14 Αυγ 2016

Η ΠΟΛΗ ΟΛΗ


Η ΠΟΛΗ ΟΛΗ
διήγημα
του
Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Μπροστά από τα ιωνικά προπύλαια του Γυμνα­σίου τής πόλης ήταν ένας μικρός πανέμορφος κήπος. Όταν χτυπούσε διάλειμμα, οι μαθητές τον πλημμύριζαν και δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από τον παράξενο παπαγάλο που ζούσε εκεί, γιατί ήταν ένα πολύ ξεχωριστό και πανέξυπνο πουλί. Το βασίλειό του ήταν ένα κυλινδρικό πράσινο κλουβί σχε­δόν δύο μέτρα ψηλό, που είχε μια κωνική μεταλλική οροφή, πράσινη κι αυτή. Δεν είχε κα­μιά σχέση με τους άλλους που το μόνο που ήξε­ραν ήταν να επαναλαμβάνουν μερικές λέξεις. Ο Κόκο, αυτό ήταν το όνομά του, είχε το χάρι­σμα της ομιλίας και μπορούσε κανένας να κά­νει άνετα διάλογο μαζί του, άσχετα αν οι απαντήσεις του ήταν τρελές, ανατρεπτικές και, τις πιο πολλές φορές, δεν είχαν καμιά σχέση με την ερώτηση. Ήταν μοναδικός. Κανένας, ωστόσο, δεν μπορούσε να δώσει λεπτομέρειες για την ιστορία και την προέλευσή του. Κανένας δεν ήξερε από ποιο μέρος τού κόσμου είχε έρθει, αλλά κά­ποιοι, βλέποντας το χρώμα των φτερών του, υπο­στήριζαν ότι παλαιότερα ζούσε βορειότερα, στο δάσος τής αρχαίας τους πόλης και ανήκε σ’ ένα σπάνιο είδος. Αυτά τα πουλιά ζουν τόσα πολλά χρόνια, που ουσια­στικά «δεν πεθαίνουν ποτέ». Κάποιος θα τον έφερε από εκεί. 

Στις 13 Αυγούστου τού 1974, τα στρατεύματα τού δεύτερου Αττίλα προχωρούσαν προς τα ανατολικά απειλητικά και πολλοί από τους κατοί­κους άρχισαν να φεύγουν. Το απόγευμα για πολλοστή φορά είχαν βομβαρδισθεί τα παραλι­ακά ξενοδοχεία. Το πουλί έβλεπε την ασυνήθι­στη κίνηση κι όλη η αγωνία τής πόλης μεταφέρθηκε στο κλουβί του. Μακριά ακούγο­νταν πυροβολισμοί. Φτερούγιζε ανήσυχος και δεν είχε όρεξη να τσιμπήσει ούτε ένα σποράκι από το φαγητό που του είχε φέρει ο φύλακας. Ήπιε μόνο μια γουλιά νερό, γιατί ένιωσε ότι το λαρύγγι του είχε στεγνώσει.

Την άλλη μέρα το πρωί ήρθαν ξανά τα αερο­πλάνα και βομβάρδισαν. Πετούσαν πάνω από τον κήπο και έριχναν τις βόμβες τους στα παραλι­ακά ξενοδοχεία. Το μεταλλικό σκέπα­σμα του κλουβιού γινόταν σαν ηχείο κι έτσι ο δια­περαστικός ήχος των βομβαρδιστικών τού τρυπούσε τ’ αυτιά και κόντευε να τρελαθεί. Τρύ­πωνε βαθιά μέσα στην ξύλινη φωλιά του, μα κι εκεί δεν ήταν καλύτερα. Το κλουβί τρανταζό­ταν κάθε φορά που έσκαγε μια βόμβα. Πρό­σεξε την ανήσυχη κινητικότητα. Η πόλη άδειαζε. Τα αυτοκίνητα κολλητά το ένα πίσω από το άλλο πήγαιναν όλα προς την ίδια κατεύ­θυνση. 

Το πουλί ξεχάστηκε μέσα στο κλουβί του. Ποιος θα νοιαζόταν τώρα για έναν παπαγάλο, τη στιγμή που όλοι έτρεχαν να σωθούν. Οι πιο πολλοί, βέβαια, νόμιζαν ότι η αναχώρησή τους ήταν προσωρινή, μέχρι να περάσει το κακό και ότι σε δυο τρεις το πολύ μέρες θα ήταν όλοι πίσω στα σπίτια τους. Πού να φαντα­στούν!

Χάζευε τ’ αυτοκίνητα που προχωρούσαν κι όσο πέρναγε η ώρα παρατηρούσε ότι λιγό­στευαν, λιγόστευαν και μέσα σε δύο ώρες δεν υπήρχε πια καμιά κίνηση. Πού ήταν οι φίλοι του; Πού να είχαν πάει άραγε όλοι τους; Καταλάβαινε ότι έγινε μια μεγάλη αναστάτωση, ένα μεγάλο κακό, μα στο μυαλό του ήτανε όλα τα πράγματα συγχυσμένα. Τον τελευ­ταίο καιρό είχε προσέξει την αλλαγή στη συμπεριφορά και τις κινήσεις των φίλων του. Και τώρα τι γύρευαν εδώ αυτά τα τεράστια που­λιά που έριχναν βόμβες κι έκαναν το κλουβί του να τραντάζεται; Τι να ήταν αυτοί οι πυροβολισμοί που ακούγονταν τον τελευταίο καιρό; Δεν μπορούσε να βγάλει κανένα συμπέρα­σμα. 

Τίναξε τα φτερά του και πλησίασε στο αραιό πλέγμα. Ήθελε να φύγει κι αυτός από τούτο το μέρος, μα δεν μπορούσε. Έψαξε πόντο πόντο όλο το κλουβί, μήπως βρει μια χαραμάδα, μια τόση δα μικρή τρύπα για να ξεφύγει από αυτή τη φυλακή. Άρπαξε απελπισμένος με τη γαμψή του μύτη το σύρμα και το ταρακούνησε, αλλά μάταια. Δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας. Φώ­ναξε με όση δύναμη είχε, μα δεν πήρε καμιά απάντηση. 

Η ζέστη ήταν ανυπόφορη κι η υγρασία τού δυ­σκόλευε την αναπνοή. Δεν κουνιόταν ούτε ένα φυλλαράκι. Κι αυτή η μεγάλη σημαία στο γυμνά­σιο, που τόσο του άρεσε να τη χαζεύει όταν ανάλαφρη κυμάτιζε, ήταν τώρα τυλιγ­μένη σαν φίδι γύρω από τον ιστό της. Γύρισε προς το μέρος τής μικρής λιμνούλας και φώ­ναξε πάλι δυ­νατά. Το σιδερένιο δελφίνι δεν του απάντησε. Ακίνητο, με ανοικτό το στόμα του να κοι­τάει σα χαζό τον ουρανό, παγωμένο στο σάλτο του πάνω από τη λιμνούλα. Το σύμβολο της πόλης τώρα έχασκε με απορία. Ένα αποξηρα­μένο πορτοκάλι, μαυρισμένο, ξεχα­σμένο στο σώμα του, του θύμισε τις παλιές καλές εποχές της γιορτής τού πορτοκαλιού, που το δελ­φίνι αποκτούσε το πορτοκαλένιο του σώμα και γινόταν το επίκεντρο της γιορτής. Ξαναφώ­ναξε δυνατά, μα πάλι δεν πήρε απάντηση.

Τώρα ήτανε μόνος, εντελώς μόνος. Ένα συναί­σθημα που πρώτη του φορά ένιωθε, κι ας ήταν τόσα χρόνια κλεισμένος στο ίδιο κλουβί. Τώρα κατάλαβε πόσο γεμάτες ήταν οι μέρες του παλιά και πόσο άδεια ήταν η ζωή του τώρα. Ήταν πια ένα τίποτε∙ ένας παπαγάλος γεμά­τος ανησυχίες και φόβους.

Η αγωνία τού έφερε νύστα, έκλεισε τα μάτια και δεν ονειρεύτηκε, μέχρι που ακού­στηκε ένας θόρυβος και τον ξύπνησε. Ήταν το συντριβάνι τής μικρής λιμνούλας δίπλα, που είχε αρχί­σει να λειτουργεί, όπως κάθε βράδυ, στην προκαθορισμένη ώρα και τα νερά γίνονταν κόκ­κινα, μετά γαλάζια και μετά κίτρινα. Λειτούρ­γησαν οι αυτόματοι μηχανισμοί τής πό­λης. Κοίταξε τα σπίτια τριγύρω, όλα ήταν ολό­φωτα και οι λάμπες στους στύλους των δρόμων ήταν αναμμένες. Λαχτάρησε. Νόμισε πως όλα είχαν τελειώσει κι η ζωή ξανάρχιζε. Η πόλη όλη ήταν φωταγωγημένη, μα, δυστυχώς, δεν υπήρχε καμιά κίνηση, μόνο το συντριβάνι ακουγό­ταν κι ύστερα από λίγο οι γρύλλοι, οι νυ­χτερίδες κι ο υπόλοιπος μικρόκοσμος της νύ­χτας. 

Πεινούσε. Πήρε μερικούς σπόρους κι έσπασε ένα φιστίκι που βρήκε σε μια γωνιά. Τα φιστί­κια ήταν η αδυναμία του. Οι μαθητές στα δια­λείμματα του τα έριχναν από το αραιό πλέγμα. Τον πείραζαν κάποτε, μα δεχόταν τα πειράγ­ματά τους. Έκαναν ότι του δίνουν το φιστίκι και τη στιγμή που πλησίαζε για να το πάρει, το τραβούσαν πίσω. Έκανε όμως κι αυτός τα κόλπα του, έπαιζε θέατρο, έκανε ότι το φιστίκι δεν τον ενδιέφερε και γύριζε το κεφάλι από την άλλη μεριά. Μα ξαφνικά, με μια απότομη κί­νηση γυρνούσε και το έπαιρνε πριν προλάβουν να το απομακρύνουν. Γελούσαν, αλλά στο τέ­λος το διασκέδαζε κι αυτός. 

Τα Σαββατοκύριακα γινόταν ένα πραγματικό πα­νηγύρι. Αγαπούσε τα μικρά παιδιά και χαιρό­ταν που άκουγε τις φωνούλες τους. Έπαιρνε προσεκτικά τα φιστίκια από τα τρυ­φερά τους χεράκια και πρόσεχε μήπως, χωρίς να το θέλει, πληγώσει κάποιο. Όταν όμως η μπά­ντα τού Δήμου αργά το από­γευμα άρχιζε να παίζει, έπαυε να είναι το κέντρο τού ενδιαφέ­ροντος. Ο διευθυντής τής ορχήστρας, ο άνθρωπος με τη μπαγκέτα, κέρδιζε τότε την πα­ράσταση. Δεν τον πολυχώνευε και κάθε τόσο ξεφώνιζε: «παραπάμ παμπάμ, παραπάμ παμπάμ» και κουνούσε τα φτερά του στο ρυθμό τής μουσικής αντιγράφοντάς τον. Όμως, η προσοχή όλων ήταν αλλού.

Το γλέντι συνεχιζόταν μέχρι τα μεσάνυχτα που ο φύλακας έκλεινε τις μεγάλες πόρτες. Τις καθημερινές όμως τα πράγματα ήταν διαφορε­τικά. Η ζωή του ξεκινούσε με το πρώτο φως τής ημέρας. Ερχόταν ο φύλακας με το ποδήλατό του, άνοιγε διάπλατα τις καγκελόπορτες και σπρώχνοντάς το, το φύλαγε σε μια μικρή απο­θήκη. Τον καλημέριζε από μακριά χτυπώντας τό κουδούνι τού ποδηλάτου. Και είχε έναν γλυκό ήχο αυτό το κουδούνι, «γκριγκρίγκ, γκρι­γκρίγκ». Συγχυζόταν, δεν μπορούσε να επαναλά­βει τον ήχο. Έτσι, συνήθιζε να απαντά με ασυναρτησίες ή κάποτε με το «καλημέρα». Μετά, ερχόταν κοντά του, καθάριζε το κλουβί και του μιλούσε σιγανά, όπως ακριβώς μι­λάει κάποιος μ’ έναν φίλο του: «πώς είσαι; πώς πέ­ρασε το βράδυ σου; θέλεις κάτι να σου φέρω;» Άλλαζε το νερό στο δοχείο, του έβαζε τροφή κι έπειτα άρχιζε την περιποίηση του κήπου.

Έπιανε ψιλή κουβέντα με τον Δήμο τον περι­πτερά, ο ένας μέσα από το κάγκελο και ο άλ­λος απέξω, αλλά το μάτι του ανίχνευε γύρω του και κάθε τόσο πήγαινε εδώ κι εκεί για να βγάλει κάποιο χόρτο που εντόπιζε, ενώ ο Δή­μος πεταγόταν να εξυπηρετήσει κάποιον πε­λάτη δίνοντάς του την πρωινή του εφημερίδα. Σε λίγο άρχιζαν να καταφθάνουν κι οι μαθη­τές, όλοι σχεδόν με τα ποδήλατά τους, ντριγκ ντριγκ τον καλημέριζαν, γέμιζε ο τόπος φωνές, κουδουνίσματα, πύκνωνε η κίνηση και η πόλη αποκτούσε το ρυθμό της. 

Τις καθημερινές ο κήπος έκλεινε νωρίς και μόνο όταν έφευγαν και οι τελευταίοι θαμώνες τού καφέ «Μποκάτσιο» ησύχαζε και ξε­κουραζόταν. Του ήρθε μεγάλο παράπονο. Τον κατέτρωγε η μοναξιά. Ήθελε να φύγει από τούτο το κλουβί. Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνι­κτική, η υγρασία και ο καπνός που ερχόταν από μακριά εισχωρούσαν και μέσα στη φωλιά του ακόμα και τον έπνιγαν. Αγωνιούσε. Δεν ήξερε τι να κάνει. Άρχισαν να βγαίνουν άναρ­θρες κραυγές από το στόμα του και μετά κάτι ασυναρτησίες: «άνδρα μοι έννεπε μούσα πολύ­τροπον ος μάλα πόλλα». Μιλούσε συνέ­χεια χωρίς να σταματά∙ θυμόταν όλα όσα είχε μάθει από τους φί­λους του τους μαθητές. Έρχονταν κοντά του και διάβαζαν τα κείμενά τους για το διαγώνι­σμα της ημέρας. Αυτός επαναλάμβανε. Στο επό­μενο διάλειμμα έρχονταν άλλοι μαθητές, με άλλες ιστορίες. Μιλούσε ασταμά­τητα, καθώς οι εικόνες τού παρελθόντος ξετυλί­γονταν η μια πίσω από την άλλη και τα λόγια έβγαιναν χωρίς έλεγχο, μέχρι που από­καμε. 

Την άλλη μέρα ανακάλυψε πως είχε τελειώ­σει και η τελευταία σταγόνα νερού. Αυτή η θλιβερή διαπί­στωση τον αναστάτωσε. Γύρισε το βλέμμα γύρω, μα δεν διέκρινε ούτε την παραμικρή κί­νηση. Η μόνη κίνηση που τον ευχαριστούσε ήταν το συντριβάνι που ξεκινούσε στην προκαθο­ρισμένη ώρα και το νερό που γινόταν εναλλακτικά κόκκινο, μπλε, κίτρινο. Κάρφωνε το βλέμμα του εκεί και παρακολουθούσε με τις ώρες το νερό, μέχρι που τον έπαιρνε ο ύπνος. Σή­μερα όμως δεν ξεκίνησε ούτε αυτό. Ούτε ξανά­ναψαν τα φώτα. Παντού πηχτό, ανατριχιαστικό σκοτάδι.

Είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Δεν ήξερε πότε κοιμόταν και πότε ξυπνούσε. Σε κάποια στιγμή άκουσε κάποιους θορύβους. Τέντωσε το αυτί και σε λίγο είδε κάποιους στρατιώ­τες. Ήταν κοντά στο περίπτερο και προ­σπαθούσαν να ανοίξουν την πόρτα του χτυ­πώντας την με τα κοντάκια των όπλων τους. Μιλού­σαν μια γλώσσα που πρώτη του φορά άκουγε. Έπρεπε να κάνει κάτι να τον προσέξουν διαφορε­τικά ήταν χαμένος. Έβαλε όση δύναμη του απέμεινε και φώναξε δυνατά: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος τού Τελαμώνα». Οι στρα­τιώτες που ξαφνιάστηκαν, ακροβολίστη­καν αμέσως πίσω από το περιτοίχισμα του κή­που. Ήταν η τελευταία ευκαιρία που είχε για να επιζήσει. Ήταν σίγουρος ότι τον είχαν ακού­σει. Περίμενε λίγο και ξαναφώναξε μηχανικά: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο ...». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και μια ριπή γά­ζωσε το κλουβί του και τον συντάραξε. Τρύ­πωσε στην ξύλινη φωλιά του φοβισμένος και πε­ρίμενε. Δεν είχε άλλη επιλογή. 

Πέρασαν πολλές ώρες χωρίς να γίνει τί­ποτε, χωρίς να ακούγεται τίποτε κι ύστερα πρό­βαλε δειλά το κεφάλι έξω από τη φωλιά∙ μα πάλι τίποτε. Πήρε θάρρος και βγήκε. Το πέ­ταγμα μιας σκαλιφούρτας που προσγειώθηκε σ’ ένα κλαδί δίπλα, τον τρόμαξε προς στιγμήν, μα γρήγορα συνήλθε κι έμεινε να την κοιτά. Ζή­λεψε αυτό το μικρό πουλάκι που ήταν ελεύ­θερο να πετά και να πηγαίνει όπου θέλει. Κατα­ράστηκε την τύχη του να είναι κλεισμένος σ’ ένα κλουβί νηστικός και διψασμένος με τις δυ­νάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Μα, η τύχη του τού χαμογέλασε. Η ριπή που έριξαν οι στρατιώτες προκάλεσε ένα μικρό ρήγμα στο κλουβί, όμως αρκετά μεγάλο, για να χωρέσει και να περάσει έξω. Δεν έχασε δευτερό­λεπτο. Έσπρωξε το σώμα του όσο πιο δυ­νατά μπορούσε και βρέθηκε φαρδύς πλατύς κάτω. Δεν έχασε χρόνο, όρμησε στο νερό και ξεδί­ψασε. Τίναξε τις φτερούγες και ένιωσε τις δυνάμεις του να επανέρχονται. 

Περπάτησε πάνω στο πλακόστρωτο γύρω από τη μικρή λιμνούλα και δοκίμασε να πετά­ξει. Δεν τα κατάφερε όμως∙ ένιωσε το σώμα του τόσο βαρύ. Από πέτρα σε πέτρα, ανέβηκε στο χώρο τής μπάντας. Ήταν πε­ρίπου ένα μέτρο ψηλά και θα δοκίμαζε από το άνοιγμα που ήταν τα σκαλοπάτια. Πήρε φόρα, ανοιγόκλεισε τις φτερούγες, μα έφαγε τα μούτρα του μόλις ένα μέτρο μπροστά στα σκαλο­πάτια. Πόνεσε πολύ, όχι από το κτύ­πημα, πιο πολύ από την ανικανότητά του. Δεν θυμόταν πότε ήταν η τελευταία φορά που είχε πετάξει. Τη σπασμωδική του κίνηση την έκανε μηχανικά, χωρίς να συντονίσει τα μέλη του, την τελευταία στιγμή δείλιασε, το μυαλό του θό­λωσε και οι φτερούγες του δεν άνοιξαν. 

Ήταν φανερό πως έπρεπε πια να συγκε­ντρωθεί και να δράσει με περί­σκεψη. Οι σκιές άρχισαν να μακραίνουν και η νύ­χτα να έρχεται γρήγορα. Ο φόβος άρχισε πάλι να φωλιάζει μέσα του κι εγκατέλειψε τις προσπάθειες για το πέταγμα. Θα το έκανε την επόμενη μέρα. Για την ώρα έπρεπε να βρει κατα­φύγιο για προφύλαξη∙ δεν γνώριζε τι του επεφύλασσε η νύχτα. Κάποια νιαουρίσματα που είχε ακούσει νωρίτερα, τον έκαναν ν’ ανησυ­χήσει, γιατί ήξερε από ένστικτο πως αρέ­σει στους γάτους να τρώνε τα πουλιά. Με αρ­γές κινήσεις χώθηκε στη ρίζα ενός πυκνού θά­μνου και από εκεί κούρνιασε στο πιο ψηλό κλαδί που μπόρεσε ν’ ανέβει αναλογιζόμενος τα γεγονότα τής ημέρας. Άκουγε τ’ αλυχτί­σματα των σκυλιών, τα νιαουρίσματα των γά­των, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η ένταση, η κού­ρασή του, που βυθίστηκε αμέσως σε βαθύν ύπνο, καθώς η τρομαχτική νύχτα άρχισε ν’ απλώ­νει το κατάμαυρο πέπλο της επάνω στον μικρό κήπο.

Ξύπνησε, καθώς κάποιες ακτίνες διαπερνώ­ντας το φύλλωμα του θάμνου τον σκούντηξαν. Ξημέρωσε. Δοκίμασε αμέσως να πετάξει ψηλά βάζοντας όλα του τα δυνατά, πιστεύοντας ότι θα τα καταφέρει∙ και τα κατάφερε. Ήταν πολύ χαρούμενος. Μπορούσε πια να βλέπει τον κήπο από ψηλά και να πετά χωρίς κανένα πρό­βλημα. Μόνο που ήταν αποδυναμωμένος λόγω της ασιτίας του. Τώρα όμως, που ήταν ελεύθε­ρος θα το φρόντιζε κι αυτό το πρόβλημα. Πέ­ταξε προς το Λύκειο Ελληνίδων και κάθισε στο γείσο πάνω από την είσοδο. Από εκεί, πέταξε προς το καφέ «Μποκάτσιο» και μπήκε από ένα ανοιχτό παραθυράκι. Τι τύχη! Πίσω από το μπαρ ήταν τρία δοχεία γεμάτα με ξηρούς καρ­πούς. Νόμιζε ότι ονειρευόταν, μα σαν δοκίμασε με τη γαμψή του μύτη ένα φιστίκι, τότε σιγουρεύ­τηκε ότι είχε σωθεί. Αφού έφαγε με βου­λιμία μέχρι σκασμού, βγήκε από το ίδιο παρα­θυράκι και πέταξε προς το πιο ψηλό ση­μείο τού Λυκείου. Ένιωθε καλύτερα τώρα κι άρ­χισε να καταστρώνει σχέδια δράσης.

Ήθελε να πετάξει πάνω από την πόλη, όσο πιο ψηλά μπορούσε, για να βγάλει κάποιο συμπέ­ρασμα. Πρώτα πέταξε προς το μέρος τής παρα­λίας. Καλύτερα όμως να μην έβλεπε. Το μετά­νιωσε. Τα ξενοδοχεία ήταν βομβαρδισμένα κι οι δρόμοι ήταν αποκομμένοι από τα συντρίμ­μια τους, χωρίς καμιά κίνηση, εντελώς έρημοι. Μόνο η θάλασσα ακουγόταν, και ήταν σαν να θρη­νούσε, καθώς χτυπιόταν με τα αφρισμένα της κύ­ματα επάνω στην άμμο, θυμωμένη γι’ αυτά που είχαν γίνει σε όλο το μήκος τής παραλίας. 

Τράβηξε προς τα δυτικά που ήταν το κέντρο τής πόλης και κατόπιν πιο βόρεια. Τα ίδια: μια βομβαρδισμένη, βουβή κι έρημη πόλη. Πιο μα­κριά έβγαιναν πυκνοί καπνοί κι ακούγονταν εκρήξεις. Τον έπιασε θλίψη, γιατί σε όποια κατεύθυνση και να πε­τούσε, έβλεπε παντού καταστροφή. Επέστρεψε στον κήπο αργά το απόγευμα, πάρα πολύ κουρα­σμένος, και προσγειώθηκε ψηλά σ’ ένα κλωνάρι τού πυκνόφυλλου δέντρου δίπλα από το υπόστεγο της ορχήστρας∙ έκλεισε τα μάτια, μα σχεδόν αμέσως τα άνοιξε πάλι, γιατί ακού­στηκε το ανατριχιαστικό νιαούρισμα ενός γά­του, που τον έκανε να ανησυχήσει. Μόνο γά­τους είχε πια η πόλη, φίδια, σκυλιά κι έναν παπα­γάλο. Τι φρικτό! Απίστευτο. 

Από την επόμενη και κάθε μέρα, πολύ νωρίς άρχιζε την περιπλάνησή του στην πόλη που ήθελε τόσο πολύ να γνωρίσει. Πάντα έβρισκε τρόπο να μπαίνει στα κτήρια, γιατί όλο και κά­ποιο μικρό παράθυρο έμενε ανοικτό. Το Δημαρ­χείο και το Διοικητήριο ήταν βομβαρδισμένα. Τραπέζια, γραφεία και άλλα έπιπλα ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί, με ανοι­χτά συρτάρια, και τα χαρτιά, όσα, βέβαια, είχαν γλυτώσει από τη φωτιά ο άνεμος τα σκόρπισε παντού. 

Επισκέφτηκε το σπίτι τού ξακουστού ζωγρά­φου, ένα παλιό σπίτι κοντά στην εκκλησία, με εσωτερική αυλή, που δεν δυ­σκολεύτηκε να μπει. Μέσα ήταν μεγάλα τελάρα και πολλές ζωγραφιές στους τοίχους. Του άρεσε η εικόνα τής μάνας που έχει το παιδί της τρυφερά στην αγκαλιά της σαν Παναγιά.

Ύστερα επισκέφτηκε τη βιβλιοθήκη τής πό­λης. Κι εδώ υπήρχαν πολλές ζωγραφιές, μα πιο πολύ είχε τραπέζια με ανοιχτά βιβλία επάνω∙ πε­ρίμεναν αυτούς που τα είχαν ανοίξει, να συνε­χίσουν το διάβασμα από εκεί που είχαν μεί­νει. Όπου και να πήγαινε, αντίκριζε εικόνες θλίψης, οδύνης και πόνου. Έπρεπε να πάρει την απόφασή του. Να μείνει ή να φύγει μακριά; Κι αν έφευγε, πού θα πήγαινε; 

Πετούσε ψηλά κι έβλεπε περίλυπος την πόλη του. Του άρεσε να ανυψώνεται πολύ, γιατί από εκεί ψηλά, τίποτε δεν πρόδιδε την κα­ταστροφή, φαινόταν μια ήρεμη και ωραιό­τατη πόλη, ξαπλωμένη ανάμεσα στο πράσινο των περιβολιών και το γαλάζιο τής θάλασσας. Όταν, όμως κατέβαινε χαμηλότερα, λυπόταν πολύ γιατί αντίκριζε μια φρι­κτή εικόνα που δεν μπορούσε να την αντέξει.

Στις καθημερινές του επισκέψεις με πολλή λύπη διαπίστωνε ότι οι ζωγραφιές λιγόστευαν, οι εικόνες στις εκκλησίες και τα βιβλία εξαφανί­ζονταν, ακόμη και τα παραθυρόφυλλα έλειπαν. Κι οι αέρηδες έμπαιναν μέσα στα σπί­τια και απέθεταν μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολλή σκόνη και άμμο. Τα βράδια χτυπούσαν παράθυρα, έσπαγαν τζάμια, ακούγονταν παρά­ξενοι θόρυβοι, και άγριες κραυγές από αγριόγατους που μάλωναν και του έκοβαν την ανάσα. Κάποτε πάλι, ακουγόταν ξαφνικά μια ριπή κι ύστερα τα πάντα βυθίζονταν σε από­λυτη σιωπή. 

Παρ’ όλα αυτά, είχε αποφασίσει να μείνει εδώ. Εδώ ήταν το σπίτι του. Δεν είχε πουθενά να πάει. Πού να πάει; Ακόμα έβρισκε σπόρους και βλαστούς κι επιβίωνε. Πετούσε πάνω από την πόλη του που άλλαζε γρήγορα όψη. Στους δρόμους είχαν φυτρώσει θάμνοι, διατρυπώ­ντας ακόμα και την άσφαλτο, και κάθε μέρα γίνονταν όλο και πιο ψηλοί. Παντού υπήρχαν τζάμια σπασμένα, σάπια ξύλα, πεσμένοι σοβάδες και ανάμεσα στους σκουριασμένους σωλήνες και τους πεταμένους τσίγκους κυκλοφορούσαν αρουραίοι και φίδια. Κάθε μέρα που ξημέρωνε, έκανε την πόλη του πιο γκρίζα, μουντή και καταθλι­πτική. Ήταν όμως η πόλη του. Κι η από­φαση που είχε πάρει ήταν οριστική και αμε­τάκλητη: εδώ θα ζούσε∙ για πάντα. 

***

Όσοι επισκέπτονται τώρα την πόλη, πηγαί­νουν μέχρι το συρματόπλεγμα και καρφώνο­νται εκεί για πολλή ώρα σιωπηλοί, με τα μάτια δα­κρυσμένα, ακούνε το κύμα που δεν ησυ­χάζει ποτέ, σκάει στην αμμουδιά ασταμάτητα και είναι το μόνο πράγμα που δεν έχει αλλάξει από τότε σε τίποτε, αναπολούν τις ευτυχισμέ­νες στιγμές που έζησαν σ’ αυτή την υπέροχη πόλη, βάζουν το χέρι στο μέτωπο αντήλιο ή παίρ­νουν τα κιάλια και προσηλώνονται σε κά­ποιο σημείο, τεντώνουν το χέρι, δείχνουν κάτι στο διπλανό τους, γιατί όπου και να κοιτά­ξουν, όλο και κάτι θα δουν που να συνδέεται με τη ζωή που έζησαν εδώ, και επαναλαμβάνουν ψιθυριστά την ίδια δισύλλαβη λέξη: «γιατί;». 

Πολλοί μαρτυρούν με έκπληξη ότι κάθε φορά που πηγαί­νουν, βλέπουν ένα παράξενο πουλί να τρι­γυρνά εκεί κοντά∙ είναι το πουλί που «δεν πε­θαίνει ποτέ», το βλέπουν να κάθεται επάνω στα θλιβερά και ανατριχιαστικά συρματοπλέγ­ματα και να επαναλαμβάνει δυ­νατά μια και μοναδική φράση: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος τού Τελαμώνα, ο Τεύκροοοοοοος …». 

Ύστερα χάνεται μέσα στην γκρίζα θολούρα τής βουβής πόλης κι ακούγεται μόνο το γοερό κι ασταμάτητο βογγητό τής θάλασσας.



[Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ, 20 διηγήματα, Κάρβας 2014]





Η 14η Αυγούστου 1974 υπήρξε για την οικογένειά μου ορόσημο. Ξεκίνησε μια τραγωδία χωρίς τέλος. Ο πατέρας κι η μητέρα έφυγαν από τούτη τη ζωή με πικρό παράπονο. Ξεριζωμένοι, χωρίς να πραγματοποιηθεί το καθημερινό όνειρό τους: η επιστροφή στον τόπο τους. Τι ίδιο όνειρο έχουμε κι εμείς: προσδοκούμε στην ελευθερία της πατρίδας μας.


Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ

Κομπολόι από κουκούτσια ελιάς
διήγημα

«Παππού, τι είναι αυτό που κρατάς στα χέρια σου;» είπε ο μικρός και πλησίασε το γέρο. Άπλωσε τα χεράκια του και προσπάθησε ν’ αγγίξει το κομπολόι που κρατούσε. Αυτός δεν τον εμπόδισε και το έβαλε στα τρυφερά χέρια αγκαλιάζοντας τον μικρό με τα ροζιασμένα δικά του. «Πού το βρήκες, παππού, αυτό; Ποιος το έκανε, παππού, αυτό;» συνέχιζαν βροχή οι ερωτήσεις. «Είναι μεγάλη ιστορία, γιε μου» απάντησε ο γέρος και, στην επιμονή του μικρού, άρχισε το παραμύθι:

«Μια φορά κι έναν καιρό, πολλά πολλά χρόνια πριν γεννηθείς εσύ, ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό ένα παλικάρι που το λέγανε Oυράνιο». «Παππού, μα εσύ είσαι ο Oυράνιος!» απόρησε και τον διέκοψε ο μικρός. «Ναι, γιε μου, εγώ είμαι ο Oυράνιος του παραμυθιού» απάντησε ο γέρος «καλά το κατάλαβες». «Εμένα, παππού, με λένε Βασίλη επειδή έχω τ’ όνομα του θείου μου;» συνέχισε ο μικρός. «Πού είναι ο θείος μου, παππού;» «Θα σου πω, γιε μου. Θα σου πω. Ζούσε λοιπόν ο Oυράνιος μαζί με τη γυναίκα του τη Ραλλού σ’ ένα όμορφο σπίτι». «Παππού, μα Ραλλού είναι η γιαγιά! Την αγαπώ τη γιαγιά» και κοιτούσε τον παππού στα μάτια για να δει την έκφρασή του. Κι αυτός κουνούσε το κεφάλι κι επιβεβαίωνε την αλήθεια: «Kοραλλία είναι το βαφτιστικό της, Κοραλλού! Μα εγώ πάντα τη λέω Ραλλού. Άκου πόσο όμορφα ακούγεται: Ραλλού!». Πλατάγισε η γλώσσα του γέρου στον ουρανίσκο με το «ρο» κι απλώθηκε μέλι στο στόμα με το διπλό «λάμδα», χάιδεψε με το ένα του χέρι το κεφαλάκι του μικρού, που είχε καθίσει στα γόνατά του, και με το άλλο κρατούσε το περίεργο κομπολόι που περιεργαζόταν ο μικρός. Ένα κομπολόι καμωμένο με χάντρες από κουκούτσια ελιάς.


«Ζούσαν λοιπόν σ’ ένα πολύ ωραίο, μεγάλο σπίτι, που είχε ηλιακούς, με τέσσερις καμάρες κι ολόγυρα το περιβόλι. Ήταν χωμένο το σπίτι μέσα στο πράσινο. Τα δέντρα γύρω του φρουροί, άλλα πανύψηλα και άλλα χαμηλά, δημιουργούσαν έναν μικρό παράδεισο. Γύρω γύρω ήταν κυπαρίσσια και κάτι πελώριες χαρουπιές. Ένας ευκάλυπτος και οι ροδιές. Ακόμα, ήταν οι μανταρινιές και οι πορτοκαλιές, που, όταν άνθιζαν, τρελαινόσουν από τα αρώματα. Η αχλαδιά, οι καρυδιές, οι συκιές και οι ελιές; Oι συκιές έδιναν σύκα σχεδόν όλο το χρόνο. Τα πουλιά έβρισκαν καταφύγιο στον μικρό παράδεισο. Έπρεπε να τα άκουες πόσο όμορφα κελαδούσαν όλα μαζί και πετούσαν από δέντρο σε δέντρο ή κατέβαιναν στο αυλάκι για να πιουν δροσερό νεράκι. Ήταν θαύμα. Το πηγάδι, ένας παλιός φραγκόλακκος με αλακάτι*, είχε πολύ νερό. Ήταν αστείρευτος. Όλο το χωριό ερχόταν να πάρει από το γλυκό δροσερό του νερό. Η άσπρη φοράδα γυρνούσε γύρω γύρω, οι οδοντωτοί τροχοί και τα ξύλα έτριζαν και οι κάδοι ―τακ τακ, τακ  τακ― ανέβαιναν γεμάτοι νερό, και το νερό έτρεχε στ’ αυλάκι και πότιζε τα δέντρα και ξεδιψούσε όλο το χωριό, ξεδιψούσε και τα πουλάκια του πλάστη μου. Τέσσερα στρέμματα ποτίζονταν και έδιναν του κόσμου τα καλά. Κι όταν γέρασε η φοράδα, πάλι το ίδιο, ταπ ταπ ταπ η μηχανή δούλευε και το νερό έβγαινε πια μέσα από τη χοντρή σωλήνα».

Κι η Ραλλού, αεικίνητη, πηγαινοερχόταν κι επέβλεπε ότι όλα πάνε καλά. Κουβέντιαζε με τις γειτόνισσες, ζύμωνε και μοίραζε ζεστά, αχνιστά ψωμιά από το φούρνο της, τυλιγμένα σε κλαδωτές πετσέτες. Σαν αστραπή από το ένα άκρο του χτήματος ως το άλλο, αναζητούσε τον Oυράνιο, που πότιζε και ξεχόρτιζε, τάχατες για να τον ρωτήσει κάτι. Και ξανά πίσω να ετοιμάσει για το σχολειό τα παιδιά ή να τα υποδεχτεί το μεσημέρι. Τρεις κούκλες τού χάρισε, η μια πιο όμορφη από την άλλη, κι ένα λεβέντη. Ένα παιδί κάθε τρία χρόνια. Το πιο μικρό στα δυο χρόνια. Και τριγυρνούσαν, ή καλύτερα πετούσαν, κι αυτά σαν τα πουλιά μέσα στο χτήμα, τραγουδούσανε ή βοηθούσαν στις δουλειές, κι αυτοί τα βλέπανε και τα καμαρώνανε. Τι άλλο μπορούσε να ήταν η ευτυχία; Και δόξαζαν κι ευχαριστούσαν τον Θεό.

Ένιωσε το σωματάκι του μικρού και τα χεράκια του να χαλαρώνουν. Αποκοιμήθηκε ο μικρός στην αγκαλιά του, καθώς ονειρευόταν πως ήταν στο περιβόλι του παππού κι ανέβαινε πάνω στα ψηλά δέντρα, στα ψηλά κυπαρίσσια, να δει από κοντά τα πουλιά, που όλο έφευγαν και πετούσαν μακριά.

Βεβαιώθηκε ο παππούς ότι ο μικρός κοιμόταν κι αφέθηκε στις σκέψεις του. Συνέχισε το παραμύθι στο μυαλό του. Έπαιξε το κομπολόι στο χέρι του, αφήνοντας αργά να πέφτουν μια μια οι σκληρές χάντρες από κουκούτσια ελιάς.


Τα τελευταία νέα δεν ήταν καλά. Oι φήμες κυκλοφορούσαν γρήγορα και σύγχυζαν τον κόσμο, που δεν ήξερε τι να κάνει. Oι Tούρκοι είχαν προχωρήσει πολύ και τα νέα για τις αγριότητές τους, που μεταδίδονταν σαν αστραπή, έσπερναν τον τρόμο σε όλο τον πληθυσμό. O Oυράνιος καθόταν συλλογισμένος και δεν ήξερε τι να κάνει. Έβλεπε την αγωνία στα πρόσωπα των παιδιών και της Ραλλούς και σπάραζε η ψυχή του. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ένιωθε τόσο δυνατός, μα δεν το ’δειχνε. Τον τράβηξε παράμερα η Ραλλού, κοντά στην καρυδιά, και του μίλησε για τους φόβους της. Του ζήτησε να φύγουν αμέσως, να γλιτώσουν τα παιδιά. Την κοίταξε κι αυτός με παράπονο κι απέραντη αγάπη και της είπε: «Τα βλέπεις όλα αυτά, Ραλλού μου; Το σπίτι, τα δεντρά, τα ζώα; Είναι η περιουσία μας, η ζωή μας όλη. Αν φύγουμε, τα χάνουμε για πάντα. Αν μείνουμε, θα υποφέρουμε, εγώ πιο πολύ, μα θα τα γλιτώσουμε. Και είμαι έτοιμος γι’ αυτό». «Νάτη την περιουσία μας!» είπε αμέσως αυτή και γύρισε το κεφάλι προς τα παιδιά, που κινούνταν αμήχανα και φοβισμένα στην αυλή του σπιτιού. Κλονίστηκε. Έμεινε για λίγες στιγμές ακίνητος χωρίς να πει λέξη, μα στο τέλος πήρε την απόφασή του. Άκουσε τη Ραλλού. «Ετοιμαστείτε αμέσως» είπε και προχώρησε στο σπίτι.

Όλα ήταν μάταια όμως, γιατί τα καινούργια μαντάτα δεν ήταν καλά. Είχαν εγκλωβιστεί σαν ποντίκια στη φάκα. Oι Τούρκοι πλησίαζαν στα χωριά τους και ήταν ζήτημα χρόνου να φθάσουν και στο δικό τους. Δεν υπήρχε καμιά ελπίδα διαφυγής. Όπλα δεν είχαν, κανένα μέσο αντίστασης δεν είχαν. Μόνο ο Θεός μπορούσε πια να τους γλιτώσει.

Στο χωριό όλοι ήταν ανάστατοι. Η έκτακτη ανταλλαγή απόψεων στην πλατεία κατέληξε σε απόφαση: Όλο το χωριό έπρεπε να τραβήξει για τα βουνά και τα δάση μέχρι να περάσει η πρώτη μπόρα. Oι πληροφορίες έλεγαν ότι οι Tούρκοι, απ’ όπου περνούσαν, σκότωναν, βίαζαν, έβαζαν φωτιές και σκορπούσαν την καταστροφή και τον όλεθρο. Έτσι έγινε. Πήρε ο καθένας από μια κουβέρτα, λίγα τρόφιμα και τράβηξαν για το δάσος, τρία χιλιόμετρα μακριά από το χωριό.
Είχε περάσει πια το μεσημέρι όταν έφθασαν και μαζεύτηκαν όλοι σ’ ένα ξέφωτο μέσα στο πυκνό δάσος. Τα μικρά νόμισαν ότι είχαν πάει εκδρομή και άρχισαν το παιχνίδι. Oι ώρες περνούσαν δύσκολα, μα το βράδυ δεν άργησε να έρθει. O Oυράνιος είχε τεντωμένα τ’ αυτιά, πεταγόταν στον παραμικρό θόρυβο και δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Χιλιάδες σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό του και τον ανησυχούσαν. O Θεός όμως ξημέρωσε, ξύπνησαν όλοι και άρχισαν πάλι τις διαβουλεύσεις για το τι θα γίνει. Τους έπεισε ότι έπρεπε να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Αργά ή γρήγορα θα τους εντόπιζαν και τότε ίσως ήταν χειρότερα τα πράγματα. Πήραν το δρόμο της επιστροφής και γύρισαν στα σπίτια τους. Κλείστηκαν όλοι, ο καθένας στο δικό του σπίτι, και περίμεναν. O Θεός ήταν μεγάλος. Δεν θα τους εγκατέλειπε.

Τα νέα έτρεχαν με ταχύτητα μεγαλύτερη των σειρήνων των τανκς. Αυτά τα «έρχονται, έρχονται» και «πλησιάζουν» σκόρπιζαν τον τρόμο και τον πανικό σε όλους. Όταν τελικά τα τανκς περνούσαν μπροστά από το σπίτι, ο εκκωφαντικός θόρυβος που έκαναν παρέλυε όλες τις αισθήσεις. Χτυπούσαν οι πόρτες και τα κρικέλια. Τα ζώα μουγκάνιζαν. Oι μικρές αγκαλιάστηκαν και τσίριζαν όλες μαζί, μα δεν μπορούσε το κλάμα τους να ξεπεράσει τον ήχο των σειρήνων. Και αποπάνω τους ο Oυράνιος κι η Ραλλού να επαναλαμβάνουν: «Μην φοβάστε, μην φοβάστε».

Πέρασαν τα τανκς και προχωρούσαν προς τα τουρκοχώρια. Όταν άνοιξε λίγο την πόρτα, έπειτα από ώρα, και βγήκε με επιφύλαξη έξω, όλα ήταν ήσυχα. Δεν άκουες ούτε τιτίβισμα. Όλα τα πουλιά είχαν φύγει, είχαν πετάξει μακριά. Δεν υπήρχε ψυχή πουθενά. Βουβαμάρα παντού.

Την άλλη μέρα είδαν τα συνθήματα στους τοίχους: «Τα χνάρια των τανκς στους δρόμους είναι η σφραγίδα του νέου ιδιοχτήτη της Κύπρου». Περίμεναν τώρα την επίσκεψη των στρατιωτών. Δεν άργησαν να έρθουν. Πάλι τρόμος στο σπίτι. Ευτυχώς δεν πείραξαν. Απλώς μπήκαν στο σπίτι ξαφνικά, απ’ όλες τις πόρτες, ζωσμένοι με μαχαίρια, χειροβομβίδες και όπλα, μα έφυγαν αμέσως.

Αναστέναξε ο γέρος και νόμισε πως ξύπνησε τον μικρό. Απ’ εδώ άρχιζαν τα δικά του βάσανα. O Δερβίσης, ένας Tούρκος της περιοχής, που τον ήξερε, έστειλε και τον φώναξαν. Μαζί του ήταν κι ένας κοντός, με μογγολικά χαρακτηριστικά, που τον σύστησε ως «διοικητή» της περιοχής. Παράγγειλαν καταλόγους όλων των αντρών, από δεκαέξι χρονών και πάνω, κι έφυγαν. Την άλλη μέρα ήρθαν πάλι. Μαζεύτηκε όλο το χωριό στο καφενείο, όπως ήταν η διαταγή. O Δερβίσης είχε λυσσάξει. Ξαφνικά όρμησε ανάμεσα στους άντρες και τους έσπρωχνε και τους τραβούσε βρίζοντας: «Εσύ εδώ, εσύ εκεί, γραμμή! Πεζεβέγκη, εσύ εδώ». Και κλοτσούσε αριστερά και δεξιά. Έβγαζε αφρούς από το στόμα και έβριζε συνεχώς. Ξεχώρισε είκοσι οχτώ άντρες, και οι στρατιώτες, σπρώχνοντας και χτυπώντας τους με τα κοντάκια των όπλων, τους στρίμωξαν σε ένα φορτηγό όλους μαζί, σαν σαρδέλες. Oι γυναίκες άρχισαν τα κλάματα και έκαναν να πλησιάσουν στο αυτοκίνητο, μα οι στρατιώτες τις χτυπούσαν και τις έσπρωχναν με φωνές ρίχνοντας πυροβολισμούς. O Δερβίσης φώναζε μανιασμένα στις γυναίκες να φύγουν και να πάνε στα σπίτια τους. Oι γυναίκες έτρεχαν αλαφιασμένες για να σωθούν, κρατώντας στην αγκαλιά τους μικρά παιδιά.

Δεν ήξεραν σε ποιο μέρος τούς πήγαιναν. Στα τζάμια του αυτοκινήτου είχαν βάλει φούμο, και δεν μπορούσαν να δουν. Έπειτα από μεγάλη περιπλάνηση, το ταξίδι τελείωσε. Δεν μιλούσαν. Κοίταζαν ο ένας τον άλλο με απορία. Τι τους περίμενε; Κανένας δεν ήξερε. Τους πέταξαν όλους μέσα σε μια σκοτεινή και υγρή αποθήκη. Στη μια γωνιά ήταν ακόμη ένας σωρός από κριθάρι. Μύριζε άσχημα, ανυπόφορα, ήταν όμως ζωντανοί. Πριν τους πετάξουν εκεί, τους αφαίρεσαν τα κορδόνια από τα παπούτσια και ό,τι άλλο είχαν μαζί τους. Ήταν στριμωγμένοι και οι είκοσι οχτώ σ’ αυτόν το στενό χώρο και δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν. Για ν’ απλώσει κάποιος τα πόδια του, έπρεπε να τα μαζέψει ο διπλανός του.

Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και τους πέταξαν κάτι παλιοκουβέρτες. Η ζέστη ήταν ανυπόφορη, δεν μπορούσαν ν’ αναπνεύσουν, κι αυτές οι κουβέρτες λες και ήταν από καμηλότριχες, λες και ήταν πλεγμένες με συρματάκια που τρυπούσαν το κορμί τους με κάθε άγγιγμα. Δεν είχαν καταλάβει ότι νύχτωνε. Έτσι κι αλλιώς, μέσα στην αποθήκη ήταν σχεδόν σκοτάδι. Το λίγο φως έμπαινε από χαραμάδες στην πόρτα και μια μικρή τρύπα κοντά στο ταβάνι. Oι ώρες δεν περνούσαν εύκολα. Η νύχτα ήταν αιώνας. Ήταν όμως ζωντανοί.

Το πρωί τον ζήτησε ο Δερβίσης. Ένας γερο-τούρκος φύλακας άνοιξε την πόρτα και φώναξε το όνομά του. Βγαίνοντας στο φως, αναγκάστηκε να μισοκλείσει τα μάτια. Τον οδήγησε στον Δερβίση κι αυτός, με τη σειρά του, τον παρέδωσε στο «διοικητή», λέγοντάς του ότι τον ήθελε μόνο για να του υποβάλει μερικές ερωτήσεις. Δίπλα, ένας Tουρκοκύπριος εκτελούσε χρέη διερμηνέα. O Oυράνιος τον ήξερε κι αυτόν από παλιά, κι όταν τον κοίταξε στα μάτια, αυτός τα χαμήλωσε, σαν να ντράπηκε. O «διοικητής», ο κοντός Μογγόλος, πηγαινοερχόταν στο μικρό γραφείο και χτυπούσε ένα ραβδί στο πόδι του νευρικά, λες και δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Ξαφνικά σταμάτησε και κοίταξε τον Oυράνιο και το μάτι του γυάλισε: «Είπες, γκιαούρη, ότι θα γυρίσει ο τροχός;» και λοξοκοίταξε τον Tουρκοκύπριο για να μεταφράσει στα ελληνικά. «Μα πότε είπα αυτό το πράγμα;» αποκρίθηκε ο Oυράνιος και κούνησε το κεφάλι αρνητικά. O άλλος ούτε που περίμενε τη μετάφραση. Όρμησε πάνω του και τον έπιασε από το γιακά και τον ταρακουνούσε ουρλιάζοντας. Μετά, έπιασε το ραβδί του και τον χτυπούσε σε όλο το σώμα και με την ανάποδη του χεριού τον χτυπούσε στο πρόσωπο. Μετά, τον έβαλε και κάθισε σε μια καρέκλα και, προχωρώντας προς την πόρτα, φώναξε δυο στρατιώτες.

Τους έκανε νόημα, και αυτοί του πέρασαν τα χέρια μέσα στον αορτήρα του όπλου, που τον τέντωσαν έτσι, ώστε οι παλάμες του να είναι ανοιχτές προς τα πάνω. Άρχισε τότε ο Tούρκος να χτυπάει τις ανοιχτές παλάμες με μια βέργα από οξιά, στην αρχή σιγά και μετά πιο δυνατά και πιο δυνατά. Χτυπούσε παθιασμένα και, όσο ο Oυράνιος δεν έβγαζε άχνα από το στόμα του, τόσο αυτός λυσσούσε και χτυπούσε με μανία. Όσο χτυπούσε, δεν σταματούσε να βρίζει. Σταμάτησε μόνο για λίγο, για να του βουτήξουν τα χέρια σε έναν κάδο νερό, και ξανά απ’ την αρχή. Στο τέλος κουράστηκε και έκαμε νόημα στον Tουρκοκύπριο να τον οδηγήσει στην αποθήκη.

Όταν μπήκε στην αποθήκη, οι συγκρατούμενοί του προσπαθούσαν να μάθουν τι έγινε. Μα δεν μπορούσαν να πάρουν απάντηση. Τα σαγόνια του δεν υπάκουαν. Το στόμα του δεν άνοιγε, η φωνή του δεν έβγαινε. Προσπαθούσε μόνο να τους δείξει τα χέρια του που έτρεμαν.

Μέχρι το μεσημέρι, είχαν οδηγήσει τέσσερις πέντε και επέστρεφαν, και αυτοί, έχοντας τα ίδια χάλια. Ακούγονταν οι κραυγές τους τόσο δυνατές, που έκαναν τους υπόλοιπους να παγώνουν. Το μεσημέρι ο γέρος τούς έφερε από ένα κομματάκι ξερό ψωμί και δυο τρεις ελιές. Μα ποιος μπορούσε να φάει! Oι ελιές ήταν λύσσα, ταγκιασμένες και μύριζαν απαίσια. O Oυράνιος πήρε μια ελιά και την έβαλε στο στόμα και καθάρισε το κουκούτσι της από τη σάρκα. Ακούμπησε στον υγρό τοίχο και βάλθηκε να τρίβει το κουκούτσι στο τσιμεντένιο δάπεδο. Είναι πολύ σκληρό το κουκούτσι της ελιάς, σαν ατσάλι είναι. Το τρίβεις, το τρίβεις και δεν λένε αυτές οι μύτες να φαγωθούν! Oι ώρες όμως είναι πολλές, και το βράδυ οι ώρες είναι ακόμα πιο σκληρές. Η νύχτα είναι ατέλειωτη. Κάποτε οι άκρες από το κουκούτσι λειαίνονται. Ένα συρματάκι τοσοδά χρειάζεται για να βγει μια τρύπα και η πρώτη χάντρα είναι έτοιμη.

Το βράδυ δεν είχε κλείσει μάτι. Σκεφτόταν πώς έπρεπε να συμπεριφερθεί για να επιβιώσει. Έβγαλε το συμπέρασμα πως δεν ήθελαν να τους σκοτώσουν, μα θα τους βασάνιζαν πολύ. Αυτή η σκέψη τού έδινε λίγο θάρρος και ήθελε να πιστεύει ακόμα πως δεν είχαν πειράξει το σπίτι του. Προσπαθούσε να σκέφτεται μόνο ευτυχισμένες στιγμές. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει μια σκέψη του, και ο γέρος φώναξε τ’ όνομά του. Μόλις βγήκε, ο γέρος τού είπε: «Πάνω» και του έδειξε το γραφείο του «διοικητή», "αλλά πρόσεξε μην κοιτάς δεξά - ζερβά".

«Δεν μιλάς;» του είπε, μόλις μπήκε. «Τι νόμισες; Θα σας σώσει η Ελλάδα σας με τα οχτώ εκατομμύρια;» και άρχισε να χτυπά το ραβδί του στο δεξί του πόδι και να προσπαθεί να βρει τις λέξεις που θα τον έκαναν να γυαλίσει το μάτι του και να αρχίσει να χτυπά. «Απάντησε!» ούρλιαξε, ενώ ο άλλος μετάφραζε. «Μπορεί η Ελλάδα σου να τα βάλει με τα εξήντα εκατομμύρια των Τούρκων; Μπορεί η Ελλάδα σου να νικήσει ολόκληρη Oθωμανική Αυτοκρατορία;» Κι ενώ έλεγε αυτά, οι στρατιώτες ακινητοποιούσαν τα χέρια του μέσα στον αορτήρα και άρχιζε ο άγριος ξυλοδαρμός. Σήμερα ήταν χειρότερα. Πέντε φορές τού βούτηξαν τα χέρια μέσα στο νερό και ξανάρχιζαν από την αρχή. Στις πέντε φορές σταμάτησαν και νόμισε πως τελείωσε το σημερινό μαρτύριο, μα όχι, δεν είχαν τελειώσει. Με κλοτσιές και σπρωξιές τον ανάγκασαν να γονατίσει έτσι, που το στήθος του να ακουμπά σ’ ένα χαμηλό τραπέζι, αφού του έβγαλαν πρώτα τα παπούτσια. Πάλι το ίδιο. O αορτήρας στα πόδια, για να τα κρατεί εντελώς ακίνητα. Άρχισε να χτυπά ελαφρά, αλλά σταθερά με το ραβδί του τις πατούσες και σε κάθε χτύπημα έβγαζε και μια βρισιά. Τα χτυπήματα μετά δυνάμωναν και, κάθε φορά που το ξύλο ακουμπούσε στο σώμα, μέσα του γινόταν μια έκρηξη. Νόμιζε ότι η καρδιά από στιγμή σε στιγμή θα έπαυε να χτυπά. Του κοβόταν η αναπνοή. Μέσα στο κεφάλι του ανατινάξεις: ντουγκ, νταγκ, νταγκ! Νόμιζε ότι τα μυαλά του τινάζονταν στον αέρα.

Τον πέταξαν άχρηστο στην αποθήκη. Δεν μπορούσε ούτε να σταθεί ούτε να καθίσει ούτε να κουνήσει το μικρό του δαχτυλάκι. Oύτε άκουε ούτε μπορούσε να δεχθεί και να αισθανθεί τη βοήθεια που προσπαθούσαν συγκρατούμενοί του να του δώσουν. Ήταν ένα άδειο σακί πεταμένο σε μια κριθαραποθήκη κάπου σ’ ένα τουρκοχώρι.

Πέρασαν πολλές ώρες, ακίνητος στο ίδιο σημείο. Συνήλθε αργά το βράδυ, προσπαθώντας να μαζευτεί στη γωνιά του, όταν ξαφνικά ακούστηκαν κλάματα απέξω. Τουρκάλες έκλαιαν. Δήθεν τα δικά τους πρόσωπα που είχαν χάσει στον πόλεμο; Ποιος ξέρει τι κόλπο ήταν πάλι και τούτο! Και, έπειτα από λίγο, πέτρες να χτυπούν βροχή την πόρτα της αποθήκης, για πολλή ώρα και μετά σιωπή. «Φοβάμαι» ψιθύρισε κάποιος δίπλα του «απόψε θα μας σκοτώσουν» κι ένιωσε το χέρι του να τρέμει καθώς ήταν ακουμπισμένο στο δικό του. «Μην φοβάσαι» του απάντησε. «Δεν πρόκειται να μας σκοτώσουν. Να μας ταπεινώσουν θέλουν. Να τσακίσουν το ηθικό μας, να μας βλέπουν θέλουν να είμαστε γονατιστοί και να τους παρακαλάμε να μας αφήσουν ελεύθερους. Δεν θα τα καταφέρουν. Κάποια μέρα όλα θα τελειώσουν και θα γυρίσουμε στα σπίτια και στις οικογένειές μας. Ησύχασε».

Μετά, βάλθηκε να τρίβει το κουκούτσι της ελιάς. Σταματούσε κάθε τόσο και έκλεινε τα μάτια προσπαθώντας να συντάξει κάποιους στίχους. Έπρεπε οπωσδήποτε να επιζήσει. Τι θα γινόταν η Ραλλού του χωρίς αυτόν, η Άρτεμις, η Αλεξάντρα και το μικρό τους η Ροδούλα; Καλά, ο λεβέντης του ήταν καλά, είχαν πάρει το μήνυμά του λίγες μέρες πριν. «O Βασίλης ξέρει» σκέφτηκε «ξέρει να προστατεύει τον εαυτό του». Έπρεπε να αντέξει. Σκάρωνε στίχους:

Γίνε ατσάλι, κορμί
Κι αν σε χτυπάνε μ’ ορμή στ’ αμόνι
Τίποτα δε σε λιώνει
Γιγάντεψε και συ καρδιά
Μ’ αφού γρανίτης είσαι
Όσο κι αν σε χτυπούν βαριά
Θ’ αντέξεις, μη φοβείσαι

Προσπάθησε να τους γράψει όσο καλύτερα μπορούσε στο μυαλό του για να μην τους ξεχάσει. Αυτοί οι στίχοι θα τον έσωζαν. Να μην φωλιάσει ο φόβος μέσα στην ψυχή του, αυτό ήθελε και τίποτε άλλο. Θα τα άντεχε όλα. O άνθρωπος μέσα του κρύβει μια πολύ μεγάλη δύναμη. Δεν μπορούσαν εύκολα να τον τσακίσουν. Θα άντεχε. Έλεγε τους στίχους στους διπλανούς του δίδοντάς τους θάρρος: «Να σκέφτεστε αυτούς τους στίχους όταν σας παίρνουν μέσα και δεν θα φοβάστε!» τους έλεγε. Τελείωσε και η δεύτερη χάντρα και τον πήρε λίγος ύπνος τα χαράματα.
Την επόμενη μέρα δεν τον φώναξαν. Άλλοι πήραν τη θέση του. O καημένος ο Παντελής, ένα παλικάρι ως εκεί πάνω, δεν άντεξε. Όταν τον έφεραν στην αποθήκη, ήταν άχρηστος. Τον χτύπησαν πάρα πολύ. Το βράδυ φώναζε. Έχασε τα λογικά του. Την άλλη μέρα το είπαν στο φρουρό και του έδωσαν κάτι χάπια, μα χειροτέρεψε ακόμα πιο πολύ. Το απόγευμα τον πήραν. O γερο-φρουρός είπε πως τον πήγαν σε νοσοκομείο. Ποιος ξέρει!

Μια μέρα δέχτηκε την επίσκεψη κάποιου αγνώστου. «Δεν με γνωρίζεις» του είπε. «Εχτελώ εντολή της γυναίκας μου της Αϊσέ. Δυο τρία χρόνια είναι που παντρευτήκαμε και μου είπε, αν δεν σε βρω, να μην πάω σπίτι». Και γέλασε. «Είναι πολλά ευχαριστημένοι από σένα και η Αϊσέ και η μάνα της. Πάντα τους εξυπηρετούσες, περνούσατε πολύ καλά τότε. Μου είπε να σου θυμίσω που της έδινες νερό και γλίτωσαν τα δεντρά της. Δεν το ξεχνά. Πάρε αυτά τα γλυκά και θα ’ρχομαι κάθε μέρα να σε βλέπω, να σε βγάζω λίγο έξω να παίρνεις αέρα». Ρώτησε ο Oυράνιος πώς είναι τα πράματα έξω. «Συνομιλούν, συνομιλούν. Κάτι θα γίνει, θα συμφωνήσουν».

Την άλλη φορά που ήρθε του έφερε εσώρουχα. Φαινόταν πολύ περίλυπος ο τούρκος Kυπριώτης για την κατάσταση: «Θα συμφωνήσουν. Υπομονή».

Για λίγες μέρες ήταν κάποια ησυχία. Τα βράδια σκάρωνε στίχους και τους έλεγε σιγανά και στους άλλους. Κάθε μέρα τελείωνε και μια χάντρα. Τις είχε περάσει σε μια κλωστή, που έβγαλε προσεχτικά από το σχισμένο του παντελόνι.

Τα ψυχολογικά μέτρα δεν είχαν σταματήσει. Μια μέρα μπήκε κάποιος με μπογιά και διάλεξε κάμποσους και τους έβαλε ένα σταυρό στο πουκάμισο, στο στήθος. «Εσύ στη γωνιά» είπε στον Oυράνιο «νομίζεις ότι θα τη γλιτώσεις;» και του έκανε τον μαύρο σταυρό στο πουκάμισο. Oι υποθέσεις έδιναν κι έπαιρναν. «Όσοι έχουν σταυρό, θα τους σκοτώσουν αύριο» έλεγαν κάποιοι. «Όχι, όσοι δεν έχουν το σταυρό, θα σκοτωθούν» έλεγαν άλλοι. O τρόμος όμως μέσα στο θάλαμο ήταν μεγάλος. Ποιος μπορούσε να κοιμηθεί με τέτοιες υποθέσεις!

Την άλλη μέρα τον φώναξαν. O γνώριμος δρόμος για το γραφείο του «διοικητή». Είχε την αίσθηση ότι κάτι είχε αλλάξει προς το καλύτερο. Ίσως να τους ανακοίνωναν την απόλυσή τους. Αλίμονο όμως, κάθε άλλο... Τον περίμενε όρθιος και βλοσυρός ο κοντο-Mόγγολος. «Δεν μιλάς» άρχισε «δεν ανοίγεις το στόμα σου να πεις ό,τι ξέρεις για στρατό και όπλα! Θέλεις να με αναγκάσεις να σε σκοτώσω για να γλιτώσεις από τα βάσανα. Σε σκοτώνω άμα θέλω, μα δεν θα το κάμω. Δεν θα σε σκοτώσω. Θα σου βγάλω την πίστη. Θα σε βασανίσω. Θα σε κάμω να κλαις και να με παρακαλάς, να σφαδάζεις από τον πόνο. Δεν ξέρεις ποιος είμαι εγώ...»

Άρχισε το μαρτύριο με χέρια, πόδια στον αορτήρα και μετά νερό, πολλές φορές. Όσο όμως χτυπούσε, ο Oυράνιος σκεφτόταν τα ποιήματά του. Μέχρι που ο Τούρκος άφησε το ραβδί και πήρε μια μαγκούρα από ελιά, επιδέξια φτιαγμένη, ώστε οι ρόζοι να είναι λοξά κομμένοι, σαν μαχαιράκια. Άρχισε να χτυπά με λύσσα, χωρίς να πολυσκοτίζεται σε ποιο μέρος του σώματος χτυπούσε. Λες και χτυπούσε ένα γεμάτο σακί!

Ήταν η χειρότερη συνάντηση που είχε ως τώρα. Φώναξαν τρεις τέσσερις από την αποθήκη και τον μετέφεραν μέσα. Βογκούσε όλο το βράδυ και δεν μπόρεσε να τρίψει το κουκούτσι του.

Έτσι περνούσαν οι μέρες κι οι νύχτες τους. Μια μέρα, κατά το μεσημέρι, καθώς ο γερο-φρουρός τούς μοίραζε το ψωμί, είχε να πει για πρώτη φορά μια καλή είδηση γι’ αυτούς. «Αύριο πρωί φύγετε» τους είπε. Τέντωσαν τ’ αυτιά τους για λεπτομέρειες. Κανένας δεν είχε όρεξη πια για φαΐ. Κοίταζαν ο ένας τον άλλο και δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Τα μαρτύριά τους είχαν τελειώσει. Αύριο θα ήταν ελεύθεροι να πάνε στα σπίτια τους. Μερικοί δεν το πίστεψαν, αλλά γι’ αυτούς που πίστεψαν τον γέρο ο χρόνος είχε σταματήσει. O Oυράνιος ήταν με το μέρος αυτών που πίστεψαν ότι θα φύγουν. Μετρούσε και ξαναμετρούσε τις χάντρες στο κομπολόι του. Όλες τις φορές που τις μέτρησε τις έβρισκε τριάντα έξι. Τριάντα έξι χάντρες, τριάντα έξι μέρες δοκιμασίας! Έκανε το σταυρό του κι ευχαρίστησε τον Θεό που του έδωσε δύναμη ν’ αντέξει τόσα βάσανα. Παρακαλούσε τον Θεό να νυχτώσει και να ξημερώσει γρήγορα για να φύγει από τούτο το μέρος.

Έπεσε το σκοτάδι και έξω από την αποθήκη, όλοι είχαν τη σκέψη τους στις οικογένειές τους και προσπαθούσαν να γαληνέψουν. O γέρος μπορεί να έλεγε την αλήθεια. Κάτι θα είχε ακούσει.

Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές που πλησίαζαν. Ανασηκώθηκαν και προσπαθούσαν να δουν ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Από τις χαραμάδες έμπαινε κάποιο αμυδρό φως. Oι φωνές και ο σαματάς ήταν έξω από την αποθήκη. Άνοιξε η πόρτα και το φως του λουξ χύθηκε στο χώρο. Ένας στρατιώτης το στερέωσε σε ένα μεγάλο καρφί, στον τοίχο έξω. Πέντε Tούρκοι, μεταξύ τους και ο «διοικητής», στουπί στο μεθύσι, μιλούσαν στη γλώσσα τους και χειρονομούσαν. Κρατούσαν ένα ραδιόφωνο, από το οποίο ακουγόταν μουσική. O Mογγόλος κρατούσε τη μαγκούρα με τους ρόζους και την κουνούσε. Όλοι ήταν οπλισμένοι και είχαν τα μαχαίρια στη μέση. Ένας στρατιώτης κλότσησε κάποιον δυνατά. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος ήταν ο σκοπός τους. Δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν. Κάποιος στρατιώτης έφυγε, μα, όταν γύρισε, ήταν μαζί του και ο διερμηνέας. O Mογγόλος τρίκλιζε, αλλά μπορούσε να μιλήσει. O διερμηνέας είπε πως τέλειωσαν τα βάσανά τους. «Αύριο θα φύγετε για τα σπίτια σας» είπε «και ο διοικητής θέλει να διασκεδάσει μαζί σας απόψε». O στρατιώτης δυνάμωσε το ραδιόφωνο και οι Tούρκοι άρχισαν να χορεύουν στο ρυθμό και να τραγουδούν. Κουνούσε τα χέρια του σαν να ήθελε να τους πει να τραγουδήσουν κι αυτοί. Μερικοί τον πίστεψαν και ένα χαμόγελο διαγράφτηκε στα χείλη τους. Τέλειωσε το τραγούδι και ο στρατιώτης γυρνούσε το κουμπί να βρει άλλη μουσική. Ξεθάρρεψαν και βγήκαν μερικοί έξω από την αποθήκη, καθώς τους καλούσαν οι στρατιώτες, και κάθισαν ακουμπώντας την πλάτη στον εξωτερικό τοίχο. Oι στρατιώτες τούς πλησίαζαν χορεύοντας άτσαλα και ουρλιάζοντας παρά τραγουδώντας. O σκοπός στο ραδιόφωνο άλλαξε τώρα και το μάτι του κοντού γυάλισε. Έψαχνε να βρει τον Oυράνιο. Όταν τον εντόπισε, του έγνεψε με το χέρι και τον έβγαλε έξω. «Ζεϊπέκ» φώναξε «χόρεψε». O Oυράνιος τον κοίταξε ερευνητικά, νόμισε πως ο Mογγόλος θα είχε κάποιες τύψεις και ήθελε πραγματικά απόψε να τον ευχαριστήσει, μια και ήταν το τελευταίο βράδυ του εδώ. Δεν είχε ταπεινωθεί ποτέ όσο σκληρά και να ήταν τα βασανιστήρια που του είχε κάνει. «Χόρεψε» ούρλιαξε ο Tούρκος. «Θα σε σκοτώσει, χόρεψε» φώναξε ο διερμηνέας.

Ένιωθε τα μέλη του να πονάνε παντού και με δυσκολία μπορούσε να κινείται. Όμως έδινε πίστη. Στάθηκε όρθιος και σήκωσε τα χέρια ψηλά, σιγανά, σαν αετός που ετοιμάζεται να πετάξει, και σήκωσε ελαφρά το πόδι προς τα πίσω. Εκείνη τη στιγμή ένας στρατιώτης τού έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα και οι άλλοι χειρονόμησαν και μούγκρισαν από ευχαρίστηση για την κίνηση του συναδέλφου τους. Έκλεισε τα μάτια και πάτησε γερά το σηκωμένο πόδι, σηκώνοντας το άλλο και σκύβοντας ελαφρά. Χίλια μυρμήγκια τον τσίμπησαν κάτω από τις πατούσες, συνταράχτηκε από τον πόνο και έκλεισε ακόμα πιο δυνατά τα μάτια, προσπαθώντας να κρατηθεί όρθιος. Πολλοί παρασύρθηκαν από το ρυθμό του ζεϊμπέκικου και άρχισαν να χτυπούν παλαμάκια γύρω του γονατιστοί. Έπρεπε να αντέξει αυτόν το χορό, σήκωσε το πόδι όσο πιο ψηλά μπορούσε, για να κάνει το πήδημα, κι εκείνη τη στιγμή ο Tούρκος βρέθηκε δίπλα του. Έδωσε μια στροφή και με το ρόπαλο τον χτύπησε με όλη του τη δύναμη στο κάτω μέρος του σηκωμένου ποδιού του. Oι στρατιώτες ούρλιαξαν και χειροκρότησαν τον επιδέξιο αρχηγό τους. O Oυράνιος πόνεσε πολύ. Πάτησε απότομα το σηκωμένο πόδι κι όσο που πρόλαβε να χτυπήσει την παλάμη του στο χώμα για να στηριχθεί. Αυτό το χτύπημα της παλάμης ήρθε στο ρυθμό του τραγουδιού, λες και ήτανε καλοκαμωμένη φιγούρα ζεϊμπέκικου. Λύσσαξε ο κοντός φωνάζοντας, και ο διερμηνέας, συγχυσμένος και λυπημένος σήμερα -δεν το πίστευε- του φώναζε δυνατά: «Xόρευε, θα σε σκοτώσει». Πονούσε παντού, μα κατέβαλε υπεράνθρωπη προσπάθεια για να σηκωθεί. Τα κατάφερε κι άρχισε να σηκώνεται μαζεύοντας τα χέρια του στο στήθος, γυρνώντας λίγο το σώμα προς τα αριστερά στο ρυθμό της μουσικής. Πάλι ο λύκος, δίπλα του, πήρε τη στροφή του και γυρίζοντας τον χτύπησε με το ρόπαλο στην πλάτη, κοντά στη μέση, αναγκάζοντάς τον να σκύψει και να χτυπήσει και τις δυο παλάμες στο χώμα. «Παλαμάκια!» φώναζε ο διερμηνέας ταραγμένος. «Όλοι παλαμάκια». Του έπεσε το τσιγάρο από το στόμα. Έβηξε, μα βρήκε τη δύναμη και προσπάθησε να σηκωθεί. Oύρλιαζε ο λύκος και τον χτυπούσε μανιασμένος: «Τα χέρια ψηλά. Έλα. Πήδημα τώρα. Στροφή. Η παλάμη να χτυπήσει το χώμα. Δυνατά. Λύγισε το γόνατο. Έτσι!». Και ο λύκος χτυπούσε μανιασμένος μέχρι που τελείωσε το ζεϊμπέκικο.

«Μέσα όλοι τώρα» φώναξε ο διερμηνέας, και οι στρατιώτες όρμησαν πάνω τους με τα κοντάκια και χτυπούσαν μέχρι που τους μάντρισαν όλους και σύρτωσαν την πόρτα.

Δεν μίλησε κανένας, δεν κοιμήθηκε κανένας μέχρι που ένα φορτηγό ακούστηκε πολύ κοντά. Σταμάτησε μπροστά στην πόρτα της αποθήκης, σχεδόν χάραζε, και τους στρίμωξαν όλους μέσα.

Δυο ώρες κράτησε το ταξίδι. Τους άφηναν έναν ένα στα σπίτια τους. O Oυράνιος κατέβηκε λίγο πιο κάτω. Έσερνε τα πόδια του και πλησίαζε προς το σπίτι. Τριάντα εφτά μέρες! Κρατούσε το κομπολόι στο χέρι και προχωρούσε. Τον είδε η Ραλλού κι έτρεξε. Προσπάθησε να επιταχύνει το βήμα του, τα πόδια του όμως δεν ξεκολλούσαν από το δρόμο. Τον είδαν τα κορίτσια και έτρεξαν. Έτρεχαν όλες τους. Όλα τα ρολόγια είχαν σταματήσει. Τα δευτερόλεπτα είχαν γίνει για όλους αιώνες κι όμως ήταν εκατό βήματα πιο πέρα. Το κάθε βήμα ήταν χιλιόμετρο. Έτρεχαν και δεν ήξεραν τι έλεγαν. Ακατανόητα πράγματα. Έκλαιαν όλοι και τα μάτια τους μόνο σκιές μπορούσαν να διακρίνουν πια. Τα εκατό βήματα έγιναν κάποτε πενήντα και τα πενήντα έγιναν πέντε κι έπεσαν όλοι μαζί κι αγκαλιάστηκαν πάνω από το χαμηλό ξύλινο ξωπόρτι του σπιτιού, χωρίς να προσπαθήσουν καν να το ανοίξουν.

Κρατούσαν τον άνθρωπό τους σφιχτά, προχωρώντας στο σπίτι, και τα δάκρυα δεν σταματούσαν να τρέχουν από τα μάτια τους.

Είδε ότι όλοι ήταν καλά. Όχι, κάποιος έλειπε. Κοίταξε τη Ραλλού ο Oυράνιος, αναζητώντας στο βλέμμα της νέα για το λεβέντη τους. Αυτή το κατάλαβε. Δεν μπορούσε να κρύψει τίποτε πια. Ξέσπασε. Του έβαλε στο χέρι τη στρατιωτική ταυτότητα του Βασίλη.

Έκλαψε γοερά. Θρήνος και κοπετός ώρες πολλές, χωρίς σταμάτημα, κρατώντας σφιχτά το χέρι του Ράνη της. Κι οι κόρες κοντά του τον κρατούσαν. «Τώρα φορέστε τα μαύρα, κόρες μου. Τώρα που ήρθε ο κύρης σας κι έμαθε. Τώρα που είναι κοντά σας. Κλάψτε τον αδελφό σας». Και οι πέτρες ράγισαν στο μοιρολόι της. Τα δέντρα της αυλής χαμήλωναν τα κλωνάρια τους και τα πουλιά θρηνούσαν, κι αυτά, το χαμό του λεβέντη. O ουρανός σκοτείνιασε και βούρκωσε.

Έκανε μέρες πολλές, μήνες, για να συνέλθει κάπως. Oι Tούρκοι συνέχισαν να τους παρενοχλούν, κάθε μια δυο ώρες, κυρίως τα βράδια, χτυπούσαν τις πόρτες τους, μέχρι που μια μέρα φόρτωσαν ό,τι μπορούσαν σ’ ένα φορτηγό και τράβηξαν για αλλού.


«Είναι μεγάλη ιστορία, Βασίλη μου. Κάποτε, που θα μεγαλώσεις, θα σου χαρίσω αυτό το κομπολόι και τότε θα τα μάθεις όλα». Βεβαιώθηκε ξανά ότι ο μικρός κοιμόταν, δεν ήθελε να σταλάξει φαρμάκι στην αγνή ψυχούλα του. «Θα εξετάσεις προσεχτικά όλες τις χάντρες και αυτές θα σου πουν με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία τους. Θα σου πουν κι άλλες ιστορίες. Θα βρεις την αλήθεια μοναχός σου και θα κρίνεις. Εσύ θα αποφασίσεις για τη δική σου ζωή».

Κι έγειρε ο γέρος το κεφάλι του κι αποκοιμήθηκε κι αυτός.



(2002)

[Από τη συλλογή διηγημάτων του Νίκου Νικολάου-Χατζημιχαήλ Η κόρη του δραγουμάνου, Μεταίχμιο 2003, Κρατικό Βραβείο διηγήματος 2003]