29 Νοε 2015

ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΑΡΑΚΑ



Χειμωνιάτικα τοπία στα Λαγουδερά, στην Παναγιά του Άρακα...την πανέμορφη εκκλησούλα με τις θαυμάσιες εικόνες και τοιχογραφίες του 12ου αιώνα. 


Θεοτόκος η Αρακιώτισσα του 12ου αιώνα


28 Νοε 2015

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ, ΠΑΡΑΚΑΛΩ




ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ...

Kαλό Σαββατοκύριακο... και μη ξεχνάτε ...τώρα που είναι ...σχεδόν χειμώνας, μη παραλείψετε να διαβάσετε ...ένα παραμύθι. Τα παραμύθια δεν είναι μόνο για τα μικρά παιδιά, είναι κυρίως για τους μεγάλους... για να μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους... για να διαλύουν τις πίκρες της ζωής... για να δίνουν ελπίδα για μια καλύτερη μέρα...


... κι αν δυσκολεύεστε να βρείτε (κάτι που δεν το πιστεύω, βέβαια) ... τότε διαβάστε κάτι δικό μου

ΕΔΩ


... ή διαβάστε αυτό:

ΕΔΩ



22 Νοε 2015

ΛΕΥΚΑΡΑ...



ΛΕΥΚΑΡΑ...σήμερα... και άξιζε τον κόπο και μόνο για τις μοναδικές τούτες εικόνες καθώς ο ήλιος ...σιγά σιγά...εξαφανίζεται πίσω από τα βουνά του Μαχαιρά...να φωτίσει άλλους κόσμους ...και μεις σε έκσταση να κάνουμε μια ευχή: η λογική να φωτίσει τα μυαλά αυτών που έχουν την εξουσία και τη δύναμη για να ξημερώσει μια καλύτερη μέρα για όλο τον κόσμο ...χωρίς να πνίγονται παιδάκια στο Αιγαίο ...χωρίς ...χωρίς...χωρίς...





13 Νοε 2015

"ΠΙΚΡΟΛΙΘΟΣ"


Αιμίλιος Σολωμού

Νίκου Νικολάου - Χατζημιχαήλ,
Πικρόλιθος, εκδ. Κάρβας 2014
[ΑΝΕΥ, τ. 56, Φθινόπωρο 2015, σ. 100]

Ο «Πικρόλιθος» του Νίκου Νικολάου - Χατζημιχαήλ είναι από τις σημαντικές ποιητικές στιγμές της ποίησής μας για το 2014. Κάθε λέξη, κάθε στίχος, αλλά και η αισθητική του βιβλίου, μαρτυρούν το καθαρό βλέμμα και την αφοσίωση του ποιητή σε ένα προκαθορισμένο σχέδιο και συμβάλλουν, ταυτόχρονα, στη γενικότερη ποιητική του σύλληψη. Και, κατά την άποψή μας, ίσως δεν θα έπρεπε να αποσύρει την υποψηφιότητα του βιβλίου από τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας. Όχι γιατί το έχει ανάγκη ή γιατί ένα βραβείο θα του έδινε περισσότερη αξία, αλλά επειδή (καλώς ή κακώς) ένα βραβείο δημιουργεί τις προοπτικές να φτάσει το βιβλίο σε περισσότερους αναγνώστες. 

Ο ποιητής προσέρχεται στην τέχνη του χωρίς προϋποθέσεις. Βγαίνει στο ταξίδι με λιτά μέσα, όπως ο προϊστορικός άνθρωπος, απαλλαγμένος από τις συμβάσεις της σύγχρονης ζωής. Κι αυτά τα μοναδικά μέσα είναι η σχεδία, τα βότσαλα, η πέτρα, τα πουλιά, η θάλασσα, μέσα αρχέγονα (οι λέξεις, οι στίχοι), με τα οποία ανασκάπτει τον πυρήνα της ύπαρξης, φτάνοντας στην απαρχή της ζωής όπως την έθεσαν πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι: γη, αέρας, φωτιά, νερό.

Ο ποιητής ενδύεται το προσωπείο του προϊστορικού ανθρώπου της Κύπρου, ένα πρόσωπο που πρωτοαντικρίζει τον κόσμο γύρω του με το θαυμασμό του πρωτόπλαστου, «με μια πέτρα στο χέρι/καμωμένη με τέχνη και κόπο / Σφυροκοπώντας βράχο σκληρό» (Η Πέτρα, α΄). Σχήματα από βραχογραφίες, πήλινα ομοιώματα ανθρώπινων μορφών και πλοίων, αποτυπώματα παλάμης συνοδεύουν τα ποιήματα και συνδιαλέγονται αρμονικά με τους στίχους.  Και οι στίχοι του ποιητή είναι οι ψίθυροι του προϊστορικού ανθρώπου, το φυλαχτό του, όπως τα σταυρόσχημα ειδώλια (από στεατίτη-πικρόλιθο) που πιθανόν να φορούσε τότε. «Με την παλάμη στο αίμα / Σημάδι αφήνω στον βράχο / Και μια φέτα απ’ την πέτρα / Φυλαχτό στον λαιμό μου κρεμώ» (Η Πέτρα, γ΄).

Μέσα στη σπηλιά του αφουγκράζεται τα αγρίμια στις ερημιές, αναμετράται με το φόβο του αγνώστου, το σκοτάδι, προφέρει ξόρκια σε μια άγνωστη, θεϊκή μορφή, «τη μορφή του μεγάλου πατέρα»: «Σου μιλώ σιγανά μη σε σκιάσω και φύγεις / Τη θερμή προσευχή μου ικετεύω ν’ ακούσεις / Διώξε το άγνωστο της νύχτας κακό» (Η Πέτρα, β΄).

Άλλοτε, με το ελάφι ριγμένο στον ώμο και το «φυλαχτό στον λαιμό», άλλοτε ακολουθώντας το ποτάμι, πάντα με μια πέτρα στο χέρι, όπλο (Με την πέτρα στο αίμα) ή εργαλείο (Σφυροκοπώντας βράχο σκληρό), τραγουδώντας για τα ψάρια, τα πουλιά, υμνώντας τη ζωή γύρω του και τον κόσμο. Αναρωτιέται για το μυστήριο που τον περιβάλλει, το ανεξήγητο, διεισδύοντας βαθιά στα υπαρξιακά ερωτήματα που απασχόλησαν τον προϊστορικό άνθρωπο και εξακολουθούν και σήμερα να μας βασανίζουν. «Ποιος και γιατί ανάβει τις φωτιές / Στο πολυάστερο ποτάμι κάθε βράδυ;» (Η Σχεδία) ή «τι άραγε γνωρίζουν τα πουλιά; ποιος τα μάζεψε εδώ στις παραλίες; […] βρίσκουν τον δρόμο κι επιστρέφουν στις ίδιες ακτές;» (Τα πουλιά).

Σαν άλλος Οδυσσέας, από κορμούς δέντρων διαλεχτούς, θα φτιάξει τη σχεδία του και θα φύγει για το άγνωστο ταξίδι «Για τη χαρά του ταξιδιού και μόνο» (Η Σχεδία), στην απέραντη θάλασσα και το βράδυ θα ατενίσει έκπληκτος τον έναστρο ουρανό.

Έτσι, στη συλλογή, τουλάχιστον στο «πρώτο» της μέρος, κυριαρχούν η πέτρα, η θάλασσα, τα πουλιά, η σχεδία και άλλα προϊστορικά σύμβολα, το ταξίδι στο άγνωστο, το μυστήριο. [Από την άλλη, το «προϊστορικό» αυτό μέρος της συλλογής θα μπορούσε να λειτουργήσει και αλληγορικά, αντιστρέφοντας τις εποχές. Ο ποιητής-ταξιδευτής είναι ο σύγχρονος άνθρωπος και η προϊστορική εποχή είναι η δική μας ρευστή και μεταβατική εποχή. Τα φυλαχτά και τα ξόρκια, ο ταξιδιώτης-πουλί, το ταξίδι, η πέτρα είναι τα σύμβολα που ζητούν αποκωδικοποίηση και τα υπαρξιακά ζητήματα εξακολουθούν να απαιτούν απαντήσεις. Αλλά, εδώ ο ποιητής πράττει ό, τι και κάθε γνήσιος ποιητής. Καθώς κάθε φορά που προσέρχεται στην ποίηση, πρωτοαντικρίζει τον κόσμο και στέκει ενεός να θαυμάζει το μυστήριο γύρω του. Αυτή, άλλωστε, είναι και η γοητεία της ποίησης, να κινείται σε πολλά επίπεδα, να επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις].

Έπειτα ο ποιητής εισέρχεται στην ιστορική εποχή, κάνοντας ένα ταξίδι στο χρόνο, αλλά στον ίδιο τόπο, για να αναμετρηθεί με ιστορικά γεγονότα της Κύπρου. Στο Πικρόμελο θα αναφερθεί στη γεωγραφική θέση και τον πλούτο του νησιού, τα αίτια της κακοδαιμονίας του, που ανέκαθεν προσέλκυαν τους κατακτητές. Θα μιλήσει με τη φωνή του Ονήσιλου, συνδιαλεγόμενος και με τον Παντελή Μηχανικό στο ομώνυμό του ποίημα (η διακειμενικότητα και οι απηχήσεις άλλων ποιητών εντοπίζεται και σε άλλους στίχους της συλλογής), για να υπογραμμιστεί, με νόημα προς τον αναγνώστη, να επικαιροποιηθεί η προδοσία και να προειδοποιήσει «… για να θυμάστε * πως πρέπει πάντα να φυλάγεστε απ’ τους αισχρούς Στασάνορες μα, πιο πολύ απ’ τους προδότες Γόργους» (Πικρόμελο).

Θα περάσει, έπειτα, στον Μεσαίωνα και στη σύγχρονη εποχή με το ποίημα Η σκήτη: «Στο βάθος τα βουνά του Μαχαιρά / Μέσα σε σύννεφα πυκνά / Κρύβουν τον ήλιο∙ καταχνιά». Ορισμένοι στίχοι απηχούν, σε κάποιο βαθμό, το λόγο του Αγίου Νεοφύτου, τον πρώτο ερχομό των Άγγλων στο νησί, αλλά το βάρος δίνεται στον ήρωα Γρηγόρη Αυξεντίου και  στη μαρτυρική του θυσία: «στην απόκρημνη πλαγιά του βουνού * μια σκήτη μυστική στη γη έχω σκάψει * είναι από πέτρα σκληρή * και μέσα σ’ αυτή του βουνού τη σπηλιά * κλαίω, γελώ, τραγουδώ, σιωπώ * για τον τόπο μου ονειρεύομαι κι ακούω τ’ αηδόνι» (Η σκήτη, β΄). Είναι ευδιάκριτη η σύνδεση του Αυξεντίου με τον προϊστορικό άνθρωπο της Κύπρου. Άλλωστε, η ανθρώπινη φύση παραμένει αναλλοίωτη (και η αντιστροφή του ποιήματος και των εποχών μέσα στη συλλογή, η αλληγορική ή μετωνυμική της προέκταση ευνοούν αυτή την εκδοχή). Το τοπίο γύρω του και το μυστήριο ίδιο: και οι δυο σε μια σπηλιά κι έξω το σκοτάδι, η πέτρα, τα πουλιά, το χορτάρι. Εξακολουθεί να αφήνει τα αποτυπώματά του στην πέτρα, να αναρωτιέται και να πασκίζει να κατανοήσει το ακατανόητο και το μυστήριο, να απαλλαχτεί από όσα τον βαραίνουν, για να φτάσει στην αλήθεια και την ελευθερία. 

Αυτή την ιστορία της θυσίας και της προδοσίας, που στον τόπο μας αποκτά διαχρονική διάσταση, θα εξακολουθήσει να τη λέει ο πατέρας στο γιο, όπως άλλοτε γύρω από τη φωτιά ο προϊστορικός άνθρωπος θα αφηγείται τις ιστορίες στη φυλή του: «την ιστορία αυτή στους αιώνες θα λέει ο πατέρας στον γιο κι ο παππούς στο εγγόνι / με την παλάμη το σημάδι μου αφήνω * στην πέτρα μου αφήνω ένα κόκκινο σημάδι από αίμα» (Η Σκήτη, β΄).

Στον Διάλογο η σπηλιά του προϊστορικού ανθρώπου θα μεταλλαχθεί πάλι σε τόπο μαρτυρίου, το κρησφύγετο όπου μάχεται και θυσιάζεται για την αλήθεια και την ελευθερία της Κύπρου ο Κυριάκος Μάτσης «γι’ αυτό τον λαό, για τον ήλιο, τις πέτρες, το νερό και τη γη που πατάτε». Το ποίημα προχωρεί σε διαλογική μορφή και ο ήρωας, ως άλλη προϊστορική μορφή, δεμένος γερά στη γη του, με όπλο την πέτρα του, θα αποστομώσει τους αλαζόνες Άγγλους κατακτητές, όταν θα του ζητήσουν να βγει από τη σπηλιά του: «… αν θα βγω, θα βγω με μια πέτρα στο χέρι».

Στο Πηγάδι και το Νανούρισμα θα σμίξουν η παράδοση, το δημοτικό τραγούδι και το κυπριακό παραμύθι με τα πιο σύγχρονα ιστορικά γεγονότα, την εισβολή του 1974 και τη συνακόλουθη τραγωδία. Ο ποιητής αφορμάται από πραγματικές ιστορίες για να τις μεταπλάσει ποιητικά και να μιλήσει με συγκίνηση για τη βαρβαρότητα των κατακτητών. Στον Μονόλογο Σπουργίτη μιλώντας μεταφορικά, διατρανώνει το πείσμα του και τη θέλησή του, παρά την προδοσία και το δόλο να σταθούμε στη γη που μας γέννησε: «… είδα το φίδι να έρχεται και με το φως της ημέρας * το ύπουλο φίδι… […] μα εγώ, εδώ θα ζήσω κι ας πονώ στον τόπο αυτό που αγαπώ * φάρος ακοίμητος * να προσδοκώ να ξεδιπλώσει τις φτερούγες του ξανά * του δίκαιου ήλιου πύρινος ένας κριτής αητός».

Γίνεται αντιληπτό πως ο ποιητής μέσα στην πολυφωνική, ποιητική του σύνθεση «Πικρόλιθος» διατρέχει όλο το ιστορικό και ανθρωπογεωγραφικό τοπίο της πατρίδας του από την αυγή της προϊστορίας μέχρι τις μέρες μας.

Υπάρχουν, όμως, και άλλες θεματικές που διαπερνούν τη συλλογή, όπως ζητήματα ποιητικής - «Τα ποιήματα / Ως εύπλαστη ύλη / Σαν τα βότσαλα ταξιδεύουν / Της θάλασσας» (Τα Βότσαλα) - η φύση, ο έρωτας, ο θάνατος, η περιπέτεια και φυσικά τα υπαρξιακά και φιλοσοφικά ερωτήματα.

Ο Νίκος Νικολάου Χατζημιχαήλ με τη χαμηλόφωνη ποίησή του, τα απέριττα μέσα του και λίγες λέξεις, την ειλικρίνεια του στίχου και την αμεσότητά του καταφέρνει να αναπαραστήσει τις προϊστορικές εικόνες και την ατμόσφαιρα της προϊστορικής εποχής. Η αποτελεσματική και υποβλητική εικονοποιΐα δένει άρρηκτα με τους υπόλοιπους εκφραστικούς, ρητορικούς του τρόπους, τον ελεύθερο πεζόμορφο στίχο, την παραδοσιακή μορφή, τον ομοιοκατάληκτο στίχο και τον δεκαπεντασύλλαβο, τη νεοελληνική κοινή ή την κυπριακή διάλεκτο.

Συνδέει γόνιμα την προϊστορία, την ιστορία και τα δρώντα πρόσωπα με την προσωπική οπτική ποιητική αντίληψη με τρόπο μάλιστα που ο στίχος του να συναντά όχι μόνο τη συλλογική πραγματικότητα, αλλά και τις προσωπικές εμπειρίες του αναγνώστη. Έτσι υπηρετεί απολύτως επιτυχημένα την ποιητική του οικονομία και το ποιητικό του σχέδιο. 

Ο «Πικρόλιθος» είναι ένα γοητευτικό ποιητικό ταξίδι, καθώς καταβυθίζεται στις βαθιές ρίζες του ανθρώπου και της γης μας. Ο αναγνώστης, ανεβασμένος σε μια σχεδία, θα ανοιχτεί ως προϊστορικός άνθρωπος σε άγνωστες θάλασσες, θα περπατήσει αχαρτογράφητες περιοχές και θα αναμετρηθεί με πρωτεϊκά υπαρξιακά ζητήματα και το μυστήριο που περιβάλλει τον κόσμο μας.

Ένα χαρακτηριστικό ποίημα:

«ξαποσταίνω στ’ ακρογιάλι σου * να γλυκαθούν στα χέρια και στο σώμα μου οι πληγές * εδώ με φέρανε τα κύματα τα πουλιά και τα δελφίνια * από κοντινές ακτές * κι από τόπους μακρινούς έρχομαι * γνωρίζω μόνο από πέτρα * γνωρίζω μόνο από πουλιά * γνωρίζω μόνο από ταξίδια» (Το Ακρογιάλι).

******************************************


Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΥ