19 Ιουλ 2017

Ο ΘΑΛΑΜΟΣ

Ο   Θ Α Λ Α Μ Ο Σ
διήγημα 
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Mου αρέσει να ξαπλώνω στο πάνω κρεβάτι, γιατί από τη θέση αυτή μπορώ να βλέπω τους δυο λόφους μέσα από το μικρό παράθυρο. Είναι ώρα ανάπαυσης, μα κανένας από τους υπόλοιπους δεν είναι στο θάλαμο. Άλλοι παίζουν ποδόσφαιρο, άλλοι είναι σκοποί κι άλλοι κουβεντιάζουν στο Κέντρο Ψυχαγωγίας της Μονάδας.

Το μικρό παράθυρο απέναντί μου είναι μπλε βαθύ. Σε πολλά όμως σημεία είναι ξεφλουδισμένο το στρώμα της μπογιάς και, αν το προσέξει κανένας καλύτερα, εκεί που πέφτει πολύ φως, δημιουργεί πράσινες ανταύγειες. Όταν τα τζαμόφυλλα είναι κλειστά, τότε χωρίζεται σε τέσσερα ίσα μέρη, σε τέσσερα τετράγωνα. Στο πάνω δεξιά τετράγωνο, δεν υπάρχει τζάμι και το χειμώνα το κλείναμε μ' ένα χαρτόνι. Μέσα από τα δυο κάτω τετράγωνα, φαίνονται δυο γυμνοί, κατάξεροι λόφοι, ένας σε κάθε τετράγωνο. Τελευταία, φύτεψαν πολλά δεντράκια για να δημιουργηθεί πράσινο. Θα χρειαστούν πολλά χρόνια όμως. Εμείς δεν θα βρισκόμαστε εδώ. Παρά την προσπάθειά μου, δεν μπορώ να διακρίνω ούτε ένα πράσινο δεντράκι ούτε ένα πράσινο φυλλαράκι για την ώρα. Η μοναδική ζωντανή ύπαρξη στους λόφους είναι μια μικρή αμυγδαλίτσα, δίπλα ακριβώς από το φυλάκιο. Ξεγελάστηκε και πέταξε τους ανθούς της στις δώδεκα του Δεκέμβρη. Σκαρώνω κάποιους στίχους για τη μικρή μου αμυγδαλιά:

 νεμος στριφογυρνοσε μανιασμένα
Μέσα στος κλώνους τς μικρς μυγδαλις
Κα τος λευκος νθος σκορποσε
Στ τέσσερα σημεα∙ καταχνιά!

Μολύβι  ορανς περνοσε
Χιλιάδες τ᾿ νθη ταξιδεύανε μαζί του
Κι σο χαμήλωνε ατ ποθοσαν
Τ θέση τους ν πάρουνε πάνω στ κλαδιά.

 νεμος φυσοσε, πιασε μπόρα
Κα σν τ δάκρυα νθη κα στάλες
Πάνω στ σμα τς μυγδαλις κυλοσαν
Κα φτάναν στ ριζ γι ν γεμίσουν
Σκαμμένο κα μ νούμερο ναγνώρισης
Χαράκωμα πολέμου.

Στο πάνω αριστερά τετράγωνο του παραθύρου, προβάλλονται δυο σημαίες. Η μια είναι γαλανόλευκη και η άλλη λευκή, με δυο κλωνάρια δάφνης στο κέντρο. Δυσκολεύομαι ν' αναγνωρίσω το σχεδίασμα στο κέντρο της. Έχασε το λευκό της χρώμα, και στο πάνω μέρος της έχουν ρίξει κόκκινη μπογιά. «Από απροσεξία!» μας είπαν. Εγώ όμως γνωρίζω πως δεν είναι από απροσεξία. Αυτοί που έριξαν την μπογιά γνώριζαν πολύ καλά τι έκαναν. Ήθελαν να τη λερώσουν και το κατάφεραν ανεπανόρθωτα, νομίζω. Καθόμαστε τώρα και ξύνουμε το ξηραμένο χρώμα προσπαθώντας να μην κάνουμε ζημιά στο πανί. Ώρες ώρες, μου φαίνεται πως ξύνω αποξηραμένο αίμα.

Η καθεμιά από τις δυο σημαίες είναι στερεωμένη σε ξεχωριστό σχοινί, έτσι που οι άκρες των δυο σχοινιών να φτάνουν σ' ένα μικρό κοντάρι, που είναι στερεωμένο κάθετα σ' ένα άλλο, πιο μακρύ. Oι κάτω άκρες των σχοινιών είναι δεμένες στο κάτω μέρος του μεγάλου κονταριού. Γύρω γύρω από τη βάση, είναι φυτεμένα λουλούδια, που περικλείονται μ' ένα τοιχάκι, νομίζω δυο πόδια ύψος, γιατί από τη θέση που είμαι δεν μπορώ να διακρίνω. Το μόνο που βλέπω είναι οι σημαίες.

Όταν φυσά βοριάς, η σημαία με τα κύματα φαίνεται ολόκληρη μέσα στο πάνω αριστερά τετράγωνο και την ίδια στιγμή καλύπτει ένα μέρος από την άλλη σημαία, που φαίνεται στο τετράγωνο δίπλα, ενώ, όταν φυσά νοτιάς, φαίνεται η λευκή σημαία, με το κίτρινο σχεδίασμα στο κέντρο, ενώ η άλλη δείχνει μόνο μια κάθετη λωρίδα: γαλάζιο – λευκό, γαλάζιο – κύμα, γαλάζιο – λευκό, γαλάζιο – κύμα. Όταν κλείσω το δεξί μου μάτι, η λωρίδα εξαφανίζεται, όταν το ανοίξω, εμφανίζεται. Ανοιγοκλείνω μερικές φορές το δεξί και το αριστερό μου μάτι. Εμφανίζεται, εξαφανίζεται, εμφανίζεται, εξαφανίζεται... Όταν κλείσω και τα δυο μου μάτια, δεν βλέπω τίποτα. Αναρωτιέμαι μονάχα για ποιο λόγο βρίσκομαι σ' αυτόν εδώ τον άθλιο θάλαμο.

Πάνω ακριβώς από το παράθυρο, βρίσκεται η φωτογραφία του ήρωα. Η κορνίζα είναι από φτηνό ξύλο πεύκου, με πολλούς ρόζους. O τοίχος, πάνω στον οποίο είναι στερεωμένη, είναι κίτρινος-φάβα, αλλά μόνο ως το πάνω άκρο της κορνίζας, γιατί απ' εκεί και πέρα αρχίζουν τα τούβλα. Μετρώ την πρώτη σειρά: Ένα. Δύο. Τρία. Τέσσερα. Πέντε. Έξι. Τα χάνω στο έβδομο. Ξαναμετρώ, προεκτείνοντας το δεξί μου χέρι για οδηγό. Μετρώ τη δεύτερη σειρά και βρίσκω πως έχει ένα τούβλο λιγότερο από την πρώτη σειρά. Αυτό είναι φυσικό γιατί το πρώτο τούβλο της δεύτερης σειράς κάθεται στο μισό πρώτο και στο μισό δεύτερο της πρώτης σειράς. Η τρίτη πάλι σειρά έχει ένα λιγότερο από τη δεύτερη και η τελευταία μόνο δύο. Είναι πάνω σ' αυτά που κάθεται μια μεγάλη δοκός, πάλι από πεύκο, νομίζω, γιατί το μεγαλύτερο μέρος της είναι πασαλειμμένο με κατράμι, ίσως για να διατηρείται στο χρόνο. Πάνω στη δοκό αυτή είναι στερεωμένα, κάθετα, πολλά δοκάρια, και πάνω σ' αυτά είναι καρφωμένοι οι τσίγκοι. Είναι πολύ εκνευριστικό, αργά το βράδυ, ν' ακούς αυτά τα «τσακ τσακ» όταν οι τσίγκοι αρχίζουν πια να κρυώνουν και να συστέλλονται. Περιμένεις πότε θ' ακούσεις το τελευταίο «τσακ» για να κοιμηθείς επιτέλους. Ποτέ δεν ξέρεις ποιο είναι το τελευταίο λυτρωτικό «τσακ» και στριφογυρίζεις και στριφογυρίζεις και δεν ησυχάζεις.

Αυτή την ώρα δεν φυσά. Όταν, όμως, φυσά από τη θάλασσα, βλέπω καλύτερα τη σημαία με τα κύματα, όταν φυσά από το δάσος, βλέπω τη σημαία με τα κλωνάρια της δάφνης. Όταν φυσά Κάρβας, τότε οι σημαίες κυματίζουν προς το μέρος μου, ξεκαθαρίζει το παράθυρο και τότε μπορώ να βλέπω μακριά, πέρα από τους λόφους ―και με κλειστά μάτια ακόμα― και να συνειδητοποιώ για ποιο λόγο βρίσκομαι σ' αυτό τον άθλιο θάλαμο με το μικρό παραθυράκι.