24 Ιαν 2012

ΝΑ, ΕΝΑΣ ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ!



Έτσι τον πρωτογνώρισα τον ποιητή. Μέσα από το ΚΑΝΙΣΤΡΟ. Ένα περιοδικό που έβγαινε με πολλές δυσκολίες αλλά με πολύ μεράκι από τον δημιουργό του, τον Ράλλη Κοψίδη, στην Αθήνα της δεκαετίας του ΄70. Το τύπωνε σε λίγα αντίτυπα ο ίδιος στο εργαστήρι του με μια δύσκολη μέθοδο που τον ταλαιπωρούσε. Έχω όλα τα τεύχη δεμένα σε ένα τόμο, στολίδι για τη βιβλιοθήκη μου. 


              ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΙΛΒΕΣΤΡΟΥ

Συνήθως παραμόνευε το κελάδημα των πουλιών
σιμά στον κατεργάρη σκύλο, που κοιμόταν.
Ήξερε για τα ψάρια, πως πετούνε στο νερό,
για τα πουλιά στον αέρα, για τον άνθρωπο.
Έπαιζε με τ’ αυτί και το ματάκι του,
γάτος αυτός, κι η ουρά του κύματα κουλούρια.
Τον άρεσαν οι φράουλες, οι κυδωνιές, τα δέντρα
                      τα πλατύφυλλα,
οι άνθρωποι με το ένα πόδι, χέρι και μπαστούνι,
αυτοί που είχαν αράξει και δεν είχαν τίποτα να
κάνουν,
εν αντιθέσει προς τους άλλους που μαστίζονταν
χωρίς κανένα λόγο.

Κυρίως αγάπαγε τη συντροφιά της χελώνας,
που   με  τον  κάβουρα  παρέα  —  δυο   στίχοι   —
κολυμπούσαν.
Με την κοιλιά μελέταγε τον ουρανό,
στα νύχια του μετρούσε τις ημέρες του ήλιου,
κι όταν περίσσευε κανένας ήλιος, μαργαρίτες.

Αυτός λοιπόν ο γάτος ο Σιλβέστρος,
είχεν αγάπη στην καρδιά κρυφή για τα παιδιά.
Παιδιά του κόβαν την ουρά, του βγάζανε τα μάτια
και τον πετούσαν όπως τα πουλιά, τα ψάρια και
τον άνθρωπο.

Ο σκύλος γάβγιζε κάθε πρωί τον ήλιο
κι αργά το απόγεμα, τη θάλασσα ανασαίνοντας,
στο βράχο απάνω, γάβγιζε την ασημαλοιφή της.

Ήταν καλός κι αυτός, καθώς η κότα,
καθώς η φοινικιά, τα βότσαλα, τ’ αγριόχορτα,
κάμπιες, ελπίδες, αγωνίες, κουκούτσια,
το πετεινάρι στη φραγή, τ’ αθώα ζουζούνια,
κι όλα μαζί, κινώντας στη δουλειά τους,
έπλαθαν την αγάπη του Σιλβέστρου.

1972





     
[ΚΑΝΙΣΤΡΟ, Τ.5, Αθήνα 1974]

16 Ιαν 2012

ΞΕΡΕΙΣ ΠΟΔΗΛΑΤΟ;



...
Ένα απόγευμα, έφτασε με το λεωφορείο της γραμμής ο θείος Πέτρος από το Βαρώσι. Κρατούσε μια μικρή καφετιά βαλίτσα στο ένα χέρι και με το άλλο κρατούσε το τιμόνι του ποδηλάτου του. Ερχόταν κάθε χρόνο και έμενε καμιά βδομάδα μαζί μας, αλλά τις πιο πολλές ώρες του τις περνούσε στο καφενείο με τους φίλους του που είχε πολλούς μήνες να τους δει. Πάντα έφερνε και το ποδήλατο μαζί του, γιατί πήγαινε στο διπλανό χωριό και έβλεπε κάποιους συγγενείς. Ήταν ένα πολύ όμορφο βυσσινί ποδήλατο, πιο μικρό από τα κανονικά. Οι τροχοί του ήταν πιο μικροί και η σέλα του πιο μαλακή και διαφορετική από τα άλλα. Την άλλη μέρα το πρωί, καθώς έπινε τον καφέ του στον ηλιακό με τον μάστρο -έτσι αποκαλούσαν όλοι τον πατέρα μου- μού είπε ξαφνικά «μεγάλωσες, δεν περίμενα να σε δω τόσο ψηλό. Για έλα δω, είμαι περίεργος να δω αν φτάνουν τα ποδάρια σου στα πεντάλια».

Έβγαλε ένα κλειδί και χαμήλωσε τη σέλα όσο που πήγαινε. «Έλα» είπε ξανά, «το κρατάω, μη φοβάσαι». Τα πόδια μου έφτασαν στα πεντάλια και σχεδόν ακούμπησαν στο έδαφος. Κατέβηκα και το κοίταζα σα χαζός με τα χέρια αδέξια στις τσέπες. «Στα μέτρα σου» συνέχισε ο θείος Πέτρος. «Ξέρεις ποδήλατο;» είπε και το ακούμπησε στον τοίχο.  Έκατσε στην καρέκλα και συνέχισε τον καφέ του λέγοντας «όσο είμαι εδώ, θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, αν ξέρεις».

Δεν ήξερα αν ξέρω. Πώς θα μάθαινα. Μ΄εκείνη την καμήλα την παλιοσακαράκα πώς θα μπορούσα να μάθω. Είχα βελτιώσει βέβαια, τη μέθοδό μου, το δεξί μου πόδι το έβαζα τώρα στο δεξί πεντάλι περνώντας το μέσα από τον σκελετό και προσπαθούσα να ισορροπήσω κρατώντας το τιμόνι με το ένα χέρι και το άλλο αγκαλιά με τη σέλα, μα τις πιο πολλλές φορές νικούσε το βάρος του ποδηλάτου και έγερνα στα δεξιά. Πώς δεν τσακίστηκα, ένας Θεός το ξέρει.

«Με ΄γειά το ποδήλατο μάστρε» είπε σε κάποια στιγμή, ρουφώντας τον καφέ του προσέχοντας το καινούριο έλσουικ. «Ευχαριστώ» απάντησε ο μάστρος, «μα τι μάρκα είναι το δικό σου;» είπε, κοιτάζοντας ερευνητικά το βυσσινί ποδήλατο. «Άρμστρογκ» είπε ο θείος, «άρμστρογκ του ΄53, μόνο πεντέξι υπάρχουν στον τόπο και είμαι ένας από τους τυχερούς». «Ξέρεις πότε μαθαίνει κανένας ποδήλατο;» είπε πάλι ο μάστρος κι έδωσε την απάντηση μοναχός του. «Το ποδήλατο πρέπει να το εμπιστευτείς. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος».

Δεν γνωρίζω αν αυτό το είπε για μένα ή απλά ήταν μια άσκοπη παρατήρηση που είπε, απλά για να πει κάτι. «Πολύ σωστά» συνέχισε ο θείος «Να το εμπιστευτείς» και τόνιζε συλλαβή τη συλλαβή. Χτύπησε η καρδιά μου παράξενα. «Το ποδήλατο πρέπει να το ε-μπι-στευ-τείς» επανέλαβα κι εγώ από μέσα μου. Μάλλον για μένα το είπε, σκέφτηκα. Τα λόγια του θείου που είχε πει προηγουμένως στριφογύριζαν στο μυαλό μου. «Θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, όσο είμαι εδώ». Η ανάσα μου έγινε πιο βαριά κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. «Θα μπορείς να κάνεις καμιά βόλτα, όσο είμαι εδώ, αν ξέρεις» επανέλαβα από μέσα μου και μ΄ένα αστραπιαίο σάλτο βρέθηκα καθισμένος στη σέλα του βυσσινί άρμστρογκ και ποδηλατούσα δυνατά στο δρομάκι που βγάζει στον κύριο δρόμο. Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν αυτό που ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Η απόλυτη ευτυχία. Ήμουν καβάλα σ΄έναν πήγασο και πετούσα στα ουράνια. Δεν άργησα, γύρισα γρήγορα και ακούμπησα το ποδήλατο στον τοίχο. Αυτοί συνέχισαν να κουβεντιάζουν χωρίς να μου δίνουν σημασία. Έτσι νόμιζα. Δεν με ένοιαζε όμως, γιατί εγώ ήξερα πια ποδήλατο.

Όταν είμαστε ευτυχισμένοι, οι μέρες περνούν πολύ γρήγορα. Κι αυτές οι μέρες, πέρασαν τόσο γρήγορα που απόρησα. Πρωί πρωί ο θείος ετοιμάστηκε για να φύγει. Εκτός από την καφετιά βαλίτσα θα έπαιρνε μαζί του ένα παραγεμισμένο καλάθι σκεπασμένο και ραμμένο με ένα άσπρο ρούχο κι ένα μικρό κιβώτιο με προιόντα από το περιβόλι μας και φρεσκοψημένο μοσχομυριστό ψωμί. Εγώ ανέλαβα να μεταφέρω το μικρό κιβώτιο μέχρι το βένετο ξωπόρτι όπου περιμέναμε όλοι μαζί μέχρι να έρθει το λεωφορείο.


Δεν άργησε. Ο θείος αφού μας χαιρέτισε μπήκε στο λεωφορείο, αφήνοντας στον οδηγό τη φροντίδα για την τοποθέτηση των αποσκευών του. Μόλις ξεκίνησε το λεωφορείο κάτι θυμήθηκα. Γύρισα το κεφάλι μου ανήσυχος προς το μέρος του σπιτιού και είδα το ποδήλατο. Καλά θυμήθηκα. Ήταν εκεί, ακουμπισμένο στον τοίχο πίσω από τις καμάρες. Δεν έχασα καιρό, το λεωφορείο είχε κιόλας απομακρυνθεί καμιά τριανταριά μέτρα και φώναξα δυνατά με όση δύναμη είχα «θείε Πέτροοο, ξέχασες το ποδήλατο». Αυτός έβγαλε το κεφάλι από το παράθυρο και απάντησε σχεδόν αμέσως «το ποδήλατο είναι πια δικό σου! Δικοοό σου!». Μετά έβγαλε το χέρι και μας χαιρετούσε ώσπου το λεωφορείο χάθηκε στη στροφή του δρόμου. 



[απόσπασμα από εκτενέστερο ανέκδοτο κείμενο]

10 Ιαν 2012

Η ΛΟΥΛΟΥ




... Το εργαστήρι ή μαγαζί, όπως το έλεγε ο μάστρος,  ήταν ένα από τα μεγάλα δωμάτια του σπιτιού, μ΄ένα πάγκο στη μέση, που είχε στην άκρη μόνιμα στερεωμένη μια μέγγενη. Εδώ στερέωνε τα ξύλα και τα επεξεργαζόταν. Στο δεξί του αυτί πάντα είχε ένα μολύβι που κάθε τόσο το έξυνε στην κοφτερή λεπίδα του ροκανιού αφού πρώτα το αναποδογύριζε στο αριστερό του χέρι. Μόνιμο επίσης, ήταν και το μελωδικό σφύριγμα που έβγαινε κάθε τόσο από μια μικρή ανεπαίσθητη τρυπίτσα στο αριστερό του χείλος καθώς το σούφρωνε ελαφρά χωρίς να καταβάλλει προσπάθεια.

Έκανα κι εγώ να σφυρίξω μα έβγαινε από τα χείλη μου μόνο αέρας. Κι όταν τον ρωτούσα απεγνωσμένα «πότε θα μάθω να σφυρίζω;» αυτός μου έλεγε, «για να σφυρίξεις, πρέπει να εμπιστευτείς πρώτα απ΄όλα τις ικανότητες του λάρυγγα και της γλώσσας σου, πρέπει να πιστέψεις ότι μπορείς να σφυρίξεις, να κλείνεις τα μάτια και να βγάζεις το σφύριγμα μέσα από τα βάθη της καρδιάς σου». Είχε μια απίστευτη ικανότητα να αντιλαμβάνεται την ουσία των πραγμάτων και να τη μεταδίδει. Αυτή η σοφή κουβέντα του με βοήθησε να μάθω να σφυρίζω. Στην αρχή δεν μπορούσα. Όλες μου οι προσπάθειες πήγαιναν χαμένες. Από τα χείλη μου εξακολουθούσε να βγαίνει μόνο αέρας. Αέρας ... κοπανιστός.

Σε κάποια στιγμή, το απόγευμα, πρόσεξα τη Λουλού που ερχόταν να παίξει με τις αδελφές μου. Αυτή η μικρή πήγαινε στη Δευτέρα τάξη, ήταν μικρότερη μου δηλαδή ένα χρόνο και υπέφερε πολύ από μένα γιατί όταν ήμουν μικρότερος πάντα της τραβούσα τα μαλιά και πήγαινε στο σπίτι της με κλάματα.

Με πλησίαζε λίγο φοβισμένη και μόλις ήρθε αρκετά κοντά μου, φούσκωσα τα στήθια και της είπα: «Θέλεις να σου σφυρίξω ένα τραγούδι;»  Με κοίταξε επιφυλακτικά και με φόβο μα ύστερα έγνεψε με το κεφάλι «ναι». Τι ήθελα κι εγώ να το πω αυτό. Την κοίταξα παγωμένος. Τι ήθελα να το πω, εγώ που δεν ήξερα να σφυρίζω. Τι προσβολή θα ήταν αν δεν τα κατάφερνα. Κόρδωσα όμως, ακόμα πιο πολύ σαν γάλος και ο αέρας ξεκινώντας από μέσα μου βαθιά, βγήκε από τα χείλη μελωδικός. Σφύριξα. Ναι, σφύριξα!

Με κοιτούσε χωρίς φόβο τώρα και στα χείλη της φάνηκε ένα αδιόρατο χαμόγελο. Δεν το πίστευα. Τα είχα καταφέρει! Μπόρεσα να σφυρίξω! Δεν έχασα καιρό, τώρα που το σίδερο έβραζε, ξεκίνησα ένα καινούριο σφυρικτικό σκοπό: «Άαααπό την πό από την πόοορτα σου περνώ». Αυτή τη φορά το σφύριγμα βγήκε ακόμα καλύτερα και με μεγαλύτερη ευκολία. Άρχισα τότε να χοροπηδώ γύρω από τη Λουλού, που ο τρόμος επανήλθε στα απορημένα της μάτια βάζοντας τα χέρια γύρω απ΄τα μαλιά της, γιατί νόμισε πως θα της τα τραβούσα. Εγώ όμως, έκανα κάτι άλλο. Της έσκασα ένα φιλί στο μάγουλο ενώ αυτή το έβαζε τρομαγμένη στα πόδια για το σπίτι της.

Έμαθα να σφυρίζω!


[Απόσπασμα από εκτεταμένο ανέκδοτο  κείμενο]

5 Ιαν 2012

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ


«Επιστροφή στην ευτυχία»
ανάμνηση



  
Τ
ο ζαχαροπλαστείο Κυψέλη, είναι στη διασταύρωση Δημοκρατίας και Ευαγόρου. Ό,τι και να έχει απομείνει, είναι εκεί. Ο αέρας, θα μπαίνει από τις πόρτες και τα παράθυρα, που δεν θα έχουν ούτε θυρόφυλλα ούτε παραθυρόφυλλα, και θα στοιβάζει άμμο και σκόνη επάνω σε σπασμένα μπουκάλια και τζάμια και σε κάποιο σαπισμένο ίσως και με σπασμένα πόδια τραπεζάκι, σε κάποια γωνιά.
Εμείς, οι μικροί μαθητές του γυμνασίου, το προτιμούσαμε γιατί είχε τζουκ μποξ με όλα τα μοντέρνα τραγούδια της εποχής και βρίσκαμε ξεκούραση μετά από τις αμέτρητες βόλτες μας μέχρι τη θάλασσα. Το Ρόδον, μάς έπεφτε πολύ αριστοκρατικό και το αποφεύγαμε, το δε Boccaccio δεν υπήρχε τότε. Κάθε Σάββατο απόγευμα και Κυριακή μέχρι αργά, όλος ο πληθυσμός της πόλης στριμωχνόταν σε ένα και μοναδικό δρόμο, στη Δημοκρατίας, που καθώς περνούσε η ώρα εξελισσόταν σε πραγματικό πανηγύρι. Άλλοι έκαναν τις βόλτες τους, άλλοι άκουγαν από μικρά ραδιόφωνα καμιά ποδοσφαιρική συνάντηση, κι άλλοι κάθονταν στα ζαχαροπλαστεία και στα άλλα κέντρα. Οι πιο μεγάλες τάξεις αργότερα αποσύρονταν προς την παραλία, που ήταν πιο ρομαντικά -μάλλον πιο σκοτεινά- για να συναντήσουν τα κορίτσια τους.
Μετά τις οκτώ, ξεκινούσαν τα σινεμά και οι οικογενειακές ταβέρνες. Εμείς πηγαίναμε, για ευνόητους λόγους, στην απογευματινή παράσταση της Κυριακής, που έπαιζαν δυο έργα, το ένα κωμωδία ή ελληνικό και το άλλο ιστορικό, ή περιπέτεια. Πιο αργά βέβαια, κάποιοι ξενυχτούσαν στα οικογενειακά καμπαρέ!
Στην Κυψέλη έμαθα να χορεύω τουίστ∙ και ήταν αναγκαίο, διότι η Φαίδρα, με είχε προσκαλέσει στο πάρτι γενεθλίων της. Ήταν ένα όμορφο κορίτσι με μακριά μαλλιά που τα άφηνε να πέφτουν μπροστά της και να της κρύβουν το πρόσωπό. Τη θυμάμαι ακόμα, να με περιμένει στη γωνία, να τρέχει κοντά μου, να μπερδεύει τα λόγια της και μέχρι να τελειώσει τον προσκλητήριο λόγο της να γίνεται κατακόκκινη. Κι εγώ δεν πήγαινα πίσω, δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη και η μόνη απάντηση που έδωσα τελικά ήταν ένα «ναι» με το κεφάλι.
Ήμουν πολύ χαρούμενος, γιατί ήταν το πρώτο πάρτι που θα πήγαινα, αλλά συνάμα και πολύ αγχωμένος. Ο φίλος μου ο Γλαύκος που έβλεπε σε τι κατάσταση βρισκόμουν, επειδή ακριβώς ήταν το πρώτο μου πάρτι και δεν ήξερα να χορεύω, έδωσε τη λύση. Κάθε απόγευμα πηγαίναμε στην «Κυψέλη» και βάζαμε τους δίσκους με τα τουίστ και μάλιστα φρόντισε να διαδώσει στους μικρούς, τούς κωδικούς αριθμούς κάποιων τραγουδιών, αυτών που ήταν τα πιο σπουδαία και τους παρότρυνε να βάζουν αυτά στο τζουκ μποξ. Έτσι, καταφέραμε να μου δείξει όλες τις φιγούρες του τουίστ.
Το Σάββατο, νωρίς το απόγευμα, είχα αρχίσει τις προετοιμασίες και στην ώρα μου ήμουν στο σπίτι της. Το σπίτι γέμισε δωδεκάχρονους και δεκατριάχρονους που έτρεχαν εδώ κι εκεί. Έπαιζε μουσική στο πικάπ και η μαμά της πηγαινοερχόταν χαρούμενη για να βοηθήσει αν χρειαζόταν. Και χρειάστηκε: κάποιος είπε ότι έπρεπε να σβήσει κανένα φως, και η Φαίδρα το μετέφερε στη μαμά. Ευτυχώς, εκείνη δεν αρνήθηκε. Με τον χαμηλό φωτισμό χόρευαν και αυτοί που δεν ήξεραν. Ήταν η στιγμή, να δείξω κι εγώ την κοινωνικότητα και εμπειρία μου, και παίρνοντας ύφος πολύξερου είπα στη Φαίδρα: «μήπως έχεις το walking back to happiness;».
Δεν απάντησε. Έδειξε με το δάχτυλο «ένα λεπτό» και πράγματι, σε ένα λεπτό ήταν πίσω. «Το βρήκα» είπε χαρούμενη, «έλα να χορέψουμε» και με τράβηξε από το χέρι, ενώ άρχισε να ακούγεται δυνατά η μουσική από τον δίσκο στο πικάπ. Εκείνο το βράδυ χόρεψα όλους τους δίσκους. Ήμουν ευτυχισμένος.
Τώρα, μισό αιώνα σχεδόν μετά, κάθε φορά που τυχαίνει ν’ ακούσω αυτό το τραγούδι, βουρκώνουν τα μάτια μου, όχι γιατί με μεταφέρει σε μια αθώα κι ανέμελη εποχή που ο καθένας από μας θα ήθελε να ξαναζήσει, αλλά γιατί ο πολυαγαπημένος τόπος που ζήσαμε αυτά τα ανεπανάληπτα χρόνια, δεν υπάρχει πια όπως τον γνωρίζαμε. Είναι ένας τόπος εγκλωβισμένος ασφυκτικά μέσα σε ανατριχιαστικά αγκαθωτά συρματοπλέγματα και γύρω γύρω στρατιώτες με οπλοπολυβόλα έτοιμα να γαζώσουν με ριπές, όποιον τολμήσει να περάσει μέσα στην πόλη.

Μια πόλη καταδικάστηκε σε αργό θάνατο και για μια ακόμα φορά, η βοήθεια που περιμένει δεν έρχεται. Και δεν είναι μόνο τα σπίτια, τα σχολεία, οι εκκλησίες που αργοπεθαίνουν. Τον ίδιο αργό θάνατο, βιώνουν και όλοι όσοι έτυχε να ζήσουν και ν’ αγαπήσουν αυτή τη μαγική πόλη, προδομένοι και διωγμένοι βίαια μακριά της, προσπαθώντας να κρατηθούν όρθιοι, φυλάγοντας την πόλη όλη ζωντανή μέσα στην καρδιά τους.


Πέρασαν πολλά χρόνια να μάθω ότι το τραγουδούσε η Helen Shapiro και όταν το πρωτοτραγούδησε ήταν μόνο δεκατεσσάρων χρονών. Κι εμείς δώδεκα!!!


ΟΜΙΧΛΗ ΣΤΟ ΠΗΛΙΟ



[Φωτογραφία: ΝΝ-Χ]