξαμε πολύ τυχεροί, γιατί ένα εκλεκτό επιτελείο καθηγητών υπό τον Δόκτορα Κυριάκο Π. Χατζηιωάννου ξεκίνησαν αμέσως δουλειά όχι μόνο για να μας μάθουν γράμματα αλλά κυρίως να μας κάνουν ελεύθερα σκεφτόμενους ανθρώπους, να γνωρίσουμε ποιοι είμαστε, από πού καταγόμαστε και πού πηγαίνουμε. «Είμαστε ευλογημένοι γιατί πήραμε από τη νήσο Σαλαμίνα τη θεϊκή καταγωγή, από τους Αθηναίους τη σοφία, απ’ τους Αργείους τη βασιλική μεγαλοπρέπεια, από τους Αρκάδες την τέχνη που τα όρη γίνονται πεδιάδες», όπως λέει σε ένα ποίημά του. Ήταν πολύ μεγάλες οι ανάγκες σε διδακτικό προσωπικό και έτσι προσλαμβάνονταν καθηγητές που δεν είχαν τελειώσει ακόμα το Πανεπιστήμιο, όπως ο Κυριάκος Πλησής, ο πρώτος μας φιλόλογος. Ονόματα όπως ο Θεοδόσης Νικολάου, ο Παναγιώτης Σέργης και οι εξ Ελλάδος καθηγητές Χριστόφορος Μηλιώνης, Γιώργος Παπαδόπουλος, ο Γιώργος Μπισκίνης[1] και άλλοι λάμπρυναν το σχολείο με τις γνώσεις, τον ενθουσιασμό τους και τη μεθοδικότητά τους. Το σχολείο πια αποτελούσε για την πόλη το σπουδαιότερο πνευματικό κέντρο. Διακρινόταν σε πανελληνίους αγώνες στίβου, ιδρύθηκε ο Επιστημονικός Φιλολογικός Σύλλογος Αμμοχώστου[2], που έδωσε στην πόλη πραγματική πνευματική ζωή και κίνηση και δίνονταν παραστάσεις τραγωδίας[3] στο αρχαίο θέατρο της Σαλαμίνας που ξεπερνούσαν τα μαθητικά επίπεδα. Παράλληλα, στην πόλη ιδρύθηκε και η Δημοτική Βιβλιοθήκη με σημαντική δραστηριότητα σε σχέση με το Γυμνάσιο. Ζωγράφοι[4] της πόλης και άλλοι καλλιτέχνες γνώριζαν διεθνή αναγνώριση. 



Η πόλη ανάπνεε μέσα σε αυτό το μαγικό κλίμα. Και όσοι έζησαν στην Αμμόχωστο την περίοδο αυτή έχουν πιαστεί για πάντα στα δίκτυά της. Την ερωτεύτηκαν.

Χριστόφορος Μηλιώνης
Ο Χριστόφορος Μηλιώνης ερωτεύτηκε την Αμμόχωστο! Τα τέσσερα περίπου χρόνια που έμεινε τελικά στο νησί ήταν αρκετά για να ερωτευτεί και ολόκληρη την Κύπρο και τη γλώσσα της! Έμενε σε κοντινό ξενοδοχείο μαζί με άλλους συναδέλφους του από την Ελλάδα και φαίνεται ότι το διασκέδαζαν πολύ. Ήταν νέοι, πειράζονταν, χαίρονταν, ονόμασαν το ξενοδοχείο τους… «μέλαθρον» και αυτό το χαρούμενο κλίμα μεταφερόταν και στο σχολείο. Αργότερα, αυτή η εμπειρία της Αμμοχώστου μετατράπηκε σε διήγημα: «Το πουκάμισο του Κένταυρου», που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο του. Γράφει σ’αυτό: «Το ξενοδοχείο ήταν δηλωμένο σαν «πανσιόν» και νοίκιαζε δωμάτια με το μήνα σ’εργένηδες, κι ωστόσο αρκετά περιποιημένο και νεόχτιστο. Κι ούτε ήταν ανάγκη να μιλήσεις γι’αυτό με χαμηλή φωνή, όπως συμβαίνει σ’αυτές τις περιπτώσεις, γιατί ο νοικοκύρης του μπορούσε ν’αναζητά την πελετεία του ανάμεσα στο διδαχτικό προσωπικό του Ελληνικού Γυμνασίου, λίγα μέτρα πιο εκεί...»

Όταν για πρώτη φορά είχε φτάσει εκεί… «είναι όμορφο» είπε με το νου του, «η πόρτα ήταν μισανοιγμένη, χτύπησε μα κανείς δε φάνηκε. Ύστερα από λίγο ένα κοριτσάκι μελαψό, με κατάμαυρα σγουρά μαλλιά, μιγάδικο πες, πρόβαλε το πρόσωπό του από τη διπλανή θύρα. Τον κοίταξε με δυο τεράστια μινωικά μάτια και χωρίς να μιλήσει τράβηξε πάλι μπροστά στο πρόσωπό της τη συρτή θύρα. Ακούστηκε ύστερα η φωνή της που καλούσε τον πατέρα της με προφορά κυπριώτικη. Για πρώτη φορά πρόσεξε αυτή την προφορά, και κει στη σιωπή τού φάνηκε γλυκιά κι απόκοσμη, σαν ν’ ανέβαινε από χρόνια παλιά, βυζαντινά, σέρνοντας μαζί της μια αρμαθιά από σονέτα τροβαδούρων που κουδούνιζαν».

Ο Χριστόφορος Μηλιώνης και η σύζυγός του Τατιάνα
στον Πύργο Κολοσσίου, 2003
Τον Οκτώβριο του 2003 ήρθε στην Κύπρο μόνο και μόνο για να παρουσιάσει το βιβλίο μου «Η κόρη του Δραγουμάνου», μια συλλογή από διηγήματα. Χωρίς τον Χριστόφορο Μηλιώνη, ίσως, αυτή η συλλογή, να μην έβλεπε ποτέ το φως. Ο ίδιος πήγε στο «Μεταίχμιο» και έδειξε τα μικρά βιβλιαράκια με τα διηγήματά μου, που σκαρφιζόμουν και τύπωνα στον εκτυπωτή μου εκείνο τον καιρό. Ήμουν τυχερός γιατί ήταν η χρυσή εποχή του διηγήματος. Ο Εκδοτικός Οίκος ήρθε αμέσως σε επαφή μαζί μου και υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο. Μου έγραψε ένα προλόγισμα, χωρίς να το ζητήσω, και το βιβλίο έγινε τελικά εκδοτική επιτυχία. Σε τέσσερεις μήνες έκανε δεύτερη έκδοση κι εγώ έπαιρνα κανονικά τα συγγραφικά μου δικαιώματα. Αμέσως μετά μου ζήτησαν, ακόμα, ένα διήγημα για το οποίο μου πλήρωσαν πεντακόσια (!) ευρώ για να το εντάξουν σε μια σειρά που κυκλοφόρησε. Ήμουν ενθουσιασμένος φυσικά. Δεν πίστευα στα μάτια μου. Έτσι, λίγο αργότερα δεν αρνήθηκε στην πρόσκλησή μου: ήρθε στην Κύπρο τον Οκτώβριο του 2003, μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο, την γλυκύτατη κυρία Τατιάνα, και το βιβλίο μου παρουσιάστηκε στο Πολιτιστικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Κύπρου, όπου εκτός από τον κύριο Χριστόφορο μίλησαν και οι καθηγητές Μιχάλης Πιερής και ο συμμαθητής μου Γιώργος Γεωργής. 

Ήταν μεγάλη τιμή για μένα και ήθελα, τουλάχιστον, να τους προσφέρω μια εκδρομή. Ρώτησα τι ήθελαν να δουν. Αποφασίσαμε να πάμε προς την Πάφο με επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους που θα βρίσκαμε στον δρόμο μας. Και ξαφνικά θυμήθηκε το κοριτσάκι «με τα δυο τεράστια μινωικά μάτια». Άρχισα αμέσως τα τηλεφωνήματα και δεν δυσκολεύτηκα να το εντοπίσω: το κοριτσάκι, μετά από σαράντα τρία χρόνια, μεγάλωσε, έγινε γυναίκα, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και βοηθούσε τον σύζυγό της στην οικογενειακή επιχείρησή τους, με ηλεκτρικά είδη. Η συνάντηση ήταν συγκινητική, η ευγενέστατη κυρία μάς υποδέχτηκε στο κατάστημά τους στη Λεμεσό και για αρκετή ώρα είχαμε γυρίσει το ρολόι του χρόνου τέσσερεις δεκαετίες πίσω, είχαμε επιστρέψει στη μαγική μας Αμμόχωστο. Ο κύριος Χριστόφορος ήταν ιδιαίτερα συγκινημένος.

Ήθελε ακόμα να δει τον ιδιοκτήτη του Salamis Tours του μικρού ναυτιλιακού γραφείου της Αμμοχώστου, τον φίλο του Βάσο Χατζηθεοδοσίου, έναν επιτυχημένο επιχειρηματία, ευγενέστατο κύριο, που κατόρθωσε στο τέλος να αποκτήσει καράβια χωρίς να χάσει όμως, ούτε την ανθρωπιά του ούτε την απλότητά και καλοσύνη του. Είχε αυτοκίνητο και όργωναν την Κύπρο με συχνές εκδρομές. Δεν είχε μείνει γωνιά που δεν είχαν επισκεφτεί. «Αν δεν ήταν ο Βάσος δεν θα γνώριζα την Κύπρο», έλεγε συχνά ο Χριστόφορος Μηλιώνης. Ήταν εύκολο να τον εντοπίσουμε. Ζούσε κι αυτός στη Λεμεσό, όπου ήταν οι επιχειρήσεις του μετά την εισβολή, και αποφασίσαμε να συναντηθούμε στην επιστροφή μας από την Πάφο. 

"Η μπάλα αντιπροσωπεύει τη Γερμανία"
Τον Φεβρουάριο του 2003, ο Χριστόφορος Μηλιώνης μου είχε στείλει μια επιστολή: «Αγαπητέ μου Νίκο, σου στέλλω μια επιφυλλίδα[5] που είχα δημοσιεύσει το ’95 στα Νέα. Το κείμενο αυτό μπήκε στα «Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», της Γ’ Γυμνασίου. Στο κείμενό μου λοιπόν, γίνεται αναφορά σε ένα album με μαθητικές ζωγραφιές παιδιών της Γερμανίας και με θέμα τη διαίρεση του Βερολίνου (και γενικότερα της Γερμανίας). Μας το στείλανε όταν ήμουν στην Αμμόχωστο για να διαδώσουν το θέμα της επανένωσης στους μαθητές μας (!) Το έψαχνα και δεν μπορούσα να το βρω. Έτσι η αναφορά σε μια από τις ζωγραφιές γίνεται από μνήμης. Τις προάλλες το ξετρύπωσα. Σου στέλλω λοιπόν τρεις (τις πιο δροσερές) από τις ζωγραφιές (υπάρχουν σε λεζάντα τα ονόματα των παιδιών) μαζί με το κείμενό μου. Τις ίδιες έστειλα και στον Γεωργή, δημοσιέψτε τες κάπου (έγχρωμες) … 

Δυστυχώς, έγινε μια παρεξήγηση, ο Γεωργής που είχε αναλάβει την υποχρέωση, δεν πρόσεξε ότι οι ζωγραφιές δεν συνόδευσαν τη δημοσίευση της επιφυλλίδας. Ελπίζω, στη μνήμη του, να γίνει τώρα[6] με τον σωστό τρόπο όπως ακριβώς το επιθυμούσε.

Ενωρίτερα, τον Μάρτιο του 2000, μου είχε στείλει εικοσιπέντε «κυπριώτικα τσιαττίσματα». Ήταν μερική αντιγραφή από ένα τετράδιο που του είχε παραδώσει ένας μαθητής του, την περίοδο του ’60 με ’64, χωρίς όνομα ή άλλα στοιχεία. Το τετράδιο, απ’ ό,τι έμαθα, το παρέδωσε στο Σπίτι της Κύπρου στην Αθήνα. Αγαπούσε την κυπριακή διάλεκτο και μελετούσε κείμενα χωρίς να κουράζεται. Τα μάθαινε από στήθους: 

Το δειν η μαυρομάτα μου τζει που να το δικλήσει
Να ‘ναι νερόν τρεχούμενον εν να το σταματήσει.

Περίστροφον γερμανικόν εν να ‘βρω ν’ αγοράσω,
Για να παιχτώ έναν πρωίν αν τύχει και σε χάσω.

Εφίλησά τες τζιαί τες δκυό, την μάναν τζιαί την κόρην,
Την μάναν με το θέλημαν, την κόρην με το ζόριν.

Ε την ‘πο τζιεί που κάθεται τζι’ αν έσιει αΐπιν πέτε,
Μοιάζει ωσάν τον ήλιον την ώραν που γεννιέται.

N’ αλλάξει τζιαί να στολιστεί λαλεί του ήλιου σβήσε
Να λάμψω ‘γιώ μες στον ντουνιάν τζι΄εσέναν πιον κανεί σε.

Ν’ αλλάξει τζιαί να στολιστεί, να βάλει τα καλά της
Αξίζει την Αγιά-Σοφκιάν με τα καμπαναρκά της.

Την ημέρα της εκδρομής μας –στο μέσον του Οκτώβρη– έκανε πάρα πολύ ζέστη. Το Κούριο στη Λεμεσό και τα ψηφιδωτά στην Πάφο μας κούρασαν πολύ. Βρήκαμε όμως, καταφύγιο στην ταβέρνα του «Χοντρού» και αφού ξεκουραστήκαμε για τα καλά πήραμε το δρόμο της επιστροφής: μας περίμενε ο φίλος του Βάσος. Πάλι το ρολόι γύρισε πίσω μερικές δεκαετίες, και μαζί με τους δυο φίλους πάλι περπατήσαμε στους δρόμους της Αμμοχώστου. Έγινε σχεδόν μεσάνυχτα και δεν έλεγαν να τελειώσουν οι αναμνήσεις από την Αμμόχωστο. Ο κύριος Χριστόφορος ήταν πολύ χαρούμενος. Δεν φαινόταν κουρασμένος, δεν ήθελε να φύγουμε. Κάποτε όμως μπήκαμε στο αυτοκίνητο για το ταξίδι της επιστροφής στη Λευκωσία. Η νύχτα ήταν γλυκιά, και αρχίσαμε το τραγούδι: ξεκίνησα να τραγουδώ «έλα κορού να δούμεν τα μαύρα σου τα μάθκια» από τα λίγα κυπριακά που ήξερα, αλλά η συνέχεια δεν ήταν δική μου. Ο κύριος Χριστόφορος άρχισε να τραγουδά το ένα τραγούδι μετά το άλλο, χωρίς κομπασμό, χωρίς να σταματά. Τον συνόδευε η κυρία Τατιάνα, που ήξερε κι αυτή όλα τα κυπριακά τραγούδια. Ντράπηκα, εγώ δεν τα ήξερα. Άκουγα αχόρταγα τα δικά μας τραγούδια και δεν ήθελα να τελειώσει αυτό το βράδυ. Κατάλαβα τι σημαίνει «αγάπη για έναν τόπο». Και δεν είναι τυχαίο που σε ένα βιογραφικό του γράφει: «εργάστηκε ως καθηγητής σε γυμνάσια της Αμμοχώστου και της άλλης Ελλάδας». Ελάττωσα ταχύτητα και δεν ήθελα να φτάσουμε… ήθελα να ταξιδεύουμε… να ταξιδεύουμε … να ταξιδεύουμε αιωνίως… 

… συνέχισαν τα τραγούδια, που πραγματικά δεν είχαν τελειωμό …αλλά λίγα χιλιόμετρα πριν φτάσουμε στη Λευκωσία, έκανα αριστερά και σταμάτησα: δεν μπορούσα πια να οδηγήσω. Δεν έβλεπα. Με είχαν τυφλώσει εντελώς τα δάκρυά μου. 

18 Ιανουαρίου 2017

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] Γιος του Καθηγητή της Σχολής Καλών Τεχνών, Δημήτρη Μπισκίνη. 
[2] Ο περίφημος ΕΦΣΑ. 
[3] Ο Παναγιώτης Σέργης ήταν ο εμπνευστής, ο διδάξας και η ψυχή όλων των παραστάσεων. 
[4] Ο ζωγράφος Γ. Πολ. Γεωργίου είχε ήδη σπάσει τα σύνορα της μικρής του πατρίδας κερδίζοντας την εκτίμηση του κόσμου της Τέχνης στην Ευρώπη και αλλού, και επάξια αναφέρεται πια ως σημαντικός Ευρωπαίος ζωγράφος. 
[5] «Το συρματόπλεγμα του αίσχους, Τα Νέα, 15/6/1995». 
[6] Η επιφυλλίδα δημοσιεύεται στο τέλος του κειμένου αυτού. 

"Μοιρασμένο τραπέζι"
Χριστόφορος Μηλιώνης

«ΤΟ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑ ΤΟΥ ΑΙΣΧΟΥΣ»

Είναι τόσα πράγματα που μου φαίνονται οικεία μόλις πατήσω το πόδι μου στην Κύπρο! Όχι βέβαια τα του­ριστικά μεγαθήρια που έχουν κάνει κατοχή στις παραλίες της —αυτή η νέα αποικιοκρατία, τόσο θορυβώδης, τόσο αλαζονική, τόσο επικίνδυνη, που η άλλη στο Ακρωτήρι, με τους κεραμιδένιους οικισμούς και τα κοντά εγγλέζικα παντελονάκια, μοιάζει με αφίσα ξεχασμένη, από προπολε­μική ταινία. Αλλά τα άλλα, τα γηγενή, που αντιστέκο­νται: είναι η γλώσσα που τη μιλώ χωρίς προσπάθεια, μό­λις βρεθώ με τους ανθρώπους της, πράγμα που κάνει εκεί­νους να συνοφρυώνονται καχύποπτα και τον Γιώργο να με κοιτάζει ανήσυχος —κι εγώ χαμογελώ. Είναι οι «τερατσιές» στο κίτρινο τοπίο, που αντανακλούν τον εκτυφλω­τικό ήλιο στο χαλκοπράσινο φύλλωμά τους, οι φοινικιές, που λικνίζονται τ' απογεύματα, τα γιασεμιά κι οι μπουκαμβίλιες. Και είναι ακόμα —ω του θαύματος! — οι πέρδικες στα χέρσα, που φτεροκοπούν στο πέρασμά μου, τα «περτίτσια», που κακαρίζανε στις πλαγιές του Άγιου Ιλαρίωνα κι οι μαθητές μου τα πιάνανε ζωντανά κυνηγώ­ντας τα στην απέραντη Μεσαορία, ώσπου να παραδοθούν με ανοιχτές φτερούγες. Ένας απ' αυτούς κι ο Χαμπής από την τουρκοκρατούμενη Κοντέα, που τώρα σκαλίζει στα χαρακτικά του τη μαγεία της Κύπρου, ολομόναχος στα Πλατανίσκια, σ' ένα ερημωμένο χωριό.

"Μόνο τα ζώα του δάσους
αγνοούν τα σύνορα"
Τραβούμε κατά τη Δερύνεια, όχι από την Αγιανάπα την ξιπασμένη (και ξιμαρισμένη), αλλά από τον εσωτερι­κό δρόμο, το δρόμο της ψυχής, δίπλα στο δασάκι της Άχνας και στην «πράσινη γραμμή». Και ποιος να ήταν τάχα που έδωσε στο συρματόπλεγμα αυτό το οικολογικό όνομα που θυμίζει την «Green Peace»; Υποθέτω πως ήταν κάποιος εκπρόσωπος του Ο.Η.Ε., από κείνους που ρητόρευαν για το «τείχος του αίσχους». Κρατώ ακόμη στο συρτάρι μου ένα από τα άλμπουμ που μας στέλνανε να τα μοιράσουμε στους μαθητές της Αμμοχώστου: παιδικές ζωγραφιές για το «μοιρασμένο Βερολίνο». Ένα παιδικό χέρι που τεντώνεται κάτω από το συρματόπλεγμα, για να πιάσει την μπάλα, στην άλλη μεριά. Τα μοιράζαμε και τους μιλούσαμε με θέρμη για τα δικαιώματα των παιδιών, για τα αισθήματα των ανθρώπων που δεν μπαί­νουν σε συρματοπλέγματα, για την ειρήνη, που ήταν και­ρός ν' ανθίσει. Τι να πω τώρα στους μαθητές μου, που τα μάτια τους με συνοδεύουν; Τι να του πω του Γιωργή; Τι να πω και του Χαμπή; «Το τείχος του αίσχους έπεσε, δάσκαλε», μου λέει. «Τι θα γένει με το συρματόπλεγ­μα;» Και βάζει κόκκινα βέλη που στάζουν αίμα, ολόγυρα στη ζωγραφιά του, να δείχνουν κατά την Αμμόχωστο.

Κατά κει τραβούμε. Ανεβαίνω στην ταράτσα της Δερύνειας. Τουρίστες που κοιτάζουν, με εισιτήριο, την «πόλη-φάντασμα». «Περάστε, κύριοι, να θαυμάσετε την ασώματον κεφαλήν»! Αγναντεύω στο βάθος την έρημη πολιτεία. Βάζω τα κιάλια. Αναγνωρίζω γειτονιές. Έτσι ν' απλώσω το χέρι μου, θ' αγγίξω τα μπαλκόνια της. Έτσι και κά­νω ένα βήμα, θα βρεθώ στους δρόμους της και στα αι­σθήματα που δεν μπαίνουν σε συρματόπλεγμα. Και στα χρόνια της νιότης μου, που μου τα κλείσανε στην άλλη πλευρά.



15-6-95


18 Μαρ 2017

ΑΝΟΙΞΗ...

Τίποτε δεν μπορεί να τη σταματήσει... ξεσπά!
Ακούγεται και η υπέροχη φωνή μιας αφτοτζηνάρας:
"κοστέσσεράπεθθερά"...



Τ Πουλιά

 Στν βράχο το γιαλο κάθεται  γλάρος
 Κι διάφορα τ πέλαγο κοιτ
 Μ μάτια μισοκοιμισμένα κα ξυπν
 Κάθε φορ πο ρχίζει τ τραγοδι της
 Μι φραγκολίνα πο μετρ ψωμι
 Κι λο εκοσι τέσσερα τ βρίσκει.

 Κα καθς το ρέσουν τ πλουμίδια της
 Κα τ᾿ λλα τ σημάδια πο χει στ φτερ
 Πιάνει κι ατς σκοπ κα σιγοτραγουδ

 Ἀφτοτζηνάρα το γιαλο
 Τζα σμέρνα το πελάου
 Δν σο τ λάλουν, μάνα μου
 ᾿Πο λλόου μου φυλάου!

 [Από την ποιητική μου συλλογή Διθαλάσσου, Κάρβας 2012] : http://dithalassou.blogspot.com.cy/



ΣΗΜΕΙΩΣΗ


Ἀφτοτζηνάρα: ἡ φραγκολίνα, ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἀτταγάς, ἀτταγήν, ἀτταγηνάρα. Τὸ χαρακτηριστικὸ τατὰ τατὰ τατατὰ κελάηδημα τῆς φραγκολίνας ἔχει ταυτιστεῖ στὴ φαντασία τοῦ λαοῦ μὲ τὴν τραγικὴ ἱστορία μιᾶς νεαρῆς κοπέλας τὴν ὁποία βασάνιζε ἡ πεθερά της. Μιὰ μέρα ποὺ μόλις εἶχε ξεφουρνίσει τὰ ψωμιά της, κατέφθασε ἡ πεθερά, τὰ μέτρησε καὶ τὰ βρῆκε λιγότερα ἀπὸ τὸν καθορισμένο ἀριθμό. Ἡ νεαρὴ κοπέλα ἔλεγε ὅτι τὰ ψωμιὰ ἦταν εἴκοσι τέσσερα ἐνῶ ἡ πεθερά της ἐπέμενε ὅτι ἦταν εἴκοσι τρία. Ἡ νύφη ἔλεγε τὴν ἀλήθεια, μὰ ἡ πεθερὰ ἐξοργισμένη τὴν ἅρπαξε καὶ τὴν ἔριξε μέσα στὸν πυρωμένο φοῦρνο. Ὁ Θεός, ποὺ ἔβλεπε τὴ σκηνή, τὴ λυπήθηκε καὶ τὴ μεταμόρφωσε σὲ φραγκολίνα. Ἀπὸ τότε ἡ φραγκολίνα ἀκούγεται νὰ κελαηδᾶ στοὺς ἀγροὺς λυπημένη: «᾿κοστέσσεράπεθερά,᾿κοστέσσεράπεθερά».


14 Μαρ 2017

... ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ...


Άνοιξη βούισμα στους κροτάφους
Άνοιξη αμόνι και σφυρί
Άνοιξη πρόσθια καταβύθιση


[ΕΛΥΤΗΣ, τα ετεροθαλή] 


Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου
Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης
Άνοιξη σουσάμι αόρατο


Άνοιξη σάλτο της ακρίδας
Άνοιξη μήτρα σκοτεινή
Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη



3 Μαρ 2017

ΤΟΣΗ ΟΜΟΡΦΙΑ!


Πορεύτηκα προς τον Μαχαιρά σήμερα∙ σκεφτόμουνα τη θυσία του Γρηγόρη, τις τόσες θυσίες∙ σκεφτόμουνα τι πάει λάθος∙ εδώ∙ και στην άλλη Ελλάδα∙ τι μπορώ να κάνω∙ πόνος αβάστακτος! 

Θεέ μου, πόση ομορφιά!

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ

Γρηγόρη, ες αεί

Μια προσέγγιση της ομώνυμης ζωγραφικής σύνθεσης του Γ. Πολ. Γεωργίου μέσα από την Μπαλάντα του Γρηγόρη Αυξεντίου, Ανώνυμου, που δημοσιεύτηκε στις 8 Μαρτίου 1957 στην Tribune, λίγες μόνο μέρες μετά τη θυσία του Γρηγόρη. Η μπαλάντα δημοσιεύεται στη συνέχεια του πιο κάτω κειμένου, στα αγγλικά και στα ελληνικά σε μετάφραση Α. Κ. Ιντιάνου, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Ελληνικού Γυμνασίου Αμμοχώστου "Πυρσός". 


Έβγα, έβγα λεβέντη Γρηγόρη,
Τη σπηλιά σου περίζωσαν όπλα 
Στις κορφές των βουνών βγαίνει ο γήλιος 
Μια ζωή μένει να σώσεις.
                      

Γ. Πολ. Γεωργίου, Γρηγόρη ες αεί, λάδι, 123 x 221 εκ., 30 Απριλίου 1957,
 Συλλογή Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου.  

του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ
Στις 3 του Μάρτη το 1957, ένας νέος και φλογερός αγωνιστής, ο Γρηγόρης Αυξεντίου, έδειξε σε όλο τον κόσμο πως το ηρωικό του άλμα προς την ελευθερία ήταν αντιστρόφως ανάλογο προς το μικρό μέγεθος της πατρίδας του. Η ηρωική του θυσία, μετά από έναν άνισο αγώνα, ενός εναντίον εξήντα Άγγλων στρατιωτών για ώρες πολλές, που οδηγήθηκαν εκεί μετά από προδοσία και το γεγονός ότι οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν μέσα απαράδεχτα και επέδειξαν ακόμα, ύπουλη και άνανδρη στάση, σκόρπισε συγκίνηση σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο και στους ίδιους ακόμα τους Βρετανούς. Υψώθηκαν αμέσως φωνές διαμαρτυρίας μέσω επιστολών και μέσω της Τέχνης. Στη συγκλονιστική Μπαλάντα του Γρηγόρη Αυξεντίου -για να σταθώ μόνο σε ένα έργο- που δημοσιεύτηκε στην Tribune, πέντε μόλις μέρες μετά, φαίνεται το τεράστιο μέγεθος της φλόγας που ξεπήδησε από το λαμπάδιασμα του Γρηγόρη.

Ο υμνητής του κυπριακού αγώνα, ζωγράφος Γ. Πολ. Γεωργίου, συγκλονισμένος κι αυτός από τη θυσία του Γρηγόρη, μετατρέποντας τους στίχους της Μπαλάντας σε εικόνες, μας έδωσε μια από τις ωραιότερες συνθέσεις του: «Γρηγόρη, ες αεί». Το έργο που ξεκίνησε αμέσως και ολοκληρώθηκε στις 30 του Απρίλη του 1957 περικλείει όλο το μεγαλείο της θυσίας του Γρηγόρη Αυξεντίου. 

Οι Άγγλοι στρατιώτες, οδηγημένοι ύστερα από προδοσία, περικυκλώνουν το κρησφύγετό του, μα δεν μπορούν να το καταλάβουν. Μάταια τον καλούν να παραδοθεί. Η απάντηση του είναι σταθερή και αμετάκλητη:

            Μπρος, ελάτε τους φώναξε, ελάτε
            Μοναχός είμαι τώρα δω πέρα.
            Με ντουφέκι ένας άνδρας προσμένει,
            Να με πιάσετε, ελάτε αν μπορείτε.


Στον κλοιό των Άγγλων στρατιωτών, εικονίζονται τα μνήματα των ηρωικών νεκρών του αγώνα που αργότερα, το μέρος αυτό του πίνακα θα αποτελέσει την πασίγνωστη ξεχωριστή του σύνθεση «Τα φυλακισμένα Μνήματα», στα οποία θα προστεθεί και ο σταυρός του Γρηγόρη Αυξεντίου.


Οι αγγλικές αρχές αρνούνται να παραδώσουν τους νεκρούς για να ταφούν από τους δικούς τους. Η έκκληση του ζωγράφου προς τον Κυβερνήτη Σερ Χιου Φουτ θα μείνει χωρίς απάντηση:


«Ευσεβάστως απευθύνομαι προς την Εξοχότητά σας για να σας ζητήσω να λευτερώσετε τους νεαρούς νεκρούς που είναι θαμμένοι πίσω από τα κάγκελα των κεντρικών φυλακών για να ταφούν χριστιανικά και ν’ αναπαυθούν σε ειρήνη».


Για τον ηρωικό νεκρό, ο ζωγράφος θα πει και τούτα:

«Το απανθρακωμένο λείψανο του Γρηγόρη Αυξεντίου, θάφτηκε στις 3 του Μάρτη του 1957, πίσω από τα σιδερένια κάγκελα των κεντρικών φυλακών κοντά στους τάφους του Καραολή, του Δημητρίου, του Μιχαήλ, του Μαυρομάτη, του Κουτσόφτα, του Παναγίδη, του Ζάκου, του Πατάτσου και του Παλικαρίδη.

Σαράντα μέρες μετά τον θάνατό του, σ΄ένα μνημόσυνο για την ανάπαυση της ψυχής του, ενώ η μητέρα του μοιρολογούσε, ένα λευκό περιστέρι πέταξε και κάθισε στην εκκλησιά».

Στον κλοιό των Άγγλων στρατιωτών, όμως, βλέπουμε και τη σάλπιγγα της αλήθειας. Είναι το φύλλο της Tribune, που τον Μάρτη του 1957 «έστησε με τα πετράδια του λόγου μνημείο στην κυπριακή λεβεντιά υμνώντας την αντρειοσύνη του Γρηγόρη».

Ο εχθρός όμως, δεν μπορεί να εξουδετερώσει τον Γρηγόρη. Είναι η ώρα των ανάδρων:

            Τότε τρίζουν βαρέλια μπενζίνα
            Πέραθε όπου ο στρατός δεν τα βλέπει
            Και τους δίνει φωτιά με τα βόλια
            Και περίφλογος καίγεται ο σπήλιος.

            Το μικρό το χωριό τώρα σιέται
            Στου βουνού την κορφή απ΄τον βρόντο
            Μια κι ο σπήλιος σωπαίνει. Οι εξήντα
            Μπορούν άφοβα πια να μπουν μέσα.

Η μάχη τελειώνει. Ο Γρηγόρης περνά στην αθανασία. 

            Και μιλώντας αδέλφι, σ΄αδέλφι
Και γονιός στο παιδί του, σε αγγόνι
Στου λαού του τη μνήμην αιώνια
            Θε να ζει ο λεβέντης Γρηγόρης.






1 Μαρ 2017

ΤΑ ΠΟΝΗΡΑ ΠΤΗΝΑ ΤΗΣ ΖΥΓΑΡΙΑΣ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ
ΑΦΥΛΑΚΤΗ ΔΙΑΒΑΣΗ
[ποιητική σύνθεση, εκδόσεις Διάττων, σελίδες 40, 14.5Χ23 εκ., Αθήνα 2012]

Είναι κάποια βιβλία, που δεν τοποθετούνται ποτέ στα ράφια της βιβλιοθήκης μου. Τα κρατώ επάνω στο γραφείο μου, τα παίρνω στα χέρια μου κάθε τόσο, τα φυλλομετρώ, εξετάζω κάθε λεπτομέρεια τους, ανοίγω κάθε σελίδα με προσοχή χαϊδεύοντας το χαρτί, τα διαβάζω μέχρι …την επόμενη φορά.
το βιβλιόσημο του συγγραφέα
Ένα τέτοιο βιβλίο έχω μπροστά μου τώρα: την ΑΦΥΛΑΚΤΗ ΔΙΑΒΑΣΗ. Τυπωμένο με μεράκι στις εκδόσεις «Διάττων», στην Αθήνα, με την «αγαπημένη γουτεμβέργειο τυπογραφία», όπως μου γράφει ο ποιητής της, ο αγαπητός Γιώργος Γεωργούσης, και φυσικά η πρώτη μου δουλειά είναι να χαθώ ανάμεσα στις σελίδες του για να απολαύσω πρώτα το άρωμα που αφήνει η μελάνη στο χαρτί. Για το άρωμα των βιβλίων έχω γράψει ένα μικρό κείμενο και μπορεί να διαβαστεί εδώ: ΥΛΑΓΙΑΛΗ ( κι απ΄αφορμή το άρωμα των βιβλίων)

Δεν γνωρίζω ποια σειρά στα δημιουργήματά του κατέχει το βιβλίο αυτό, πάντως στο «Ελληνομουσείον» του περιοδικού Ακτή, μετρώ τριάντα δύο εκδόσεις ποίησης, με τελευταίο «Η σαρκοφάγος του Ήλιου». Το πρώτο του ποιητικό βιβλίο, «Νυκτιλύκη», είχε εκδοθεί το 1966, από τις εκδόσεις "Ίκαρος", όταν ο ποιητής ήταν εικοσιπέντε χρονών.

χαρακτικό του Ρἀλλη Κοψίδη
Στον κολοφώνα του βιβλίου διαβάζω ότι η ποιητική σύνθεσή του, τυπώθηκε στα τυπογραφεία των εκδόσεων Διάττων με στοιχεία πελασγικά των δώδεκα στιγμών, στο πολυτονικό σύστημα. Το κόσμημα στο εξώφυλλο και η προμετωπίδα είναι χαρακτικά του Ράλλη Κοψίδη, και τις διορθώσεις έκανε ο κοινός μας φίλος Θεοδόσης Πυλαρινός. Συνάντηση ανθρώπων με πολλή αγάπη για την παραδοσιακή τυπογραφία. Ο Κοψίδης έβγαζε το περιοδικό Κάνιστρο, με χίλιες δυσκολίες, χρησιμοποιώντας ένα πολύγραφο. Φοιτητής, την δεκαετία του εβδομήντα, τα ξετρύπωνα από τα χαμηλά ράφια, σε ένα βιβλιοπωλείο στη στοά της Λυρικής Σκηνής, στην Ακαδημίας. Έχω όλα τα τεύχη δεμένα σε έναν τόμο. Ο Γεωργούσης σχεδιάζει, και σε άλλες εκδόσεις του χρησιμοποιεί τα δικά του σχέδια. 

το εξώφυλλο του βιβλίου
Στο εξώφυλλο, λοιπόν, το ανάγλυφο κόσμημα του Κοψίδη διαλεγμένο από τον ίδιο τον ποιητή, «τα πονηρά πουλιά της ζυγαριάς», συνάδουν με το πνεύμα του περιεχομένου: όλο και κάποιο χέρι αγγίζει πονηρά τον δίσκο της ζυγαριάς και αλλάζει η ισορροπία του κόσμου. Πρώτα η δικιά μας. Του ποιητή, που μας προσανατολίζει σ΄αυτή τη συγκλονιστική σύνθεσή του με τους πρώτους στίχους:

            Άναψε ο προβολέας του λαθρεπιβάτη
            και φάνηκαν τα πρώτα ερυθρά αιμοσφαίρια∙
            αραδιασμένα πάνω στο κατάστρωμα∙
                        όλα με το δρεπάνι τους∙
            -το ακάματο ημικύκλιο,
            Πλαταγίζοντας σε χέρσο χωραφάκι.

Δεν θα προσπαθήσω να κάνω κριτική ανάλυση, γιατί μάλλον θα αδικήσω το βιβλίο. Θα δώσω όμως πιο κάτω τρεις σελίδες από τη σύνθεση: το πρώτο μέρος (α'), το δεύτερο (β') και το τελευταίο (κθ'). Αξίζει τον κόπο να αποκτήσετε αυτό το βιβλίο. 

Θα ήθελα, να αναφερθώ στο μότο του βιβλίου: «μετά την σκιάν τάχιστα γηράσκει χρόνος», του Κριτία. Ο χρόνος παρέρχεται τάχιστα, διαρκεί όσο και η σκιά. Τι αλήθεια κι αυτή. Και πόσο ταιριάζει στην «αφύλακτη διάβαση».